Ο πρωταγωνιστής δεν ήταν ο Ρούσβελτ
“...Στις αρχές του 1937 καταλήψεις πραγματοποίησαν οι εργάτες στην υφαντουργία, στην υποδηματοποιία, στα ξενοδοχεία, στην εστίαση, στην χαλυβουργία, στις μεταφορές, στα καπνεργοστάσια. Το ίδιο έκαναν οι ναυτεργάτες, οι εργάτες των ναυπηγείων, οι υπάλληλοι γραφείου, οι τυπογράφοι, οι εργαζόμενοι στο τύπο, οι θυρωροί, οι ηλεκτρολόγοι. Νεαρές εργαζόμενες στα πολυκαταστήματα Woolworth, σε ταπητουργεία, ωρολογοποιοί, σκουπιδιάρηδες. Καταλήψεις από τους ταχυδρομικούς και τους κούριερ της Postal και της Western Union, από τους εργάτες γης, τους επιπλοποιούς, τους εργάτες στη συσκευασία τροφίμων, τους εργαζόμενους στα σινεμά, τους νεκροθάφτες...”.
Οι εργατικοί αγώνες της δεκαετίας του '30 χτύπησαν επιχειρήσεις-κολοσσούς απ' άκρη σ' άκρη στις ΗΠΑ, αναγκάζοντας τα μεγαλύτερα μέχρι τότε κάστρα απεργοσπασίας, τρομοκρατίας και εκμετάλλευσης εργατών και εργατριών να αποδεχτούν το δικαίωμα στο συνδικαλισμό. Στο βιβλίο του “Η αμερικάνικη εργατική τάξη τη δεκαετία του '30 – Αντεπίθεση” ο βρετανός μαρξιστης καθηγητής ιστορίας John Newsinger περιγράφει πως ένα άγρια χτυπημένο από την οικονομική κρίση εργατικό κίνημα έφτασε την πιο πλούσια και ισχυρή άρχουσα τάξη του κόσμου στο σημείο να παραδέχεται ότι έβλεπε “να ανοίγουν οι πύλες της κολάσεως”.
Το Κραχ του 1929 ήταν καταστροφικό για την εργατική τάξη με την ανεργία να σκαρφαλώνει – στα επίσημα στοιχεία – στο 30% και τους μισθούς να μειώνονται στα τέσσερα πρώτα χρόνια της κρίσης ως και 60%. “Σε μια χώρα όπου το κράτος πρόνοιας ήταν υποτυπώδες, η Μεγάλη Υφεση προκάλεσε δυστυχία σε τρομακτική κλίμακα, με την πείνα να απλώνεται, τον αριθμό των αστέγων να γιγαντώνται και τη φτώχεια να φτάνει σε ανήκουστα επίπεδα”, γράφει ο Newsinger. Τόσο ήταν το μίσος για την αδιαφορία της ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης Χούβερ προς τους φτωχούς, που στην εκλογική συντριβή της το 1932, οι ανθρακωρύχοι της Πενσυλβάνια θα “αποχαιρετούσαν” τον πρόεδρο υψώνοντας ένα μνημείο πάνω σε πλημμυρισμένη δημόσια τουαλέτα με την επιγραφή “Ενθάδε κείται ο Χούβερ, Η ψυχή του να 'ναι καταραμένη, Μέσα στην τρύπα τη χεσμένη. Εδώ για πάντα χωμένος, Των φτωχών εχθρός, Των πλουσίων κολλητός”.
Παρά την αυξανόμενη αγανάκτηση, οι συσχετισμοί δεν θα μπορούσαν να είναι πιο αρνητικοί για την εργατική τάξη. Μετά το Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα συνδικάτα βρίσκονταν σε καθεστώς ημι-παρανομίας και η αριστερά στόχος υστερικών εκστρατειών ενάντια στους “μπολσεβίκους” και την “κόκκινη απειλή”. Οι εργατικές κινητοποιήσεις αντιμετωπίζονταν με σκληρή καταστολή ως και δολοφονική βία. Τα αφεντικά ξόδευαν αμύθητα ποσά σε ιδιωτικές μυστικές αστυνομίες και γραφεία ντετέκτιβ που παρακολουθούσαν συνδικαλιστές και εργαζόμενους, ενίοτε ξυλοκοπούσαν αγωνιστές και χτυπούσαν απεργιακές φρουρές. Τα δικαστήρια είχαν σχεδόν καταργήσει το δικαίωμα στην απεργία.
Τα αφεντικά διευκόλυναν “οι αντιδραστικές και διεφθαρμένες ηγεσίες των συνδικάτων της Αμερικάνικης Ομοσπονδίας Εργασίας (AFL). Η AFL απέρριπτε τη μαχητική δράση, ήταν εχθρική απέναντι στην Αριστερά και υποστήριζε ανοιχτά το καπιταλιστικό σύστημα”. Την ίδια στιγμή, ο ρατσισμός απέναντι στους μαύρους εργάτες με άγρια πογκρόμ και λυντσαρίσματα εναντίον τους “ήταν ένας καρκίνος που κατέτρωγε το εργατικό κίνημα των ΗΠΑ”.
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των Δημοκρατικών Ρούσβλετ “δεν είχε τίποτα το κοινό με την αμερικάνικη εργατική τάξη”. Ο συγγραφέας αφιερώνει πολλές σελίδες για να καταρρίψει την – μέχρι και σήμερα – εξιδανικευμένη εικόνα για τον “προοδευτικό” χαρακτήρα του “Νιου Ντιλ”, τη μεγάλη υποτίθεται πολιτική επιλογή του Ρούσβελτ που, ανάμεσα σε άλλα, είχε στόχο και την υπεράσπιση των καταπιεσμένων. Στην πραγματικότητα, το μοναδικό μέλημά του, ακόμα κι όταν στρεφόταν αναγκαστικά προς τ'αριστερά και περνούσε απρόθυμα μεταρρυθμίσεις που έδιναν στα χαρτιά το δικαίωμα στους εργάτες να συνδικαλίζονται, ήταν “να φέρει ξανά τον καπιταλισμό των ΗΠΑ στο δρόμο της επιτυχίας αυξάνοντας τα κέρδη του” και να προλάβει, όπως ομολογούσε ο ίδιος, την επανάσταση.
Ενα από τα ατού του βιβλίου είναι ότι ανάμεσα στα μεγάλα απεργιακά ξεσπάσματα ξετυλίγονται οι “μικρότεροι” αγώνες – άλλοι νικηφόροι κι άλλοι όχι – που προμήνυαν την αντεπίθεση. Οπως η απεργία των δασκάλων του Σικάγο το 1933 που κατέληξε σε καταλήψεις τραπεζών και συγκρούσεις με την αστυνομία με βαριά σχολικά βιβλία. 'Η την ίδια χρονιά οι απεργίες των εργατών γης με αποκορύφωμα αυτή “των 18.000 εργατών γης στις φυτείες βαμβακιού στην Κοιλάδα Χοακίν. Η απεργία κράτησε 27 μέρες και απλώθηκε σε μια ακτίνα 161 χιλιομέτρων, στην οποία περιπολούσαν απεργοί πάνω σε φορτηγά για να διώχνουν τους απεργοσπάστες. Επρόκειτο, όπως γράφει η Ντέβρα Ουίμπερ, 'για την μεγαλύτερη, πιο μακρόχρονη και σκληρή σύγκρουση στην ύπαιθρο στην ιστορία... ένας κοινωνικός σεισμός'”.
Η αντεπίθεση ξεκίνησε το 1934. Σε ένα ιδιαίτερα εμπνευστικό κεφάλαιο, ο συγγραφέας περιγράφει τις απεργίες των εργατών στην αυτοκινητοβιομηχανία του Τολέδο, των οδηγών φορτηγών στη Μινεάπολις και των λιμενεργατών στο Σαν Φραντσίσκο που “απέκτησαν διαστάσεις εξέγερσης και άλλαξαν εντελώς το στρατηγικό πλαίσιο αναφοράς της αμερικάνικης εργατικής τάξης. Και στις τρεις απεργίες την ηγεσία της είχαν ριζοσπάστες και επαναστάτες, ενώ και οι τρεις απεργίες αψήφησαν την ηγεσία της AFL, αναμετρήθηκαν με το κράτος και διεξήχθησαν με άγρια αποφασιστικότητα”.
Οι νικηφόρες απεργίες του 1934 είχαν και μια άλλη συνέπεια. Ενέτειναν την κρίση στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία που οδήγησε σε ένα σχίσμα στους κόλπους της. Προϊόν αυτού του σχίσματος ήταν η CIO, μια συνομοσπονδία που έθεσε στόχο να οργανώσει τους μεγάλους βιομηχανικούς κλάδους όπως την αυτοκινητοβιομηχανία. Αλλά και πάλι, χρειάστηκε η ώθηση της βάσης για να πάνε τα πράγματα μπροστά.
Το 1937, η απεργία-κατάληψη, με κέντρο το Φλιντ του Μίσιγκαν, λύγισε τον μεγαλύτερο εργοδότη του κόσμου, τη General Motors. Οπως εξηγεί ο Newsinger: “Οι απεργοί προχωρώντας σε κατάληψη απέφευγαν την ήττα στις απεργιακές φρουρές (για την αστυνομία η έφοδος σ' ένα κατειλημμένο εργοστάσιο ήταν απείρως δυσκολότερη δουλειά από τη διάλυση μιας απεργιακής φρουράς), δεν κινδύνευαν από απεργοσπάστες και, στην αυτοκινητοβιομηχανία, αν δούλευαν στην παραγωγή μπορούσαν να γονατίσουν ένα γίγαντα σαν την GM. Στις ΗΠΑ του 1937 η απεργία-κατάληψη ήταν ένα όπλο οργάνωσης. Ηταν ο τρόπος και να οργανωθούν οι εργάτες και να ηττηθεί η εργοδοσία”. Δεν επρόκειτο για τυχαία ανακάλυψη. Ηταν ένα από τα όπλα που έδωσε η Αριστερά στο απεργιακό κίνημα.
Ο συγγραφέας δεν ξεχνά στιγμή τους απλούς ανθρώπους που έδιναν τις πιο σκληρές μάχες με αξιοθαύμαστη τόλμη και εφευρετικότητα. Για παράδειγμα στην απεργία των εργατριών – στην πλειοψηφία τους μαύρων – στην επεξεργασία καρυδιών στο Σεντ Λούις το 1933 “η Κάρι Σμιθ, ηγέτιδα της απεργίας αλλά και βαθιά θρησκευόμενη, μίλησε σε μια συγκέντρωση κρατώντας μια Βίβλο στο ένα χέρι και ένα τούβλο στο άλλο”. Ή στην απεργία των οδηγών φορτηγών στη Μινεάπολις “η τακτική που έκρινε την τύχη της απεργίας ήταν το πνευματικό τέκνο ενός 'απλού αχθοφόρου': ήταν η 'μαχητική εφαρμογή της κινητής απεργιακής φρουράς'”.
Η ταξική πάλη ήταν αυτή που καθόρισε τις εξελίξεις στις ΗΠΑ τη δεκαετία του '30 και ήταν ανοιχτό αν θα έφτανε να δώσει συνολική επαναστατική λύση. Το βιβλίο του Newsinger είναι πολύτιμο και σε αυτό το επίπεδο. Αν υπήρξε ένας λόγος για τον οποίο “οι πύλες της κολάσεως” δεν άνοιξαν τελικά για την άρχουσα τάξη, αυτός ήταν η έλλειψη επαναστατικής ηγεσίας.
Τιμή 15€, 426 σελίδες
Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο