Βιβλιοκριτική
Ντέιβιντ Χάρβεϊ: Εξεγερμένες πόλεις

Εξώφυλλο του βιβλίου

Χαμένοι στο λαβύρινθο της πόλης

Ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ δεν έχει ανάγκη από συστάσεις. Σίγουρα όχι για τους αναγνώστες του «Σοσιαλισμός από τα κάτω», όπου τα βιβλία του έχουν παρουσιαστεί τα τελευταία χρόνια καθώς έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, ενώ ο ίδιος ήταν ομιλητής στο τετραήμερο του Μαρξισμού τον Μάη του 2010.

Το νέο του βιβλίο «Εξεγερμένες πόλεις» είναι ένα πολιτικό μανιφέστο με το οποίο συνοψίζει την προηγούμενη δουλειά του γύρω από τις κρίσεις μέσα στον καπιταλισμό και το ρόλο των πόλεων τόσο στη διαμόρφωση αυτών των κρίσεων όσο και στο ξεπέρασμά τους, αλλά παράλληλα επιχειρεί να διαμορφώσει μια σύγχρονη αντικαπιταλιστική στρατηγική.

Πρόκειται για μια προσπάθεια φιλόδοξη, ακόμη και για κάποιον με τις περγαμηνές του Χάρβεϊ, που αξίζει να διαβαστεί, περισσότερο γιατί τολμάει να συνθέσει συνολικές εικόνες για την πορεία του καπιταλισμού στο χώρο και στο χρόνο σε παγκόσμια κλίμακα και λιγότερο για τις απαντήσεις που έχει να προσφέρει στο κίνημα για την ανατροπή του συστήματος. Για την ακρίβεια, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο Χάρβεϊ προχωράει στην πιο σκληρή μέχρι τώρα ρήξη του με τη λενινιστική στρατηγική της επαναστατικής αριστεράς και αυτό είναι η μεγάλη του αδυναμία. Αλλά ας μην προτρέξουμε.

Σίγουρα είναι συναρπαστικό να μπορεί κανείς να βρει μέσα στις λιγότερες από 300 σελίδες αυτού του βιβλίου ένα πανόραμα που απλώνεται από το Παρίσι του Οσμάν (Haussmann) το 19ο αιώνα μέχρι τον κατασκευαστικό οργασμό στη σημερινή Κίνα περνώντας μέσα από την «προαστιοποίηση» των ΗΠΑ μετά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, όλα δεμένα μεταξύ τους και με τους κύκλους άνθησης και κρίσης του καπιταλισμού.

Σε αυτά τα κεφάλαια του βιβλίου μπορεί ο αναγνώστης να βρει εντυπωσιακούς παραλληλισμούς ανάμεσα στις μορφές που πήρε η κερδοσκοπία γύρω από το δομημένο περιβάλλον και η εξέλιξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε όλες αυτές τις διαφορετικές περιόδους της ιστορίας.

Ωστόσο, ακόμη και σε αυτές τις καλύτερες ενότητες του βιβλίου είναι ορατές οι αδυναμίες της αντίληψης του Χάρβεϊ για τη λειτουργία του καπιταλισμού. Ούτε λίγο ούτε πολύ, αποδίδει τη μακρόχρονη μεταπολεμική ανάκαμψη (1945 – 1970 περίπου) στη δυνατότητα της «προαστιοποίησης» να αποτελέσει «έναν τρόπο απορρόφησης του πλεονάζοντος προϊόντος, ως εκ τούτου επίλυσης του προβλήματος απορρόφησης του πλεονάζοντος κεφαλαίου» (σελ. 46).

Η κατασκευή μεγάλων αυτοκινητόδρομων και άλλων έργων υποδομής (όπως τα αεροδρόμια) που μεταμόρφωσε τις πόλεις μεταπολεμικά, όπως και η κατασκευή των σιδηρόδρομων τον 19ο αιώνα, ήταν μορφή επενδύσεων που μεγάλωνε το πλεονάζον προϊόν και μεγάλωνε τις πιέσεις για πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Αν δεν υπήρχε ένας άλλος παράγοντας (συγκεκριμένα ο διογκωμένος ρόλος της πολεμικής βιομηχανίας), η «προαστιοποίηση» θα είχε οδηγήσει σε κρίση πολύ πιο γρήγορα.

Όπως έχει παρατηρήσει ο Κρις Χάρμαν στο άρθρο του “Theorising neoliberalism” (International Socialism Journal 117, Δεκέμβρης 2007), o Xάρβεϊ στα βιβλία του για τον Νεοφιλελευθερισμό και για τον Ιμπεριαλισμό ως ένα βαθμό επαναλαμβάνει την αντίληψη των Μπαράν και Σουίζι στο έργο τους «Το μονοπωλιακό κεφάλαιο» περί πλεονάζοντος προϊόντος, χωρίς όμως τις αναφορές των Μπαράν και Σουίζι στο ρόλο των εξοπλισμών.

Πρόκειται για λαθεμένη προσέγγιση που γίνεται ακόμη πιο έντονη όταν ο Χάρβεϊ οδηγείται στην αντίληψη ότι ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει τα προβλήματά του με «συσσώρευση μέσω της υφαρπαγής» (accumulation by dispossession). Μέσα σε συνθήκες άγριας λεηλασίας μισθών, συντάξεων, ασφαλιστικών ταμείων, δημόσιων εκτάσεων κλπ από Μνημόνια επίσημα και ανεπίσημα, αυτή η ιδέα μοιάζει ελκυστική. Ωστόσο, η «υφαρπαγή» δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκμετάλλευση σαν ερμηνεία για την παραγωγή υπεραξίας μέσα στον καπιταλισμό. Η λεηλασία μισθών και του κοινωνικού μισθού είναι εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης, η ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού τομέα και των κρατικών επιχειρήσεων είναι μεταβίβαση από έναν καπιταλιστικό τομέα σε έναν άλλο, καθώς δεν μπορούμε να θεωρούμε τις ΔΕΚΟ ως μη-καπιταλιστικές. Η πηγή της συσσώρευσης, η δύναμη του κεφάλαιου βρίσκεται εκεί όπου παράγεται η υπεραξία. Αν χάσουμε αυτό το κέντρο και περιοριστούμε σε διαδικασίες αναδιανομής της υπεραξίας κινδυνεύουμε να βλέπουμε το δέντρο χωρίς το δάσος.

Τα ζητήματα αυτά δεν είναι ακαδημαϊκά, έχουν συνέπειες πάνω στις στρατηγικές επιλογές του κινήματος και αυτό φαίνεται έντονα στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, όπου ο Χάρβεϊ κάνει επίθεση στην αριστερά που επιμένει να βλέπει τους χώρους δουλειάς σαν κέντρο της σύγκρουσης με το κεφάλαιο. Όχι μόνο βλέπει την αριστερά (κόμματα και συνδικάτα) να «κολυμπούν μέσα σε ένα ωκεανό από διασκορπισμένα κινήματα που δεν διαθέτουν πολιτική συνοχή» (σελ. 218), αλλά καταλογίζει στον Μαρξ και στον Λένιν ότι είδαν την Παρισινή Κομμούνα του 1871 σαν «προλεταριακή εξέγερση και όχι ως ένα πολύ πιο περίπλοκο επαναστατικό κίνημα που πυροδοτείται τόσο από την επιθυμία αναδιεκδίκησης της πόλης την οποία είχε ιδιοποιηθεί η αστική τάξη, όσο και από την επιδιωκόμενη απελευθέρωση των εργατών από τα δεινά της ταξικής καταπίεσης στο χώρο εργασίας» (σελ.219-20).

Μετά από μια τέτοια αποστασιοποίηση από τον Μαρξ και τον Λένιν, η κριτική στο βρετανικό ΣΕΚ ότι ηγήθηκε στον αγώνα κατά του poll-tax της Θάτσερ παρά «την παραδοσιακά εργατίστικη οπτική του» έρχεται ως παρονυχίδα.

Όταν επιχειρεί να συγκεκριμενοποιήσει την κριτική του προς την «παραδοσιακά εργατίστικη οπτική», ο Χάρβεϊ πέφτει σε δυο παγίδες.

Η πρώτη είναι ότι χρεώνει τις αμαρτίες του σταλινισμού συλλήβδην στην στρατηγική της κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη. Γράφει: «οι κομμουνιστικές χώρες από τη Ρώσικη Επανάσταση και μετά, ανίκανες να εγγυηθούν τη λειτουργία αυτού του συστήματος παγκοσμίως, επέλεξαν να απομονωθούν όσο το δυνατόν περισσότερο από την καπιταλιστική παγκόσμια αγορά» (σελ. 225), χωρίς να μπαίνει στον κόπο να σταθεί στο ποιοι και πώς επέβαλαν αυτή την επιλογή. Ο Λένιν, ο Τρότσκι, ο Στάλιν, ακόμη και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν πολιτικές «υποκατάστασης των εισαγωγών», μπαίνουν όλοι στο ίδιο τσουβάλι μιας «στρατηγικής που απέτυχε».

Η δεύτερη έχει να κάνει με τον ορισμό της εργατικής τάξης και της πρωτοπορίας της. Λέει ο Χάρβεϊ:

«Η έννοια του εργατικού ελέγχου που έχει μέχρι στιγμής κυριαρχήσει στην εναλλακτική αριστερή πολιτική σκέψη είναι προβληματική. Ο αγώνας έχει επικεντρωθεί κυρίως στο εργαστήριο και στο εργοστάσιο ως προνομιακούς χώρους παραγωγής υπεραξίας. Η βιομηχανική εργατική τάξη είχε παραδοσιακά το προνόμιο της πρωτοπορίας του προλεταριάτου, του βασικού επαναστατικού του φορέα».

Αυτό δεν είναι αλήθεια. Η επαναστατική μαρξιστική παράδοση ποτέ δεν αντιμετώπισε την έννοια της πρωτοπορίας με κριτήριο τι δουλειά κάνει ο κάθε εργάτης (το μέταλλο μπροστά, τα γκαρσόνια πίσω). Από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο μέχρι το ΣΕΚ σήμερα, περνώντας από τον Λένιν του «Τι να κάνουμε» και τον Γκράμσι των «Θέσεων της Λυών», η πρωτοπορία πάντα ήταν τα τμήματα εκείνα της τάξης που «αγωνίζονται για την επίτευξη των άμεσων σκοπών και συμφερόντων της εργατικής τάξης, αλλά στο σημερινό κίνημα εκπροσωπούν ταυτόχρονα και τo μέλλον του κινήματος». Κριτήρια πολιτικά και ιδεολογικά και όχι χυδαία επαγγελματικά.

Γι’ αυτό, άλλωστε, η ιστορία του επαναστατικού κινήματος είναι γεμάτη από παραδείγματα όπου η αριστερά αγκάλιασε και πρωτοστάτησε σε πρωτοπόρες μάχες που έδωσαν κομμάτια έξω από το βιομηχανικό - εργοστασιακό τμήμα της εργατικής τάξης: από τις πλύστρες της ρώσικης επανάστασης, στους οδηγούς των φορτηγών στη Μινεάπολη των ΗΠΑ το 1934 μέχρι τις καμαριέρες στις μέρες μας (όχι μόνο στην υπόθεση Στρος-Καν, αλλά σε όλα τα ξενοδοχεία στην Ελλάδα). Ευτυχώς η Αριστερά δεν περίμενε τον Χάρβεϊ να μας πει ότι οι οδηγοί των λεωφορείων μέσα στις πόλεις, οι εμποροϋπάλληλοι στα mall και οι ντελιβεράδες στα φαστφουντάδικα είναι κομμάτια της τάξης μας.

Το επίμαχο ζήτημα δεν είναι ποιος είπε τι πρώτος, αλλά ποιος ενώνει αυτή τη δύναμη στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού. Οι προτροπές του Χάρβεϊ να αναζητήσουμε τη λύση έξω από τους χώρους δουλειάς, στην πολιτική έκφραση των κινημάτων της πόλης, στερούν από το αντικαπιταλιστικό κίνημα τη συνοχή που μπορεί να έχει όταν συνδέεται με την εργατική τάξη, τη συλλογικότητά της και τη δύναμή της σαν παραγωγός όλου του πλούτου της κοινωνίας.

Τιμή 16€, 308 σελίδες

Εκδόσεις ΚΨΜ