19ο Συνέδριο ΚΚΕ
Το ΚΚΕ ολοκλήρωσε το 19ο Συνέδριό του, ο ΣΥΡΙΖΑ βαδίζει προς το ιδρυτικό του. Ο Νίκος Λούντος γράφει για την αναζήτηση στρατηγικής που ανοίγει στην Αριστερά.
Η συζήτηση για τη στρατηγική έχει επιστρέψει μετά από πολλά χρόνια στην ελληνική Αριστερά. Για δεκαετίες η κοινοβουλευτική Αριστερά είχε το δυσάρεστο προνόμιο να μην έχει την πίεση να απαντήσει στο ερώτημα ποιο είναι το σχέδιό της για την αλλαγή της κοινωνίας. Στα προγράμματά της η Αριστερά μπορεί να είχε περισσότερες ή λιγότερες αναφορές στο “σοσιαλιστικό μετασχηματισμό”, μια έκφραση που είχε να κάνει με ένα μακρινό και ακαθόριστο μέλλον, όμως στο παρόν το πραγματικό καθήκον ήταν μόνο η κριτική στα μέτρα των κυβερνήσεων. Στα συνέδριά της η Αριστερά χρειαζόταν να ξεκινήσει με δάκρυα για την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού και για την έλλειψη αντίπαλου δέους. Βρισκόμαστε στη στιγμή που η Αριστερά στην Ελλάδα καταγράφεται και εκλογικά και ιδεολογικά αλλά και σε επίπεδο αγώνων ως εναλλακτική δύναμη. Αυτή η αλλαγή καταγράφεται ήδη με το λυσσασμένο τρόπο με τον οποίο επιτίθεται η άρχουσα τάξη, οι δημοσιογράφοι και οι “διανοούμενοί της” που έχουν ξεθάψει τα εγχειρίδια κατά του “κομμουνιστοσυμμοριτισμού”.
Το βάρος των ερωτημάτων πάνω στην Αριστερά είναι τεράστιο και στα συνέδρια αποτυπώνεται αυτή η εισβολή του καινούργιου. Το πολλές φορές κατηγορούμενο για τη “μονολιθικότητά” του ΚΚΕ πέρασε μια προσυνεδριακή περίοδο με ανοιχτή αντιπαράθεση από τις στήλες των εντύπων του, μια διαμάχη που έφτασε σε σημείο ανοιχτής κρίσης, όταν η ηγεσία παρενέβη εκτός διαλόγου για να καταγγείλει τους διαφωνούντες ως προς τις προθέσεις τους. Παλιά και γνωστά στελέχη του κόμματος, από τον Παναγιώτη Γεωργιάδη, ως τον Αντώνη Σκυλλάκο και τον Νίκο Μπογιόπουλο κατέθεσαν σημαντικές διαφωνίες για την πορεία που προανήγγειλαν οι Θέσεις του 19ου συνεδρίου.
Αν στην περίπτωση του ΚΚΕ, το ξαφνικό άνοιγμα της συζήτησης θα μπορούσε να εξηγηθεί με βάση την εκλογική αποτυχία για την οποία πολλά μέλη του ζητούν εξηγήσεις, στο ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει μια αντίστοιχη όξυνση εν όψει του συνεδρίου του το καλοκαίρι, η οποία όμως έχει στην αφετηρία της την εκλογική επιτυχία. Μέχρι πολύ πρόσφατα, τα ερωτήματα στρατηγικής μπορούσαν να απαντιούνται με διατυπώσεις που στρογγύλευαν τις διαφορές, αφήνοντας όλες τις πτέρυγες ικανοποιημένες στα λόγια και την ηγεσία ελεύθερη να κάνει τους χειρισμούς που θέλει. Τώρα, η ραγδαία μετατόπιση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά, η αναγωγή της συμμετοχής στην κυβέρνησης σε προαπαιτούμενο για κάθε αλλαγή, την οδηγεί να εξαπολύει μονομερώς επιθέσεις σε όσους δεν την ακολουθούν και να αφήνει ακάλυπτους όσους για χρόνια επένδυαν στην “ειρηνική συνύπαρξη”. Το “καμιά θυσία για το ευρώ” στην πρόσφατη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής έγινε: “Λέμε λοιπόν πολύ ξεκάθαρα ότι στόχος μας είναι να σώσουμε την Ελλάδα μέσα στην Ευρωζώνη. Στόχος μας είναι μαζί με τους άλλους λαούς της Ευρώπης να ανατρέψουμε το νεοφιλελεύθερο δόγμα της λιτότητας και να ανατρέψουμε και την σημερινή αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης”.1
Ζητήματα που αφορούν την πορεία προς την εξουσία, τα μέτωπα, τις πολιτικές συμμαχίες, το νόμισμα, τη θέση της Ελλάδας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, από απλές ασκήσεις επί χάρτου έχουν μπει στην ημερήσια διάταξη και γι' αυτό, για όποιον δεν θέλει να κλείνει τα μάτια του μετατρέπονται σε βαθιές διαχωριστικές γραμμές σε ολόκληρη την Αριστερά.
Και τα δύο κόμματα της κοινοβουλευτικής Αριστεράς βρίσκονται σε κίνηση. Όμως η κίνησή τους θυμίζει κάποιον που βρίσκεται πάνω σε ένα τρένο που επιταχύνει και από τον πανικό του κουλουριάζεται κοιτώντας μόνο τον εαυτό του.
Ο πανικός είναι αποτέλεσμα της κακής προετοιμασίας. Το βάθος της οικονομικής κρίσης βρισκόταν έξω από τις προβλέψεις και τις επεξεργασίες τους. Στο 18ο συνέδριο, το ΚΚΕ εκτιμούσε ότι η θέση του ελληνικού καπιταλισμού θα παραμείνει μεσοπρόθεσμα αμετακίνητη. Ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και σήμερα επιμένει ότι η κρίση είναι απλώς κρίση διαχείρισης και κυρίαρχου μοντέλου, όχι κρίση του συστήματος. Δίπλα στην κρίση, η έκταση και η ένταση που έχει πάρει η εργατική αντίσταση είναι ένα δεύτερο φαινόμενο που δεν βρισκόταν μέσα στις προβλέψεις της κοινοβουλευτικής αριστεράς. Ξανά, στο 18ο συνέδριο το ΚΚΕ απαριθμούσε ως αντικειμενικούς παράγοντες που κρατάνε το εργατικό κίνημα σε κρίση: την κυριαρχία της ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ, την ηττοπάθεια λόγω της κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ (όλα αυτά το 2009), την πολυδιάσπαση της εργατικής τάξης λόγω των διαφορετικών εργασιακών σχέσεων και την απογοήτευση λόγω της επιδείνωσης του βιωτικού επιπέδου.2
Σήμερα βρισκόμαστε μετά από τρία χρόνια που έχουν τινάξει στον αέρα όλες αυτές τις προβλέψεις.
Ξέσπασαν αγώνες τους οποίους δεν μπόρεσαν να εμποδίσει καμιά συνδικαλιστική ηγεσία. Οι ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ αναγκάστηκαν να συρθούν σε αγώνες που ξόρκιζαν.
Ξεπηδησαν νέες μορφές μαχητικής δράσης, συντονισμοί πέρα από κάθε διάσπαση δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, ντόπιων-μεταναστών. Όσο για το βιωτικό επίπεδο που καταρρέει, αν καταγραφόταν ως παράγοντας που εμποδίζει την δράση το 2009, τι θα μπορούσε να πει κανείς σήμερα; Ταυτόχρονα με όλα αυτά έχει προκύψει μια ριζοσπαστικοποίηση, αλλαγές στις ιδέες που αποτυπώνονται και στο πολιτικό σκηνικό, έχοντας ανατρέψει τον εκλογικό χάρτη αλλά και μέσα στα συνδικάτα. Όλα αυτά υπήρξαν η κινητήρια δύναμη που έχει αναγκάσει την αριστερά να ανοίξει τα ζητήματα στρατηγικής.
Τα όρια του ΣΥΡΙΖΑ
Όμως το πρόβλημα δεν περιορίζεται στο ότι η αριστερά πιάστηκε απροετοίμαστη. Ο ρεφορμισμός είναι μια ολόκληρη παράδοση η οποία στοιχειώνει τον τρόπο με τον οποίο η κοινοβουλευτική προσπαθεί να εξηγήσει τα πράγματα, ακόμη κι όταν αναγνωρίσει πως δεν ήταν όπως τα περίμενε. Το κεντρικό χαρακτηριστικό του ρεφορμισμού είναι ότι βλέπει τον εαυτό του ως το ενεργητικό στοιχείο και τον κόσμο που παλεύει ως το παθητικό στοιχείο. Ο Νίκος Βούτσης διατύπωσε πρόσφατα πιο ανοιχτά αυτή την αντίληψη λέγοντας πως δεν πρέπει κανείς να περιμένει απεργιακούς αγώνες διαρκείας που θα μπορέσουν να φτάσουν ως το τέλος γιατί ο κόσμος είναι κουρασμένος και απογοητευμένος. Η απογοήτευση της κοινοβουλευτικής στενομυαλιάς προβάλλεται πάνω στην εργατική τάξη.
Από τότε που ο Γιώργος Παπανδρέου πέρασε το πρώτο μνημόνιο, η εργατική τάξη έχει αντισταθεί στις πιέσεις για “νομιμότητα” και “ασφάλεια” (από το Μάη του 2010 και τα γεγονότα της Μαρφίν ως τη σύγκρουση της 12ης Φλεβάρη του 2012 που έριξε τον Παπαδήμο), για εγκατάλειψη της απεργιακής δράσης ως παρωχημένης (πρώτο διάστημα των διαδηλώσεων στο Σύνταγμα), για αποδοχή των ψηφισμένων νόμων (η απεργία διαρκείας στους Δήμους μπλόκαρε το πρώτο μαζικό κύμα απολύσεων), για εναπόθεση όλων των ελπίδων στην εκλογική αναμέτρηση (“επικράτησε ο φόβος” ήταν η επωδός της Αριστεράς μετά τις εκλογές του Ιούνη). Η εργατική τάξη είδε και βίωσε την ανεργία να εκτοξεύεται κοντά στο 30% και παρόλα αυτά συνεχίζει να κάνει απεργίες που της κοστίζουν μεροκάματα. Αντίθετα μάλιστα με τις Κασάνδρες, αντί οι οικονομικές πιέσεις να λειτουργούν ανασταλτικά έφτασαν να κάνουν πλειοψηφικό το αίτημα για αγώνες διαρκείας. Κι όμως, είναι τα στελέχη της Αριστεράς που προβλέπουν ξανά και ξανά την “κούραση” του κινήματος.
Με αυτό τον τρόπο, τα πραγματικά ερωτήματα που αναδεικνύονται μέσα από τους αγώνες, για το πώς μπορούν να πάνε παρακάτω, να αυξήσουν τη δυναμική τους, να νικήσουν και άρα να διευρύνουν τον ορίζοντα μέσα στον οποίο παρεμβαίνει η αριστερά, παραμένουν αναπάντητα. Είναι λογική η διατύπωση της Σοφίας Σακοράφα στην ομιλία της στην Κεντρική Επιτροπή: “Η ιστορία της απεργίας στο μετρό, για να μην πάω πιο πίσω στην ιδιωτικοποίηση ας πούμε της ΑΤΕ, που δεν άνοιξε μύτη, μας βρήκε τελείως απροετοίμαστους. Ξέρετε τι λέει ένα email που μου στείλανε, το οποίο εν πρώτοις, μπορεί να φανεί αφελές, στη βάση του όμως δεν είναι.
Που ήταν τα δεκάδες χιλιάδες στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα; Γιατί δε βρέθηκαν στο αμαξοστάσιο εκείνο το βράδυ;”
Ο ΣΥΡΙΖΑ αρχίζει και τελειώνει τις απαντήσεις του με το πρόγραμμα της πιθανής κυβέρνησης στην οποία θα συμμετάσχει. Στην πράξη η ασάφεια μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε επικίνδυνες επιλογές. Οι συναντήσεις Τσίπρα – Καμμένου δείχνουν πόσο χαμηλά μπορεί να οδηγηθεί κανείς ακόμη και προτού πέσει πάνω του η αφόρητη πίεση της διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας. Κυβέρνηση “κοινωνικής σωτηρίας” σημαίνει συμμαχία με ένα κόμμα – τους Ανεξάρτητους Έλληνες – που έχει χρυσαυγίτες συνέδρους, προτείνει να ανοίξουν τα ξερονήσια, θέλει υπουργεία στα χέρια της αστυνομίας, του στρατού και των δικαστών. Η πορεία προς την εξουσία ξεκινάει με άσχημους συμβιβασμούς από τα αποδυτήρια.
Ο Αριστείδης Μπαλτάς, επικεφαλής της επιτροπής θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, προχωράει ένα βήμα παραπέρα αυτή τη λογική, σε μια συνέντευξη στην οποία όταν ρωτάται για τις πιθανές κυβερνητικές συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά: “Το ερώτημα των συμμαχιών αλλιώς έμπαινε τις παραμονές των εκλογών του Μαϊου, αλλιώς τις παραμονές των εκλογών του Ιουνίου, αλλιώς τίθεται σήμερα, αλλιώς θα τεθεί όταν γίνουν οι εκλογές”. Όταν ερωτάται για την πιθανότητα η “σκληρή διαπραγμάτευση” αυτής της κυβέρνησης να μην φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, λέει: “όλοι γνωρίζουμε ότι μια διαπραγμάτευση είναι διαδικασία με πολλά ενδεχόμενα ανοιχτά. Και δηλώνουμε με κάθε κατηγορηματικότητα ότι είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε ακόμη και τη χειρότερη έκβαση. Πόσο πιο καθαροί μπορούμε να γίνουμε; Θέλετε να αρχίσουμε να αραδιάζουμε σενάρια; Και να λέμε πώς θα πράξουμε σε κάθε περίπτωση; Να κάνουμε ασκήσεις επί χάρτου και να λέμε προκαταβολικά στον αντίπαλο πώς θα απαντήσουμε σε κάθε δική του κίνηση; Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά”.
Δηλαδή όχι μόνο όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά, αλλά η εργατική τάξη και ο κόσμος που θα ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν καν τη δυνατότητα να ξέρουν τι τους επιφυλάσσουν τα “σενάρια” που ξέρουν οι “ειδικοί”.
Το συνέδριο του ΚΚΕ
Οι αποφάσεις του συνεδρίου του ΚΚΕ μοιάζουν να είναι σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση από αυτές του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο υπάρχουν πολλά περισσότερα κοινά στοιχεία από όσα φαίνονται επιφανειακά και καθόρισαν τον αντιφατικό διάλογο που εξελίχθηκε προσυνεδριακά. Η ηγεσία του ΚΚΕ παίρνει εμφατικά αποστάσεις από οποιαδήποτε προοπτική συμμετοχής της σε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού. Μάλιστα, σε ένα σημείο των Θέσεων, μοιάζει να υπερτονίζει αυτή της την απόφαση, σαν να κρίθηκε οριακά: “Η ΚΕ ως ανώτερο καθοδηγητικό όργανο στις πιο δύσκολες στιγμές της τετράχρονης πορείας, όπως ήταν οι δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, παρά τις ελλείψεις και επιμέρους αδυναμίες, ανταποκρίθηκε στο κύριο, που ήταν η σθεναρή αντίσταση στην πίεση να ενδώσει το Κόμμα και να κάνει θεμελιακό λάθος ανοχής ή συμμετοχής σε κυβέρνηση συνεργασίας”.
Όμως στην πραγματικότητα οι μεγαλύτερες αποστάσεις που παίρνει η ηγεσία του ΚΚΕ δεν είναι από την κυβερνητική εξουσία, αλλά από τους πραγματικούς αγώνες και το πώς η Αριστερά μπορεί να λειτουργήσει ως δύναμη ενισχυτική. Αυτό που την ενώνει με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι η υποτίμηση σε αυτούς τους αγώνες, το σημερινό κίνημα. Η “Λαϊκή Συμμαχία” που προτείνει είναι ένα μέτωπο που θα διαμορφωθεί στο μέλλον, όχι με βάση τις δυνάμεις του σημερινού κινήματος, αλλά με βάση τους αλλαγμένους συσχετισμούς. Οι αγώνες θα νικήσουν όταν θα υπάρχει συνολικά μια διαφορετική ηγεσία.
Ο τρόπος με τον οποίο ντύνει τον σεκταρισμό της η ηγεσία του ΚΚΕ έχει οδηγήσει κάποιους να νομίζουν ότι έχει εξελιχθεί μια “αριστερίστικη”στροφή. Ο πολύς αντικαπιταλισμός στα λόγια δεν έχει κάνει “αριστερίστικο” το ΚΚΕ. Ο γνήσιος αριστερισμός που εκδηλώθηκε ως ρεύμα στα κομμουνιστικά κόμματα μετά τη ρώσικη επανάσταση ήταν η υπεραισιόδοξη αντίληψη ότι αρκούσαν οι υπάρχουσες δυνάμεις του κινήματος, χωρίς πολιτικές συμμαχίες και χωρίς μαζικοποίηση του επαναστατικού κόμματος για να γίνει έφοδος προς την κατάληψη της εξουσίας. Ήταν αντίληψη που κάποιες φορές οδηγούσε σε αποχή από τα διλήμματα της καθημερινότητας και κάποιες άλλες σε περιπέτειες απροετοίμαστων εξεγέρσεων, αλλά στην καρδιά του είχε την πίστη και τον ενθουσιασμό για την αποτελεσματικότητα των πρωτοβουλιών της πρωτοπορίας. Το ΚΚΕ βρίσκεται στο άλλο άκρο. Οι ιστορικές αναζητήσεις των στελεχών της ιδεολογικής του ηγεσίας κατευθύνονται περισσότερο στην λεγόμενη “Τρίτη Περίοδο” (1928-1934). Όπως παρατηρεί ο Ντάνκαν Χάλας, στο βιβλίο του Κομιντέρν: “Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον 'αριστερισμό' της Τρίτης Περιόδου και στον αριστερισμό του 1924-’25. Το ’24-’25, παρά τις ανοησίες που έγιναν, η Κομιντέρν ακόμη επιδίωκε να παίξει επαναστατικό ρόλο. Το '28-'34 δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Ο ακραίος ριζοσπαστισμός στα λόγια πήγαινε χέρι χέρι με την παθητικότητα στην πράξη. Τα κομμουνιστικά κόμματα αυτοαπομονώνονταν και μετά φώναζαν μανιασμένα από το περιθώριο”.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα τέτοιων μανιασμένων φωνασκιών στις Θέσεις. Για παράδειγμα: “Με εξαίρεση το τμήμα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος που συσπειρώθηκε στο ΠΑΜΕ... οι εργατικές και λαϊκές μάζες βρέθηκαν σημαντικά απροετοίμαστες απέναντι στη νέα επίθεση του κεφαλαίου, στις ήδη μεγάλες υλικές απώλειες. Έγιναν εύκολη λεία στη νέα περίοδο του ρεφορμισμού - οπορτουνισμού, σε συνθήκες παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, στις πρακτικές όπως: Στην κολακεία του αυθόρμητου σε αντιπαράθεση με τον οργανωμένο εργατικό συνδικαλισμό και την απεργιακή μορφή πάλης, στο συντεχνιασμό, αλλά και την αστική, μικροαστική και εκκλησιαστική φιλανθρωπία. Έμειναν ανοικτές οι πόρτες σε προβοκάτσιες και σε κάθε μορφή τρομοκρατίας, εργοδοτικής - κρατικής - παρακρατικής.” Ενώ μια πιο ασυγκράτητη επίθεση γίνεται στο κίνημα των πλατειών: “Το λεγόμενο «κίνημα των αγανακτισμένων» και των «πλατειών» στηρίχτηκε, ενθαρρύνθηκε – αν δε σχεδιάστηκε κιόλας – από μηχανισμούς της αστικής τάξης, με στόχο τη χειραγώγηση, την πρόληψη ριζοσπαστικοποίησης, με καναλιζάρισμα τμημάτων της εργατικής αριστοκρατίας και μικροαστικών στρωμάτων. Στο «κίνημα» αυτό προσελκύστηκε και ένα μέρος εργατών, ανέργων.
Στις γραμμές του συνασπίστηκε ο δεξιός και αριστερός οπορτουνισμός, κυριάρχησαν αντιδραστικά συνθήματα, συνθήματα της μικροαστικής δημοκρατίας, με στόχο το χτύπημα του κινήματος με ταξικό προσανατολισμό. Συσπειρώθηκαν για ένα διάστημα, ιδιαίτερα στην αρχή, λαϊκές μάζες που δεν έχουν αποκτήσει την απαιτούμενη πολιτική πείρα, υποστηρίζουν μια άλλη επιλογή διαχείρισης που τάχα θα ανακόψει τον κατήφορο, θα δώσει λύση στα προβλήματά τους. Αυτή η γραμμή συσπείρωσης ετερόκλητων μαζών εκφράστηκε και στη συνέχεια στο κριτήριο της ψήφου στις εκλογικές αναμετρήσεις του Μάη και του Ιούνη του 2012”.
Η ηγεσία του ΚΚΕ όχι μόνο δεν εμπιστεύεται τα κινήματα, αλλά τα βγάζει εντελώς έξω από τη συλλογιστική της. Οι “λαϊκές επιτροπές” που προτείνει στις γειτονιές είναι κομματικές πρωτοβουλίες με πλαίσιο και δράσεις στενά καθορισμένες. Σε μια έκδοση της Σύγχρονης Εποχής, ο Λούκατς θυμίζει ένα από τα βασικά σημεία της σκέψης του Λένιν: “Αν το προλεταριάτο θέλει να νικήσει σ'αυτόν τον αγώνα, πρέπει να προωθήσει και να υποστηρίξει κάθε ρεύμα που συμβάλλει στην αποσύνθεση της αστικής κοινωνίας, πρέπει να επιδιώξει να εντάξει στο γενικό επαναστατικό κίνημα κάθε στοιχειώδες κίνημα οσοδήποτε ασαφές κι αν είναι, κάθε κατά κάποιο τρόπο καταπιεσμένο στρώμα”.3
Αυτός ο φόβος μπροστά στις “μπερδεμένες συνειδήσεις” των κινημάτων είναι που οδήγησε την ηγεσία του ΚΚΕ να μην δει την κρίση που εξελισσόταν στο ΠΑΣΟΚ και το οδήγησε στην κατάρρευση, κάτι που παραδέχονται οι ίδιες οι Θέσεις. Η ασπρόμαυρη λογική με την οποία από τη μια υπάρχουν οι εκμαυλισμένοι εργάτες που ψηφίζουν οτιδήποτε άλλο και από την άλλη η εργατική τάξη που έχει κάνει την ταξική επιλογή, δεν αφήνει περιθώρια να δεις πώς η συνείδηση αλλάζει την ώρα της μάχης και πόσο χρήσιμη μπορεί να γίνει μια Αριστερά που παίρνει πρωτοβουλίες και δείχνει στην πράξη την αποτελεσματικότητα του αγώνα. Έτσι, οι Θέσεις καταλήγουν να επαναλάβουν την λανθασμένη ανάγνωση της βάσης του ΠΑΣΟΚ, τώρα με το ΣΥΡΙΖΑ. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται κατανοητή ως χειρισμός της άρχουσας τάξης: “Το δίπολο κεντροδεξιά με κορμό τη ΝΔ και κεντροαριστερά με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ένα σχετικά ρεαλιστικό σενάριο για την αστική τάξη, με μεταβατικό ενδεχομένως χαρακτήρα, καθώς υπάρχουν διεργασίες και για γένεση νέων κομμάτων για την παγίδευση της εργατικής λαϊκής συνείδησης”. Στην ουσία, το ΚΚΕ χαρίζει εκ των προτέρων πάνω από 1,5 εκατομμύριο κόσμο που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Ιούνη σε μια ηγεσία που ούτε κατά διάνοια δεν έχει πραγματικό έλεγχο πάνω του.
Η εσωτερική αντιπολίτευση του ΚΚΕ που εκφράστηκε, όπως εκφράστηκε στον προσυνεδριακό διάλογο, παρότι έθεσε ζωτικά ερωτήματα για την αποτυχία της τακτικής του κόμματος, έψαξε τις απαντήσεις σε λάθος κατεύθυνση. Πρότειναν επιστροφή στην παλιότερη λογική των σταδίων, σε πολιτικά μέτωπα που στόχο θα ανοίγουν την προοπτική της κυβερνητικής εξουσίας. Αυτό που μοιράζονται και με την ηγεσία του ΚΚΕ αλλά και με το ΣΥΡΙΖΑ είναι η μη εμπιστοσύνη ότι η ίδια η εργατική τάξη έχει τη δυνατότητα να λύσει το θέμα της εξουσίας, της πραγματικής εξουσίας που θα βάλει κάτω από τον έλεγχό της τους καπιταλιστές, όχι την εξουσία που δίνει μια υπουργική καρέκλα.
Είναι λογικό ότι τα γεγονότα της Κύπρου αποτελούν εξίσου πρόβλημα και για τα δύο κόμματα της κοινοβουλευτικής Αριστεράς. Το ΑΚΕΛ είναι αδελφό κόμμα του ΚΚΕ και στις Θέσεις για το 19ο συνέδριο δεν αφιερώθηκε λέξη για την εμπειρία της διακυβέρνησής του, κατά την οποία αφενός η συνεργασία με τους ιμπεριαλιστές έφτασε στο επίπεδο να σαμποτάρεται το κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, κατά παραγγελία του Ισραήλ, αφετέρου η Κύπρος μπήκε σε καθεστώς μνημονίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί την ίδια συλλογιστική. Η Κεντρική Επιτροπή του εξηγεί τις εξελίξεις με βάση το γεγονός ότι ο Αναστασιάδης είναι πιστός νεοφιλελεύθερος. Η μόνη αναφορά στο ΑΚΕΛ γίνεται για να δηλώσει ο ΣΥΡΙΖΑ την αλληλεγγύη του. Οι ευθύνες της “αριστερής” κυβέρνησης δεν μπορούν να κρυφτούν τόσο εύκολα, πόσο μάλλον από ένα κόμμα που προτείνει ακριβώς μια αριστερή κυβέρνηση ως φάρμακο για πάσα νόσο.
Ανάμεσα στο ρεφορμισμό και στην επανάσταση υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα. Ο ρεφορμισμός μπορεί να κινηθεί αριστερότερα ή δεξιότερα, αλλά παραμένει μια αντίληψη που βλέπει το εργατικό κίνημα ως αντικείμενο και όχι ως υποκείμενο. Η “πολιτική” για τους ρεφορμιστές είναι κάτι αποκομμένο από τη δραστηριότητα της εργατικής τάξης μέσα στους χώρους δουλειάς. Για τον ΣΥΡΙΖΑ η πολιτική ισούται με την κυβερνητική εξουσία. Αντίστοιχα για το ΚΚΕ η πολιτική παραμένει ένα εργαλείο κάτω από τον ισχυρό έλεγχο της άρχουσας τάξης.
Επαναστατική πολιτική
Ευτυχώς η εμπειρία έχει δείξει ότι υπάρχουν πολύ μεγάλα περιθώρια για επαναστατική πολιτική. Πολιτική για τους επαναστάτες σημαίνει πρωτοβουλίες που ξεκινάνε από το επίπεδο που βρίσκονται σήμερα οι αγώνες, γενικεύουν τα καλύτερα παραδείγματα της τάξης μας και αξιοποιούν όλες τις ρωγμές και τα αδύναμα σημεία του αντιπάλου με στόχο μετά από κάθε μάχη η δική μας πλευρά να έχει βγει ισχυρότερη, πιο οργανωμένη και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Το γεγονός ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει να επιδείξει τέτοια παραδείγματα καταγράφεται στον εσωκομματικό διάλογο της κοινοβουλευτικής αριστεράς. Το πρόγραμμα διαγραφής του χρέους, κρατικοποίησης των τραπεζών, ρήξης με το ευρώ και την ΕΕ ήρθε πολλές φορές στον προσυνεδριακό διάλογο του ΚΚΕ σαν ερώτημα πάνω στην ηγεσία, γιατί δεν παίρνει ανάλογες πρωτοβουλίες. Ο νέος γγ του ΚΚΕ δεν ξέχασε να αναφέρει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πρώτη του δημόσια ομιλία, τσουβαλιάζοντάς την στις δυνάμεις του “οπορτουνισμού”.
Στο ΣΥΡΙΖΑ, ο Γιάννης Μηλιός αφιερώνει το τελευταίο κύριο άρθρο των Θέσεων για να επιτεθεί απέναντι στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τις “εθνικιστικές” της θέσεις για ρήξη με ΕΕ και ευρώ. Θα ήταν επίδειξη θράσους αν δεν ήταν απλώς γελοίο, ότι στο ίδιο άρθρο οι συνεργασίες με τους εθνικιστές του Καμμένου κρύβονται επιμελώς κάτω από το χαλί.
Η πρόσφατη εμπειρία της Μανωλάδας είναι ένας καθαρός τρόπος να δει κανείς την επαναστατική πολιτική στην πράξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ απέφυγε να πάρει την οποιαδήποτε πρωτοβουλία, με την τοπική βουλευτίνα του μάλιστα να φτάνει να δίνει συγχωροχάρτι στα αφεντικά των φραουλοχώραφων, στο όνομα της τοπικής οικονομίας. Το ΚΚΕ πήρε γρήγορη πρωτοβουλία, αλλά κινητοποιώντας μόνο τα μέλη του. Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΚΕΕΡΦΑ έβαλαν στο κέντρο της προσοχής τους τους ίδιους τους μετανάστες αλλά και τα συνδικάτα της περιοχής, καταφέρνοντας να μετατρέψουν το έγκλημα των αφεντικών σε μια ευκαιρία για μαζική οργάνωση και συντονισμό εργατών στις πιο σκληρές συνθήκες.
Ο Τόνι Κλιφ έλεγε πριν από μερικές δεκαετίες απέναντι σε όσους έλπιζαν ότι θα επηρεάσουν τον ρεφορμισμό από τα μέσα ότι ο χειρότερος τρόπος να κουνήσεις ένα καροτσάκι οικοδομής είναι να μπεις εσύ ο ίδιος μέσα. Η εργατική τάξη έχει αναγκάσει την Αριστερά να επιστρέψει στη συζήτηση για τα μεγάλα ερωτήματα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει δείξει ότι με την παρέμβασή της ότι υπάρχει δυνατότητα για μια πολιτική ταυτόχρονα αντικαπιταλιστική αλλά και ενωτική. Με το συνέδριό της στις 1-2 Ιούνη βάζει μπρος να συζητήσει για το πώς μπορεί να γίνει ακόμη πιο αποτελεσματική. Και ταυτόχρονα να βοηθήσει τη συζήτηση σε ολόκληρη την Αριστερά να γίνει πιο αιχμηρή.