Άρθρο
«Παραγωγική ανασυγκρότηση» ή εργατική εξουσία;

23 Οκτώβρη 1944, Κυβέρνηση “Εθνικής Ενότητας”

 

Πώς μπορεί η εργατική τάξη να ξεφύγει από τις καταστροφές της καπιταλιστικής κρίσης; Ο Λέανδρος Μπόλαρης θυμίζει το οικονομικό πρόγραμμα του ΕΑΜ, εξηγεί τα όριά του και προτείνει εναλλακτικές λύσεις.

Όσο μεγαλώνει η οικονομική καταστροφή που σπέρνει η καπιταλιστική κρίση και η πολιτική της διπλής τρόικας, τόσο πιο έντονη γίνεται η συζήτηση για την εναλλακτική πρόταση που πρέπει να διατυπώσει η Αριστερά. Σ’ αυτή την συζήτηση εκφράζονται και συμπυκνώνονται στρατηγικοί προσανατολισμοί που δεν είναι και τόσο καινούργιοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι αναφορές στην ανάγκη διατύπωσης ενός σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας μέσα από τη ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ.

Ιστορική αναφορά

Κοινό σημείο αναφοράς, είτε δηλώνεται είτε όχι, είναι για άλλη μια φορά το ΕΑΜ και το ΚΚΕ της δεκαετίας του ’40 και πιο συγκεκριμένα, οι επεξεργασίες της ομάδας γύρω από το περιοδικό Ανταίος (1945-1951) και το βιβλίο του Δημήτρη Μπάτση1 «Η Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα - Η αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων. Το οικονομικό σχέδιο για την εκβιομηχάνιση: Εκβιομηχάνιση και βιωσιμότητα» (πρώτη έκδοση 1947).

Την άνοιξη του 1944 το ΕΑΜ και το ΚΚΕ άρχισαν να συγκροτούν με στέγη το Τεχνικό Επιμελητήριο και τις Ομάδες Μελέτης Σχεδιοποιημένης Ανοικοδόμησης, επιτροπές που θα διατύπωναν το πρόγραμμα της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης της οικονομίας και της κοινωνίας, που θα έδιναν έναν πιο σαφές περιεχόμενο στη Λαϊκή Δημοκρατία. Ο όρος αυτός είχε χρησιμοποιηθεί από την ηγεσία του ΚΚΕ ήδη από την άνοιξη του 1943 για να περιγράψει τις άμεσες μεταπολεμικές επιδιώξεις του και το 1945 το ΕΑΜ (Πολιτικός Συνασπισμός Κομμάτων πλέον) τον είχε υιοθετήσει ως πρόγραμμά του.

Μετά τα Δεκεμβριανά, αυτό το δυναμικό συσπειρώνεται γύρω από το περιοδικό «Ανταίος» που άρχισε να εκδίδεται τον Μάη του 1945 αρχικά ως δεκαπενθήμερη έκδοση για τη «μελέτη των προβλημάτων της ανοικοδόμησης». Ο Δημήτρης Μπάτσης ήταν ο συντάκτης ύλης του περιοδικού και αργότερα ο εκδότης και ο διευθυντής του, ουσιαστικά η «ψυχή» του.2

Τον Σεπτέμβρη του 1945 ιδρύθηκε η Εταιρεία Μελέτης Νεοελληνικών Προβλημάτων «Επιστήμη-Ανοικοδόμηση» (ΕΠ.ΑΝ) με μαγιά την ομάδα που έβγαζε τον Ανταίο. Η πρώτη εκδοχή της «Βαρειάς Βιομηχανίας» ήταν εισήγηση του Μπάτση σε μια από τις επιτροπές της ΕΠ.ΑΝ.

Η ΕΠ.ΑΝ ήταν, για να χρησιμοποιήσουμε σημερινή ορολογία, το think tank του ΕΑΜ. Στο ΔΣ της Εταιρείας συμμετείχαν μερικοί από τους πιο γνωστούς επιστήμονες και ακαδημαϊκούς. Ο Νίκος Κιτσίκης, πρύτανης του Πολυτεχνείου και για κάποια χρόνια στη δεκαετία του ’30 πρόεδρος του ΤΕΕ, ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος – της γνωστής οικογένειας των βιομηχάνων – που είχε κάνει και υπουργός της Κυβέρνησης του Βουνού και μετά της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου, ο καθηγητής και διάσημος χειρούργος Πέτρος Κόκκαλης, ο αρχιτέκτονας και καθηγητής του ΕΜΠ Ιωάννης Δεσποτόπουλος, ο νομικός Ηλίας Ηλιού ο μετέπειτα κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ, η συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου, ο Σεραφείμ Μάξιμος3 με την ιδιότητα του δημοσιογράφου και άλλοι.

Το πρώτο άρθρο της ιδρυτικής πράξης της ΕΠ.ΑΝ έδινε το στίγμα των σκοπών της:

«Η έρευνα και μελέτη των οικονομικών, τεχνικών, και κοινωνικών προβλημάτων της ανόρθωσης και της ανοικοδόμησης της Χώρας, για την εξυπηρέτηση του λαού και την αδέσμευτη αξιοποίηση των παραγωγικών της δυνάμεων, στα πλαίσια μιας δημοκρατικής εξέλιξης και μιας οικονομικής και εθνικής ανεξαρτησίας, βασισμένης στο πνεύμα της διεθνούς συνεργασίας» (Ανταίος, αρ. 8, 20/9/1945).

Τι σήμαινε συγκεκριμένα αυτό; Στο πρώτο τεύχος του Ανταίου, ο Ν. Κιτσίκης υποστήριζε ότι «η εκβιομηχάνιση της χώρας μας πρέπει να είναι ο σκοπός όλων εκείνων που θα διευθύνουν και θα κανονίσουν τις τύχες του Έθνους μας». Η εκβιομηχάνιση μπορούσε να βασιστεί στην σχεδιασμένη εκμετάλλευση των υδατοπτώσεων και του ορυκτού πλούτου με σκοπό την δημιουργία βαριάς βιομηχανίας:

«Ναυπηγεία και εργοστάσια κατασκευής μηχανών πρέπει να ιδρυθούν, βιομηχανίες μηχανολογικές και άλλες ελαφρότερες με πρώτη ύλη τα μέταλλα αυτά ή άλλες πρώτες ύλες, πρέπει να εγκατασταθούν όχι μόνο για εσωτερική κατανάλωση, αλλά γενικότερα για ικανοποίηση των αναγκών ολόκληρης της Ανατολικής Μεσογείου. Οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας ότι μεταφορικά μέσα, μηχανές και εργαλεία θα κατασκευάζονται εδώ, το υλικό για τις κατασκευές –γερανούς, γέφυρες, κτίρια, σιδηροδρόμους – θα παράγεται εδώ, ο γεωργικός τεχνικός εξοπλισμός θα συντελείται και αυτός εδώ». Ο Κιτσίκης υποστήριζε ότι με το κατάλληλο σχέδιο η ελληνική οικονομία μπορεί να αποκτήσει από ένα ισχυρό κλάδο χαλυβουργίας μέχρι «αεροτεχνική βιομηχανία σε σοβαρή κλίμακα».

Τέτοιες επεξεργασίες αποτέλεσαν τη βάση για το βιβλίο του Μπάτση (το προλογίζει άλλωστε ο Κιτσίκης). Σ’ αυτό το βιβλίο υποστηρίζει ότι η Ελλάδα όχι μόνο μπορεί αλλά και πρέπει να αποκτήσει βαριά βιομηχανία για να απαλλαγεί από τα δεσμά της καθυστέρησης και της εξάρτησης από τον δυτικό ιμπεριαλισμό. Διατυπώνει ένα λεπτομερές σχέδιο πρώτα για την ανάπτυξη του τομέα της ηλεκτρενέργειας και μετά βασικών κλάδων βαριάς βιομηχανίας. Και επιμένει ότι αυτά μπορεί να τα πετύχει μόνο ένα καθεστώς λαϊκής δημοκρατίας που θα «ανελιχθεί» στο σοσιαλισμό. Το πρότυπο – και η απόδειξη ότι είναι δυνατόν – είναι οι «επιτυχίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης» στην Ρωσία του Στάλιν.

Υπόβαθρο αυτών των εκτιμήσεων ήταν η συνολικότερη ανάλυση του ΚΚΕ για την ελληνική κοινωνία. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 το ΚΚΕ είχε εγκαταλείψει την στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης, υπέρ μιας στρατηγικής σταδίων. Πρώτα η «ολοκλήρωση» της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, η απαλλαγή της χώρας από τα δεσμά της εξάρτησης και της καθυστέρησης, και κατόπιν ο σοσιαλισμός. Ο σοσιαλισμός δεν ήταν ώριμος γιατί η Ελλάδα ήταν καθυστερημένη, ο καπιταλισμός είχε αναπτυχθεί στρεβλά, ήταν εξαρτημένος και με «μισοφεουδαρχικά υπολείμματα».

Έγραφε για παράδειγμα ο Δ. Μπάτσης στον Ανταίο ότι «Η διαφορά της οικονομίας μας από την οικονομία των αναπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών είναι πως χωρίς να αναπτυχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις πραγματοποιήθηκε η συγκέντρωση κεφαλαίου σε λίγα συγκροτήματα εκμεταλλευτικά. Τα συγκροτήματα αυτά είναι οι μεγάλες τράπεζες, οι μεγάλες βιομηχανίες και τα συγκροτήματα των μεγαλεμπόρων». Πρόκειται για «τεχνητά μονοπώλια» που δεν αναπτύχθηκαν «φυσικά», οι βιομηχανίες είναι «δασμοβίωτες» με «αντιοικονομικό χαρακτήρα», «παρασιτικές». (Ανταίος, Νο 48/7/1945). Στο βιβλίο του συνεχίζει στην ίδια ανάλυση: «Στην Ελλάδα δεν λύθηκε το αγροτικό ζήτημα. Δεν πραγματοποιήθηκε πλατιά εσωτερική αγορά που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την απαραίτητη συσσώρευση, για μια ολοκληρωμένη καπιταλιστική ανάπτυξη».4

Συμμαχίες

Το πρόγραμμα που διατυπώνεται μέσα από τις σελίδες του Ανταίου δεν είναι ξεχωριστό από την συνολική πολιτική του ΚΚΕ και του ΕΑΜ την ίδια περίοδο. Δεν ήταν δυο διαφορετικά πράγματα: από τη μια η πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ με τους συμβιβασμούς, τις ανακολουθίες και τα αδιέξοδα που οδήγησαν το κίνημα στην ήττα και από την άλλη οι αναλύσεις του Κιτσίκη, του Μπάτση ή και του Αγγελόπουλου. Οι δεύτερες ήταν η εξειδίκευση της πρώτης στο τομέα της οικονομίας. Συγκεκριμένα, προοριζόταν ως το οικονομικό πρόγραμμα μιας κυβέρνησης με τη συμμετοχή και την ηγεμονία της Αριστεράς.

Αυτό που πρότεινε το ΚΚΕ μέσω του ΕΑΜ ήταν ένας μεγάλος κοινωνικός συνασπισμός που χωρούσαν οι πάντες πλην της «παρασιτικής», «αντιοικονομικής» ολιγαρχίας (κεντρικό ρόλο κατείχε το «συγκρότημα της Εθνικής Τράπεζας»). Σε πολιτικό επίπεδο αυτό σήμαινε κυβέρνηση δημοκρατική με την συμμετοχή του ΕΑΜ που θα εξασφάλιζε την ομαλή δημοκρατική πορεία της χώρας και θα έβαζε μπρος την ανοικοδόμηση της κοινωνίας με βάση αυτό το πρόγραμμα. Ένα πρόγραμμα που όπως είχε τονίσει ο Άγγελος Αγγελόπουλος πάλι από τις σελίδες του Ανταίου θα βασιζόταν στην «ισότητα στη θυσία» (τεύχος 13-14) κεφαλαίου και εργασίας και όχι στην ανατροπή του καπιταλισμού. Άλλωστε και ο Ζαχαριάδης, ο γραμματέας του ΚΚΕ είχε τονίσει το 1945 ότι η λαϊκή δημοκρατία: «δεν καταργεί την ατομική ιδιοκτησία ούτε την ιδιωτική πρωτοβουλία. Απεναντίας, ενισχύει κάθε πατριώτη έμπορο και βιομήχανο που ξαίρουν να συνδυάζουν τη δουλειά τους με το κοινό συμφέρο και όφελος που είνε και το πρωτεύον και κυρίαρχο».5

Στην ουσία, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ επανέφεραν την πολιτική της «εθνικής ενότητας» που είχαν ακολουθήσει στην Κατοχή, διαμορφωμένη σε νέες συνθήκες. Ξέρουμε καλά ότι αυτή η πολιτική έφερε τους μεγάλους συμβιβασμούς που οδήγησαν το κίνημα της Αντίστασης στην συντριβή. Η φρασεολογία ενάντια στην «παρασιτική ολιγαρχία» και το ξεπούλημα στον ξένο ιμπεριαλισμό μπορεί να ακούγεται σήμερα ριζοσπαστική, αλλά το πρόγραμμα που την συνόδευε δεν ήταν. Το 1934 ο Παντελής Πουλιόπουλος ασκώντας κριτική στις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ που άλλαξαν τον στρατηγικό προσανατολισμό του κόμματος, έγραφε ότι παρά «το φρασεολογικό υπερριζοσπαστισμό της»:

«Δασκαλεύει με την απόφασή της την ελληνική μπουρζουαζία πόσο συμφέρον θα είχε για την εύρυνση της εσωτερικής αγοράς της και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αν καταργούσε τις προαναφερόμενες "φεουδαρχικές σχέσεις"(;) και δεν ήταν τόσο αντιδραστική για να καταντήσει σε έναν επονείδιστο "αστικοτσιφλικάδικο συνασπισμό"».6

Το 1934 η ηγεσία του ΚΚΕ μιλούσε για «λίγο πολύ γρήγορο πέρασμα» στην σοσιαλιστική επανάσταση και έντυνε την νέα στρατηγική με παλιά ρούχα, όπως συνθήματα για σοβιέτ. Χρειάστηκαν μόλις δυο χρόνια για να φτάσει στο Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα και τις απέλπιδες προσπάθειες να στήσει μεγάλες «αντιφασιστικές» συμμαχίες με τους Φιλελεύθερους (ακόμα και τους Λαϊκούς). Κι από κει, μετά το διάλειμμα της δικτατορίας του Μεταξά, στην «εθνική ενότητα» που χαντάκωσε το κίνημα της Αντίστασης.

Και το εργατικό κίνημα;

Η συνολική στρατηγική μεταφραζόταν σε μια συγκεκριμένη στάση στο ίδιο το εργατικό κίνημα. Σε μια γραμμή «αυτοσυγκράτησης» στους αγώνες, και στην προοπτική ότι η εργατική τάξη θα βάλει πλάτη στην «ανασυγκρότηση».

Το 1945 ήταν η χρονιά που η Αριστερά, με την παράταξη του ΕΡΓΑΣ, κατακτάει το ένα μετά το άλλο τα Εργατικά Κέντρα, τις Ομοσπονδίες και τα μεγάλα πρωτοβάθμια σωματεία. Τον Μάρτη του 1946 στο 8ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ αποτυπώνεται αυτή η πορεία με τον ΕΡΓΑΣ να έχει την συντριπτική πλειοψηφία των αντιπροσώπων στο συνέδριο.

Το ζήτημα είναι πως αξιοποίησε αυτή τη δύναμη. Η σύντομη απάντηση είναι: διστακτικά και με το σταγονόμετρο. Για παράδειγμα, όταν ορκίστηκε η κυβέρνηση Σοφούλη στα τέλη Νοέμβρη το ΚΚΕ έσπευσε να την στηρίξει, ελπίζοντας ότι θα πάρει μέτρα ενάντια στη δεξιά τρομοκρατία και θα ανοίξει το δρόμο για τις «ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις» και την συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση. Κομμάτι της στήριξης ήταν και η «ανακωχή» στις απεργίες. Άλλο παράδειγμα: η αντίδραση της ΓΣΕΕ στο Γ’ Ψήφισμα το καλοκαίρι του 1946 – ένα εμφυλιοπολεμικό νομοθέτημα που περιόριζε δραστικά – ανάμεσα στ’ άλλα- και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες. Η απάντηση ήταν μια τυπική 24ωρη απεργία.

Τον Γενάρη του 1946 ο Σ. Μάξιμος δημοσίευσε στον Ανταίο (τεύχη 13-14) ένα άρθρο «έλεγχος-επίταξη-εθνικοποίηση». Το πρώτο, είναι ο εργατικός έλεγχος στην παραγωγή που όπως γράφει, σε μια αναλαμπή απ’ τα επαναστατικά του χρόνια, «είναι αίτημα της μισθωτής εργασίας στην ιστορική της προσπάθεια να καταστεί το καθολικό στοιχείο της κοινωνίας» δηλαδή να απελευθερώσει όλη την κοινωνία παίρνοντας την εξουσία. Το εντυπωσιακό είναι ότι ο Μάξιμος δεν φέρνει ούτε ένα παράδειγμα τέτοιων πρωτοβουλιών στην Αντίσταση και στη μεταδεκεμβριανή περίοδο. Κι όμως, τέτοιες πρωτόλειες μορφές εργατικού ελέγχου υπήρχαν και στην κατοχή και μετά: τον Αύγουστο του 1945 για παράδειγμα «έγινε στην Αθήνα συνάντηση 65 εργοστασιακών επιτροπών, στην οποία μεταξύ άλλων ζητήθηκε η συμμετοχή των εργαζόμενων στη διοίκηση των επιχειρήσεων. Οι επιτροπές αυτές θυμίζουν τις εργοστασιακές επιτροπές του Εργατικού ΕΑΜ και η ιδέα της δημιουργίας τους προερχόταν κατά πάσα πιθανότητα από αυτές».7

Η απουσία δεν είναι τυχαία. Ο ρόλος της εργατικής τάξης σε όλα αυτά τα σχέδια «παραγωγικής ανασυγκρότησης» και «ανοικοδόμησης» ήταν στα λόγια «πρωτοπόρος». Στην πράξη ήταν υποταγμένος στις επιδιώξεις της συμμαχίας πότε με τους «πατριώτες βιομήχανους» πότε με το «παραγωγικό κεφάλαιο» άλλοτε με την «μη-μονοπωλιακή» αστική τάξη. Ο «εργατικός έλεγχος», όπου αναφερόταν, δεν σήμαινε περισσότερα από την συμμετοχή των συνδικάτων στη διοίκηση εθνικοποιημένων και μη επιχειρήσεων. Δεν τα αντιμετώπιζε σαν όργανα μιας εν δυνάμει δυαδικής εξουσίας στο εργοστάσιο και την κοινωνία αλλά σαν εταίρους στην κοινή εθνική προσπάθεια.

Με ποιο στόχο; Ένα άλλο άρθρο στον Ανταίο (τεύχη 6 και 7, Αύγουστος και Σεπτέμβρης 1945) με τίτλο «Ανοικοδόμηση και το πρόβλημα της Εργασίας» δίνει μια γεύση. Με την «κινητοποίηση της εργασίας»:

«Α) θα γίνει δυνατό να αυξηθεί θεαματικά η εντατικότητα και η αποδοτικότητα Β) η φτηνή και άφθονη εργατική δύναμη θα περιορίσει τα απαιτούμενα, για κάθε κλάδο παραγωγής, κεφάλαια … Ζ) Η συνεργασία λαϊκού κράτους και εργαζόμενων θα περιορίσει και σιγά σιγά θα εξαφανίσει τη ζημιά που προκαλείται από την ανεργία και από τις συγκρούσεις κεφαλαίου και εργαζομένων – απεργίες, λοκ αουτ, αναταραχή της οικονομικής ζωής – και θα παρακάμψει αυτόματα όλες τις δυσχέρειες που γεννιούνται από την ύπαρξη των προστατευτικών της εργασίας νόμων. Το κόστος παραγωγής δεν θα επιβαρύνεται από το κόστος απόλυσης του πλεονάζοντος προσωπικού, αφού η ολοκληρωτική απασχόληση των εργαζομένων δεν θα δημιουργεί τέτοιες περιπτώσεις, το δε βάρος μιας ολοκληρωμένης και ουσιαστικής κοινωνικής ασφάλισης θα είναι ασήμαντο μπροστά στον όγκο της παραγωγής».

Ήταν προτάσεις που ανέκοπταν τη δυναμική των εργατικών αγώνων, την προοπτική τους, και υπέτασσαν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης στην επιδίωξη μιας χίμαιρας.

Η αποτυχία του κρατικού καπιταλισμού

Το οικονομικό μοντέλο που υποστήριζε ο Ανταίος εφαρμόστηκε σε άλλες χώρες. Πουθενά δεν εκπλήρωσε τις ελπίδες και τις φιλοδοξίες που το συνόδευαν.

Οι παραλλαγές ήταν σημαντικές. Έγινε το πρόγραμμα της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης στην Ευρώπη που πρόβαλλαν Κομμουνιστικά Κόμματα όπως της Γαλλίας και της Ιταλίας. Αυτά τα κόμματα συμμετείχαν σε κυβερνήσεις εθνικής ενότητας μέχρι το 1947 και συνέχιζαν να το προβάλλουν και μετά.

Στο πρώτο κιόλας τεύχος του Ανταίου προβάλλεται με διθυραμβικούς τόνους το «πρόγραμμα της εθνικοποίησης στην Γαλλία», δηλαδή το κοινό πρόγραμμα με το οποίο κατέβηκαν στις εκλογές του 1945 το Κομμουνιστικό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα της χώρας. Οι κυβερνήσεις που συμμετείχε το ΚΚΓ εθνικοποίησαν το τομέα της ενέργειας – ανθρακωρυχεία, ηλεκτρισμός και αέριο όπως επίσης και την αυτοκινητοβιομηχανία Ρενό. Στην Ιταλία οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις έβαλαν μπροστά πλάνα οικονομικού σχεδιασμού. Η συνέχεια ήταν η έξωση των Κομμουνιστικών Κομμάτων από την κυβέρνηση, το εργατικό κίνημα στη γωνία και ο Ψυχρός Πόλεμος. Τα προγράμματα «ανασυγκρότησης» δεν έγιναν αφετηρία της μετάβασης στο σοσιαλισμό αλλά του αφοπλισμού του εργατικού κινήματος.

Το πρότυπο της σταλινικής Ρωσίας ασκούσε τεράστια έλξη στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και καθεστώτα είτε δήλωναν κομμουνιστικά είτε όχι από το Βιετνάμ μέχρι την Αίγυπτο του Νάσερ. Η εκβιομηχάνιση με κέντρο το κράτος και τα οικονομικά πλάνα του θα έσπαγε τα δεσμά της καθυστέρησης και της φτώχειας. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι μεγάλες ελπίδες διαψεύστηκαν. Για παράδειγμα, τα πεντάχρονα πλάνα και η προσπάθεια να χτιστεί μια βαριά βιομηχανία δεν μετέτρεψαν την Αίγυπτο σε μια μεγάλη οικονομική δύναμη-ηγέτιδα όλου του Αραβικού κόσμου. Η εργατική τάξη παρέμεινε φιμωμένη πολιτικά και συνδικαλιστικά να σηκώνει το βάρος της «εθνικής προσπάθειας». Από τα πεντάχρονα πλάνα του Νάσερ η Αίγυπτος πέρασε με το ίδιο καθεστώς στον Μουμπάρακ και τα προγράμματα σταθεροποίησης του ΔΝΤ.8

Υπήρχαν παραδείγματα που για ένα διάστημα έμοιαζαν πετυχημένα. Η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, η Σιγκαπούρη και το Χονγκ Κονγκ γνώρισαν θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης με πρωτοπορία τη βαριά βιομηχανία (ναυπηγεία, χαλυβουργία, αυτοκινητοβιομηχανία, πετροχημικά) στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Η κρατική χρηματοδότηση και ο σχεδιασμός έδωσαν την ώθηση. Στη Ν. Κορέα το κράτος κατήρτιζε τρίμηνα πλάνα με δείκτες για την παραγωγή, τις πωλήσεις ακόμα και τη ποιότητα των προϊόντων. Η δικτατορία του στρατηγού Παρκ ήταν φυσικά ένα σκληρό αντικομουνιστικό καθεστώς.

Οι βιομηχανίες αυτών των χωρών έφτασαν να διεκδικούν μερίδια στις αγορές και τις επενδύσεις των «μητροπόλεων» του παγκόσμιου καπιταλισμού. Όμως, τελικά, στη δεκαετία του ’80 και στη δεκαετία του ’90 δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από τη μέγγενη της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τον παγκόσμιο καπιταλισμό.9

Καμιά χώρα, όσο ισχυρή βιομηχανική βάση και αν είχε χτίσει πίσω από τα προστατευτικά τείχη της κρατικής παρέμβασης δεν μπορούσε να ξεφύγει τις πιέσεις να βγει στην παγκόσμια αγορά για να μη μείνει πίσω στη κούρσα του ανταγωνισμού. Και καμιά δεν μπορούσε να ελέγξει τις καταστροφικές συνέπειες των κρίσεων που φέρνει η τυφλή ανταγωνιστική συσσώρευση κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο. Το μοντέλο «κρατικού καπιταλισμού» – όρος που είχαν χρησιμοποιήσει ο Μπουχάριν και ο Λένιν στις αρχές του 20ου αιώνα – έχει αποτύχει σε όλες τις εκδοχές του.

Το μοντέλο της εργατικής εξουσίας και του διεθνισμού

Η αντικαπιταλιστική, επαναστατική αριστερά έχει να προτείνει το δικό της «μοντέλο» για την ανασυγκρότηση της οικονομίας. Η «ψυχή» αυτού του προγράμματος είναι αυτό που ο Σεραφείμ Μάξιμος ανέφερε φευγαλέα στο άρθρο του στον Ανταίο χωρίς να δίνει συνέχεια, δηλαδή ο ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ. Η επιμονή στην κλιμάκωση και τον συντονισμό των εργατικών αγώνων σήμερα, δεν είναι ένας απλός «κινηματισμός» που περιορίζεται στην απόκρουση των βάρβαρων επιθέσεων της άρχουσας τάξης. Είναι κομμάτι της στρατηγικής που θεωρεί την εργατική τάξη ως το υποκείμενο της εφαρμογής αυτού του συνολικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος.

Στη Ρωσία του 1917 οι επαναστατημένοι εργάτες βρίσκονταν αντιμέτωποι με την οικονομική κατάρρευση που προκαλούσε ο πόλεμος. Οι μπολσεβίκοι πάλευαν για «ειρήνη, γη, ψωμί» αλλά και για «όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Ο Λένιν επέμενε ότι οι συνελεύσεις των εργατών μπορούν να αντιμετωπίσουν τα φαινόμενα κερδοσκοπίας, είτε πρόκειται για το χρήμα είτε για τα αποθέματα αγαθών, και να εξασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία της παραγωγικής διαδικασίας και τη διανομή των απαραίτητων προϊόντων στον πληθυσμό.

Θωρακισμένη με αυτό τον τρόπο η εργατική εξουσία στη Ρωσία θα αντιστεκόταν στην πολιορκία των καπιταλιστών μέχρι να νικήσουν οι επαναστάσεις στην Γερμανία και την Ευρώπη που θα πρόσφεραν την υλική βάση για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Ενός ανώτερου οικονομικού συστήματος όπου η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας θα γίνεται με βάση τις ανάγκες της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας. Ο διεθνισμός ήταν δηλαδή το δεύτερο στοιχείο που καθόριζε την στρατηγική των μπολσεβίκων.

Λίγα χρόνια μετά, η Αριστερή Αντιπολίτευση γύρω από τον Τρότσκι διατύπωνε το δικό της οικονομικό πρόγραμμα σε αντιπαράθεση με το πρόγραμμα της ανερχόμενης γραφειοκρατίας για «σοσιαλισμό σε μια μόνο χώρα». Το κέντρο του ήταν η μεταφορά πόρων στη βιομηχανία και η σχεδιασμένη ανάπτυξή της. Αυτό το πρόγραμμα ήταν σχεδιασμένο έτσι ώστε να ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης, να αναζωογονήσει τη δημοκρατία στα σοβιέτ και το κόμμα.10 Δεν είχε στόχο να χτίσει μια οικονομία που θα «φτάσει και θα ξεπεράσει» τη Δύση με τις θυσίες των εργατών και των αγροτών, αντίθετα διακήρυττε ότι το ξεπέρασμα των προβλημάτων της απομονωμένης Ρωσίας βρίσκεται στην εξάπλωση και τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης.

Με αυτή την οπτική, του εργατικού ελέγχου και του διεθνισμού πρέπει να δούμε τα μεταβατικά αιτήματα, το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα ανατροπής σήμερα. Είναι πρόγραμμα που απαντάει στις άμεσες, πιεστικές ανάγκες των εργατών και δίνει τη γέφυρα για την εργατική εξουσία και τη διεθνιστική προοπτική της.

Η διαγραφή του χρέους, η εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο, είναι αδιανόητα χωρίς ταυτόχρονη έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, χωρίς «εθνικοποίηση» του νομίσματος. Δεν μπορείς να διαγράψεις το χρέος στην ΕΕ και να αφήσεις τον έλεγχο του νομίσματος στα χέρια της ΕΚΤ.

Όμως, αυτό το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό μέτρο δεν έχει καμιά σχέση με τις απόψεις που προτείνουν την υιοθέτηση εθνικού νομίσματος για να γίνει πιο «ανταγωνιστική» η ελληνική οικονομία στη διεθνή αγορά, ανάμεσα στα άλλα μέσω και της ελεγχόμενης υποτίμησης του νομίσματος. Ακόμα και σε περιόδους καπιταλιστικής επέκτασης αυτή η συνταγή σήμαινε πάντα θυσίες για την εργατική τάξη που θα έπρεπε να δουλεύει περισσότερο και να καταναλώνει λιγότερο. Στη σημερινή κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας είναι εγγύηση για κούρσα προς τον πάτο, ό,τι και να ισχυρίζονται διάφορες εκτιμήσεις με μαθηματικά μοντέλα.

Σε πολιτικό επίπεδο τέτοιες επιλογές οδηγούν στο δοκιμασμένο και αποτυχημένο δρόμο της αναζήτησης συμμαχιών με τμήματα της άρχουσας τάξης και στη διαχείριση του κράτους της.

Ο έλεγχος των εργατών μέσα από τα όργανα που γεννάνε στους αγώνες τους, μπορεί να ανοίξει τα εργοστάσια που κλείνουν οι καπιταλιστές. Να κόψει με το μαχαίρι κάθε απόπειρα κερδοσκοπίας, π.χ στα τρόφιμα, βάζοντας όλο το κύκλωμα παραγωγής-μεταφοράς-πώλησης κάτω από το άγρυπνο μάτι των εργατών στο κλάδο τροφίμων και εστίασης και των επιτροπών σε γειτονιές.

Σε μια εποχή που τα νοσοκομεία δεν έχουν γάζες και φάρμακα παλεύουμε για να φύγει ο κλάδος του φαρμάκου και των σχετικών υλικών από τα χέρια των πολυεθνικών και του κάθε λαμόγιου στυλ Λαυρεντιάδη (Alapis) και να γίνει δημόσιο αγαθό μέσα από έναν κρατικό φορέα φαρμακοβιομηχανίας. Όταν η εργοδοσία καταδικάζει τους εργάτες των ναυπηγείων του Σκαραμαγκά στη φτώχεια και την ανεργία, παλεύουμε για να κρατικοποιηθούν όλα τα ναυπηγεία και να αρχίσουν τη δουλειά για να κατασκευάζουν πλοία που θα αντικαταστήσουν τα σαπάκια των εφοπλιστών, σιδηροτροχιές, βαγόνια και ένα σωρό άλλα χρήσιμα πράγματα για την κοινωνία.

Ένα τέτοιο πρόγραμμα σημαίνει μια άμεση και δραστική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Σημαίνει ότι η διαγραφή του χρέους για παράδειγμα θα φέρει στον έλεγχο των εργατών τους τεράστιους πόρους που σήμερα κατευθύνονται στους τραπεζίτες. Δεν σημαίνει «ισότητα στη θυσία», αλλά εξάπλωση του ελέγχου της οργανωμένης εργατικής τάξης σε όλη την κοινωνία μέχρι την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών.