Άρθρο
50 χρόνια από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη

Ο συλλόγος “Μπέρτραν Ράσελ” στην κηδεία του Λ

Η Μαρία Στύλλου εξιστορεί τις διεργασίες που οδήγησαν στο εκρηκτικό κίνημα του ’60 και βγάζει διδάγματα για το σήμερα.

Στις 22 Μάη 1963 η Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και την Ειρήνη της Θεσσαλονίκης οργανώνει συγκέντρωση στο κέντρο της πόλης με ομιλητή τον βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη. Σε αυτή τη συγκέντρωση ο Λαμπράκης δολοφονείται από μέλη μιας φασιστικής κίνησης ταγματασφαλιτών που είχαν στενή συνεργασία με την αστυνομία.

Η δολοφονία δεν ήταν ούτε τυχαία, ούτε έξω από τον έλεγχο της κυβέρνησης. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης ήταν αυτός που είχε πρωτοστατήσει στο κίνημα ειρήνης, στις κινητοποιήσεις ενάντια στη βασίλισσα Φρειδερίκη όταν είχε επισκεφθεί το Λονδίνο και πάνω απ’ όλα αυτός που είχε σπάσει την κυβερνητική απαγόρευση της Μαραθώνιας πορείας ειρήνης τον Απρίλη εκείνης της χρονιάς.

Ήταν η περίοδος που τα κινήματα για τον πυρηνικό αφοπλισμό είχαν πάρει μεγάλες διαστάσεις. Στη Βρετανία η περιβόητη πορεία του Aldermaston ήταν το ξεκίνημα για την ανάδειξη μιας νέας αριστεράς με αίτημα τον μονομερή αφοπλισμό σε σύγκρουση με τους ιμπεριαλιστές της Δύσης. Στην Ελλάδα δημιουργήθηκε ο «Σύνδεσμος Νέων για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό – Μπέρτραν Ράσελ» (από το όνομα του βρετανού φιλόσοφου που στήριζε το κίνημα ειρήνης), με τη συμμετοχή φοιτητών και νεολαίων εμπνευσμένων από τις αντίστοιχες διεθνείς πρωτοβουλίες. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην όλη προσπάθεια έπαιζε ο Μιχάλης Περιστεράκης.

Αυτή η κίνηση πήρε την πρωτοβουλία να οργανωθεί και στην Αθήνα η Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης στις 21 Απρίλη του 1963. Ήταν η πρώτη πορεία και η κυβέρνηση την έβγαλε αμέσως παράνομη.

Αυτό σήμαινε ότι κάθε πρόσβαση στον Μαραθώνα και σε όλη τη διαδρομή μέχρι τηνΑθήνα ήταν αποκλεισμένη από χιλιάδες αστυνομικούς, χωροφύλακες και φασίστες από τις λεγόμενες «παρακρατικές» ομάδες. Αυτός που έσπασε την απαγόρευση ήταν ο Λαμπράκης. Επικαλούμενος τη βουλευτική του ιδιότητα κατάφερε να βαδίσει αρκετά χιλιόμετρα από τον Τύμβο του Μαραθώνα. Στο Πικέρμι σταματάει για να καταθέσει λουλούδια σε ένα μνημείο εκτελεσμένων από τους Ναζί, αλλά η αστυνομία τον εμποδίζει. Κατάφερε να προχωρήσει κι άλλο προς την Αθήνα, αλλά στο τέλος τον συλλαμβάνουν. Δεν ήθελαν να φτάσει και να συναντηθεί με τον κόσμο που είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται σε σημεία της διαδρομής και ιδιαίτερα στον κόμβο της Βασιλίσσης Σοφίας με τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Εκείνη τη μέρα ο αριθμός των συλλήψεων ξεπέρασε τις 1000 από άτομα που προσπαθούσαν να μπούνε στην πορεία.

Με νωπά τα γεγονότα της πορείας η Επιτροπή Ειρήνης της Θεσσαλονίκης αποφασίζει συγκέντρωση στο κέντρο της πόλης κλείνοντας ένα μεγάλο χώρο στην πλατεία Αριστοτέλους και καλώντας για ομιλητή τον Λαμπράκη.

Η κυβέρνηση αποφάσισε ότι ήταν η στιγμή όχι μόνο να τιμωρήσει τον Λαμπράκη αλλά και να τρομοκρατήσει τον κόσμο που σήκωνε κεφάλι. Κινητοποίησε «υποδοχή» με αντισυγκέντρωση με την κάλυψη όλης της αστυνομίας, της χωροφυλακής, αλλά κυρίως μιας οργάνωσης ταγματασφαλιτών με την ονομασία «Σύνδεσμος Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος».

Πρόεδρος του Συνδέσμου ήταν ο Ξενοφών Γιοσμάς που είχε καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο από το ειδικό δικαστήριο δωσιλόγων Θεσσαλονίκης. Όταν είχε βγει από τις φυλακές Επταπυργίου ανέπτυξε πολιτική δράση μαζί με άλλους ταγματασφαλίτες και συνδέθηκαν με την κυβέρνηση και το κόμμα της ΕΡΕ στη Θεσσαλονίκη. Ο Σύνδεσμος ίδρυσε και οικοδομικό συνεταιρισμό με σκοπό τη δημιουργία ενός «όμορφου συνοικισμού εθνικοφρόνων χριστιανών». Και οι δυο κινήσεις στελεχώθηκαν από ανθρώπους που έφερναν πολλές κατοχικές περγαμηνές συνεργασίας με τους Γερμανούς Ναζί.

«Στις 30 Αυγούστου 1944, μια ομάδα της ΟΠΛΑ πυροβολούσε επανειλλημένως κατά του καφενείου του Απόστολου Μπόνου επί της οδού Αγίας Μαρίνας Άνω Τούμπας … γιατί αποτελούσε τόπο συνάντησης για τους ενόπλους των Ταγμάτων Ασφαλείας. …Δεκαέξι χρόνια αργότερα, στις 3 Γενάρη 1960, στο ίδιο καφενείο του Μπόνου («Τα 6 γουρουνάκια»), 20 άνθρωποι υπέγραφαν το ιδρυτικό του Συνδέσμου».1

Αυτή η «Συμμορία της Καρφίτσας» οργάνωσε την αντισυγκέντρωση έξω από το χώρο όπου θα μιλούσε ο Λαμπράκης. Τα συνθήματα που φώναζαν ήταν «Τι ζητούν οι Βούλγαροι στη Μακεδονία» και «Η ΕΔΑ στη Βουλγαρία». Στο τέλος της εκδήλωσης μια ομάδα τραμπούκων με ένα τρίκυκλο όρμησε πάνω στον Λαμπράκη, τον χτύπησε στο κεφάλι και τον έριξε κάτω. Στο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε έγιναν απεγνωσμένες προσπάθειες αλλά από την αρχή ήταν κλινικά νεκρός.

Ο Γρηγόρης Λαμπράκης πέθανε στις 27 Μάη και η κηδεία του που έγινε στις 28 στη Μητρόπολη της Αθήνας συνοδεύτηκε από μια λαοθάλασσα που ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο κόσμου. Κάτω από αυτή την πίεση, ο Καραμανλής αναγκάστηκε να παραιτηθεί και λίγο αργότερα έπεσε η κυβέρνηση. Στις εκλογές τον Νοέμβρη του 1963 νίκησε η Ένωση Κέντρου με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου.

Στραπάτσο

Η κατάρρευση της κυβέρνησης της ΕΡΕ ήταν μεγάλο στραπάτσο για την κυρίαρχη τάξη και επιδείνωσε την πολιτική αστάθεια που ήδη υπήρχε. Έλπιζαν ότι με τη δολοφονία θα αποκτούσαν ξανά τον έλεγχο των εξελίξεων που είχαν χάσει. Αλλά βρέθηκαν μπροστά σε γεγονότα που δεν είχαν υπολογίσει. Ο Καραμανλής αναγκάστηκε όχι μόνο να παραιτηθεί αλλά και να φύγει στο Παρίσι κρυφά με ψεύτικο διαβατήριο με το όνομα Τριανταφυλλίδης. Είχαν αρχίσει οι αποκαλύψεις για τους ενόχους και τις διασυνδέσεις τους.

Η ΕΡΕ, όταν κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές το 1956 με νέο τότε αρχηγό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, είχε σχηματίσει κυβέρνηση με τρεις φιλόδοξους στόχους. Ο πρώτος ήταν η σύνδεση της ελληνικής οικονομίας με την Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά που τότε ξεκινούσε. Ο δεύτερος, να παίξει το ρόλο του ορμητήριου του ΝΑΤΟ για την περιοχή της Μέσης Ανατολής σε ανταγωνισμό με την Τουρκία που διεκδικούσε τον ίδιο ρόλο. Και ο τρίτος, να μην αφήσει την Αριστερά και το κίνημα να σηκώσουν κεφάλι.

Ήταν και οι τρεις στόχοι δύσκολοι και φιλόδοξοι, αν θυμηθούμε ότι το 1956 ήταν η χρονιά της αποτυχημένης επέμβασης των Αγγλογάλλων στο Σουέζ, η Κύπρος είχε ξεκινήσει τον αντιαποικιακό αγώνα το 1955 και οι ευρωπαϊκές χώρες ήταν διαιρεμένες ανάμεσα στην Αγγλόφιλη Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών και τη Γαλλογερμανική Κοινή Αγορά που αργότερα έγινε ΕΟΚ και ΕΕ. Η άρχουσα τάξη αντιμετώπιζε διλήμματα και η συνοχή της ήταν δύσκολη. Ωστόσο πιο δύσκολος αποδείχθηκε ο τρίτος στόχος.

Το 1958 η ΕΡΕ αναγκάζεται να κάνει ξανά εκλογές επειδή μια σειρά επώνυμα στελέχη διαφώνησαν και αποχώρησαν και από την κυβέρνηση και από το κόμμα. Το αποτέλεσμα δεν ήταν να γίνει αξιωματική αντιπολίτευση το Κέντρο όπως όλοι υπολόγιζαν, αλλά η ΕΔΑ. Λιγότερο από εννιά χρόνια από το τέλος του Εμφύλιου, με τις φυλακές και τα ξερονήσια γεμάτα κόσμο της Αριστεράς, με τα έκτακτα μέτρα σε ισχύ, ο κόσμος δεν φοβήθηκε να ψηφίσει την Αριστερά.

Είναι λάθος να θεωρείται η εκλογική άνοδος της Αριστεράς το 1958 σαν ένα τυχαίο γεγονός που οφειλόταν ενμέρει στον εκλογικό νόμο και ενμέρει στην κρίση του Κέντρου. Η αυτοπεποίθηση από τη μαζική στροφή αριστερά εκφράστηκε και με την άνοδο των εργατικών αγώνων και με το νέο φοιτητικό κίνημα που ήδη είχε ξεκινήσει και γνώρισε κλιμάκωση στις αρχές της δεκαετίας του 60.

Το 1961 γίνονται νέες εκλογές, αυτές που έμειναν στην ιστορία με το όνομα «εκλογές βίας και νοθείας». Η ΕΡΕ κέρδισε ξανά, η Ένωση Κέντρου έγινε αξιωματική αντιπολίτευση και η ΕΔΑ έπεσε στην τρίτη θέση. Όμως εκείνο το αποτέλεσμα δεν ήταν ικανό να σταματήσει το κίνημα που είχε ξεδιπλωθεί. Ίσα-ίσα οι μάχες έγιναν πιο πολιτικές, η σύνδεση των αγώνων με το αίτημα να φύγει η κυβέρνηση έγινε πιο γενικευμένη και τα ζητήματα μέσα στους κόλπους της Αριστεράς αναδείχθηκαν πιο έντονα.

Σε εκείνες τις συνθήκες έγινε η δολοφονία του Λαμπράκη και γι’ αυτό γύρισε τόσο γρήγορα σαν μπούμερανγκ στους πρωταγωνιστές της.

Το εργατικό κίνημα

Το σύνθημα στις εργατικές διαδηλώσεις μετά την πρώση της ΕΡΕ ήταν «Θα σε διώξουμε Μακρή, όπως τον Καραμανλή». Ο Φώτης Μακρής ήταν ο διορισμένος Πρόεδρος σε μια διορισμένη Διοίκηση της ΓΣΕΕ από το τέλος του Εμφύλιου. Κάθε συνδικάτο για να γραφτεί στη ΓΣΕΕ έπρεπε να υπογράψει δήλωση νομιμοφροσύνης και όσα δεν υπέγραφαν αποκλείονταν. Η λεγόμενη «Διακήρυξις» των Μακρήδων δήλωνε ότι «το ελληνικόν συνδικαλιστικόν κίνημα μάχεται με συνέπειαν τον Κομμουνισμόν και τα ολοκληρωτικά συστήματα και … πιστεύει εις την Συνεργασίαν των τάξεων» (αναφέρεται από τον Δημήτρη Λιβιεράτο στο βιβλίο του «Η κίνηση των 115»).

Ο αριθμός των σωματείων έξω από τη ΓΣΕΕ συνεχώς μεγάλωνε. Όταν ξεκίνησε η πρωτοβουλία συντονισμού συνδικάτων εκτός ΓΣΕΕ γύρω στα μέσα του 1962, ο αριθμός τους δεν ξεπερνούσε τα 40, αλλά μέσα σε δυο χρόνια, τον Μάη του 1964 είχαν φτάσει τα 400. Μπορεί να ονομάστηκε «Κίνηση των 115» από την ιδρυτική της συνάντηση, αλλά ο αριθμός εκείνος γρήγορα ξεπεράστηκε. Για ένα ολόκληρο διάστημα λειτούργησε σαν ραχοκοκαλιά του εργατικού κινήματος που διεκδικούσε ταυτόχρονα και καλύτερες συνθήκες και τον έλεγχο της ΓΣΕΕ. Όπως γράφει ο Λιβιεράτος «η συγκρότηση των 115 το 1962 ήταν αποτέλεσμα της αγωνιστικής έκρηξης με αιτήματα οικονομικά και ασφαλιστικά, απειλούμενα από την κυβερνητική πολιτική».2

Δυνατή περιγραφή των εργατικών αγώνων στο ξεκίνημα του 1960 δίνει ο Ηλίας Στάβερης στο βιβλίο του για τους οικοδόμους:

«Μια ιστορική στιγμή για το οικοδομικό συνδικαλιστικό κίνημα είναι η πανοικοδομική απεργία την Πέμπτη 1 Δεκέμβρη του 1960 με κεντρικό αίτημα την απόσυρση του “αντιασφαλιστικού νομοσχεδίου”. Η απεργία είχε καταπληκτική επιτυχία. Στη συγκέντρωση έξω από το ΕΚΑ στις 8 το πρωί είχαν συγκεντρωθεί πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες και όταν ξεκίνησαν οι ομιλίες γύρω στις 9:30 η συγκέντρωση απλωνόταν από την Πλατεία Κουμουνδούρου μέχρι τη Ζήνωνος.

«Η κυβέρνηση σε πανικό κινητοποίησε όλη την αστυνομία, ακόμα και επίλεκτες δυνάμεις του στρατού για να διαλύσει τους απεργούς. Κάποια στιγμή ακούγονται πυροβολισμοί από την οδό Πειραιώς και μαζί οι φωνές των απεργών “μας σκοτώνουν”, “ρίχνουν στο ψαχνό”. Το ποτάμι της οργής ξεχειλίζει. Οι οικοδόμοι αρπάζουν ξύλα από την αποθήκη που βρίσκεται στην οδό Αγησιλάου. Ξηλώνουν τις πλακες από τα πεζοδρόμια και ετοιμάζονται να υπερασπιστούν με όλα τα μέσα τη ζωή τους».3

Την επόμενη μέρα κατεβαίνουν σε απεργία συμπαράστασης εκτός από τους οικοδόμους και μια σειρά συνδικάτα. Το Εργατικό Κέντρο, οι Τυπογράφοι, οι Λογιστές, οι οδηγοί και εισπράκτορες των λεωφορείων, οι εργαζόμενοι στο φωταέριο, στην Ηλεκτρική Εταιρία και άλλοι.

Η απεργία των οικοδόμων δεν ήταν κεραυνός «εν αιθρία». Η χρονιά του 1960 ήταν γεμάτη από μικρές ή μεγάλες κινητοποιήσεις που βρήκαν την κλιμάκωσή τους στη 1 Δεκέμβρη. Από εκεί και πέρα τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Η απεργία των οικοδόμων γίνεται το παράδειγμα για όλους τους αγώνες που θα ακολουθήσουν.

Οι εκλογές της «βίας και νοθείας» του 1961 αντί να φοβίσουν το κίνημα, το δυναμώνουν. Οι αγώνες, εργατικοί και φοιτητικοί βάζουν θέμα να πέσει η κυβέρνηση. Εργατικές κινητοποιήσεις έχουν σαν σύνθημα «Κάτω η κυβέρνηση των ΧιτλΕΡΕδων», όταν η κυβέρνηση τολμάει να κατεβάσει νομοσχέδιο για την «Προστασία της Εθνικής Ασφάλειας» και τον περιορισμό των απεργιών.

Το 1963 ξεκινάει με ξεσηκωμό και απεργίες στο χώρο της Παιδείας. Δάσκαλοι και καθηγητές ξεκινάνε απεργία διαρκείας από τα μέσα Γενάρη. Στις 10 Γενάρη είχε γίνει συγκέντρωση χιλιάδων φοιτητών στα Προπύλαια με αίτημα 15% του προϋπολογισμού για την Παιδεία.

Τον Φλεβάρη η κυβέρνηση αποσύρει το νομοσχέδιο περί «Μέτρων Ασφαλείας» και όλοι γιορτάζουν τη νίκη με μεγάλη συγκέντρωση στον Παναθηναϊκό. Τα συνεργαζόμενα σωματεία συγκροτούν και επίσημα την κίνηση των «115» και οργανώνουν συγκεντρώσεις σε όλη την Ελλάδα.

Το φοιτητικό κίνημα

Το φοιτητικό κίνημα γνώρισε ανάπτυξη όπως και διεθνώς στα τέλη της δεκαετίας του 50 και σε όλη τη δεκαετία του 1960. Τα πανεπιστήμια βρίσκονταν σε φάση μαζικοποίησης. Την ακαδημαϊκή χρονιά 1955-56 παρακολούθησαν τις σχολές 16.000 φοιτητές, το 1960-61 έφτασαν περίπου τις 27.000 και το 1965-66 τις 55.000. Χαρακτηριστικό είναι ότι υπήρχαν σχολές όπου η πλειοψηφία ήταν γυναίκες και αυτό δεν περιοριζόταν στη Φιλοσοφική, αλλά και στη Νομική και στο Πολυτεχνείο με αιχμή την Αρχιτεκτονική και την Καλών Τεχνών.

Αυτός ο νέος κόσμος δεν κουβαλούσε τις εμπειρίες της ήττας στον Εμφύλιο και ξεκίνησε αμέσως να δίνει μάχες ενάντια στις συνθήκες που είχε να αντιμετωπίσει. Μάχες για να καταργηθούν τα δίδακτρα, συγκρούσεις με την αστυνομία για φύγει από τις σχολές και να κατακτηθεί το άσυλο, προσπάθεια για να συγκροτηθούν νέοι σύλλογοι.4

Η προσπάθεια για να δημιουργηθούν οι φοιτητικοί σύλλογοι και να συντονιστούν μέσα από τη ΔΕΣΠΑ (Διοικούσα Επιτροπή Σχολών Πανεπιστημίου Αθήνας) είχε να συγκρουστεί με τα εμπόδια που έβαζε η Ασφάλεια και οι διοικήσεις των σχολών σε κάθε βήμα.

Η δεκαετία του 60 ήταν εκρηκτική και παγκόσμια και στην Ελλάδα. Ήταν το ξεκίνημα των αντικαπιταλιστικών ιδεών στα πανεπιστήμια. Εμφανίζονται μια σειρά κινήσεις και έντυπα που δεν επηρεάζονται πια από τις ιδές του ρεφορμισμού γενικότερα και της ΕΔΑ συγκεκριμένα. Οι διεθνείς εξελίξεις, το αντιπολεμικό κίνημα, η σινοσοβιετική σύγκρουση, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και η Λατινική Αμερική κλονίζουν την κυρίαρχη αντίληψη του ειρηνικού κοινοβουλευτικού δρόμου.

Παράλληλα με τα μεγάλα συλλαλητήρια για την Παιδεία, με συνθήματα όπως «Προίκα στην Παιδεία, όχι στη Σοφία» ( σε σύγκρουση με τα ανάκτορα καθώς τότε γινόταν ο γάμος της πριγκίπισσας Σοφίας που ακόμα είναι βασίλισσα της Ισπανίας) και «Να σπουδάσουν και οι φτωχοί», η ριζοσπαστικοποίηση εκφραζόταν και με τη δημιουργία των πρώτων ομάδων της επαναστατικής αριστεράς.

Η ΕΡΕ για να ελέγξει την κατάσταση στις σχολές δημιουργεί την ΕΚΟΦ (Εθνική Κοινωνική Οργάνωση Φοιτητών), Αυτό προκαλεί πολιτικές συγκρούσεις για τη διάλυσή της, πράγμα καθόλου εύκολο καθώς είχε τη στήριξη όλων των κρατικών μηχανισμών. Η ΕΚΟΦ μπορούσε με τη βοήθεια της αστυνομίας να σπάει συγκεντρώσεις, να επιτίθεται σε διαδηλώσεις και να διαλύει συνεδριάσεις φοιτητικών συλλόγων όπου έχανε τον έλεγχο. Ήταν φυτώριο της Δεξιάς και μια σειρά στελέχη της από εκείνη την περίοδο έγιναν βουλευτές, υπουργοί και δήμαρχοι με τη Νέα Δημοκρατία στη Μεταπολίτευση.

Μέσα από τέτοιες μάχες έφτασε το φοιτητικό κίνημα να έχει το ριζοσπαστισμό που έπαιξε σημαντικό ρόλο στα Ιουλιανά του 1965.

Η χαμένη ευκαιρία της Αριστεράς

Υπήρχαν τρεις μεγάλες ευκαιρίες για την Αριστερά στην Ελλάδα εκείνη την εποχή με την ΕΔΑ να καθορίσει τις πολιτικές εξελίξεις και να ανοίξει δρόμο για μια επαναστατική προοπτική. Η πρώτη ευκαιρία άνοιξε με την εκλογική επιτυχία του 1958 και την περίοδο παρατεταμένης πολιτικής κρίσης που ακολούθησε. Η δεύτερη ήταν μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, την κατάρρευση της ΕΡΕ και τη άνοδο του εργατικού και φοιτητικού κινήματος. Και η τρίτη ήταν τα Ιουλιανά του 1965, όταν χιλιάδες πλημμύριζαν τους δρόμους της Αθήνας με σύνθημα τη Γενική Πολιτική Απεργία ενώ η κυρίαρχη τάξη δεν είχε πολιτική λύση και οι θεσμοί που τη στήριζαν κλυδωνίζονταν. Ήταν η στιγμή που ο χαρακτηρισμός της επαναστατικής κατάστασης ως η στιγμή που «οι από πάνω δεν μπορούν και οι από κάτω δεν θέλουν» περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο την πραγματικότητα.

Τα Κομμουνιστικά Κόμματα στη Δύση βγήκαν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την αντιμετώπιση ότι δεν πρόκειται να διεκδικήσουν την εξουσία με επαναστατικά μέσα. Αυτό δεν ισχύει μόνο για το ΚΚΕ που παρέδωσε τα όπλα στη Βάρκιζα, αλλά και για τα ΚΚ της Ιταλίας και της Γαλλίας. Τα κινήματα της αντιφασιστικής Αντίστασης, ιδιαίτερα στην Ιταλία, είχαν δημιουργήσει συνθήκες όπου οι εργάτες είχαν τη δύναμη να καταλαμβάνουν εργοστάσια και να ελέγχουν ολόκληρες πόλεις. Οι ηγεσίες των ΚΚ όμως, είχαν επιλογή τη συμμετοχή σε κυβερνήσεις συνεργασίας όπου το πάνω χέρι το είχαν τα αστικά κόμματα.

Αυτή η εικόνα μας είναι απαραίτητη για να μην ψάχνουμε τις ρίζες των μεγάλων επιλογών στην έκβαση του Εμφύλιου ή σε ποιο τμήμα της Συμφωνίας της Γιάλτας ανήκε κάθε χώρα. Η συνολική προοπτική που έβαζαν εκείνες οι ηγεσίες λογοδοτούσε στη στρατηγική των «Λαϊκών» μετώπων που είχε διαμορφωθεί στη δεκαετία του 1930. Η Βάρκιζα υπήρχε μέσα στο Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα του 1936 και αντίστοιχα ισχύουν για τα ΚΚ Γαλλίας και Ιταλίας. Οι συμβιβασμοί του Τολιάτι στην μεταπολεμική Απελευθέρωση της Ιταλίας είχαν πρόδρομο τους συμβιβασμούς του Μορίς Τορέζ στις καταλήψεις των εργοστασίων στη Γαλλία του 1936.

Στην Ελλάδα, η δημιουργία της ΕΔΑ το 1951 ήταν η απόπειρα του ΚΚΕ και μιας σειράς από κινήσεις και προσωπικότητες που είχαν συνεργαστεί στο ΕΑΜ να αντιμετωπίσουν την παρέμβασή τους στην εκλογική και κοινοβουλευτική δράση: «Η ΕΔΑ ήταν μια πολιτική συμμαχία, ένας συνασπισμός πολιτκών κομμάτων που διεκδικούσε ευρείες κοινωνικές αναφορές και σκοπό είχε να επιβοηθήσει τη χώρα να εξασφαλίσει μια πορεία ανάπτυξης, στη βάση της άρσης των διαιρέσεων του παρελθόντος. Σύμφωνα και με το κείμενο Προγραμματικών Αρχών που δημοσιεύτηκε το 1952 και εξειδίκευσε τις αρχικές δεσμεύσεις, η ΕΔΑ ήταν το κόμμα που αγωνιζόταν για να ξεφύγει η χώρα από την μόνιμη οικονομική και πολιτική κρίση ώστε να μπει ο ελληνικός λαός αδελφωμένος στο δρόμο της ανάπτυξης».5

Το πρώτο Συνέδριο της ΕΔΑ γίνεται το 1959, οχτώ χρόνια μετά την ίδρυσή της και παίρνει απόφαση να βάλει τέρμα στο σχήμα του συνασπισμού κινήσεων και να γίνει ενιαίο κόμμα. Η οργανωτική απόφαση δεν σημαίνει και αριστερή στροφή στο πρόγραμμά της. Τα αντίθετο ισχύει. Σύμφωνα με την εισήγηση του Ηλία Ηλιού στο συνέδριο: «Η ΕΔΑ είναι το νέο κόμμα της Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής … Είναι λάθος να λέμε πως στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας στάθηκε πάντα ανασταλτικός παράγοντας το ελληνικό κεφάλαιο. Το σωστό φυσικά είναι ότι ανασταλτικός παράγοντας στάθηκε και στέκεται το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο και η πλουτοκρατική ολιγαρχία που είναι δεμένη μαζί του».

Αυτή η τοποθέτηση περιλάμβανε τη συμμαχία με όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης έξω από την ΕΡΕ, και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και με κομμάτια του κυβερνώντος κόμματος. Όπως έλεγε ο Αντώνης Μπριλάκης σε μια από τις εισηγήσεις προς το Α’ Συνέδριο: «Χρειάζεται η συγκέντρωση όλων των δυνάμεων που είναι αντικειμενικά δυνάμεις της αλλαγής και που ενδιαφέρονται για την εθνική δημοκρατική αλλαγή … Η φιλελεύθερη και κεντρώα γενικά αντιπολίτευση λόγω των δυνάμεων που εκφράζει δεν μπορεί να παίζει το ρόλο της πρωτοπορίας. Όμως η ισότιμη συμμετοχή της στην πατριωτική συμμαχία είναι απαραίτητη και σωστά επιδιώκεται με κάθε τρόπο».6

Οι αποφάσεις εκείνου του συνέδριου άνοιγαν όλες τις πόρτες για να μετατραπεί η ΕΔΑ σε ουρά της Ένωσης Κέντρου, όπως και έγινε στη συνέχεια. Στις εκλογές του 1961 και ξανά το 1963 και ’64 η ΕΔΑ πριμοδότησε σε μια σειρά περιοχές την ψήφο στην Ένωση Κέντρου.

Η ηγεσία δεν περιορίστηκε σε δεξιές εκλογικές συμμαχίες, αλλά κινήθηκε να χτυπήσει μέσα και έξω από το κόμμα τα πιο μαχητικά και ριζοσπαστικά κομμάτια που της δημιουργούσαν προβλήματα σε αυτή της την επιλογή. Ήδη από το Α’ Συνέδριο είχαν προκύψει πολλές αντιδράσεις στις κομματικές οργανώσεις και ιδιαίτερα μέσα στη Σπουδάζουσα και στις εργατικές οργανώσεις. Μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, η ηγεσία της ΕΔΑ διαλύει τη Σπουδάζουσα και τη νεολαία της μέσα στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη.

«Για μια ακόμη φορά η νεολαία επέμενε στον αυτοκαθορισμό της και αρνούνταν τις δυναμικές παραινέσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ-ΕΔΑ. Έτσι τα πραξικοπήματα έγιναν τρόπος ύπαρξης της καθοδήγησης. Στο τέλος κατάλαβαν ότι το πρόβλημα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ΜΟΝΟ με την κατάργησή του, διέλυσαν την οργάνωση και παροχέτευσαν το δυναμικό της στην άμορφη, χωρίς πολιτικό και κριτικό προβληματισμό και χωρίς παρελθόν μαζική Δ.Ν.Λαμπράκη. Με τις διαδικασίες αυτές έχει σχέση και ο διωγμός και δημόσιος κατατρεγμός των αγωνιστών Σωτήρη Πέτρουλα και Μ. Παπούλια».7

Κάπως έτσι έφτασε η ΕΔΑ να παίζει πυροσβεστικό ρόλο όταν η κοινωνική και πολιτική κρίση κορυφώθηκε το καλοκαίρι του 1965.8 Το σημερινό κίνημα έχει πολλά να διδαχθεί από τα συγκλονιστικά εκείνα γεγονότα πριν από πενήντα χρόνια, για να μην αφήσουμε ρεφορμιστικές ηγεσίες να χαραμίσουν ξανά τις ευκαιρίες.