Άρθρο
Σαμαράς: Ανάμεσα στα bail-in και τους εκπαιδευτικούς

Εξώφυλλο του τευχους 98

Ο Πάνος Γκαργκάνας εξηγεί γιατί οι εκτιμήσεις για το τέλος της οικονομικής και πολιτικής κρίσης είναι εκτός πραγματικότητας.

Όλη τη φετινή χρονιά η κυβερνητική προπαγάνδα Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη στηρίζεται στο σενάριο ότι «τα χειρότερα βρίσκονται πίσω μας, καθώς έχουμε διανύσει το μεγαλύτερο μέρος των θυσιών, και από δω και πέρα τα πράγματα θα πάνε καλύτερα». Ο Στουρνάρας, όπως πάντα πρωτοπόρος της «ποσοτικοποίησης», δεν παύει να επαναλαμβάνει ότι έχουμε καλύψει τα δυο τρία της διαδρομής και ότι αν δεν χαλαρώσουμε την προσπάθεια όλα θα πάνε καλά.

Βέβαια, αυτή η φιλολογία είχε την ατυχία να βρει στο δρόμο της την κρίση που συγκλόνισε την Κύπρο μέσα στην άνοιξη. Απτόητοι οι κυβερνητικοί προπαγανδιστές αντιμετωπίζουν την Κύπρο σαν ένα περαστικό επεισόδιο. Κοιτάξτε, λένε, το Χρηματιστήριο στην Αθήνα: όντως πέρασε έναν πανικό τον Μάρτη-Απρίλη, αλλά ήδη ξανάπιασε την ανοδική πορεία του και βρίσκεται σε επίπεδα αντίστοιχα με αυτά που είχε πιάσει πριν από την κυπριακή κρίση. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών προχωράει και ο Σαμαράς πάει στην Κίνα να φέρει κι άλλες επενδύσεις.

Παρόμοια «επιχειρήματα» προσπαθεί να επικαλεστεί το κυβερνητικό επιτελείο όχι μόνο από την οικονομία, αλλά και από την κοινοβουλευτική ζωή. Η κυβερνητική πλειοψηφία όντως πέρασε μια κάμψη σε κρίσιμες ψηφοφορίες πέφτοντας στους 153 ή ακόμα και στους 148 (στην περίπτωση των ρυθμίσεων του υπουργού Παιδείας Αρβανιτόπουλου για το «Σχέδιο Αθηνά»), αλλά οι ρυθμίσεις για τη νέα μνημονιακή δόση πέρασαν με 168 ψήφους κερδίζοντας και απολωλότα πρόβατα της ΝΔ όπως ο Μαρκόπουλος. Άλλωστε, και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τη ΝΔ να αμφισβητεί την πρώτη θέση από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Έκλεισε, λοιπόν, μια «παρένθεση» και έρχεται μια ανάκαμψη που ευνοεί τον Σαμαρά οικονομικά και πολιτικά;

Τίποτε δεν συνηγορεί προς αυτή την κατεύθυνση. Αντίθετα, ο συνδυασμός οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων σε διεθνές επίπεδο δείχνει ότι οι κρίσεις που διαγράφονται στον ορίζοντα μπορεί να κάνουν την Κύπρο να μοιάζει με απλό μικρό πρελούδιο.

Η κρίση μετά την Κύπρο

Οι αντιλήψεις που βλέπουν την Κύπρο σαν «εξαίρεση» στηρίζονται σε μια προσέγγιση που θεωρεί ότι η ΕΕ τιμώρησε ένα πλυντήριο μαύρου χρήματος των ρώσων ολιγαρχών. Με αυτή τη λογική, η κυπριακή περίπτωση δεν εντάσσεται στην κρίση της ευρωζώνης, αλλά σε ένα πλαίσιο γεωστρατηγικών ανταγωνισμών στην Ανατολική Μεσόγειο για τον έλεγχο των αποθεμάτων φυσικού αερίου αλλά και της περιοχής συνολικότερα. Αυτοί οι ανταγωνισμοί είναι υπαρκτοί και ασφαλώς παίζουν ρόλο στις εξελίξεις, αλλά δεν εξηγούν την χρεοκοπία του κυπριακού τραπεζικού συστήματος. Αυτή η χρεοκοπία και η συνταγή που εφαρμόστηκε για την αντιμετώπισή της (τα λεγόμενα bail-in, δηλαδή κουρεμα των καταθέσεων) πεντέμιση χρόνια από τότε που άρχισε η παγκόσμια κρίση των τραπεζών το καλοκαίρι του 2007 μαρτυρούν τη συνέχιση και επιδείνωση της κρίσης.

Ο τραπεζικός τομέας της Κύπρου δεν είναι ρώσικο δημιούργημα. Η ανάπτυξή του και η μετέπειτα εξέλιξή του σε διαστάσεις πολλαπλάσιες από το ΑΕΠ του ελληνοκυπριακού τομέα του νησιού (διαστάσεις φούσκας) έχουν τις ρίζες τους στη δύναμη του ελληνικού και ελληνοκυπριακού εφοπλιστικού και τραπεζικού κεφάλαιου. Χωρίς τους εφοπλιστές και τους δεσμούς τους με το Σίτι του Λονδίνου, η Λευκωσία δεν θα είχε τη δυνατότητα να επωφεληθεί από τις ευκαιρίες που την ανέδειξαν σε χρηματοπιστωτικό κέντρο.

Αρχικά επωφελήθηκε από την κρίση του Λιβάνου, μιας χώρας που επονομαζόταν «Ελβετία της Μέσης Ανατολής». Ύστερα ακολούθησε η διείσδυση στο πρώην ανατολικό μπλοκ, αρχικά στη Σερβία και στη συνέχεια στην ίδια τη Ρωσία. Η επέκταση στην αγορά της «μητέρας πατρίδας» και η συμμετοχή στην ελληνική τραπεζική φούσκα αποδείχθηκε το τελικό και μοιραίο στάδιο αυτής της πορείας. Τώρα βγαίνουν σιγά-σιγά στην επιφάνεια οι κυπριακές εμπλοκές στα σκάνδαλα όπως το Βατοπέδι που είναι απλά μύτες του παγόβουνου της κερδοσκοπίας με τα ακίνητα.

Ίσως αν η Τρόικα και τα Μνημόνιά της είχαν καταφέρει να αντιμετωπίσουν την κρίση στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία και συνολικά στην Ευρωζώνη, η Κύπρος να την είχε γλυτώσει. Όμως ξέρουμε ότι απέτυχαν και η Κύπρος αποτελεί και επιβεβαίωση της αποτυχίας και προάγγελο της συνέχειας.

Ένας τρόπος για να δούμε αυτές τις διαστάσεις του προβλήματος είναι να σταθούμε στο παράδειγμα της Ιρλανδίας. Αν ο Στουρνάρας ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα έχει καλύψει τα δυο τρίτα της διαδρομής για την έξοδο από την κρίση, η Ιρλανδία έχει εισπράξει πολύ πιο μεγάλους και «έγκυρους» επαίνους. Μια χώρα με οικονομία πολύ μεγαλύτερη από την Κύπρο και με διόγκωση του τραπεζικού τομέα πολύ μεγαλύτερη από του κυπριακού, βρέθηκε στα νύχια της Τρόικας ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ λίγο μετά την Ελλάδα και μέχρι πρόσφατα προβαλλόταν ως παράδειγμα καλής και αποτελεσματικής εφαρμογής των Μνημονίων. Οι ιρλανδικές τράπεζες πήραν 64 δις ευρώ για τη διάσωσή τους.

Όμως τώρα το ΔΝΤ ανησυχεί ότι μπορεί να χρειαστούν άλλα 16 δις. Τα μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά δάνεια έχουν φτάσει στο 12% του συνόλου και η ΕΚΤ πιέζει τις ιρλανδικές τράπεζες να επιταχύνουν το ρυθμό κατάσχεσης κατοικιών από «κακοπληρωτές». Ουσιαστικά, αντί να πλησιάζει στην έξοδο, η Ιρλανδία κινδυνεύει να ξανακυλήσει σε νέο μνημόνιο. Ακόμη και η μετριοπαθής ηγεσία της συνομοσπονδίας των συνδικάτων (τόσο μετριοπαθής ώστε δεν έχει κηρύξει ούτε μια πανεργατική απεργία) αναγκάζεται να δηλώνει ότι «η Τρόικα έχει κάνει μεγαλύτερη ζημιά στην Ιρλανδία από όση έκανε η Βρετανία μέσα σε αιώνες αποικιοκρατίας» (Financial Times, 30 Απρίλη 2013).

Και δεν πρόκειται μόνο για τις ιρλανδικές τράπεζες. Το πρόβλημα είναι πανευρωπαϊκό. Η ίδια εφημερίδα καλύπτοντας την εαρινή σύνοδο κορυφής των G20 συνόψιζε ως εξής την κατάσταση: «Τράπεζες που εξακολουθούν να είναι αδύναμες κάθονται, κατά κύριο λόγο στην Ευρωζώνη, δίπλα-δίπλα με ένα κορμό από υπερχρεωμένες επιχειρήσεις. Αυτό απειλεί με ένα νέο φαύλο κύκλο από πτωχεύσεις που εξασθενίζουν τις τράπεζες παραπέρα, ενώ οι κυβερνήσεις διαθέτουν ελάχιστα πυρομαχικά για να εξασφαλίσουν τη σωστή κεφαλαιοποίησή τους» (FT, 20-21 Απρίλη).

Αυτή η εικόνα εξηγεί γιατί με την Κύπρο άνοιξε η συζήτηση περί συμμετοχής των καταθετών στις μελλοντικές διασώσεις των τραπεζών. Πολύ απλά το ρίσκο για νέες χρεοκοπίες τραπεζών είναι αυξανόμενο, ενώ οι κρατικές δυνατότητες νέων παρεμβάσεων είναι μειωμένες. Οι κυβερνήσεις ψάχνουν νέες πηγές και μάλιστα μέσα σε συνθήκες όπου τα πολιτικά περιθώρια επιβολής νέων περικοπών λιτότητας είναι πεσμένα.

Πριν προχωρήσουμε, όμως, στις πολιτικές εξελίξεις και το δικό τους ρόλο, ας σταθούμε και σε άλλο ένα σημείο της οικονομικής συγκυρίας. Μήπως η ευφορία που επικρατεί στα χρηματιστήρια είναι αντίβαρο στις ανησυχίες για όλα αυτά τα ρίσκα; Πραγματικά, δεν είναι μόνο το χρηματιστήριο της Αθήνας που ανακάμπτει. Στη Νέα Υόρκη η άνοδος ξεπέρασε ακόμη και τα πριν την κρίση ιστορικά ρεκόρ. Αλλά αυτό έχει υποχρεώσει ακόμη και τον κεντρικό τραπεζίτη των ΗΠΑ Μπεν Μπερνάνκε να προειδοποιεί για νέες φούσκες. Το φθηνό χρήμα που διαθέτουν οι κεντρικές τράπεζες προς τους τραπεζίτες δεν βρίσκει το δρόμο του προς τις επενδύσεις αλλά ξανά προς την κερδοσκοπία. Μια πρόσφατη έρευνα αποκάλυψε ότι τα κέρδη των πολυεθνικών που εμπορεύονται πρώτες ύλες και παίζουν με τις τιμές τους ξεπέρασαν μέσα στη δεκαετία 2003-2013 τα κέρδη των μεγαλύτερων αυτοκινητοβιομηχανιών: 243 δις δολάρια για τους 20 μεγαλύτερους κερδοσκόπους πρώτων υλών έναντι 235 δις για την Τογιότα, τη Φολκσβάγκεν, τη BMW, τη Ρενό και τη Φορντ μαζί!

Τα πολιτικά όρια της λιτότητας…

Οι ανησυχίες για νέα επιδείνωση της κρίσης και οι αναζητήσεις για λεηλασία των καταθέσεων δεν κινούνται στο κενό. Μπορεί ο διάδοχος του Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ στη θέση του επικεφαλής του Γιούρογκρουπ, ο Ολλανδός Ντάισελμπλουμ να δήλωσε ωμά μετά το κυπριακό μνημόνιο ότι αυτό θα είναι ένα μελλοντικό μοντέλο τραπεζικών διασώσεων, αλλά οι ευρωπαϊκές κυβερνητικές ελίτ διακατέχονται από έντονες ανησυχίες για το αν θα υπάρχει η πολιτική σταθερότητα που μπορεί να επιβάλει τέτοιες «λύσεις». Ο ίδιος ο επικεφαλής της Κομισιόν της ΕΕ, ο Μπαρόζο έφτασε να δηλώσει ότι εξαντλούνται τα πολιτικά όρια της λιτότητας.

Η αφορμή για τέτοιες σκέψεις δεν ήταν «μόνο» το ΟΧΙ των Κυπρίων στο πρώτο πακέτο που κούρευε τις καταθέσεις κάτω και από το όριο των 100.000 ευρώ. Ήταν και ο πολιτικός σεισμός των ιταλικών εκλογών. Ωστόσο, όσοι βιάζονται να υποτιμήσουν το ξέσπασμα των Κυπρίων κάνουν λάθος. Για δυο λόγους.

Πρώτο, γιατί μέχρι την επιδρομή του Γιούρογκρουπ και του Αναστασιάδη στις καταθέσεις, η Κύπρος ήταν από τις πιο «ήσυχες» χώρες μέλη της ευρωζώνης και μάλιστα είχε μόλις κάνει εκλογές όπου νίκησε η δεξιά. Κι όμως, το τοπίο άλλαξε άρδην πολιτικά μέσα σε μια νύχτα: οι κύπριοι βγήκαν στους δρόμους και όλο το πολιτικό φάσμα αναγκάστηκε να υποκλιθεί μπροστά στην οργή τους. Το ΑΚΕΛ που κάλπαζε προς τα δεξιά επί χρόνια αναγκάστηκε να τρέχει να καλύψει τα αριστερά νώτα του. Και ο Αναστασιάδης που είχε έτοιμη τη δικαιολογία ότι παρέλαβε χρεοκοπία από τον Χριστόφια, αναγκάστηκε να αποζητά την «εθνική ενότητα» με το ΑΚΕΛ.

Δεύτερο, ποτέ άλλοτε το Γιούρογκρουπ δεν είχε αναγκαστεί από το «πεζοδρόμιο» να επανεξετάσει μια απόφασή του. Αν οι διαδηλωτές στη μικρή Λευκωσία μπορούσαν να εξαναγκάσουν τους ισχυρούς της ΕΕ να αναθεωρήσουν, το μήνυμα σε όλες τις πρωτεύουσες της Ευρώπης ήταν σαφές. Η βρετανική Γκάρντιαν σχολίασε εκείνες τις μέρες ότι για πρώτη φορά τα όργανα της ΕΕ «δείλιασαν» (άρθρο του κύριου οικονομικού αναλυτή Λάρι Έλιοτ).

Βέβαια, οι απολογητές της Τρόικας έχουν έτοιμη τη λάσπη για τη «μάταιη αντίσταση» των κυπρίων. Η δεύτερη απόφαση του Γιούρογκρουπ ήταν χειρότερη από την πρώτη, λένε, αφού τα ποσοστά του κουρέματος έγιναν μεγαλύτερα. Παραβλέπουν ότι οι καταθέσεις κάτω από τα 100.000 ευρώ δεν κουρεύτηκαν, ενώ η αύξηση των ποσοστών κουρέματος άνω των 100.000 δεν προήλθε από τις διαδηλώσεις στους δρόμους της Λευκωσίας, αλλά από την επιδείνωση της χρεοκοπίας. Αν ο κόσμος δεν είχε βγει στους δρόμους, είναι άγνωστο πού θα είχε φτάσει το κούρεμα ακόμη και των μικρών καταθέσεων.

Αν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία για τις διαστάσεις της οργής ενάντια στους σχεδιασμούς των κυβερνήσεων της ΕΕ, οι εκλογές στην Ιταλία ήρθαν να τη διαλύσουν. Για πολλούς μήνες η κυβέρνηση «τεχνοκρατών» του Μάριο Μόντι είχε θεωρηθεί σαν ένα πετυχημένο παράδειγμα που συγκράτησε την Ιταλία από το χείλος της χρεοκοπίας και των Μνημονίων. Η Ελλάδα με τις «τρελές» κινητοποιήσεις που έριξαν τον Παπαδήμο και ανέβασαν τα ποσοστά της Αριστεράς αποτελούσε μια εξαίρεση, σύμφωνα με αυτές τις αντιλήψεις. Η εκλογική ανταρσία των Ιταλών που έδωσαν 25% στο άγνωστο μέχρι χτες κίνημα διαμαρτυρίας του κωμικού Μπέπε Γκρίλο, άλλαξε τους όρους της συζήτησης. Ξαφνικά, όλοι ομολογούν ότι τέτοια ξεσπάσματα μπορεί να είναι στην ημερήσια διάταξη πανευρωπαϊκά.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι εναλλακτικές λύσεις είναι έτοιμες. Κάθε άλλο: η διάγνωση των αδιεξόδων δεν σημαίνει αυτόματα και άρση τους.

Στο οικονομικό επίπεδο αυτό είναι προφανές. Οι θεωρίες ότι η λιτότητα θα φέρει ανάπτυξη δέχτηκαν ένα σκληρό ιδεολογικό πλήγμα με την αποκάλυψη ότι οι μελέτες των γκουρού αυτής της άποψης, των καθηγητών Ρογκόφ και Ράινχαρτντ, ήταν απλά μαθηματικά λαθεμένες. Το υποτιθέμενο όριο που λέει ότι όταν το ποσοστό του χρέους προς το ΑΕΠ ξεπερνάει το 90% η ανάπτυξη πέφτει, απλά δεν υφίσταται.

Στην πράξη, οι «αγορές» δεν παρακολουθούν το ποσοστό του χρέους προς το ΑΕΠ σαν κριτήριο. Αυτό που παρακολουθούν στενά είναι το ποσοστό των τόκων ως μερίδιο στα έσοδα του προϋπολογισμού μιας χώρας. Αν αυτό το ποσοστό δείχνει ότι αντέχει τις πληρωμές, τότε το χρέος θεωρείται «βιώσιμο» και τα επιτόκια δανεισμού κινούνται ανάλογα. Αλλιώς, αρχίζει η επίθεση που οδηγεί στη χρεοκοπία με όλες τις συνέπειες.

Η διάψευση της θεωρίας των «Ρ-Ρ», όμως, δεν έχει σημάνει την ανάδειξη κάποιας εναλλακτικής πολιτικής για τη διαχείριση της κρίσης, ούτε στις ΗΠΑ, ούτε στη Γερμανία, ούτε πουθενά. Στην Ιταλία, το πολιτικό αδιέξοδο αντιμετωπίστηκε με την επανεκλογή του Ναπολιτάνο μέσα στα βαθιά γεράματά του στην Προεδρία της Δημοκρατίας και το σχηματισμό της συγκυβέρνησης Λέτα με τον «ιστορικό συμβιβασμό» της πάλαι ποτέ αριστεράς με το κόμμα του Μπερλουσκόνι. Στην ουσία, όσο κι αν ο Λέτα μιλάει διαρκώς για πέρασμα από τη λιτότητα στην ανάπτυξη, τα τραπεζικά στελέχη της ΕΚΤ δηλώνουν με βεβαιότητα ότι οι «μεταρρυθμίσεις» Μόντι θα συνεχιστούν σε «αυτόματο πιλότο».

…και τα πολιτικά όρια των επιθέσεων Σαμαρά

Έχοντας αυτή την εικόνα, κατανοούμε γιατί η κυβέρνηση Σαμαρά είναι ένα σχήμα μελλοθάνατο που εφαρμόζει ένα ήδη αποτυχημένο πρόγραμμα που δεν οδηγεί πουθενά. Οι απόπειρες να εξωραϊστεί αυτή η εικόνα είναι γελοίες. ΤΑ ΝΕΑ, που συναγωνίζονται με το Έθνος για το ποια είναι η πιο φιλοκυβερνητική εφημερίδα, έγραφαν με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τις εκλογές της 6 Μάη 2012:

«Πριν ένα χρόνο τέτοιες ημέρες η Ελλάδα ζούσε έναν πολιτικό εφιάλτη. Και η υφήλιος κρατούσε την αναπνοή της περιμένοντας ότι το πολύ ως το καλοκαίρι θα επιστρέφαμε κακήν κακώς στη δραχμή. … Ωστόσο, αφού το πολιτικό εκκρεμές πήγε από το ένα άκρο στο άλλο μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου 2012, φαίνεται πλέον να ισορροπεί στο κέντρο. Η κυβέρνηση των τριών έδωσε στη χώρα πολιτική σταθερότητα. Ο τριφασικός συνασπισμός ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ αποτελεί προσπάθεια των μετριοπαθών δυνάμεων να ανακτήσουν τον έλεγχο, να περιθωριοποιήσουν τους ακραίους και να σταθεροποιήσουν την οικονομία. Την ίδια ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ ψάχνει το βηματισμό του ως αξιωματική αντιπολίτευση και, παρά τα παραπατήματα, δείχνει διάθεση για μια πολιτική προσέγγιση πιο ρεαλιστική που ίσως γίνει εποικοδομητική» (Σαββατοκύριακο 11-12 Μάη).

Ας δούμε πού βρίσκονται στην πράξη οι προσπάθειες «των μετριοπαθών δυνάμεων να περιθωριοποιήσουν τους ακραίους».

Και μόνο να επιχειρήσει κανείς να μιλήσει για προσπάθειες περιθωριοποίησης των νεοναζί της Χρυσής Αυγής από την κυβέρνηση πέφτει αμέσως στο πιο σύντομο ανέκδοτο. Και μόνο ο βίος και η πολιτεία του Δένδια αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η απλόχερη κυβερνητική κάλυψη για τους φασίστες. Στην πράξη, η θεωρία και πρακτική περί αντιμετώπισης «δυο άκρων» έχει σημάνει επιθέσεις στην εργατική αντίσταση και στην αριστερά. Πώς εξελίσσεται, όμως, αυτή η επιχείρηση;

Η κλιμάκωση των επιθέσεων αστυνομικής καταστολής με λάβαρο την «πάταξη της ανομίας» έφτασε σε ένα τεράστιο αυτογκόλ στην Ιερισσό. Εκεί που ο Δένδιας καμάρωνε ότι τερματίζει την ανοχή προς τις «ακρότητες των αναρχικών», η εισβολή των ΜΑΤ ως στρατού κατοχής στη Χαλκιδική με αντίπαλο τις γιαγιάδες του χωριού γελοιοποίησε αυτές τις επιχειρήσεις. Και η ήττα δεν ήταν μόνο στο ιδεολογικό επίπεδο. Το καμένο αστυνομικό τμήμα της Ιερισσού έγινε η απόδειξη για τα όρια των κυβερνητικών επιθέσεων αυτού του τύπου.

Σαν να μην έφταναν οι Σκουριές με τη πεισματική αντίσταση στους χρυσοθήρες, ήρθε να προστεθεί η Μανωλάδα, ένα βατερλό για το χαρτί του ρατσισμού που τόσο προσπαθεί να αξιοποιήσει η κυβέρνηση. Τι είναι τελικά οι μετανάστες; «Λαθραία εγκληματικά στοιχεία» που πρέπει να τα σκουπίζει ο Ξένιος Δίας ή κομμάτι της εργατικής τάξης που χάρη στον ιδρώτα του φτάνουν οι φράουλες στους πάγκους των λαϊκών αγορών και στις επιτυχίες των ελληνικών εξαγωγών; Ποιος είναι πιο κοντά στον εργάτη και στον αγώνα του – οι Βαγγελάτοι με τους μπράβους τους και την προστασία των κρατικών μηχανισμών ή οι κατατρεγμένοι που βρίσκουν ένα μεροκάματο στα φραουλοχώραφα και έχουν το κουράγιο να αντιστέκονται στην πιο άγρια εκμετάλλευση; Οι απαντήσεις δόθηκαν βροντερά στη Μανωλάδα και ο Δένδιας αναγκάστηκε να κάνει υποκριτικές επισκέψεις και να εύχεται ανάρρωση εκεί που έφτυνε.

Η πιο σημαντική εξέλιξη, όμως, για τα όρια των κυβερνητικών επιθέσεων φάνηκε όπως πάντα στις αναμετρήσεις με τα πιο δυνατά κομμάτια της οργανωμένης εργατικής τάξης. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές βρίσκεται σε εξέλιξη η σύγκρουση των εκπαιδευτικών της ΟΛΜΕ με την κυβερνητική επίθεση στα σχολεία. Πρόκειται για μια μάχη σημαδιακή από πολλές απόψεις.

Πρώτα απ’ όλα γιατί παίζεται ξανά το ζήτημα των απολύσεων στο Δημόσιο. Όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις μαζί με την Τρόικα προσπαθούν όλα αυτά τα χρόνια να πετύχουν μια αποφασιστική νίκη σε αυτό το μέτωπο, αλλά δεν το έχουν καταφέρει. Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα κύμα καταλήψεων ακόμη και σε υπουργεία το φθινόπωρο του 2011 και λίγο αργότερα έφτασε στο τέλος της. Η κυβέρνηση Παπαδήμου κατέρρευσε πριν ακόμη φτάσει σε κάποια απόπειρα υλοποίησης των σχεδίων αυτών. Ο Σαμαράς και ο Μανιτάκης βρήκαν μπροστά τους μια απεργία διαρκείας των εργαζόμενων στους Δήμους το φθινόπωρο του 2012 και γι’ αυτό το θέμα αυτής της «μεταρρύθμισης» ακόμη εκκρεμεί. Η αύξηση του ωράριου διδασκαλίας των εκπαιδευτικών και η επιβολή υποχρεωτικών μεταθέσεων είναι μια απόπειρα του υπουργείου Παιδείας να απαλλαγεί από χιλιάδες εργαζόμενους στα δημόσια σχολεία και να ανοίξει το δρόμο για τη γενίκευση των απολύσεων στο δημόσιο με το νομοσχέδιο που ετοιμάζει ο Μανιτάκης.

Γι’ αυτό, άλλωστε, η κυβέρνηση τρέχει να χρησιμοποιήσει το όπλο της επιστράτευσης πριν ακόμη ξεκινήσει η απεργία. Αλλά και το χαρτί της επιστράτευσης έχει τσαλακωθεί. Δεν βρισκόμαστε στον Γενάρη, όπου οι εργάτες του Μετρό έμειναν πρακτικά μόνοι απέναντι στην επιστράτευση. Οι ναυτεργάτες που ήταν οι επόμενοι που βρέθηκαν στο στόχαστρο, έκαναν απεργίες ακόμη και επιστρατευμένοι και ο υπουργός Ναυτιλίας εξακολουθεί να ψάχνει ευκαιρία για να περάσει τη ρύθμιση που δίνει στους εφοπλιστές μεγαλύτερες απεργοσπαστικές δυνατότητες. Οι εκπαιδευτικοί μπορούν να προχωρήσουν την αχρήστευση του κυβερνητικού οπλοστάσιου ένα βήμα παραπέρα, αρκεί να έχουν τη συμπαράσταση όλων μας.

Εδώ βρίσκεται το κλειδί των εξελίξεων. Η εργατική αντίσταση και η κρίση έχουν αποκαλύψει τις ρωγμές και τις αδυναμίες στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Το ζήτημα είναι αν η Αριστερά θέλει να κάνει τα βήματα μπροστά που θα αξιοποιήσουν αυτή την κατάσταση. Τα μηνύματα είναι αντιφατικά.

Η ηγεσία του ΚΚΕ που ολοκλήρωσε το 19ο συνέδριό του, θέλει να εμφανίζεται ως μια δύναμη στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, καταγγέλοντας με σφοδρότητα τους οπορτουνισμούς της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αλλά στην πρώτη δοκιμασία στην πράξη τοποθετήθηκε στα δεξιά όλων, καταψηφίζοντας στο ΔΣ της ΟΛΜΕ την απόφαση για απεργία στις εξετάσεις ως «τυχοδιωκτική». Άμα έχεις τέτοιους «κομμουνιστές», τι να τους κάνεις τους «οπορτουνιστές».

Στον ΣΥΡΙΖΑ το συνέδριο επίκειται και η ηγεσία Τσίπρα επιχειρεί να εμφανίσει την επιβολή πιο σκληρής εσωκομματικής πειθαρχίας ως «δημοκρατική κατάκτηση». Ακόμη και αν οι συσχετισμοί επιτρέψουν στο φιλοευρώ επιτελείο να έχει πιο ελεύθερα τα χέρια του, οι πραγματικές εξελίξεις σπρώχνουν στην αντίθετη κατεύθυνση. Η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ να διερευνήσει την προοπτική εξόδου της Κύπρου από το ευρώ ανοίγει νέες δυνατότητες για μια Αριστερά της αντικαπιταλιστικής ρήξης.

Όχι γιατί έχουμε αυταπάτες για τα όρια ενός κόμματος όπως το ΑΚΕΛ που συνδυάζει στο εσωτερικό του όλο το φάσμα ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ. Αλλά γιατί η συζήτηση για τη ρήξη με το ευρώ μπαίνει τώρα πολύ πιο κεντρικά στο προσκήνιο.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντιπροσωπεύει εκείνη την Αριστερά που λέει ότι αυτή η ρήξη είναι υπερώριμη και πρέπει να συνδυαστεί με δυο στοιχεία: ένα πρόγραμμα αντικαπιταλιστικών ανατροπών με κέντρο τη διαγραφή του χρέους και τον εργατικό έλεγχο και μια πολιτική στήριξης των εργατικών αγώνων ως της μόνης δύναμης που μπορεί να υλοποιήσει τέτοιες ανατροπές. Η δεύτερη πανελλαδική συνδιάσκεψη της μπορεί να είναι ένα ελπιδοφόρο μήνυμα για όλους και όλες που θέλουμε να δούμε την Αριστερά να ανοίγει εναλλακτική διέξοδο από τα ατέλειωτα σκοτάδια της κρίσης.