Βιβλιοκριτική
Βασίλης Κρεμμυδάς: Σύντομη Ιστορία του Ελληνικού Κράτους

Εξώφυλλο του βιβλίου

Το κράτος είναι ταξικό εργαλείο

Το βιβλίο είναι γραμμένο για το ευρύτερο δυνατό κοινό, με απλό αφηγηματικό και όχι αυστηρό επιστημονικό λόγο. Καλύπτει δυόμισι αιώνες (1750-2004) νεώτερης και σύγχρονης ελληνικής ιστορίας σε 200 σελίδες. Πράγματι, μπορούν να το διαβάσουν όλοι και όλες, ανεξαρτήτως ηλικίας ή μορφωτικού επιπέδου. Δεν θέτει προαπαιτούμενα στους αναγνώστες του.

Αυτό είναι το πρώτο μεγάλο πλεονέκτημα του βιβλίου, από την άποψη ότι δεν έχει εμφανισθεί μέχρι σήμερα ανάλογο -και τολμηρό- εγχείρημα από Έλληνα επιστήμονα και ερευνητή ιστορικό.

Όπως δηλώνει χαρακτηριστικά ο ίδιος ο συγγραφέας στην «Ειδοποίησή» του (σελ. 11), στο βιβλίο αποτυπώνεται «η ματιά του πάνω στην ιστορική ύλη» της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Ασφαλώς, όμως, αυτή η δήλωση έχει την ιδιαίτερη σημασία της, όταν πρόκειται για το βλέμμα ενός έμπειρου ερευνητή κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας, όπως και ενός πανεπιστημιακού με μακρά διδακτική θητεία.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην «Επιλογή Βιβλιογραφίας», η συντριπτική πλειονότητα των παραπομπών που αναφέρεται προέρχεται από το πολύτομο έργο «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού». Τη διεύθυνση της έκδοσης είχε ο Σπύρος Ασδραχάς και δινόταν καθημερινά σε ένθετα τεύχη με την εφημερίδα «Τα Νέα» περίπου πριν μια δεκαετία. Το συγκεκριμένο έργο διεπόταν από την ίδια λογική· του συνδυασμού επιστημονικής τεκμηρίωσης και απόπειρας απεύθυνσης στο ευρύτερο κοινό.

Με δεδομένη την περίσσεια «εθνολογίας» που διέκρινε προσφάτως την εκδοτική παραγωγή άλλων Ελλήνων ιστορικών, το άλλο μεγάλο πλεονέκτημα του βιβλίου εμφανίζεται ήδη στον τίτλο του: είναι σημαντικό ότι ο Κρεμμυδάς ενδιαφέρθηκε να παρουσιάσει τη «Σύντομη Ιστορία» είναι του ελληνικού κράτους· όχι του «έθνους» ή γενικώς «της Ελλάδος».

Πρόκειται, δηλαδή, για απόπειρα σκιαγράφησης της πολιτικής ιστορίας της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας. Για ιστοριογραφία που αποπειράται να διερευνήσει το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας και του κράτους, όπως αυτό εμφανίσθηκε, διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε μέσα στους τρεις τελευταίους αιώνες στην Ελλάδα.

Με τον συγκεκριμένο τίτλο ο συγγραφέας δηλώνει ότι η πολιτική εξουσία -το ζήτημα του ποιος την έχει, πώς την κέρδισε, ποιος την έχασε- είναι ένα από τα κεντρικά σημεία στο οποίο αποκρυσταλλώνονται οι αντίρροπες και διαμαχόμενες οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις κάθε κοινωνίας μέσα στην ιστορία.

Ο Κρεμμυδάς αυτού του είδους την νεώτερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία αφηγείται. Εντάσσοντας, επιπλέον, στην αφήγηση τα απαραίτητα στοιχεία από το περιβάλλον των ευρύτερων οικονομικών εξελίξεων και μετασχηματισμών των ευρωπαϊκών κοινωνιών, όπως και των εκάστοτε διεθνών συσχετισμών.

Τα τρία πρώτα κεφάλαια αφορούν στην Επανάσταση του 1821, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος και την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα. Τα τρία μεσαία κεφάλαια καλύπτουν την περίοδο του αστικού εκσυγχρονισμού επί Χαρίλαου Τρικούπη και Ελευθέριου Βενιζέλου, της εδαφικής και πληθυσμιακής επέκτασης της Ελλάδας μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή και τη Δικτατορία του Μεταξά. Τα τρία τελευταία κεφάλαια είναι αφιερωμένα στην Αντίσταση, το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς και τη Μεταπολίτευση μέχρι την πτώση της κυβέρνησης Σημίτη.

Για κάθε αναγνώστη ή αναγνώστρια που σήμερα συμμετέχει ενεργά στο κίνημα και -πολύ περισσότερο- είναι σοσιαλιστής ή σοσιαλίστρια δεν είναι ανάγκη να φθάσει στα τελευταία κεφάλαια που αφορούν στη σύγχρονη ιστορία για ν’ αντιληφθεί ότι υπάρχουν ορισμένες σαφείς διαφορές στη «ματιά» του/της και το βλέμμα του συγγραφέα ιστορικού.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Κρεμμυδάς δεν συμπεριφέρεται έντιμα έναντι των τεκμηρίων, ότι διαστρεβλώνει τα ιστορικά τεκμήρια ή ότι πιθανώς αποσιωπά συνειδητά κάποια άλλα. Σημαίνει ότι οι αναγνώστες πρέπει να λάβουν τοις μετρητοίς την προειδοποίηση του ίδιου του συγγραφέα ότι το βιβλίο αποτελεί τη δική του ματιά για το ιστορικό υλικό που πραγματεύεται.

Θα έλεγε κανείς ότι, απ’ αυτή την άποψη, ήδη από τα κεφάλαια που αφορούν στον αστικό εκσυγχρονισμό των αρχών του εικοστού αιώνα, η αδυναμία του βλέμματος δεν είναι του ιστορικού Κρεμμυδά, αλλά πηγάζει από τις υπόρρητες, αλλά σαφώς εκδηλούμενες στο βιβλίο, πολιτικές του αντιλήψεις και πεποιθήσεις.

Οι απορίες, λοιπόν, και οι «ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει», κατά την εύστοχη διατύπωση του Μπρεχτ, στην περίπτωση αυτού του βιβλίου θα μπορούσαν να ξεκινήσουν, για παράδειγμα, ήδη από την περίπτωση του Τρικούπη.

Γιατί, λοιπόν, ενώ ήταν πρωτοπόρο και καινοτομικό το πρόγραμμα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που επιχείρησε, δεν μπόρεσε ο Τρικούπης να κερδίσει «τη συνειδητή συμμετοχή της κοινωνίας» (σελ. 85) ή «δεν μπόρεσε να πείσει την κοινωνία» (σελ. 87); Για «επικοινωνιακούς λόγους» (σελ.87) ή επειδή «οι συνειδήσεις και οι νοοτροπίες είναι που αλλάζουν τελευταίες» (σελ.85), όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας;

Στη συνέχεια: τι σημαίνει «ο Βενιζέλος έβλεπε ότι έφτανε η ώρα που η Ελλάδα έπρεπε να πολεμήσει· όφειλε να διαθέτει ισχυρό στρατό και, προπάντων, εθνική συσπείρωση -μια κοινωνία, τελικά, χωρίς διχασμούς, χωρίς κραδασμούς και με εθνική ομοψυχία» (σελ.95); Ποια κοινωνική δύναμη έκρινε αυτά τα «πρέπει» και αυτά τα «όφειλε»; Ποιοι ήταν οι πολιτικοί της εκπρόσωποι;

Πολύ περισσότερο, όταν ο ίδιος ο Κρεμμυδάς, ιστορικός που δεν πάσχει από το σύνδρομο της πάντα αμυνόμενης μικρής και αδύναμης Ελλάδας, λίγες σειρές πιο κάτω δεν κρύβει ότι η Ελλάδα ξεκίνησε αιφνιδιαστικά την επίθεση του στρατού της το 1912 με κύριο στόχο τη Θεσσαλονίκη.

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, αυτού του είδους η πολιτική ανάγνωση του ιστορικού υλικού, αφορά κυρίως στην οκταετία Σημίτη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σημίτης είναι ο πρωθυπουργός που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τον Τρικούπη και τον Βενιζέλο: «αντιλαϊκιστής», «γνώστης των πραγματικών προβλημάτων, πραγματικός μεταρρυθμιστής», ο οποίος «δεν μάγευε την κοινωνία με ωραία λόγια, δούλευε για την ευημερία της» και «μεθοδικά» για την ανάπτυξη και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας» (σελ.182).

Ο αναγνώστης κλείνει το βιβλίο και νιώθει ότι βρίσκεται στον αστερισμό ενός είδους ιστοριογραφίας που είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν υπήρξε ποτέ η πρόθεση του Κρεμμυδά ως ιστορικού να υπηρετήσει: του είδους των «μεγάλων ανδρών» ως κύριων δημιουργών της ιστορίας.

Αυτό συμβαίνει επειδή ο συγγραφέας κινείται στη βάση της παραδοχής ότι υπάρχει και προοδευτική, «ειρηνική εθνική ιδεολογία» (σελ.85), δηλαδή ιδεολογία που είναι σε θέση να αποτελέσει τον συνεκτικό ιστό όλων των δυνάμεων του έθνους, δηλαδή όλων των κοινωνικών τάξεων, των διαφορετικών οικονομικών συμφερόντων, των διαφορετικών πολιτικών τους εκφράσεων. Και, άρα, μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη.

Αυτό απλώς δεν έγινε ούτε πρόκειται να γίνει ποτέ στην ιστορία: ο ίδιος ο Κρεμμυδάς γράφει, για παράδειγμα, ότι η περίοδος Τρικούπη επέτρεψε στο ελληνικό κεφάλαιο να ζήσει τη δική του belle époque και να μη βιώσει τόσο οδυνηρά την πτώχευση του 1893 (σελ.88). αντιθέτως, η συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας εκείνης της εποχής υπέφερε.

Όσον αφορά στην περίπτωση του Σημίτη, και πάλι η συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας έχει ήδη αντιληφθεί τι σημαίνει η «ισχυρή Ελλάδα στην ισχυρή Ευρώπη». Για να μείνουμε μόνο σε μια πλευρά: διάλυση των υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης, κοινωνικής πρόνοιας προς όφελος των κερδών των τραπεζιτών, των βιομηχάνων και των εφοπλιστών.

Η ταξική διαίρεση, η ανάλυση των εξελίξεων του πολιτικού βίου με βάση την πάλη των τάξεων και των αποτελεσμάτων που διαμορφώνει αυτή η σύγκρουση, δεν αποτελεί μόνον ακρογωνιαίο λίθο της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Στα τρία πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, ο ίδιος ο συγγραφέας δίνει μια πολύ καλύτερη εικόνα του πώς οι ταξικές διαιρέσεις και συγκρούσεις της προεπαναστατικής κοινωνίας διαμόρφωσαν την έκβαση της Επανάστασης του 1821.

Τιμή 14,91€, 205 σελίδες

Εκδόσεις Καλλιγράφος