Βιβλιοκριτική
Χριστόφορος Βερναρδάκης: Πολιτικά κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010

Εξώφυλλο του βιβλίου

Κομματική κοινωνιολογία

Οι αλλαγές στο τοπίο των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα της κρίσης είναι σίγουρα ραγδαίες, οι προϋποθέσεις όμως για την εμφάνισή τους υπήρχαν ήδη από την προηγούμενη περίοδο. Το βιβλίο του Χ. Βερναρδάκη, πλούσιο σε εμπειρικό υλικό και άρτια επιστημονικά ενημερωμένο, ασχολείται ιδιαίτερα με τους μετασχηματισμούς των κομμάτων στην περίοδο της «ύστερης μεταπολίτευσης» από το 1996 ως το 2010.

Στο πρώτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας δίνει μεγάλη έμφαση στην τομή του 1996 και την επικράτηση του «εκσυγχρονιστικού» ρεύματος στο ΠΑΣΟΚ. Είναι ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στις κυβερνήσεις του Σημίτη, όπου πίσω από τα μεγάλα λόγια για τη «διαφάνεια» και την «κοινωνική συνοχή» ήρθαν οι περικοπές στο κοινωνικό κράτος, τα σκάνδαλα των ιδιωτικοποιήσεων και του Χρηματιστηρίου και η ένταση της διαπλοκής μεταξύ κράτους και κεφαλαίου. Αυτή η δεξιά στροφή του ΠΑΣΟΚ άνοιξε το δρόμο και στον Κ. Καραμανλή, που διαμόρφωσε το παρεμφερές σχήμα του «μεσαίου χώρου». Από το 2007 και μετά, η αναξιοπιστία του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος εντείνεται σε συνδυασμό με την έκρηξη της οικονομικής κρίσης, την εξέγερση του Δεκέμβρη 2008 και κλιμακώνεται βέβαια με την επιβολή του Μνημονίου.

Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται η εκλογική κοινωνιολογία της περιόδου. Όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, στην ύστερη μεταπολίτευση ο δεσμός κόμματος-τάξης χαλαρώνει όχι γιατί «φεύγουν» οι τάξεις από το δεσμό αυτό, αλλά επειδή αλλάζουν τα πολιτικά κόμματα, με αποτέλεσμα η εργατική τάξη και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα να μένουν χωρίς πολιτική εκπροσώπηση. Ο Βερναρδάκης επικαλείται το παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ, το οποίο πραγματοποίησε μια εντυπωσιακή διαδρομή από τον αντιιμπεριαλιστικό ριζοσπαστισμό της γέννησής του στον εκσυγχρονισμό και το νεοφιλελευθερισμό, ενώ «ταυτόχρονα, σε όλες τις μετατοπίσεις του προς τα δεξιά επιβιώνουν στο λόγο και στις κοινωνικές αναφορές του υβρίδια της παλαιάς αριστερής του παράδοσης και λαϊκότητας» είτε ως σημαντική επιρροή στα συνδικάτα, είτε με τη μορφή του αντιδεξιού λόγου (σελ. 156).

Στο τρίτο και στο τέταρτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας παρουσιάζει αυτό που ονομάζει ως «καρτελοποίηση» και κρατική ενσωμάτωση των πολιτικών κομμάτων, αξιοποιώντας κυρίως τις επεξεργασίες των Katz και Mair. Σύμφωνα μ’ αυτή τη θεωρία, τα κυρίαρχα κόμματα (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στην Ελλάδα) ήδη από την προηγούμενη δεκαετία συνιστούν μόνο εργαλεία νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος και όχι μορφές εκπροσώπησης των κοινωνικών συμφερόντων. Με άλλα λόγια, παρατηρείται «η πλήρης υποταγή του αντιπροσωπευτικού στοιχείου των κομμάτων στις επιταγές της κρατικής διαχείρισης, η οποία με τη σειρά της οριοθετείται ασφυκτικά από τις δεσμευτικές επιλογές των οικονομικών κέντρων και των χρηματοπιστωτικών αγορών» (σελ. 202). Η ανάλυση αυτή για τα πολιτικά κόμματα συμβαδίζει με την αντίστοιχη για τον περιορισμό των πολιτικών λειτουργιών του κράτους στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, στον πυρήνα των οποίων βρίσκεται «η πλήρης ανατροπή των σχέσεων μεταξύ πολιτικής και οικονομικής εξουσίας από το παραδοσιακό (βιομηχανικό, εμπορικό ή εφοπλιστικό) κεφάλαιο στο χρηματοπιστωτικό και στη διευρυμένη του κυριαρχία σε όλες τις μερίδες του κεφαλαίου» (σελ. 346).

Αυτή η ανάλυση περιγράφει επιτυχημένα όψεις της σύγχρονης πραγματικότητας, έχει όμως ένα βασικό ελάττωμα. Ο νεοφιλελευθερισμός αρθρώθηκε ως αστική στρατηγική από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ως απάντηση στην παγκόσμια κρίση του 1973 που έβαλε τέλος στη μεταπολεμική «Μεγάλη άνθηση» του καπιταλισμού και την οποία απέτυχαν οι κυβερνήσεις να αντιμετωπίσουν με τα παραδοσιακά κεϋνσιανά εργαλεία. Ακριβώς επειδή η κρίση υπερσυσσώρευσης του 1973 οφειλόταν στην πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους του κεφαλαίου, η στροφή στο νεοφιλελευθερισμό έδωσε μεν προσωρινές ανάσες στο σύστημα (πχ με τις φούσκες της «Νέας οικονομίας»), αλλά μόνο για να επιστρέψει αυτή η κρίση εντονότερα από το 2007-2008. Η αναβάθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν ήταν αίτιο αλλά αποτέλεσμα αυτής της κρίσης και βασικό στοιχείο της αδιέξοδης προσπάθειας ξεπεράσματός της. Ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους σ’ αυτή τη διαδικασία δεν μειώθηκε αλλά αυξήθηκε, καθώς για να μπορεί το κεφάλαιο να μετακινείται ελεύθερα έχει ανάγκη ισχυρά κράτη να το στηρίζουν. Αυτή η παρέμβαση δεν αφορά μόνο το χρηματοπιστωτικό τομέα. Η «ισχυρή Ελλάδα» του Σημίτη και του Καραμανλή στήριξε την εξόρμηση των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια, αλλά υπήρξε ταυτόχρονα πολύτιμο στήριγμα και για τους έλληνες εφοπλιστές.

Αντίστοιχα, οι μεταβολές στο ρόλο και τη λειτουργία των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων στη συγκεκριμένη περίοδο ήταν υπαρκτές αλλά η τυπολογία του cartel party (κόμματος καρτέλ) δεν φαίνεται να είναι επαρκής για να τις εξηγήσει. Πραγματικά, το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη μπορεί να αποξένωσε την κοινωνική του βάση από τις επιλογές της ηγεσίας του κόμματος, όμως δεν διέρρηξε πλήρως τις σχέσεις εκπροσώπησης μεταξύ τους. Ενδεικτικά, το γεγονός ότι οι απεργίες ενάντια στο ασφαλιστικό το 2001 ανάγκασαν την κυβέρνηση σε υποχώρηση παρά το ότι στην ηγεσία των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ βρίσκονταν εκσυγχρονιστές συνδικαλιστές ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα περίπτωσης στην οποία οι σχέσεις ανάμεσα στην ηγεσία και τη βάση του ΠΑΣΟΚ δοκιμάστηκαν σκληρά αλλά δεν έσπασαν. Συνέβαλε όμως στη δημιουργία των προϋποθέσεων ώστε μια δεκαετία αργότερα η κλιμάκωση αυτών των επιθέσεων να συναντήσει μια εργατική αντίσταση στις συμπληγάδες της οποίας να συντριβεί το ΠΑΣΟΚ, στις στάχτες του οποίου φυτρώνει η νέα ριζοσπαστικοποίηση. Άλλωστε, η «κρατικοποίηση» της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ πρέπει να αναζητηθεί στο DNA της ίδιας του της φυσιογνωμίας, που επαγγελόταν τον κοινοβουλευτικό δρόμο για το σοσιαλισμό χωρίς «επαναστατικούς τυχοδιωκτισμούς».

Στα συμπεράσματά του, ο Χ. Βερναρδάκης προβλέπει ότι «το κομματικό σύστημα της νέας εποχής θα συγκροτηθεί κατά πάσα πιθανότητα από νέους πολιτικούς και κομματικούς πρωταγωνιστές, ενώ ταυτόχρονα νέες μορφές οργάνωσης της πολιτικής αντιπροσώπευσης και της κοινωνικής αυτονομίας θα κάνουν αισθητή την παρουσία τους» και προσδιορίζει ως το μεγάλο στοίχημα της περιόδου το εάν θα καταφέρουν να επηρεάσουν τον πυρήνα των ασκούμενων πολιτικών. Το βιβλίο του, παρόλες τις αδυναμίες που μπορεί κανείς να επισημάνει, αποτελεί ένα χρήσιμο και ενδιαφέρον ανάγνωσμα για όλους όσους θέτουν τον εαυτό τους ως κομμάτι αυτής της προσπάθειας.

Τιμή 32€, 448 σελίδες

Εκδόσεις Σάκκουλα