Oι μύθοι του νεοφιλελευθερισμού
Στην αρχή, όταν πρωτοξέσπασε η κρίση, όλοι μιλούσαν για τα γκόλντεν μπόις, για τους ασύδοτους τραπεζίτες και τους καταχθόνιους κερδοσκόπους: η κρίση ήταν, σύμφωνα με την κυρίαρχη αφήγηση της εποχής, προϊόν της “χρηματιστικοποίησης” της οικονομίας, της υπερδιόγκωσης του παρασιτικού χρηματοπιστωτικού συστήματος σε βάρος της πραγματικής παραγωγής. Τώρα η αφήγηση -ιδιαίτερα εδώ στην Ελλάδα- έχει αλλάξει: οι ευθύνες έχουν μετατοπιστεί, από τους κερδοσκόπους στις “συντεχνίες” και από τα γκόλντεν μπόις στην αριστερά.
Αυτή η μετατόπιση δεν έχει περάσει απαρατήρητη. “Η νέα μόδα” έγραφε πριν από ένα περίπου χρόνο ο Αλέξης Παπαχελάς στην Καθημερινή, “είναι οι επιθέσεις κατά της Αριστεράς από τα μεγάλα αστικά κόμματα”. Ο Παπαχελάς, δεν είχε, φυσικά, κάποιο πρόβλημα με την ίδια τη μόδα καθαυτή: αυτό που τον ενόχλησε ήταν ότι ήταν νέα. “Καλοδεχούμενες, αλλά άργησαν λίγο...”
Η αριστερά, σύμφωνα με τον διευθυντή της Καθημερινής έχει καταφέρει, μέσα στα προηγούμενα χρόνια, να διαβρώσει ιδεολογικά τα πάντα -πολίτες, πανεπιστήμια, θεσμούς, ακόμα και τα ίδια τα αστικά κόμματα.
“Η αριστερή, με ή χωρίς εισαγωγικά, ιδεολογία έχει κυριαρχήσει παντού τα τελευταία 35 χρόνια, από το πώς γράφτηκε η νεοελληνική Ιστορία έως τον τρόπο που σκέπτεται για πολλά ζητήματα ο μέσος Έλληνας πολίτης... Όποιος οχυρωνόταν κάτω από την προστασία κάποιας απροσδιόριστης αριστερής ή προοδευτικής ομπρέλας έχαιρε ασυλίας, ακόμη και αν παραβίαζε βάναυσα κάποιο νόμο ή αν χρησιμοποιούσε απροκάλυπτα βία, όπως συχνά συμβαίνει στα ελληνικά πανεπιστήμια... Ίσως τώρα δίνεται μια μεγάλη ευκαιρία στα δύο μεγάλα κόμματα και σε όλον τον πολιτικό κόσμο να επανατοποθετηθεί με βάση όχι συμπλέγματα του παρελθόντος, αλλά με βάση τις ανάγκες που έχει η Ελλάδα του 2012...”
Σε αυτή τη “νέα μόδα” έρχεται να απαντήσει το βιβλίο του Χρήστου Λάσκου και του Ευκλείδη Τσακαλώτου “22 Πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι” που κυκλοφόρησε στα τέλη της περασμένης χρονιάς από τις εκδόσεις ΚΨΜ.
Το βιβλίο τοποθετεί, πρώτα απ' όλα, αυτή τη “νέα μόδα” μέσα στο ίδιο της το ιδεολογικό πλαίσιο, που δεν είναι άλλο από το πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης κοπής θεωρίας της “δημόσιας επιλογής”: τα συνδικάτα είναι “προσοδοθήρες”, “αναδιανεμητικοί συνασπισμοί”, μηχανισμοί που πασχίζουν, μέσω του κράτους, να αυξήσουν το μερίδιο των μελών τους στον παραγόμενο πλούτο, χωρίς να ενδιαφέρονται για την αύξηση της ίδιας της πίτας της παραγωγής. Η κρίση είναι προϊόν της επιτυχίας αυτής της “προσοδοθηρίας” τους: οι “παραγωγικοί συνασπισμοί” (δηλαδή οι επιχειρήσεις) περιθωριοποιούνται, η παραγωγικότητα υστερεί και η βάση της οικονομίας διαβρώνεται. Όπως γράφουν οι Λάσκος και Τσακαλώτος,
“Ο μεγάλος μπαμπούλας είναι οι συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ και του δημοσίου και οι διάφορες επαγγελματικές ομάδες. Το πρώτο θύμα των συντεχνιών αποτελούν οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες στον ιδιωτικό τομέα, οι επισφαλείς εργαζόμενοι και οι ηλικιωμένοι με τις πενιχρές συντάξεις”.
Φυσικά πρόκειται απλά και μόνο για ένα ευτελές ιδεολόγημα. Το κεφάλαιο, πρώτα απ' όλα, δεν υπάρχει πουθενά σε αυτή την αφήγηση. “Οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι τράπεζες, οι προμηθευτές στρατιωτικών οπλισμών, για κάποιο ανεξήγητο τελικά λόγο, σπανίως αντιμετωπίζονται ως συντεχνιακά συμφέροντα”, ως προσοδοθήρες, που χρησιμοποιούν τις ιδιαίτερες σχέσεις τους με το κράτος (με ή χωρίς λάδωμα) για να μεγιστοποιήσουν το δικό τους όφελος, σε βάρος της υπόλοιπης οικονομίας.
Δεύτερο, “η εμπειρία των πιο φιλελεύθερων οικονομιών καθόλου δεν επιβεβαιώνει τις θεωρητικές υποθέσεις της σχολής... Σε χώρες όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ, όπου τα προτάγματα της φιλελευθεροποίησης και της απορρύθμισης εφαρμόστηκαν με μεγαλύτερο ζήλο και έκταση, τα φαινόμενα της προσοδοθηρίας έχουν αυξηθεί ιδιαιτέρως”.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στα μικρά και μεγάλα ψέματα που στοιχειοθετούν αυτή την αφήγηση, από τις θεωρίες της Ψωροκώσταινας και του “ζούσαμε με δανεικά, δεν παράγουμε τίποτα” μέχρι την καταστροφή που, υποτίθεται, θα φέρει μια τυχόν έξοδος από το ευρώ.
Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι η “έλλειψη ανταγωνιστικότητας”. “Η σημερινή κρίση του ελληνικού καπιταλισμού δεν οφείλεται στην υποτιθέμενη καθυστέρηση, αλλά μάλλον στην ιδιαίτερη προσαρμογή στην παγκόσμια νεοφιλελεύθερη συνθήκη”. Η Ελλάδα δεν είναι θύμα της αποτυχίας της, για να το πούμε με διαφορετικά λόγια, αλλά θύμα της ίδιας της της επιτυχίας. “Η αποβιομηχάνιση και η στροφή στις υπηρεσίες που καταμαρτυρείται ευρέως ως ένδειξη καθυστέρησης είναι απλώς ανιστόρητη”.
Πρώτον οι ίδιοι οι όροι είναι προβληματικοί: ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που δεν ενδιαφέρεται αν τα προϊόντα που παράγει είναι χρήσιμα ή όχι: παράγει “ανταλλακτική αξία”. Ενδιαφέρεται για το πόσο κοστολογούνται τα προϊόντα που παράγει. Και πόσο κερδίζει από αυτά. Με αυτή την έννοια ο ελληνικός καπιταλισμός σημείωσε μεγάλες επιτυχίες μέσα στην τελευταία, τουλάχιστον, δεκαπενταετία. Από το 1996 μέχρι το 2008 οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν πολύ μεγαλύτεροι από ό,τι της γερμανικής, της ισπανικής ή της βρετανικής (διάγραμμα 1.2, σελ. 30).
Δεύτερον, αυτή η επιτυχία στηρίχτηκε σε επιλογές -ως προς την “αποβιομηχάνιση” και τις “υπηρεσίες”- παρόμοιες με αυτές των μεγάλων οικονομιών. Τρίτον, μια προσεκτική ματιά στην διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας (Κεφάλαιο 2) δείχνει ότι ακόμα και αυτοί οι όροι είναι προβληματικοί. Στους περισσότερους τομείς αιχμής (ναυτιλία, πληροφορική, τράπεζες κλπ) υπήρξε ραγδαία ανάπτυξη -και όχι “αποβιομηχάνιση”.
Τα στοιχεία αυτά κάνουν τα “22 Πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι” ένα πολύτιμο βιβλίο. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν έχει και αδυναμίες: ο Λάσκος και ο Τσακαλώτος ανήκουν στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ (ο Λάσκος είναι μέλος της ΚΠΕ του Συνασπισμού και βουλευτής) και αυτή η επιλογή είναι συνεχώς παρούσα μέσα στο βιβλίο: η κριτική γίνεται από μια “αντινεοφιλελεύθερη” σκοπιά -μια σκοπιά που αφήνει το ίδιο το σύστημα, τον καπιταλισμό, στο απυρόβλητο.
Η ελληνική κρίση, σύμφωνα με τους συγγραφείς, έχει μεν τις ρίζες της στην παγκόσμια κρίση που χτύπησε τον καπιταλισμό το 2007-8 αλλά διογκώθηκε στις σημερινές της διαστάσεις λόγω των επιλογών της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης. Η άρχουσα τάξη, με απλά λόγια, χρησιμοποίησε την κρίση για να επιβάλει μια σειρά από “εκσυγχρονισμούς” και “αναδιαρθρώσεις” που ήθελε πάντα να επιβάλει. “Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο επιλέχτηκε η συγκεκριμένη πολιτική που μετέτρεψε τη σχετικά ήπια κρίση του 2008 στη σημερινή μεγαλύτερη ύφεση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ξεκινώντας έναν ταξικό πόλεμο, για την επιτυχή έκβαση του οποίου προϋπόθεση ήταν η ύφεση”. Με άλλα λόγια η κρίση είναι, στο μεγαλύτερο μέρος της, τεχνητή. Αυτό που χρειάζεται είναι μια κυβέρνηση της αριστεράς, που θα ανατρέψει αυτές τις επιλογές και όχι μια ρήξη με το ίδιο το σύστημα.
Αυτό είναι απλά λάθος. Ο καπιταλισμός βρίσκεται παγκόσμια στην χειρότερη κρίση του εδώ και εβδομήντα χρόνια. Η παγκόσμια οικονομία έχει καταφέρει να αποφύγει, στο μεγαλύτερό της βαθμό, μια κατάρρευση σαν την ελληνική χάρη στη διασωλήνωσή της με τις κεντρικές τράπεζες. Τα περιθώρια ελιγμών που θα έχει μια οποιαδήποτε κυβέρνηση που δεν θέλει να συγκρουστεί με το ίδιο το σύστημα είναι μηδαμινές.
Αλλά αυτές οι παρατηρήσεις δεν ακυρώνουν την αξία του βιβλίου. Διαβάστε το.
Τιμή 13,85€, 240 σελίδες
Εκδόσεις ΚΨΜ