Ο Θανάσης Καμπαγιάννης εξηγεί τις πραγματικές διαστάσεις της σύγκρουσης γύρω από το ζήτημα της ιθαγένειας
Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) που έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο Ραγκούση για την ιθαγένεια άνοιξε και επίσημα τον νέο γύρο της μάχης για τα πολιτικά δικαιώματα των περίπου 200.000 παιδιών δεύτερης γενιάς που γεννήθηκαν και μεγαλώνουν στην Ελλάδα από μετανάστες γονείς.
Φυσικά, η έκδοση της απόφασης δεν ήταν τυχαία, ούτε στο χρόνο της ούτε στο περιεχόμενό της. Για την ακρίβεια, η μεθόδευση της αλλαγής του νόμου 3838/2010 γελοιοποίησε πλήρως την περίφημη «ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης», για την οποία τόσο παινεύονται οι συνταγματολόγοι της αστικής δημοκρατίας. Η απόφαση, χωρίς να έχει εκδοθεί, «διέρρευσε» – άγνωστο πώς – από κυβερνητικούς κύκλους, στάθηκε δε αφορμή για την έκδοση μιας καταφανώς παράνομης εγκυκλίου του αναπληρωτή υπουργού Εσωτερικών Χαράλαμπου Αθανασίου (πρώην δικαστή!), με την οποία πάγωνε η εφαρμογή του ψηφισμένου νόμου για τη χορήγηση ιθαγένειας. Το περιεχόμενο της απόφασης είναι σχεδόν αντίγραφο της ομιλίας που έδωσε ο Σαμαράς στη Βουλή το 2010 όταν ψηφιζόταν ο νόμος, με την οποία προανήγγελλε την κατάργησή του μόλις η ΝΔ θα ερχόταν στην εξουσία.
Το Δικαστήριο έκρινε κατά πλειοψηφία (24 έναντι 13) αντισυνταγματικές τις ρυθμίσεις του νόμου, σύμφωνα με τις οποίες την ελληνική ιθαγένεια μπορούν να πάρουν: α) παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα από γονείς που ζουν (και οι δύο) νόμιμα επί πέντε χρόνια στη χώρα, και β) παιδιά που, αν και δεν γεννήθηκαν στην Ελλάδα, έχουν παρακολουθήσει το δημόσιο σχολείο επί έξι χρόνια και οι δύο γονείς τους είναι νόμιμοι. Η ορολογία που χρησιμοποίησε η πλειοψηφία του Δικαστηρίου για την αιτιολόγηση της απόφασης (ότι «τα έθνη δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι ούτε δημιουργήματα εφήμερα») αλλά και η επιχειρηματολογία ότι οι νόμιμοι μετανάστες είναι στην πραγματικότητα λαθραίοι καθότι “νομιμοποιήθηκαν εκ των υστέρων” είναι μια ακόμα απόδειξη του θεσμοθετημένου ρατσισμού του ελληνικού κράτους.
Με αυτό σαν δεδομένο, δεν είναι τυχαίο ότι η απόφαση κρίνει αντισυνταγματική ακόμα και την ψήφο των (περίπου 10.000) μεταναστών στις δημοτικές εκλογές του Οκτώβρη του 2010, έστω κι αν η σχετική δυνατότητα έχει παραχωρηθεί στον νομοθέτη από τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001! Η απόφαση του ΣτΕ είναι συνολικά ένα αντιδραστικό και ρατσιστικό πισωγύρισμα, χαλκευμένη από το βαθύ κράτος και τους μηχανισμούς του. Για να την κατανοήσουμε ωστόσο καλύτερα, είναι χρήσιμη μια σύντομη αναδρομή στο απώτερο και πρόσφατο παρελθόν της ρύθμισης της ιθαγένειας στην πορεία του ελληνικού κράτους.
Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα
Ιθαγένεια σημαίνει υπηκοότητα: έστω κι αν δεν χρησιμοποιούμε πλέον την δεύτερη αυτή λέξη, γιατί παραπέμπει στον βασιλιά και τους υπηκόους του, το νόημα της ιθαγένειας είναι ο νομικός δεσμός ενός ανθρώπου με ένα κράτος, η απόδοση σ’ αυτόν της ιδιότητας του πολίτη, με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αυτό συνεπάγεται. Είναι δείγμα της ανεπάρκειας των αστικών επαναστάσεων και των κρατών τους το γεγονός ότι τα οικουμενικά δικαιώματα που διακήρυξαν δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής αν κάποιος δεν είναι «ιθαγενής», συνδεδεμένος δηλαδή με μια έννομη τάξη. Ωστόσο, τα κριτήρια για την απόκτηση της ιθαγένειας δεν ήταν ποτέ σταθερά, ούτε διεθνώς ούτε και στην Ελλάδα που μας ενδιαφέρει εδώ.
Το τι καθιστά κάποιον Έλληνα πολίτη ήταν ένα ερώτημα που απασχόλησε το ελληνικό κράτος από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του, στις συντακτικές εθνοσυνελεύσεις της επανάστασης του 1821 και ούτω καθεξής. Σήμερα, οι οπαδοί του «δικαίου του αίματος» θεωρούν την απάντηση αυτονόητη: ιθαγενείς είναι μόνο οι Έλληνες το γένος, όσοι δηλαδή γεννιούνται από Έλληνα πατέρα ή Ελληνίδα μητέρα (η πρόβλεψη για τη μητερα ίσχυσε μόνον από το 1984. Όσο για τους φασίστες δεν αρκεί να είναι Έλληνας μόνο ο ένας γονιός, γιατί τότε το αίμα «μολύνεται»). Η φασαρία που ξεσήκωσαν οι 85 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που μαζί με τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ και ολόκληρη την δεξιά πολυκατοικία ζητάνε να γίνονται δεκτοί στον ελληνικό στρατό μονάχα «οι Έλληνες το γένος» (να αποκλείονται δηλαδή ακόμα και όσοι έχουν πάρει την ιθαγένεια με πολιτογράφηση) είναι ενδεικτική μιας αντίληψης που ταυτίζει την ιθαγένεια με τον «εθνικισμό του αίματος».
Η ιστορία ωστόσο της ιθαγένειας είναι πολύ πιο σύνθετη από αυτή την εθνικιστική ανοησία. Στο ξεκίνημα του ελληνικού κράτους, η καταγωγή από Έλληνες γονείς δεν σήμαινε τίποτα, αφού «Έλληνες» τυπικά δεν υπήρχαν. Τα κριτήρια των πρώτων Συνταγμάτων για να είναι κανείς Έλληνας πολίτης ήταν να είναι χριστιανός και «αυτόχθων» (γεννημένος δηλαδή «εδώ»). Τα δύο κριτήρια που μας είναι πιο οικεία για την ιθαγένεια σήμερα, η γλώσσα και η ελληνική καταγωγή, θεωρήθηκαν πολύ περιοριστικά για τις ανάγκες του αγώνα και γι’ αυτό αρχικά παραμερίστηκαν. Ταυτόχρονα η ιθαγένεια δινόταν αρκετά εύκολα ως επιβράβευση σε αλλοδαπούς (κατά βάση Χριστιανούς), που πήραν μέρος στον αγώνα για τη νίκη της Επανάστασης.
Τις επόμενες δεκαετίες, το ελληνικό κράτος επέδειξε έναν αξιοζήλευτο ρεαλισμό στην απόδοση των δικαιωμάτων του πολίτη, ανάλογα με τις συγκεκριμένες ανάγκες του. Ο Τρικούπης είχε κωδικοποιήσει τα κράτη σε τρεις κατηγορίες: σ’ αυτά που έχουν «χρείαν εισαγωγής έξωθεν κατοίκων», σ’ αυτά που έχουν «χρείαν εξαγωγής κατοίκων» και σ’ αυτά που δεν έχουν «χρείαν ούτε εισαγωγής ούτε εξαγωγής κατοίκων». Για όλο το χρονικό διάστημα που το ελληνικό κράτος ήταν μικρό, με αναιμικό πληθυσμό και με την πλειοψηφία των ομογενών να ζει έξω από τα σύνορά του, η ιθαγένεια παραχωρούταν σχετικά γενναιόδωρα. Αυτός ήταν ο τρόπος για να βάλει πόδι το ελληνικό κράτος στα εδάφη που εποφθαλμιούσε (παραβλέποντας «λεπτομέρειες» όπως η ομιλία της ελληνικής γλώσσας, η ελληνική συνείδηση, κλπ), και στη συνέχεια να «ελληνοποιήσει» τους πληθυσμούς που ζούσαν σ’ αυτά, είτε το επιθυμούσαν είτε όχι. Η «ελληνική καταγωγή», το «όμαιμον», το «ομόγλωσσον» και όλα όσα οι εθνικιστές σήμερα θεωρούν ότι είναι προαιώνια χαρακτηριστικά που το παιδί ενός μετανάστη δεν μπορεί ποτέ να αποκτήσει, είναι στην πραγματικότητα ιστορικά κατασκευασμένα, τις περισσότερες φορές με φωτιά και με τσεκούρι.
Όταν όμως η διαδικασία της «εθνικής ολοκλήρωσης» έλαβε τέλος και ο βασικός κορμός της ελληνικής κοινωνίας ομοιογενοποιήθηκε εθνικά (εδώ η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 είναι το καλύτερο, αν και απλουστευτικό, χρονικό σύνορο), τότε το ελληνικό κράτος κινήθηκε προς μια αυστηρότερη ερμηνεία του «τι είναι Έλληνας πολίτης». Σταθμό σ’ αυτή την πορεία αυστηροποίησης των κριτηρίων αποτέλεσε αναμφίβολα η δεκαετία του ’40 και ιδίως η εμπειρία του Εμφυλίου. Μπορεί για τον νέο κόσμο που δίνει σήμερα τη μάχη αυτή, η ιθαγένεια να αφορά τα παιδιά των μεταναστών, αλλά είναι σημαντικό να έχουμε στο μυαλό μας ότι η συζήτηση για την ιθαγένεια στην Ελλάδα τα τελευταία εξήντα χρόνια πολωνόταν κατά βάση πάνω στο ζήτημα των σλαβόφωνων της Μακεδονίας και των εθνικά Μακεδόνων, που συμμετείχαν στην Αντίσταση και στη συνέχεια στον Δημοκρατικό Στρατό μαζί με το ΚΚΕ.
Ο κόσμος αυτός ζούσε αιώνες στις πατρογονικές του εστίες (δεν είναι τυχαίο ότι η «ουδέτερη» ονομασία που του αποδόθηκε είναι «ντόπιοι», σε αντίθεση με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες που ήρθαν μετά το 1922 στη Μακεδονία). Ήταν πληθυσμός χριστιανικός και «αυτόχθων». Το «έγκλημά» του ήταν ότι ήθελε να μιλάει τη γλώσσα του και να διατηρήσει τα έθιμά του, στρεφόμενος μάλιστα τη δεκαετία του ’40 στους κομμουνιστές. Όταν το 1949 ο ΔΣΕ ηττήθηκε, χιλιάδες Μακεδόνες ξεσπιτώθηκαν και κατέφυγαν κυνηγημένοι στις γειτονικές χώρες. Το κράτος της μετεμφυλιακής Δεξιάς τούς αφαίρεσε την ιθαγένεια, την περιουσία, ακόμα και αυτό το δικαίωμα να επισκέπτονται την πατρίδα τους. Ακόμα κι όταν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ήρθε στην εξουσία το 1981, το δικαίωμα της επιστροφής δόθηκε μονάχα στους «Έλληνες το γένος».
Το μένος με το οποίο η Δεξιά του Σαμαρά μαζί με ολόκληρη την ακροδεξιά και τους φασίστες περιφρουρούν το «δίκαιο του αίματος» δεν μπορεί να γίνει κατανοητό χωρίς την ιστορική αυτή αναδρομή: την εμπειρία ενός αλλογενούς πληθυσμού που ριζοσπαστικοποιήθηκε πολιτικά και απείλησε την εξουσία της ελληνικής κυρίαρχης τάξης. Στα παιδιά των μεταναστών που γεννιούνται και μεγαλώνουν στην Ελλάδα, οι Σαμαράδες και οι Μιχαλολιάκοι δεν βλέπουν τίποτα λιγότερο.
Η αποτυχία του νόμου Ραγκούση
Η συζήτηση για την αλλαγή του κώδικα ιθαγένειας άνοιξε τα τελευταία χρόνια, αλλά για πρώτη φορά από εντελώς διαφορετική αφετηρία. Στο κέντρο της προσοχής βρέθηκαν τώρα τα δεκάδες χιλιάδες παιδιά των μεταναστών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’90.
Η εμπειρία των μεταναστευτικών πληθυσμών δείχνει ότι το ζήτημα της ιθαγένειας σπάνια ανοίγει από τους μετανάστες πρώτης γενιάς, που κατά βάση θεωρούν ότι η μετανάστευσή τους είναι προσωρινή και κάποια στιγμή θα επιστρέψουν στην πατρίδα (αυτή είναι εξάλλου και η εμπειρία των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία). Όταν ωστόσο μια δεύτερη γενιά γεννιέται και ανατρέφεται στη χώρα υποδοχής, τότε ανοίγει για τα καλά το ζήτημα της αντιμετώπισης αυτής της νέας γενιάς όχι απλώς ως εργατικών χεριών, αλλά ως ισότιμων πολιτών. Χωρίς την ιθαγένεια, ένα παιδί δεύτερης γενιάς που ενηλικιώνεται στην Ελλάδα μετατρέπεται αυτόματα σε μετανάστη: για να αποφύγει την απέλαση, θα πρέπει να βρει δουλειά, να κολλήσει ένσημα και να αιτηθεί ετήσια άδεια παραμονής. Αν δε το επιθυμεί, θα πρέπει να επιδιώξει την πολιτογράφησή του, τη λήψη δηλαδή της ιθαγένειας σαν να ήταν ένας οποιοσδήποτε ενήλικας μετανάστης, χωρίς να του αναγνωρίζεται το γεγονός της γέννησης ή της ανατροφής του στην χώρα από πολύ νεαρή ηλικία.
Ο νόμος Ραγκούση παρουσιάστηκε ως μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση που θα έλυνε το πρόβλημα αυτό, θεσπίζοντας εκτός από το «δίκαιο του αίματος» το «δίκαιο του εδάφους»: την αντικειμενική δηλαδή αναγνώριση ότι η γέννηση και η ανατροφή ενός νέου παιδιού στη χώρα θεμελιώνει το δικαίωμά του στην ιθαγένεια. Ήταν μια προεκλογική υπόσχεση της κυβέρνησης Παπανδρέου, που μάλιστα προβλήθηκε κατά κόρον ως απόδειξη της προοδευτικότητας του «νέου ΠΑΣΟΚ» και καθόλου δεν εμπόδισε – τουναντίον βοήθησε – τον εκλογικό θρίαμβο στις εκλογές του Οκτώβρη του 2009. Ο νέος νόμος τελικά ψηφίστηκε τον Μάρτη του 2010. Έκανε πράξη τη θεσμοθέτηση του «δικαίου του εδάφους». Αλλά οι προϋποθέσεις που έθεσε και η πολιτική πορεία του ΠΑΣΟΚ τους επόμενους μήνες ακύρωσαν το οποιοδήποτε θετικό βήμα. Κάνοντας μια αποτίμηση, μπορούμε σήμερα να πούμε ότι ο νόμος Ραγκούση απέτυχε να λύσει το πρόβλημα της ιθαγένειας των παιδιών δεύτερης γενιάς.
Κατά πρώτον, αυτό συνέβη λόγω των πολλαπλών προϋποθέσεων, ουσιαστικά εμποδίων, που έθεσε ο νόμος στους δικαιούχους της ιθαγένειας. Το σημαντικότερο εμπόδιο ήταν η απαιτούμενη νομιμότητα και των δύο γονέων, που μάλιστα στην περίπτωση της γεννήσεως πρέπει να είναι πενταετούς διάρκειας. Πολλοί νόμιμοι μετανάστες έχουν εκπέσει της νομιμότητας λόγω της αδυναμίας τους να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα ένσημα, εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης της ανεργίας (οι υπολογισμοί έκαναν τότε λόγο για 130.000 ανθρώπους). Αλλά και για όσους έχουν τα απαραίτητα ένσημα, η γραφειοκρατία στην έκδοση της άδειας παραμονής ακύρωνε στην πράξη τον νόμο. Οι περισσότερες άδειες εκδίδονται ληγμένες (μόνο και μόνο για να δοθεί το δικαίωμα υποβολής του νέου αιτήματος). Έτσι η προϋπόθεση του νόμου που για την υποβολή της αίτησης απαιτούσε νόμιμη άδεια παραμονής σε ισχύ σήμανε τη στέρηση του δικαιώματος ιθαγένειας για δεκάδες χιλιάδες παιδιά.
Οι υποχωρήσεις του ΠΑΣΟΚ από τις αρχικά πιο τολμηρές υποσχέσεις του είχαν να κάνουν με την προσπάθεια να αποσπαστεί η συναίνεση της Νέας Δημοκρατίας και του ΛΑΟΣ στην ψήφιση του διαφαινόμενου τότε πρώτου Μνημονίου. Η συνθηκολόγηση αυτή με το μαύρο μέτωπο των ρατσιστών που αντιδρούσαν στο νομοσχέδιο μετατράπηκε στη συνέχεια σε άνευ όρων παράδοση. Το ΠΑΣΟΚ δεν υλοποίησε ποτέ την υπόσχεση για νέο γύρο νομιμοποίησης, ούτε καν αυτών που ήταν στο παρελθόν νόμιμοι, ενώ από τα μέσα του 2010 ξεκίνησε τη μεγάλη ρατσιστική εκστρατεία με τους φράχτες, τα στρατόπεδα, την “υγειονομική βόμβα” και ούτω καθεξής. Ο νόμος θάβεται στα αζήτητα και από το 2011 που εκδίδεται η πρώτη απόφαση του Δ' Τμήματος του ΣτΕ περί αντισυνταγματικότητας, οι κρατικές υπηρεσίες αρχίζουν να σαμποτάρουν στην πράξη την εφαρμογή του (αποθαρρύνοντας την κατάθεση αιτήσεων, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και αρνούμενες να τις παραλάβουν, κλπ). Το αποτέλεσμα είναι μέχρι σήμερα μόνον 10.000 παιδιά να έχουν πάρει την ιθαγένεια, με εκκρεμείς ακόμα περίπου 15.000 αιτήσεις που πλέον παραμένουν παγωμένες εν όψει του νέου νόμου.
Μπροστά στη μάχη
Στα κυρίαρχα ΜΜΕ, τις περισσότερες φορές η αντιπαράθεση γύρω από την ιθαγένεια προβάλλεται ως μια διαμάχη ανάμεσα σε δύο εκδοχές του έθνους: μια συντηρητική, φοβική και στενόμυαλη αντίληψη απέναντι σε μια αντίληψη προοδευτική, ανοιχτή και κοσμοπολίτικη. Το γεγονός ότι η αντιπαράθεση αυτή διχάζει την ίδια τη μνημονιακή συγκυβέρνηση, με τη Νέα Δημοκρατία να στέκεται απέναντι στο ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, μπορεί να μπερδέψει κομμάτια του κινήματος για τη σημασία αυτής της μάχης. Εξάλλου, η ιθαγένεια από μόνη της είναι ένα δικαίωμα που δεν εξασφαλίζει την πραγματική κοινωνική και οικονομική (ούτε καν πλήρως την πολιτική) ισότητα. Η γαλλική ιθαγένεια των παιδιών δεύτερης γενιάς στα προάστια του Παρισιού δεν τους προστάτευσε από τον ρατσισμό του γαλλικού κράτους. Οπότε, ποια η σημασία της;
Η ιθαγένεια μπορεί να είναι ένα κατεξοχήν αστικό πολιτικό δικαίωμα, αλλά η ταξική παράμετρος στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι παραπάνω από εξόφθαλμη. Οι δικαιούχοι της ιθαγένειας δεν είναι άλλοι από τα παιδιά των μεταναστών εργατών – κατά βάση των Αλβανών οικοδόμων – που δούλεψαν εξοντωτικά στην Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια. Το ερώτημα που ανοίγει είναι αν αυτά τα παιδιά θα έχουν (έστω και τυπικά) τα ίδια πολιτικά δικαιώματα με τους υπόλοιπους κατοίκους της χώρας ή αν θα είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας επειδή οι γονείς τους είναι ξένοι εργάτες. Μπορεί στην Ελλάδα να μην ονομάστηκαν επίσημα έτσι, αλλά η λογική της ελληνικής άρχουσας τάξης είναι να αντιμετωπίσει τους μετανάστες ως “φιλοξενούμενους εργάτες”, ως “γκασταρμπάιτερ”, που αν τελειώσουν τη δουλειά τους θα πρέπει να φύγουν από τη χώρα. Η απόφαση του ΣτΕ και η στέρηση της ιθαγένειας δεν είναι έτσι απλώς εκδήλωση ρατσισμού, αλλά και έκφραση ενός ωμού ταξικού μίσους.
Γι' αυτό και η μάχη για την ιθαγένεια πρέπει πρώτα και κύρια να είναι μια υπόθεση της εργατικής τάξης και των συνδικαλιστικών και πολιτικών της οργανώσεων, ενάντια στη διάσπαση των εργατών και την επίθεση στα δικαιώματα των παιδιών τους. Είναι μια μάχη για την υπεράσπιση του πολυεθνικού χαρακτήρα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και της διεθνιστικής προοπτικής αυτής της τάξης, που κανένας “ανοιχτόμυαλος” εθνικισμός ή αστικός κοσμοπολιτισμός δεν μπορεί να την υποκαταστήσει. Για να δώσουμε αποτελεσματικά τη μάχη αυτή, χρειαζόμαστε καθαρές απαντήσεις σε κάποια κρίσιμα ζητήματα:
1. Το αίτημά μας πρέπει να είναι ρητό και αταλάντευτο: “Ιθαγένεια για όλα τα παιδιά που γεννιούνται και μεγαλώνουν στην Ελλάδα χωρίς αποκλεισμούς”. Η νομιμότητα των γονέων δεν μπορεί να είναι προϋπόθεση για τη λήψη της ιθαγένειας, η οποία πρέπει να είναι αυτοδίκαιη από το ίδιο το γεγονός της γέννησης ή της φοίτησης στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Το αντιρατσιστικό κίνημα δεν έχει να κερδίσει τίποτα αν μετριάσει τα αιτήματά του, αποδεχόμενο για παράδειγμα τη “νομιμότητα” της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας και την ανάγκη “αλλαγών” στην κατεύθυνση που αυτό έθεσε. Ιδιαίτερα πρέπει να αποκρουστούν δύο αλλαγές που εξετάζει η κυβέρνηση Σαμαρά: πρώτον η απόδοση της ιθαγένειας μετά τα 18, που στην ουσία θα αφήνει για σχεδόν δύο δεκαετίες τα παιδιά των μεταναστών με το νομικό καθεστώς του “κατ' εξαίρεση” νόμιμου μετανάστη, και δεύτερον η οριστική απόδοση της ιθαγένειας στα παιδιά δεύτερης γενιάς με τη διαδικασία της πολιτογράφησης, δηλαδή με επιπλέον εξετάσεις ελληνομάθειας και εθνικοφροσύνης μετά την ενηλικίωση.
2. Ταυτόχρονα με τη μάχη για την ιθαγένεια, πρέπει να προβάλουμε το αίτημα για το άνοιγμα νέας διαδικασίας νομιμοποίησης των μεταναστών. Το αίτημα αυτό δεν αδυνατίζει τη μάχη για την ιθαγένεια, τουναντίον χτυπάει το πρόβλημα στη ρίζα του. Χαρτιά για όλους σημαίνει άδειες παραμονής γι' αυτούς που τις έχασαν, νομιμοποίηση για όσους επιθυμούν να ζήσουν και να δουλέψουν στην Ελλάδα, καθώς και ταξιδιωτικά έγγραφα για όσους επιθυμούν να συνεχίσουν το ταξίδι τους, χωρίς να μπλέξουν με τα πανάκριβα και αιματοβαμμένα κυκλώματα εκμετάλλευσης των μεταναστών. Η νομιμοποίηση είναι η μεγαλύτερη ασπίδα απέναντι στο ρατσισμό και τις φασιστικές συμμορίες, απέναντι σε δολοφονίες σαν κι αυτές του Πακιστανού εργάτη Σαχζάτ Λουκμάν στα Πετράλωνα και του Σενεγαλέζου μικροπωλητή Μπαμπακάρ Ντιάε στο Θησείο, εγκλήματα που δεν πρέπει να μείνουν ατιμώρητα.
3. Σχεδόν στα κρυφά, η κυβέρνηση σκοπεύει να καταργήσει την δημοτική ψήφο των μεταναστών που διαμένουν “επί μακρόν” στη χώρα, που καθιέρωνε ο νόμος Ραγκούση. Είναι σκάνδαλο ότι η ίδια κυβέρνηση που στερεί τα πολιτικά δικαιώματα των μεταναστών που ζουν στις πόλεις και τις γειτονιές μας σκοπεύει να δώσει το δικαίωμα ψήφου σε Έλληνες ομογενείς της Διασποράς που δεν έχουν επισκεφθεί την Ελλάδα για δεκαετίες! Πρόκειται για απόπειρα νοθείας της βούλησης της πλειοψηφίας, που δεν πρέπει να μείνει αναπάντητη. Διεκδικούμε ίσα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα για όλους τους μετανάστες που ζουν και εργάζονται στη χώρα.
Για να κερδίσουμε σ' αυτή την αναμέτρηση, πρέπει να κινητοποιήσουμε τα πλατιά αντιφασιστικά δίκτυα που είδαμε να κινητοποιούνται το προηγούμενο διάστημα σε όλη την Ελλάδα ενάντια στους νεοναζί της Χρυσής Αυγής. Το σημείο αυτό ήταν και θα εξακολουθεί να είναι βασικό στην επιχειρηματολογία και τη δράση της ΚΕΕΡΦΑ: οι αντιφασίστριες και οι αντιφασίστες πρέπει να κερδηθούν σε μια καθαρή αντιρατσιστική τοποθέτηση και δράση. Η καμπάνια της “19 Γενάρη – Αθήνα Πόλη Αντιφασιστική” με τις αντιρατσιστικές αιχμές της, τη συμμετοχή των κοινοτήτων των μεταναστών, τη συνεργασία με καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες (όπως είναι η “Γιορτή στου Νουριάν”) κλπ, είναι πολύτιμη παρακαταθήκη σ' αυτή την προσπάθεια. Είναι μια μάχη που θα δοθεί πρώτα και κύρια στους χώρους της εκπαίδευσης από τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς, γι' αυτό και η μέρα δράσης κατά του ρατσισμού στα σχολεία στις 21 Μάρτη είναι ορόσημο. Θα δοθεί ταυτόχρονα και στους δρόμους: τα συλλαλητήρια που καλούν φορείς και κοινότητες μεταναστών μαζί με την ΚΕΕΡΦΑ στις 30 Μάρτη θα φέρουν τη διεκδίκηση της ιθαγένειας μαχητικά στο προσκήνιο.
Κλείνοντας, να σταθούμε στο πόσο κεντρική είναι αυτή η μάχη για τη συνοχή της τρικομματικής συνεργασίας ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και την ίδια την επιβίωση της κυβέρνησης Σαμαρά. Αν το κίνημα κατορθώσει να διασπάσει την τρικομματική συνεργασία στην ψηφοφορία για την ιθαγένεια και ο Σαμαράς χρειαστεί τις ψήφους της Χρυσής Αυγής, οι εξελίξεις μπορεί να είναι απρόβλεπτες. Για να φτάσουμε όμως μέχρις εκεί, δεν χρειαζόμαστε στρογγύλεμα των αιχμών του κινήματος σε αναζήτηση “θεσμικών συμμάχων”, αλλά ολομέτωπη σύγκρουση στο ιδεολογικό και πολιτικό πεδίο. Για να τελειώνουμε όχι μόνο με το ρατσισμό, αλλά και με την κυβέρνηση των Μνημονίων και το σύστημα που τα γεννάει.