Άρθρο
Η Γερμανία από το 1923 στο 1933. Από την επαναστατική ελπίδα στη ναζιστική φρίκη

Εξώφυλλο του τευχους 96

Ο Λέανδρος Μπόλαρης γράφει για τα πολύτιμα διδάγματα της Γερμανίας.

Στις 30 Γενάρη του 1933 ο πρόεδρος της Γερμανίας, ο φον Χίντεμπουργκ, κάλεσε τον Χίτλερ στο προεδρικό μέγαρο και του ανέθεσε την καγκελαρία (πρωθυπουργία). Είχαν προηγηθεί πυρετώδεις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους ναζί, τους στρατηγούς της Ράιχσβερ και τους «συμβούλους» του προέδρου για την σύνθεση της νέας κυβέρνησης. Μόνο δυο άλλοι ναζί κατέλαβαν υπουργικές θέσεις, ο Γκέρινγκ και ο Φρικ. Αντικαγκελάριος έγινε ο φον Πάπεν, που είχε θητεύσει στη θέση του καγκελάριου από τον Ιούνη μέχρι τα μέσα Νοέμβρη του 1932. Οι υπόλοιπες θέσεις ανήκαν είτε σε συντηρητικούς που προέρχονταν από τις κορυφές της κρατικής γραφειοκρατίας είτε ήταν μέλη των «εθνολαϊκών» (DNVP) του Χιούγκεμπεργκ. Μέχρι το 1930 ήταν το κύριο κόμμα της άκρας δεξιάς, που απέρριπτε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, ήταν αντισημιτικό και φανατικά αντισοσιαλιστικό. Υπουργός Άμυνας διορίστηκε ο στρατηγός φον Μπλόμπεργκ. Ήταν η «κυβέρνηση της εθνικής συσπείρωσης» όπως ονομάστηκε.

Ένα κύμα βίας και τρόμου συνόδεψε τον διορισμό του Χίτλερ. Σε πόλεις, χωριά, γειτονιές, εργοστάσια, γραφεία, οι ναζιστικές συμμορίες των Ταγμάτων Εφόδου έσπαγαν γραφεία αριστερών και προοδευτικών οργανώσεων και εφημερίδων, ύψωναν τη σημαία με τη σβάστικα σε δημόσια κτίρια, επιτίθονταν σε Εβραίους πολίτες.

Οι εκλογές για το νέο Ράιχσταγκ (κοινοβούλιο) ορίστηκαν για τις 5 Μάρτη. Στις 20 Φλεβάρη ο Γκέρινγκ, «διάδοχος» του Χίτλερ και υπουργός πλέον, κάλεσε τους μεγάλους βιομήχανους σε μια μυστική σύσκεψη. Τα ονόματα των συμμετεχόντων είναι αναγνωρίσιμες «φίρμες» ακόμα και σήμερα: Siemens, Krupp, Allianz, Vestag (με κορμό την Thyssen), Opel, IG- Farben και άλλες. Μετά από ένα λογύδριο μιάμισης ώρας από τον Χίτλερ, ο Γκέρινγκ μπήκε στο «ψητό». Η «βιομηχανία» θα έπρεπε να ενισχύσει αποφασιστικά σε χρήμα το ναζιστικό κόμμα στις εκλογές, γιατί αν τις έχανε θα γινόταν εμφύλιος. Και τους διαβεβαίωσε: «Μείνετε ήσυχοι, θα είναι οι τελευταίες εκλογές για δέκα χρόνια, μην πω για έναν αιώνα». Ο Σαχτ, πρώην πρόεδρος της Ραϊχσμπανκ (κεντρική τράπεζα) από το 1926 μέχρι το 1930, μοίρασε τον λογαριασμό και μετά από τα σχετικά παζάρια, οι βιομήχανοι άνοιξαν τα πορτοφόλια τους. Μέσα σε λίγες μέρες τρία εκατομμύρια μάρκα εισέρρευσαν στα ταμεία του ναζιστικού κόμματος.1 Ήταν η αρχή μιας επικερδούς, αν κι όχι πάντα ανέφελης, συνεργασίας που κράτησε μέχρι το 1945.

Οι συσχετισμοί στο εσωτερικό της κυβέρνησης σύντομα αποδείχτηκαν παραπλανητικοί. Ο Χιούγκεμπεργκ είχε καθησυχάσει τις ανησυχίες ενός συνομιλητή του λέγοντας ότι με αυτόν τον ελιγμό: «Θα στριμώξουμε τον Χίτλερ στη γωνία τόσο πολύ που στο τέλος θα τσιρίξει σαν ποντίκι».

Μέσα σε λίγους μήνες, οι Ναζί είχαν πάρει στα χέρια τους το τιμόνι του κράτους αποφασισμένοι να μην το μοιραστούν με κανέναν. Τα συνδικάτα διαλύθηκαν, η περιουσία τους κατασχέθηκε και δόθηκε στο «Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας» (DAF) των ναζί, κι οι συνδικαλιστές γέμισαν τις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) πρώτα και σύντομα μετά και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) τέθηκαν εκτός νόμου και το άγριο κυνήγι των μελών τους συνεχιζόταν ακόμα και την άνοιξη του 1945, όταν η Γερμανία ήταν ερείπια και το καθεστώς του Χίτλερ κατέρρεε. Τα αστικά κόμματα είχαν σειρά: αφού τον Μάρτη του 1933 ψήφισαν την «Νομιμοποιητική Πράξη» (η επίσημη ονομασία της ήταν «Νόμος Για την Θεραπεία του Λαού και του Έθνους από την Δυστυχία», που ουσιαστικά ανακήρυσσε τον Χίτλερ δικτάτορα), το ένα μετά το άλλο δήλωσε ότι «αυτοδιαλύεται».

Αν περιοριζόταν σ’ αυτά, το νέο καθεστώς δεν θα διέφερε πολύ από μια αστυνομικού-στρατιωτικού τύπου δικτατορία: συντηρητικό, αντισημιτικό, αντισοσιαλιστικό, καταπιεστικό, πολεμοκάπηλο. Όμως το καθεστώς των Ναζί πήγε πολύ πιο μακριά από οποιαδήποτε δικτατορία, οποιοδήποτε «κράτος έκτακτης ανάγκης» στην ιστορία του καπιταλισμού. Όχι μόνο οι κρατικοί μηχανισμοί αλλά και κάθε συλλογική οργάνωση και έκφραση στην κοινωνία εντάχθηκε στη διαδικασία αυτού που οι ίδιοι οι ναζί ονόμασαν Gleichschaltung – «ευθυγράμμιση».2 Από την πιο μικρή χορωδία στο πιο απομακρυσμένο χωριό της Γερμανίας, από τις ενώσεις φιλοτελιστών ή τα θέατρα μέχρι και τις ενώσεις των εργοδοτών, οι πάντες έπρεπε να δηλώσουν έμπρακτα την προσχώρησή τους στα ναζιστικά «ιδεώδη» και να αποδεχτούν τις εντολές των ναζί.

Στην ιστορία του καπιταλισμού υπάρχουν πολλά ρατσιστικά καθεστώτα. Όμως κανένα δεν έφτασε να βάλει σκοπό της ύπαρξής του την βιολογική εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων μόνο και μόνο επειδή ήταν Εβραίοι. Η ναζιστική μηχανή ξόδεψε για παράδειγμα πολύτιμους πόρους – καύσιμα, τρένα, φρουρές – για να στείλει τους 400 χιλιάδες Εβραίους της Ουγγαρίας στο Άουσβιτς ανάμεσα στον Μάη και τον Ιούλη του 1944, ενώ την ίδια στιγμή ο ρώσικος στρατός προέλαυνε ακάθεκτος στην γιγαντιαία «επιχείρηση Μπαγκρατιόν» που τον έφερε, ανάμεσα στ’ άλλα, και μέσα στην ίδια την Ουγγαρία.3 Δεκάδες χιλιάδες ειδικευμένοι Εβραίοι εργάτες και τεχνίτες εξοντώνονταν, την ίδια στιγμή που οι Γερμανοί βιομήχανοι εκφράζανε τα παράπονά τους για την έλλειψη ειδικευμένων εργατικών χεριών στα εργοστάσιά τους.

Πώς έφτασε μια από τις πιο ανεπτυγμένες οικονομικά κοινωνίες, με μια τόσο σημαντική πνευματική κληρονομιά να γεννήσει και να ανεχθεί ένα καθεστώς που έκανε δημόσιες καμπάνιες για τους «ανάπηρους που κοστίζουν εξήντα χιλιάδες μάρκα σε κάθε Γερμανό» χωρίς να παράγουν άρα ήταν «περιττοί»;4

«Αλυσίδα αντεπαναστατικών μετατοπίσεων»

Τον Νοέμβρη του 1918 οι εργάτες κι οι φαντάροι ανέτρεψαν το καθεστώς του Κάιζερ, έφτιαξαν συμβούλια και επέβαλαν το τέλος του πολέμου. Η Γερμανική Επανάσταση έμεινε στα μισά του δρόμου, επειδή η Σοσιαλδημοκρατία κατόρθωσε να ελέγξει το κίνημα και να επιβάλλει την «αυτοσυγκράτηση» στα πλαίσια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Όμως, αυτό δεν ήταν το τέλος. Οι επαναστάσεις δεν είναι μονόπρακτα έργα. Το 1923 θα ήταν μια χρονιά καμπή.

Το 1923 η Γερμανία έζησε μια συγκλονιστική οικονομική και πολιτική κρίση. Τον Γενάρη η Γαλλική κυβέρνηση έστειλε τον στρατό της να καταλάβει το Ρουρ, την καρδιά της Γερμανικής βαριάς βιομηχανίας με το πρόσχημα ότι η ηττημένη στον Πρώτο Παγκόσμιο χώρα καθυστερούσε ηθελημένα στην πληρωμή των πολεμικών επανορθώσεων που της είχαν επιβληθεί μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών το 1919.

Ο πληθωρισμός, που είχε αρχίσει να καλπάζει επικίνδυνα ήδη από το τέλος του πολέμου, βγήκε κυριολεκτικά εκτός ελέγχου. Το μάρκο έχασε κάθε αξία ως νόμισμα, χρειαζόταν μερικά δισεκατομμύρια για να αγοραστούν λίγα αυγά ή λίγο βούτυρο. Τον Αύγουστο μια γενική απεργία που είχε καλεστεί από το συντονιστικό των εργοστασιακών επιτροπών στις οποίες πρωτοστατούσαν οι κομμουνιστές, παρέλυσε το Βερολίνο και άλλα μεγάλα κέντρα και έριξε την κυβέρνηση.

Η επιρροή του KPD μεγάλωνε με άλματα. Εκατοντάδες χιλιάδες σοσιαλδημοκράτες εργάτες είτε εγκατέλειπαν το κόμμα τους είτε ακολουθούσαν τους κομμουνιστές στις μάχες του κινήματος και στήριζαν την αριστερή πτέρυγα μέσα στο κόμμα τους. Ήταν φανερό ότι η Γερμανία είχε μπει σε μια επαναστατική κατάσταση κι η ηγεσία του KPD, που είχε ξαφνιαστεί από την ταχύτητα των εξελίξεων, άρχισε τις προετοιμασίες για την τελική έφοδο. Τελικά, οι αριστεροί σοσιαλδημοκράτες επέλεξαν τη «νομιμότητα», οι κομμουνιστές δίστασαν και ο «Γερμανικός Οκτώβρης» δεν ήρθε ποτέ.5

Συνήθως, οι ιστορίες που εξετάζουν την άνοδο και την πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης για να εντοπίσουν τις αιτίες της επικράτησης των ναζί, υποτιμούν, καμιά φορά μέχρι εξαφάνισης, την Γερμανική Επανάσταση και τη σημασία της. Ο Λ. Τρότσκι, αντίθετα, γράφοντας τέσσερις μήνες μετά την επικράτηση των ναζί, περιέγραφε την άνοδο του κινήματός τους ώς την αποκορύφωση δεκαπέντε χρόνων αντεπαναστατικών προσπαθειών.

«Οι Ναζί χαρακτηρίζουν το πραξικόπημά τους με το σφετερισμένο τίτλο της επανάστασης. Ο φασισμός αφήνει το κοινωνικό σύστημα απείραχτο. Αυτό καθαυτό το πραξικόπημα του Χίτλερ δεν μπορεί να επικαλεστεί, ούτε καν τον τίτλο της αντεπανάστασης. Αλλά δεν μπορούμε να το θεωρήσουμε σαν ένα απομονωμένο γεγονός. Είναι το συμπλήρωμα του κύκλου των κλονισμών που άρχισαν το 1918 στη Γερμανία. Η επανάσταση του Νοέμβρη που έδωσε την εξουσία στα συμβούλια των εργατών και των στρατιωτών, ήταν προλεταριακή από τη θεμελιώδη τάση της. Αλλά το κόμμα που βρισκόταν επικεφαλής του προλεταριάτου, ξανάδωσε την εξουσία στην αστική τάξη. Μ' αυτή την έννοια η Σοσιαλδημοκρατία άνοιξε την εποχή της αντεπανάστασης πριν ακόμα κατορθώσει η επανάσταση να αποτελειώσει την εργασία της. Εντούτοις, όσο η αστική τάξη εξαρτιόταν ακόμα από τη Σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή από τους εργάτες, το καθεστώς διατηρούσε τα στοιχεία ενός συμβιβασμού. Ταυτόχρονα η διεθνής κατάσταση και η εσωτερική κατάσταση του γερμανικού καπιταλισμού δεν άφηνε περιθώρια για παραχωρήσεις. Αν η Σοσιαλδημοκρατία έσωσε την αστική τάξη από την προλεταριακή επανάσταση, ο φασισμός ήρθε με τη σειρά του να απελευθερώσει την αστική τάξη από τη Σοσιαλδημοκρατία. Το πραξικόπημα του Χίτλερ είναι ο τελικός κρίκος στην αλυσίδα των αντεπαναστατικών μετατοπίσεων».6

Ασταθής ισορροπία

Το ναζιστικό κόμμα ιδρύθηκε το 1919 και τον Οκτώβρη του 1923 ο Χίτλερ προσπάθησε να οδηγήσει τα «τάγματα εφόδου» σε μια απόπειρα πραξικοπήματος στο Μόναχο που κατέληξε σε φιάσκο. Η πρώτη κρίση της Βαϊμάρης είχε γεννήσει την επαναστατική ελπίδα και την αντεπαναστατική απελπισία.

Το ναζιστικό κόμμα πέρασε στην αφάνεια – και την κρίση. Στις εκλογές του Δεκέμβρη 1924 η συμμαχία στην οποία συμμετείχαν οι ναζί πήρε με το ζόρι το 3% των ψήφων. Αντίθετα, οι «εθνολαϊκοί» του DNVP έφτασαν στο 20,5%. Αυτό το κόμμα είχε την στήριξη των «γιούνκερς» – των Πρώσων γαιοκτημόνων –, σημαντικών μερίδων των μεγάλων βιομηχάνων, όπως ο Μπόρσινγκ της βαριάς βιομηχανίας, εφημερίδων, πρώην στρατηγών. Διέθετε επίσης σημαντικά ερείσματα σε συντηρητικές οργανώσεις «χαρτογιακάδων» υπαλλήλων, όπως στην Γερμανική Εθνική Ενωση Εμποροϋπαλλήλων (DHV). Οι ναζί δεν εξαφανίστηκαν βέβαια: ανάμεσα στο 1924 και το 1929 κατάφεραν να χτίσουν ένα σκληρό πυρήνα 130.000 μελών που θα έπαιζε κρίσιμο ρόλο στη συνέχεια.

Αλλά επιφανειακά η Δημοκρατία της Βαϊμάρης έμοιαζε να έχει σταθεροποιηθεί με τα «άκρα» να βρίσκονται στο περιθώριο και την οικονομία να ευημερεί. Η εικόνα αυτή ήταν απατηλή. Η κυβερνητική αστάθεια συνέχιζε να είναι χαρακτηριστικό της Δημοκρατίας, αντανακλώντας τα διλήμματα και τις συγκρούσεις μέσα στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο ιδιαίτερα για την εξωτερική πολιτική.

Οι εκλογές του Μάη 1928 κατέγραψαν μια σαφή στροφή προς τα αριστερά. Τόσο το SPD όσο και το KPD κατέγραψαν αύξηση σε ψήφους και ποσοστά. Οι Σοσιαλδημοκράτες σχημάτισαν την κυβέρνηση του «Μεγάλου Συνασπισμού» με άλλα αστικά κόμματα, με καγκελάριο το στέλεχός τους Χάϊνριχ Μίλερ. Αυτή η κυβέρνηση που τυπικά διέθετε μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα έμπαινε σε ένα χρόνο στη δίνη της πιο καταστροφικής κρίσης που έχει γνωρίσει ο παγκόσμιος καπιταλισμός.

Όμως, ακόμα και πριν το ξέσπασμα της κρίσης, τα «λύτρα της ταξικής πάλης» που είχαν δώσει οι καπιταλιστές με αντάλλαγμα την συνεργασία της Σοσιαλδημοκρατίας γίνονταν όλο και πιο ανυπόφορα: οι συλλογικές συμβάσεις, ένα στοιχειώδες κράτος πρόνοιας με επιδόματα ανεργίας, η κρατική διαιτησία για τις διαφορές συνδικάτων-εργοδοτών.

Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα για αυτό ήταν το «Μεγάλο Λοκ Άουτ του Ρουρ» τον Νοέμβρη του 1928. Τα συνδικάτα διεκδίκησαν αυξήσεις στους μισθούς, η κρατική διαιτησία έκρινε κατά βάση υπέρ τους και σε απάντηση οι βιομήχανοι του χάλυβα και του σιδήρου έκαναν λοκ-άουτ θέτοντας σε διαθεσιμότητα πάνω από 230.000 μεταλλεργάτες.7

Την ίδια περίοδο, το «επίσημο» κόμμα της ακροδεξιάς, το DNVP έμπαινε σε βαθιά κρίση. Στις εκλογές του 1928 υπέστη μια βαριά εκλογική ήττα Λίγο αργότερα διασπάστηκε για τη στάση που θα κρατούσαν οι βουλευτές του απέναντι στο «Σχέδιο Γιανγκ» που προωθούσαν οι ΗΠΑ για τον διακανονισμό των πολεμικών επανορθώσεων. Είναι αλήθεια ότι οι ναζί, που κατέβηκαν για πρώτη φορά στις εκλογές με το όνομα του κόμματός τους, πήραν ένα μίζερο 2,6%. Συνέχισαν να βρίσκονται δηλαδή στο περιθώριο, όμως τα τείχη που τους κρατούσαν εκεί είχαν αρχίσει ήδη να γκρεμίζονται. Τον Σεπτέμβρη του 1930 όταν έγιναν οι επόμενες εκλογές σε συνθήκες κρίσης, το ναζιστικό κόμμα είδε τις ψήφους του να εκτινάσσονται στο 18,3%.

Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία και για τις συζητήσεις που γίνονται για την τωρινή κρίση. Όσο αλήθεια κι αν είναι ότι οι τάξεις των ναζί πύκνωσαν από τους εξοργισμένους και απελπισμένους μικροαστούς που συμπαρέσυραν ακόμα και τμήματα των ανοργάνωτων εργατών, άλλο τόσο λάθος είναι η άποψη ότι αυτό ήταν ένα αυτόματο αντανακλαστικό σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης. Το 1918-19 και το 1923, σε ανάλογες συνθήκες, τα ίδια στρώματα είχαν στραφεί προς τα αριστερά, γιατί η εργατική τάξη στην κίνησή της αντιπροσώπευε την ελπίδα όχι την απελπισία.

Εργαλείο;

Σ’ αυτό το σημείο προκύπτει το ερώτημα της σχέσης των ναζί με τους καπιταλιστές και το κράτος. Για όσους ιστορικούς θέλουν να δώσουν άφεση αμαρτιών στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και κατ’ επέκταση στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, η σχέση απλά δεν υπάρχει. Η ανάθεση της Καγκελαρίας στον Χίτλερ ήταν ένα τραγικό λάθος που θα μπορούσε να αποφευχθεί.

Είναι εύκολο να περιγράφονται εναλλακτικές λύσεις κατόπιν εορτής. Ίσως μια στρατιωτική δικτατορία θα έκανε «τη δουλειά» εξίσου καλά: όπου «δουλειά» ήταν η συστηματική καταστολή του εργατικού κινήματος και ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας. Όμως, το πρόβλημα για τους καπιταλιστές ήταν ότι τίποτα δεν εξασφάλιζε εκ των προτέρων την επιτυχία μιας τέτοιας λύσης.

Τον Μάρτη του 1930 η κυβέρνηση του «Μεγάλου Συνασπισμού» κατέρρευσε κι ο Χίντεμπουργκ διόρισε έναν Καθολικό πολιτικό, τον Μπρίνιγκ, καγκελάριο. Ο «Καγκελάριος της Πείνας» κι η κυβέρνησή του επιβίωναν μόνο χάρις στις υπερεξουσίες που έδινε το Άρθρο 48 του Συντάγματος στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Μπρίνιγκ διέθετε την ανοχή της Σοσιαλδημοκρατίας. Ακόμα πιο περιορισμένη κοινοβουλευτική βάση είχαν οι επόμενες «προεδρικές» κυβερνήσεις, του φον Πάπεν και του Σλάιχερ. Κι αυτές αποδείχτηκαν πολύ αδύναμες.

Ο Τρότσκι έγραφε το 1933 ότι: «Όσο οι Ναζί δρούσαν σαν κόμμα κι όχι σαν κρατική εξουσία, δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν την εργατική τάξη. Από το άλλο μέρος, η μεγαλοαστική τάξη, ακόμα κι εκείνη που υποστήριζε με το χρήμα της τον Χίτλερ, δεν θεωρούσε αυτό το κόμμα σαν δικό της. Η εθνική "αναγέννηση" στηρίχτηκε ολοκληρωτικά στις ενδιάμεσες τάξεις, το πιο καθυστερημένο τμήμα του λαού, τη βαριά σαβούρα της ιστορίας».8

Η ιστορική έρευνα έχει επαληθεύσει τον Τρότσκι. Είναι απλοϊκή μια αντίληψη που βλέπει τους ναζί σαν ένα «εργαλείο» που κρατούσαν στο συρτάρι οι καπιταλιστές και το έβγαλαν όταν το χρειάστηκαν. Ο Χίντεμπουργκ κι η Ράϊχσβερ είχαν απορρίψει κάμποσες φορές το 1932 την αναρρίχηση του Χίτλερ στην Καγκελαρία, με την σύμφωνη γνώμη βιομηχάνων τόσο γνωστών όσο ο Κρουπ. Ο διορισμός του το 1933 ήταν αποτέλεσμα των αδιεξόδων της άρχουσας τάξης, όχι κάποιου έτοιμου «σχεδίου Β».

Οι εκλογές του 1928 άδειασαν σε τέτοιο βαθμό τα ταμεία του κόμματος ώστε υποχρεώθηκε να ακυρώσει το «συνέδριό» του στο Μόναχο.9 Τα εκατομμύρια των βιομηχάνων άρχισαν να ρέουν στα ταμεία του Χίτλερ από το τέλος του 1932 και κυρίως μετά την άνοδό του στην εξουσία. Μόλις τον Γενάρη του 1932 ο Χίτλερ κατάφερε να μιλήσει στη φημισμένη «Λέσχη της Βιομηχανίας» (Industrie Club) στο Ντίσελντορφ, σε ένα κοινό «βαρόνων» τις βαριάς βιομηχανίας.

Όπως αναφέρει μια μελέτη για την ιστορία της IG-Farben, του μεγαλύτερου επιχειρηματικού ομίλου της Γερμανίας και του τρίτου μεγαλύτερου στον κόσμο, από το 1930: «Το ενδιαφέρον των μεγάλων επιχειρήσεων για τον Ναζισμό θύμιζε περισσότερο ‘διάγραμμα πυρετού’ οι καμπύλες του οποίου κινούνταν σε ευθεία σχέση με τα εκλογικά αποτελέσματα και σε αντίστροφη σχέση με την οικονομική συγκυρία».10

«Συγκρουσιακή συνεργασία»

Όμως, τα παραπάνω δεν σημαίνουν συγχωροχάρτι για τους καπιταλιστές της Γερμανίας. Είναι καταρχήν λάθος μια αντίληψη που κατατάσσει τους στρατηγούς, τους «Γιούνκερ», την ανώτερη κρατική γραφειοκρατία, εκτός καπιταλιστικής άρχουσας τάξης. Σε καμιά χώρα το κράτος δεν ήταν και δεν είναι απλός εντολοδόχος των βιομηχάνων και των τραπεζιτών.

Ο Ιαν Κέρσο, επισημαίνει ότι «οι παραδοσιακά ισχυρές ομάδες… ήσαν ανίκανες να επιβάλλουν το είδος της αντεπανάστασης που επιθυμούσαν». Χρειάζονταν τον Χίτλερ και ο Χίτλερ τις χρειαζόταν. Όμως, η στήριξη που του πρόσφεραν: «ήταν η εγγύηση ότι η αδυναμία [τους] θα φαινόταν ξεκάθαρα στα επόμενα χρόνια, καθώς η αντεπανάσταση που σχεδίαζαν να κάνουν έδωσε τη θέση της στην προσπάθεια των ναζί για μια ρατσιστική επανάσταση στην Ευρώπη η οποία άνοιξε το δρόμο για την παγκόσμια πυρκαγιά και τη γενοκτονία».11

Στη σχέση του ναζιστικού καθεστώτος με τους βιομηχάνους και την κυρίαρχη τάξη συνολικά, το πάνω χέρι το είχαν οι ναζί. Η τεράστια αεροναυπηγική βιομηχανία που έφτιαξε τη Λουφτβάφε, στηρίχτηκε στις κρατικές επενδύσεις αλλά και στον καταναγκασμό των αντίστοιχων βιομηχάνων. Ο Χιούγκο Γιούνκερς της ομώνυμης εταιρείας οδηγήθηκε στη φυλακή κι η επιχείρησή του κατασχέθηκε τον Οκτώβρη του 1933. Οι βαρόνοι του χάλυβα και του σιδήρου του Ρουρ έβλεπαν με φανερή ανησυχία την ανάπτυξη της Reichswerke Hermann Goering, που από το 1937 και μετά όχι μόνο κατάσχεσε τα κοιτάσματα σιδηρομεταλλεύματος που έλεγχαν πριν, αλλά επεκτάθηκε διά της αρπαγής σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη και έφτασε ίσως να γίνει ο μεγαλύτερος επιχειρηματικός όμιλος στον κόσμο.12 Ακόμα κι ο Τύσεν, από τους λιγοστούς μεγαλο-βιομήχανους που υποστήριξαν τους ναζί πριν το 1933, οδηγήθηκε στη φυλακή το 1943.

Όμως, αυτή η «συγκρουσιακή συνεργασία» – όπως ονομάζει την σχέση ο Άλεξ Καλλίνικος – ήταν τόσο επικερδής που όχι μόνο δεν έσπασε αλλά δυνάμωνε.13 Η IG-Farben ήταν υπέρ των σχέσεων με τα συνδικάτα και της διεθνούς συνεννόησης στη δεκαετία του ’20. Όμως τα πλήγματα της κρίσης σήμαιναν ότι τη δεκαετία του ’30 αγκάλιασε το πρόγραμμα επανεξοπλισμού των ναζί και κατέληξε να χτίζει το Auschwitz-Monowitz, ένα τεράστιο σύμπλεγμα εργοστασίων χημικής βιομηχανίας, που κόστισε τη ζωή σε τουλάχιστον 30.000 σκλάβους-εργάτες που της είχαν παραχωρήσει τα SS απ’ το διπλανό στρατόπεδο θανάτου.14

Υπήρχε άλλος δρόμος;

Οι ναζί κατέκτησαν την εξουσία σχεδόν χωρίς αντίσταση. Αυτή η κατάληξη εξηγείται συνήθως ως αναπόφευκτο προϊόν της αδυναμίας της εργατικής τάξης να αντιτάξει σθεναρή αντίσταση. Είναι κι αυτή μια λάθος αντίληψη που χρεώνει στην τάξη τις ανεπάρκειες και τις προδοσίες των πολιτικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών της.

Η Σοσιαλδημοκρατία ήταν το κόμμα που επηρέαζε τη μεγάλη πλειοψηφία της οργανωμένης εργατικής τάξης. Στήριξε όλη της την πολιτική για την αποτροπή του φασιστικού κινδύνου στην αυταπάτη ότι οι «θεσμοί» θα προστατέψουν τη Δημοκρατία. Τον Απρίλη του 1932 έφτασε να στηρίξει την υποψηφιότητα του Χίντεμπουργκ για την προεδρία. Ήταν το «μικρότερο κακό» σε σχέση με τον Χίτλερ. Τον Ιούλη της ίδιας χρονιάς έκατσε με σταυρωμένα χέρια όταν η κυβέρνηση απέλυσε την κυβέρνηση της Πρωσίας στην οποία κυριαρχούσε το SPD. Το κόμμα ακολουθούσε πολιτική «ανοχής» στις κυβερνήσεις που σκόρπιζαν δυστυχία σε μαζική κλίμακα.

Σε τέτοιες συνθήκες το τι κάνει ένα κόμμα που δεν έχει τα βαρίδια του κοινοβουλευτικού κρετινισμού της σοσιαλδημοκρατίας παίζει κρίσιμο ρόλο. Το KPD ήταν ένα μαζικό κόμμα που συγκέντρωνε την εμπιστοσύνη εκατοντάδων χιλιάδων εργατών που ήθελαν να ανατρέψουν με επανάσταση τον καπιταλισμό και να συντρίψουν τους ναζί. Το 1932 έφτασε να έχει 360.000 μέλη κι η παραστρατιωτική του οργάνωση η RFB, έφτανε τις 100.000. Οι κομμουνιστές έδωσαν ηρωικές μάχες ενάντια στους ναζί στους δρόμους και τις γειτονιές. Όμως, συνολικά, το κόμμα αρνήθηκε να δώσει τις πολιτικές μάχες που θα κέρδιζαν την πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών εργατών στη δράση ενάντια στους ναζί, σπάζοντας τον ζουρλομανδύα της παθητικότητας.

Η ηγεσία του κόμματος επέμεινε μέχρι το τέλος στην πολιτική της «Τρίτης Περιόδου» που είχε επιβάλλει η σταλινική Κομιντέρν. Σύμφωνα με αυτή την πολιτική, η σοσιαλδημοκρατία ήταν δίδυμος αδελφός του φασισμού, «σοσιαλφασισμός», και όλες οι κυβερνήσεις που χρησιμοποιούσαν την καταστολή ήταν φασιστικές. Και μιας και ο καπιταλισμός είχε μπει «στην τρίτη και τελευταία περίοδό του» – μετά το 1917 – οι κομμουνιστές δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν με τη δουλειά στα ρεφορμιστικά συνδικάτα και έπρεπε να χτίσουν τα δικά τους, τα «κόκκινα» που θα οδηγούσαν τις μάζες.

Ο Τρότσκι έγραφε ότι η εργατική τάξη έχει πελώριες δυνατότητες για αντίσταση και αντεπίθεση παρά τις εκλογικές επιτυχίες των ναζί γιατί: «στη ζυγαριά του επαναστατικού αγώνα χίλιοι εργάτες που δουλεύουν σε ένα μεγάλο εργοστάσιο αξίζουν εκατό φορές περισσότερο απ’ όσο αξίζουν χίλιοι χαμηλόβαθμοι αξιωματούχοι, γραφιάδες, οι σύζυγοι και οι πεθερές τους». Για να κινηθεί αυτή η δύναμη χρειαζόταν καταρχήν οι επαναστάτες να βρίσκονται στα συνδικάτα και τα εργοστάσια. Όμως, η RGB, η συνδικαλιστική «παράταξη» του KPD πήρε μόλις το 4% των ψήφων στις εκλογές για τα εργοστασιακά συμβούλια το 1931 και στο συνέδριο της ADGB – της συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας – τον ίδιο χρόνο δεν υπήρχε ούτε ένας κομμουνιστής αντιπρόσωπος.

Είναι αλήθεια ότι κατά καιρούς το KPD πρότεινε «ενιαίο μέτωπο» με τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες για δράση ενάντια στους φασίστες. Αλλά μόνο «από τα κάτω» και μόνο αν συνοδευόταν με τη συνολική καταγγελία του καπιταλισμού και της ηγεσίας του SPD, δηλαδή ουσιαστικά έστελνε «τελεσίγραφο» να αναγνωρίσουν εκ των προτέρων τη δικιά του ηγεσία.

Μια πολιτική που θα συσπείρωνε τις εργατικές οργανώσεις και κόμματα σε πρακτικά μέτρα άμυνας και προστασίας από τη βία των ναζί, θα είχε δυο συνέπειες. Η πρώτη θα ήταν το μέτρημα στη πράξη κι όχι στα χαρτιά των πραγματικών συσχετισμών δύναμης στο δρόμο. Οι 400.000 «φαιοχιτώνες» των SA – των «ταγμάτων εφόδου» των ναζί – θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με εκατομμύρια οργανωμένους εργάτες που και την εμπειρία και τη δύναμη είχαν να τους δώσουν αξέχαστα μαθήματα. Η δεύτερη συνέπεια θα ήταν η άρχουσα τάξη να σκεφτεί ξανά πριν κάνει το τελικό βήμα να παραδώσει την εξουσία στους ναζί αφού θα γνώριζε ότι δεν θα είχε να αντιμετωπίσει απλά κάποιες διαμαρτυρίες στο κοινοβούλιο και τις εφημερίδες, αλλά πραγματικές μάχες. Επίσης μια τέτοια πολιτική θα απελευθέρωνε τη δυναμική του εργατικού κινήματος. Θα κέντριζε τα εκατομμύρια των οργανωμένων εργατών να μπουν στη δράση όχι μόνο ενάντια στους ναζί, αλλά και ενάντια στις απολύσεις και τη φτώχεια.

Αυτή ήταν η ουσία της πολιτικής του ενιαίου μετώπου που πρότεινε ο Τρότσκι. Ήταν μια ρεαλιστική πολιτική. Δεν υπήρχαν σινικά τείχη ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες και τους κομμουνιστές εργάτες. Το 1927 μεγάλες οργανώσεις του SPD συμμετείχαν σε μια κοινή καμπάνια με τους κομμουνιστές για να δημευτούν χωρίς αποζημίωση οι περιουσίες των βασιλικών οικογενειών στα κρατίδια της Γερμανίας. Ακόμα και τον Νοέμβρη του 1928 η πλειοψηφία των βουλευτών του SPD αναγκάστηκε να καταψηφίσει μαζί με το KPD την κατασκευή του νέου «θωρηκτού τσέπης» Deutschland που επέβαλε η κυβέρνηση του «Μεγάλου Συνασπισμού».

Το KPD επέλεξε αντίθετα μια πολιτική ζιγκ ζαγκ, που κινιόταν από την υποτίμηση της φασιστικής απειλής μέχρι την υποκατάσταση της συλλογικής δράσης των εργατών από τις δυναμικές ενέργειες των αποφασισμένων «επίλεκτων» σχηματισμών του. Αυτές οι πολιτικές επιλογές έφεραν την ήττα.

1. Peter Hayes, Industry and Ideology – IG Farben in the Nazi Era, Cambridge 2001, σελ. 86-87.

2. Με την εξαίρεση των Εκκλησιών, ιδιαίτερα της Καθολικής. Η περίπτωση του στρατού είναι διαφορετική: το καλοκαίρι του 1934 οι αξιωματικοί κι οι στρατιώτες ορκίστηκαν προσωπική πίστη στον Χίτλερ. Παρόλο που θα χρειαζόταν να φτάσει το 1944 για να επιβληθεί και τυπικά ο έλεγχος του ναζιστικού κόμματος, η εικόνα μιας μη-ναζιστικής Βέρμαχτ είναι επί της ουσίας ένας μεταπολεμικός μύθος της Δύσης.

3. Richard J Evans, The Third Reich at War, Penguin 2009, σελ. 616-618 και 620.

4. Η σχετική εμετική αφίσα του ναζιστικού καθεστώτος στην ιστοσελίδα της «19 Γενάρη-Αθήνα Πόλη Αντιφασιστική» http://athensantifa19jan.wordpress.com/2012/12/13/γιατί-συλλαλητήριο-ενάντια-στο-ναζι

5. Chris Harman, Η Χαμένη Επανάσταση: Γερμανία 1918-1923, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2008, Κεφάλαια 11,12 και 13.

6. «Τι είναι Εθνικοσοσιαλισμός» στο: Λέον Τρότσκι, Η Πάλη ενάντια στον Φασισμό στη Γερμανία, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 1999, σελ. 265.

7. Detlev J K Peukert, The Weimar Republic, Hill and Wang 1993, σελ. 126-27.

8. Τρότσκι, ο.π, σελ. 264.

9. Ian Kershaw, Χίτλερ-Τόμος Ι, «Ύβρις», Scripta 2005, σελ. 344.

10. Peter Hayes, σελ. 67.

11. Ian Kershaw, ο.π, σελ. 484-85. Σε άλλο σημείο διευκρινίζει ότι αυτές οι ελίτ δεν ήταν «προβιομηχανικές» αλλά «σύγχρονες ομάδες πίεσης» (σελ. 474).

12. Adam Tooze, The Wages of Destruction –The Making and Breaking of the Nazi Economy, Penguin 2007, σελ. 236-39.

13. Alex Callinicos, Plumbing the Depths – Marxism and the Holocaust, 2001, http://www.marxisme.dk/arkiv/callinic/2001/holocaust/

14. Tooze, σελ. 445.