Ο Θανάσης Καμπαγιάννης παρεμβαίνει στις συζητήσεις που έχουν ανοίξει διάπλατα μέσα στο νέο αντιφασιστικό κίνημα.
Aπό τα τέλη του φθινοπώρου, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ποιοτικά διαφορετική κατάσταση στο μέτωπο του αντιφασισμού: οι αντιφασιστικές πρωτοβουλίες των προηγούμενων χρόνων (κυρίως από κομμάτια της Επαναστατικής Αριστεράς και της Αυτονομίας) έχουν πλέον κατακλυστεί από ένα πολύμορφο και μαζικό αντιφασιστικό ποτάμι. Μάζες αγωνιστριών και αγωνιστών, που δεν είχαν την αντιφασιστική δράση ως πρώτη προτεραιότητα, αλλά και φρέσκια πολιτικοποίηση (κυρίως νεολαία), έχουν μπει ορμητικά στη μάχη ενάντια στους νεοναζί της Χρυσής Αυγής. Η είσοδος των νεοναζί στη Βουλή και – πολύ σημαντικό – οι συνειδητές προσπάθειες των αντιφασιστών ξεσήκωσαν μια ταχεία αντισυσπείρωση, με τη μορφή μαζικού κινήματος.
Μαζί με την ανάδυση του νέου αυτού κινήματος, έρχονται στο προσκήνιο και όλα τα στρατηγικά και τακτικά προβλήματα που αυτό έχει να αντιμετωπίσει. Η συγκυρία είναι σύνθετη και γεννάει πλήθος ερωτημάτων. Δύο πολιτικές διεργασίες ξετυλίγονται ταυτόχρονα στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης: η μία είναι η επίθεση της αστικής τάξης και των μνημονιακών κομμάτων της συγκυβέρνησης εναντίον των δυνάμεων της εργασίας, για να πληρώσουν αυτές τα σπασμένα της κρίσης. Και η δεύτερη είναι η εισβολή της νεοναζιστικής ακροδεξιάς στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Όσο σημαντικό είναι να κατανοήσουμε ότι η δεύτερη διεργασία γεννιέται μέσα από την πρώτη, άλλο τόσο σημαντικό είναι να αντιληφθούμε ότι δεν ανάγεται μονοσήμαντα σε αυτήν, έχει δηλαδή την πολιτική της αυτοτέλεια και γι’ αυτό χρήζει ξεχωριστής αντιμετώπισης.
Εκεί ξεκινάνε οι συγχύσεις και τα προβλήματα: πώς εξασφαλίζουμε το ξεδίπλωμα του αντιφασιστικού κινήματος, χωρίς να αδυνατίζουμε αλλά αντίθετα να δυναμώνουμε το μέτωπο κατά της αστικής τάξης και του Μνημονίου; Πώς αντιμετωπίζουμε τις πολιτικές πρωτοβουλίες των από πάνω, όταν αυτοί επιχειρούν να βρέξουν τα πόδια τους στα νερά του αντιφασισμού; Τι σχέση έχει ο ρατσισμός με όλα αυτά; Και ποιός είναι ο καλύτερος τρόπος οργάνωσης για να βγει το κίνημά μας νικηφόρο; Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε αυτό εδώ το άρθρο.
Το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου και ο αντιφασισμός
Στο προηγούμενο τεύχος του Σοσιαλισμός Από τα Κάτω, μιλάγαμε για τον «αντιφασισμό του Μνημονίου». Δύο μήνες μετά, η συζήτηση μπορεί να γίνει πολύ πιο συγκεκριμένη. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να κάνει πολιτική στροφή: από εκεί που ο Βενιζέλος έκανε επίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ με το απίθανο επιχείρημα ότι «η Χρυσή Αυγή είναι πλέον της μόδας», ξαφνικά το πρόγραμμα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ γέμισε από «θεσμικές» συναντήσεις κατά της νεοναζιστικής απειλής. Το ΠΑΣΟΚ ζήτησε τον αποκλεισμό της Ζαρούλια από την ελληνική κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία στο Συμβούλιο της Ευρώπης, κάτι που η ΝΔ είχε ρητά αρνηθεί. Και βέβαια το ΠΑΣΟΚ μαζί με τη ΔΗΜΑΡ κάλεσαν σε συμμετοχή στο σιωπηλό αντιναζιστικό και αντιρατσιστικό συλλαλητήριο που οργάνωσε το EGAM (μια διεθνής ομπρέλα αντιρατσιστικών οργανώσεων, με κέντρο το γαλλικό SOS Racisme) στις 15 Δεκέμβρη στην Αθήνα. Όπως ήταν φυσικό, τα αριστερά σχόλια για την υποκρισία των δύο κυβερνητικών κομμάτων περίσσεψαν. Χρειάζεται ωστόσο να κοιτάξουμε λίγο πιο βαθιά από τα αυτονόητα.
Κατά πρώτον, το κάλεσμα των δύο κομμάτων σε αντιφασιστικό συλλαλητήριο ήταν μια υπόκλιση στην αυξανόμενη δημοτικότητα του αντιφασιστικού κινήματος. Ο αντιφασισμός έχει δημιουργήσει ένα μαζικό ρεύμα, το οποίο αναγκάζει το ΠΑΣΟΚ να γλύψει εκεί που έφτυνε: ας μην ξεχνάμε ότι η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δίνει μια μάχη επιβίωσης και προσπαθεί με νύχια και με δόντια να συγκρατήσει τους ψηφοφόρους του, αλλά και το στελεχιακό του δυναμικό, από μια οριστική φυγή προς τα Αριστερά. Η στροφή του ΠΑΣΟΚ είναι μια υπόκλιση προς αυτή τη μαζική φυγή, με στόχο βέβαια να τη σταματήσει. Κατά δεύτερον, η ρητορική ενάντια στον ρατσισμό και τον φασισμό δεν είναι δωρεάν, δεν είναι ένδειξη δύναμης των κεντροαριστερών μνημονιακών κομμάτων που μπαίνουν και βγαίνουν στο «αντιρατσιστικό πλυντήριο», με την ίδια άνεση που κάποιος μπαίνει και βγαίνει από τη μπανιέρα για να κάνει ένα ντους.
Η ψήφιση του νέου νόμου για την ιθαγένεια είναι μια ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της τρικομματικής συγκυβέρνησης: ο Σαμαράς ανέστειλε πραξικοπηματικά τον παλιό νόμο για την ιθαγένεια, με στόχο να επαναπατρίσει τους ψηφοφόρους της δεξιάς πολυκατοικίας που φεύγουν προς τη Χρυσή Αυγή. Το ίδιο παιχνίδι παίζουν οι ασκήσεις «νόμου και τάξης» του Δένδια στο κέντρο της Αθήνας. Ο εγκλωβισμός του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ σε μια τοποθέτηση υπέρ της ιθαγένειας για τα παιδιά των μεταναστών απειλεί τη συνοχή της συγκυβέρνησης. Αποτελεί ουσιαστικά μια παραδοχή των κομμάτων της ότι οι μέρες της είναι μετρημένες, ότι το «μνημονιακό κέντρο» κάθε άλλο πάρα συμπαγές είναι και η κατάρρευσή του είναι στο μυαλό και τη στρατηγική όλων.
Αν είναι αλήθεια όλα αυτά, η απάντηση του αντιφασιστικού κινήματος δεν μπορεί να είναι οι επικλήσεις στην “αυτονομία” του ή στη ριζοσπαστική του καθαρότητα. Το αντιφασιστικό κίνημα πρέπει να αξιοποιήσει κάθε δυνατή διάσπαση του μνημονιακού στρατοπέδου, κάθε δυνατότητα που του παρέχει η στροφή (όσο μικρή και ασταθής και αν είναι) του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, από την καταγγελία των “δύο άκρων” στη ρητορική πρόσκληση για τη συγκρότηση “δημοκρατικού μετώπου”. Η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας να στηρίξει τη διαδήλωση της 19 Γενάρη είναι γέννημα αυτής της στρατηγικής: πάτησε στην ενωτική στάση των συμβούλων της Αριστεράς (Σοφιανός του ΚΚΕ, Πορτάλιου του ΣΥΡΙΖΑ, Κωνσταντίνου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και την θετική ψήφο της παράταξης Καμίνη, παρά τις φωνές που διατυπώθηκαν εντός της για ανάγκη καταδίκης της βίας “από όπου και αν προέρχεται” (η παράταξη της ΝΔ ψήφισε κατά, ο Μιχαλολιάκος ήταν απών). Το μαζικό αντιφασιστικό κίνημα, ενισχυμένο από τέτοιες αποφάσεις, μπορεί να βοηθήσει από καλύτερες θέσεις όσους συγκρούονται με την κυβέρνηση αλλά και τη δημοτική αρχή, όπως για παράδειγμα τους κάτοικους της Κυψέλης για τη Δημοτική Αγορά ή τους αναρχικούς της Βίλλας Αμαλίας.
Η καλύτερη απάντηση σε όποιον σήμερα εξασκείται σε αντιφασιστική ή αντιρατσιστική ρητορική δεν είναι η καταγγελία για μνημονιακή υποκρισία, αλλά η ίδια η πράξη. Η τακτική αυτή σημαίνει περισσότερες δυνατότητες για το αντιφασιστικό κίνημα, πίεση πάνω στη συγκυβέρνηση σε ένα σημείο στο οποίο είναι ευάλωτη (το ρατσισμό και τη συνεργασία με τους νεοναζί) και έμπρακτη δοκιμασία όσων θέλουν να δηλώνουν αντιρατσιστές και αντιφασίστες. Η τακτική αυτή ευελιξία απαιτεί τη μεγαλύτερη στρατηγική καθαρότητα: η Αριστερά δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποταχθεί στην “υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας” ή στη νομιμότητα του “συνταγματικού τόξου”. Στόχος του αντιφασιστικού κινήματος είναι το τσάκισμα της νεοναζιστικής απειλής μέσα από το μαζικό κίνημα, με κάθε απαραίτητο μέσο.
“Εκτός νόμου”;
Είναι αίτημα του αντιφασιστικού κινήματος να τεθούν οι νεοναζί εκτός νόμου; Το θέμα άνοιξε και επίσημα με την συνέντευξη τύπου που έδωσε ο Βενιζέλος (αν και τελικά ξεκαθάρισε ότι δεν προτείνει την απαγόρευση της Χρυσής Αυγής, γιατί, όπως είπε, αυτή “δεν είναι νομικά εφικτή”).
Υπάρχει εδώ μία αντίφαση: από τη μια πλευρά, για την πλειοψηφία του κόσμου που σιχαίνεται τους νεοναζί και έχει ανησυχήσει από την άνοδό τους, η απαγόρευση είναι μία άμεση λύση που φαντάζει θεμιτή σαν αίτημα, ιδίως αν ληφθεί υπόψιν η σκανδαλώδης ατιμωρησία της Χρυσής Αυγής και η κάλυψή της από τους κρατικούς μηχανισμούς (αστυνομία, δικαστήρια, κλπ). Από την άλλη πλευρά, η πλειοψηφία του κόσμου της Αριστεράς και των κινημάτων (ιδίως του οργανωμένου) οσφραίνεται σε μια οποιαδήποτε απαγόρευση άλλο ένα όπλο στα χέρια του αστικού κράτους, που θα χρησιμοποιηθεί σε βάρος των αγωνιστών και όχι των φασιστών. Η αντίφαση αυτή επιτείνει τη σύγχυση που ήδη υπάρχει ανάμεσα στο ζήτημα της νομιμοποίησης (αν δηλαδή η Χρυσή Αυγή δικαιούται να είναι νόμιμη) και σε αυτό της “ελευθερίας του λόγου”. Έτσι, ο συνταγματολόγος Κώστας Χρυσόγονος έφτασε να μνημονεύσει το τσιτάτο της Ρόζας Λούξεμπουργκ ότι “η ελευθερία είναι για εκείνον που σκέφτεται διαφορετικά” (Τα Νέα, 01/12/2012), ενάντια στην απαγόρευση των νεοναζί.
Για να ξετυλίξουμε αυτό το κουβάρι, πρέπει να θέσουμε αρχικά το σωστό ερώτημα: είναι η Χρυσή Αυγή άλλο ένα “νόμιμο πολιτικό κόμμα”, όπως η ίδια ισχυρίζεται; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ένα μεγάλο όχι. Η Χρυσή Αυγή είναι μια ναζιστική συμμορία. Η εμφάνισή της με τη μορφή του κόμματος είναι μια συνειδητή στρατηγική από πλευράς της για να νομιμοποιηθεί και να αξιοποιήσει την ελευθερία κινήσεων που έχει κάθε κόμμα, προκειμένου να ασκήσει βία κατά των στόχων της (μεταναστών, αγωνιστών, κλπ) μέσα από Τάγματα Εφόδου που στήνει στις γειτονιές: δεν είναι τυχαίο ότι η πινακίδα στα γραφεία της γράφει “Κεντρική Διοίκηση”, δηλαδή Κομαντατούρ. Απέναντι σε αυτή τη ναζιστική πρόκληση, δεν αναγνωρίζουμε καμία ελευθερία. Για να απαντήσουμε στο ζήτημα που θέτει ο Χρυσόγονος: όταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ μίλαγε για την ελευθερία αυτών που σκέφτονται διαφορετικά, δεν εννοούσε την ελευθερία των Φράικορπς, των παρακρατικών ταγμάτων που τη δολοφόνησαν. Αυτο σημαίνει συγκεκριμένα: στο σήμερα χτίζουμε ένα μαζικό κίνημα που παρεμποδίζει κάθε δραστηριότητα των φασιστών (από το άνοιγμα “γραφείων” μέχρι την οργάνωση πογκρόμ). Και στην υποθετική περίπτωση που οι νεοναζί προσεγγίσουν “δημοκρατικά” (μέσω εκλογών δηλαδή, όπως το έκανε ο Χίτλερ) την εξουσία, διακηρύσσουμε από τώρα ότι δεν σεβόμαστε αυτό το αποτέλεσμα και θα το πολεμήσουμε λυσσασμένα στους δρόμους, στις γειτονιές, στα εργοστάσια, με κάθε μέσο.
Αυτή η μαζική καμπάνια απονομιμοποίησης της Χρυσής Αυγής είναι που πρέπει να διεξαχθεί και να κερδηθεί σήμερα, τόσο στο επίπεδο των ιδεών της πλειοψηφίας όσο και σ' αυτό της πράξης. Οποιαδήποτε νομική απαγόρευση των νεοναζί μπορεί να έρθει μόνον στο τέλος αυτής της καμπάνιας και όχι να τίθεται ως αίτημα στην αρχή της. Αυτή είναι μια βασική διαφορά σε σχέση με το παρελθόν: την περίοδο που η Χρυσή Αυγή ήταν μια περιθωριακή γκρούπα και το αστικό πολιτικό σύστημα είχε σαφείς διαχωρισμούς από τις θέσεις της, το αίτημα να τεθεί εκτός νόμου μπορούσε να είναι χρήσιμο. Το γεγονός ότι η κυρίαρχη τάξη και το κράτος της δεν έβαλαν ποτέ πραγματικούς φραγμούς στη δράση αυτής της συμμορίας είναι ένα όνειδος για τον ελληνικό αστισμό, που συντελεί αποφασιστικά στην απονομιμοποίηση του. Τώρα, όμως, μετά από δύο εκλογικά αποτελέσματα στα οποία η Χρυσή Αυγή πήρε 7% και με μια κυβέρνηση που υλοποιεί την ατζέντα της ακροδεξιάς, το αίτημα της νομικής απαγόρευσης ως απάντηση στη νεοναζιστική απειλή είναι ανεπίκαιρο και μπορεί να καταστεί αποπροσανατολιστικό.
Ιστορικά, η εμπειρία των απαγορεύσεων των φασιστών δείχνει ότι αυτές λειτούργησαν μόνον όταν αυτοί ήταν απονομιμοποιημένοι στην πράξη, στα μάτια της μεγάλης πλειοψηφίας (για παράδειγμα μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο). Στην περίοδο της ανόδου τους, οι ναζί του Χίτλερ αντιμετώπισαν τις απαγορεύσεις με πολιτικές ντρίπλες σαν κι αυτές που προαναγγέλλει ήδη ο Μιχαλολιάκος σε ανάλογο ενδεχόμενο: για παράδειγμα, τον Δεκέμβρη του 1930, η κυβέρνηση Μπρύνινγκ απαγόρευσε τα ένστολα τάγματα εφόδου του NSDAP, τους “φαιοχίτωνες”των SA. Την επομένη της απαγόρευσης, τα SA παρέλασαν στους δρόμους χωρίς καφέ στολές, αλλά με άσπρα πουκάμισα...
Μία πετυχημένη καμπάνια απονομιμοποίησης των φασιστών σε συνδυασμό με την ανατροπή της μνημονιακής συγκυβέρνησης μπορούν να σημάνουν την οριστική απομόνωση των νεοναζί, την απώλεια της εκλογικής τους περιφέρειας και το τσάκισμα του οργανωτικού τους πυρήνα. Σε ένα τέτοιο σενάριο, είναι δυνατή ακόμα και η αποτύπωση αυτής της νέας πραγματικότητας σε μια νομική απαγόρευση. Είναι λάθος οι αντιλήψεις που θεωρούν εκ των προτέρων ότι μια τέτοια απαγόρευση θα χρησιμεύσει ως νομικό οπλοστάσιο κατά της Αριστεράς: η καταστολή της δράσης της Αριστεράς δεν είναι θέμα “νομικού οπλοστασίου”, αλλά κοινωνικοπολιτικού συσχετισμού. Μέχρι τότε, το αντιφασιστικό κίνημα έχει πολλά να κάνει για να δημιουργήσει αυτόν το συσχετισμό που θα τσακίσει τους νεοναζί στην πράξη.
Ρατσισμός, καταστολή, ευρώ
Ο ρατσισμός υπήρξε το θερμοκήπιο μέσα στο οποίο ανατράφηκε το φασιστικό φίδι. Η δημιουργία επιτροπών πανελλαδικά που επιλέγουν να αποκαλούνται “αντιφασιστικές-αντιρατσιστικές” είναι μια ένδειξη ότι αυτό το επιχείρημα αγκαλιάζεται από όλο και περισσότερους αγωνιστές και αγωνίστριες. Ωστόσο, το ζήτημα του ρατσισμού εξακολουθεί να δίνει αφορμή για αντιπαραθέσεις μέσα στο αναδυόμενο αντιφασιστικό κίνημα.
Υπάρχουν απόψεις που θέλουν να κεντρικοποιήσουν το αντιφασιστικό κίνημα μέσα από ένα γενικότερο κίνημα ενάντια στην καταστολή. Οι πολιτικές προελεύσεις αυτών των απόψεων ποικίλλουν, από τον χώρο της αναρχίας μέχρι κομμάτια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που τώρα μπαίνουν στο αντιφασιστικό κίνημα. Μέχρις ενός βαθμού, το συλλαλητήριο που οργανώθηκε στην Αθήνα στις 24 Νοέμβρη ήταν έκφραση αυτών των απόψεων (διαφημιζόταν ως “αντιφασιστικό-αντικατασταλτικό”). Ο αντιφασισμός τείνει έτσι να γίνεται μέρος μόνο ενός συνολικότερου κινήματος κατά της εργοδοτικής, κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας.
Το πρόβλημα με αυτές τις απόψεις είναι διπλό. Κατ΄αρχάς, αποτυχαίνουν να αντιληφθούν την ιδιαιτερότητα της φασιστικής απειλής, που είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια αυταρχικοποίηση του κράτους. Φυσικά, η άνοδος των νεοναζί συνδέεται με τις πολιτικές αυταρχισμού των μνημονιακών κυβερνήσεων, τροφοδοτείται δε σίγουρα από τις εμφυλιοπολεμικές επιθέσεις της Νέας Δημοκρατίας κατά της Αριστεράς και των κινημάτων. Αλλά η φιλοδοξία των νεοναζί πηγαίνει πολύ πέρα από την καταστολή: επιδίωξή τους είναι η οικοδόμηση μαζικού αντιδραστικού κινήματος “από τα κάτω” που να υπερβαίνει τα όρια ενός θεσμικού κρατικού μηχανισμού (βλ. Αστυνομία). Οι νεοναζί, για να είναι χρήσιμοι στα αφεντικά, πρέπει να κατορθώσουν το βήμα της χήνας να φτάνει εκεί που δεν φτάνει το βήμα των ΜΑΤ (αντίθετα με ό,τι έχουν πετύχει μέχρι σήμερα, δηλαδή τη δράση τους αποκλειστικά με τη συνοδεία των ΜΑΤ). Αυτή τη μοναδικότητα του φασιστικού κινδύνου την οσμίζονται χιλιάδες αγωνιστές, γι' αυτό και η συμμετοχή στο αντιφασιστικό κίνημα υπερβαίνει κατά πολύ τις δεδομένες αντικατασταλτικές ευαισθησίες. Με αιχμή τον αντιφασισμό, η πάλη ενάντια στην κρατική καταστολή μπορεί να βρει ένα μαζικό και εύφορο ακροατήριο. Το αντίστροφο θα σήμαινε απλά χαμηλότερους ορίζοντες για το αντιφασιστικό κίνημα.
Επιπλέον, η πάλη κατά του φασισμού μέσω ενός ευρύτερου μετώπου για την καταστολή σημαίνει πρακτικά τον παραμερισμό των αντιρατσιστικών αιχμών. Ο ρατσισμός είναι αυτή τη στιγμή η ιδεολογία που χρησιμοποιεί η άρχουσα τάξη, όχι μόνο ενάντια στους μετανάστες εργάτες, αλλά συνολικά για να ξεδιπλώσει όλο της το κατασταλτικό ρεπερτόριο: η επίθεση στο άσυλο γίνεται με κέντρο τους μικροπωλητές, η κατάληψη της Αθήνας από τα ΜΑΤ γίνεται με όχημα τον Ξένιο Δία, το άνοιγμα στρατοπέδων συγκέντρωσης γίνεται σαν κομμάτι του περιορισμού της “λαθρομετανάστευσης”. Η ελληνική άρχουσα τάξη είναι σαν τον ντόπερμαν που οσμίζεται την αδυναμία του αντιπάλου του. Γι' αυτό και η αντιπαράθεση του κινήματος με τον ρατσισμό πρέπει να είναι μετωπική, ξεπερνώντας τους μέχρι σήμερα δισταγμούς της Αριστεράς να απαντήσει θαρρετά και με αυτοπεποίθηση στα ρατσιστικά ιδεολογήματα.
Δυστυχώς, στο μέτωπο αυτό υπάρχει ακόμα αρκετή δουλειά να γίνει. Οι πρόσφατες δηλώσεις Μπαλάφα για τους “μαύρους που πουλάνε ηρωίνη στα Ελληνόπουλα” είναι ενδεικτικές μιας υποχώρησης του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο ρατσιστικό λόγο, όσο πλησιάζει η ώρα της κυβερνητικής εξουσίας. Και βεβαια απάντηση δεν συνιστά ούτε η υπεκφυγή ότι οι μετανάστες θα φύγουν από την χώρα είτε γιατί θα πάρουν ταξιδιωτικά έγγραφα είτε γιατί η Ελλάδα θα αποκτήσει μαλακό νόμισμα φεύγοντας από το ευρώ, όπως επιχειρηματολόγησε πρόσφατα το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής του Αλέκου Αλαβάνου. Το πρόβλημα με αυτό το επιχείρημα δεν είναι απλά η ορθότητά του: οι μετανάστες ήρθαν στην Ελλάδα πριν από το ευρώ. Και θα συνεχίσουν να έρχονται από την Ασία και την Αφρική, όπου οι υλικές συνθήκες ζωής είναι κατά πολύ χειρότερες, οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι εξάλλου θα φροντίσουν γι' αυτό. Το βασικό πρόβλημα είναι αλλού: η ρατσιστική εκστρατεία είναι πρώτα και κύρια επίθεση ενάντια στην ενότητα της εργατικής τάξης. Σε τι ωφελεί αυτή την ενότητα το επιχείρημα (στηριγμένο μάλιστα σε δημοσκοπικό δείγμα 500 μεταναστών) ότι οι μετανάστες είναι υπέρ του ευρώ και θα φύγουν από τη χώρα αν γυρίσουμε στη δραχμη; Όταν μάλιστα αυτό λέγεται από το κομμάτι της Αριστεράς που θέλει να ενώσει τους αγώνες σε μια αντι-ευρώ βάση, το μήνυμα είναι σαφές: οι μετανάστες δεν λογίζονται κομμάτι του αγώνα ενάντια στα Μνημόνια, στη λιτότητα και τη δυστυχία που αυτά φέρνουν. Πρόκειται για αυτογκόλ: μια τέτοια θέση αποδέχεται τη διάσπαση της εργατικής τάξης και ταυτόχρονα μεγαλώνει το χάσμα της Αριστεράς με τη ριζοσπαστική αντιφασιστική νεολαία που σιχαίνεται το ρατσισμό και αναζητά τον καλύτερο τρόπο για να τσακίσει τους φασίστες. Ο αντιρατσισμός είναι στρατηγικά το καλύτερο ταίρι του αντιφασιστικού κινήματος, αν αυτό θέλει να είναι νικηφόρο.
Να οργανωθούμε! Αλλά πώς;
Οι αντιφασιστικές πρωτοβουλίες έχουν κατορθώσει μέσα σε λίγους μήνες να αλλάξουν το κλίμα παγωμάρας που επικράτησε μετά τα εκλογικά αποτελέσματα της Χρυσής Αυγής. Βασική επιλογή που συντέλεσε σ' αυτή την εξέλιξη ήταν η επιμονή στην οικοδόμηση μαζικού κινήματος, απέναντι σε αντιμετωπίσεις που προκρίνανε τη στρατιωτικοποίηση και την φυσική σύγκρουση αποφασισμένων μειοψηφιών με τους φασίστες. Η στρατιωτικοποίηση αποκόβει από το κίνημα την πλειοψηφία των ανθρώπων που θέλουν να αντιπαλέψουν τον φασισμό, ακόμα δε περισσότερο αυτό ισχύει για τα μέχρι στιγμής περισσότερα θύματά του, τους μετανάστες. Με δεδομένη μάλιστα τη συνεργασία των φασιστών με το κράτος, η αναμέτρηση με στρατιωτικούς όρους είναι εξαρχής υπονομευμένη.
Ανάμεσα στον μικρό – ακόμα – φασιστικό πυρήνα που συγκροτεί τη Χρυσή Αυγή και την αντιφασιστική μειοψηφία που δραστηριοποιείται εναντίον της, υπάρχει μια μεγάλη πλειοψηφία ανθρώπων με αντιφατικές ιδέες, σε μια περίοδο οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής κρίσης. Καθήκον των αντιφασιστών δεν είναι η στρατιωτική οργάνωση των ίδιων, αλλά η πολιτική οργάνωση της σχέσης τους μ' αυτή τη μεγάλη πλειοψηφία και το κέρδισμά της προς την πλευρά του αντιφασιστικού στρατοπέδου. Κρίσιμο ρόλο στην προσπάθεια αυτή έχουν οι οργανώσεις της εργατικής τάξης και της νεολαίας: τα σωματεία, οι σύλλογοι, τα πολιτικά κόμματα της Αριστεράς, οι μαζικές συλλογικότητες. Η οργανική σύνδεση του αντιφασιστικού αγώνα με τις μάχες που δίνουν οι εργαζόμενοι και η νεολαία θα κρίνει αν το 2013 η Χρυσή Αυγή θα σταθεροποιηθεί πολιτικά και θα συγκροτηθεί οργανωτικά ή αν θα είναι η αρχή της πολιτικής της απομόνωσης. Το συλλαλητήριο της 19 Γενάρη θα μας δώσει ένα πρώτο δείγμα του τι πρόκειται να γίνει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η ώρα της μεγάλης μάχης ενάντια στο φασισμό είναι τώρα.