Η Μαρία Στύλλου εξετάζει τις βαθύτερες ρίζες της νέας κρίσης που κλυδωνίζει τη συγκυβέρνηση.
Η λίστα Λαγκάρντ έχει βάλει σε δοκιμασία όλη την κυβέρνηση. Από τα «ύψη της επιτυχίας» της εξασφάλισης «της πιο μεγάλης δόσης», ο Σαμαράς βρέθηκε ξανά στα τάρταρα της πολιτικής κρίσης. Την ημέρα που θα συζητηθεί η σύσταση επιτροπής για το σκάνδαλο στη Βουλή θα στηθούν τέσσερις κάλπες, και είναι ανοιχτό το πού θα καταλήξει η ψηφοφορία για τον Βενιζέλο. Είναι ανοιχτή η προοπτική να πέσει η κυβέρνηση, γιατί η λίστα κλυδωνίζει και τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης, παρά τη συμφωνία τους να προχωρήσουν σε άμεση παραπομπή του Παπακωνσταντίνου. Ούτε η διαγραφή του Παπακωνσταντίνου από τον Βενιζέλο «ξαναγέννησε» το ΠΑΣΟΚ, ούτε οι διαγραφές βουλευτών της ΔΗΜΑΡ από τον Κουβέλη «σταθεροποίησε» την κυβερνητική πλειοψηφία.
Η κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη να προχωρήσει στην «κάθαρση» προς κάθε κατεύθυνση. Αναγκαστικά, ο Σαμαράς κάνει τα σκάνδαλα κέντρο της πολιτικής ατζέντας και προσπαθεί να συνδυάσει αυτόν τον άξονα με την γενικότερη «πάταξη της ανομίας», δηλαδή την ακροδεξιά ατζέντα με την οποία επιτίθεται στην Αριστερά και στις εργατικές αντιστάσεις. Για άλλη μια φορά, το μόνο που πετυχαίνει είναι να διευκολύνει τους συγκάτοικους της δεξιάς πολυκατοικίας. Το κόμμα των Ανεξαρτήτων Ελλήνων συμμάχησε με τη Χρυσή Αυγή για να στηθούν και άλλες δυο κάλπες, η μια για τον ΓΑΠ και η άλλη για τον Παπαδήμο. Αυτή η συμμαχία είναι εξοργιστική γιατί για πρώτη φορά το κόμμα των φασιστών βρίσκει όχι μόνο ακροατήριο, αλλά και στηρίγματα από τις «δημοκρατικές» δυνάμεις μέσα στον κοινοβούλιο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διαμόρφωσε την πρόταση για τιμωρία του δίδυμου Παπακωνσταντίνου-Βενιζέλου, χωρίς να προτείνει επέκταση της έρευνας και στους υπουργούς αυτής της συγκυβέρνησης και του ίδιου του Σαμαρά, έστω και εάν προφορικά αναφέρθηκε στις ευθύνες του. Κι’ όμως, όχι μόνο είναι συνεχιστές των μνημόνιων του Παπακωνσταντίνου και της προστασίας των φοροφυγάδων μέσα και έξω από τη λίστα Λαγκάρντ, αλλά οργάνωσαν το σκάνδαλο της «επαναγοράς χρέους» σε διαπλοκή με τα αρπακτικά των hedge funds. Δεν μιλάμε απλά για «πολιτικές ευθύνες». Σύμφωνα με δημοσιεύματα των Financial Times, οι κερδοσκόποι που λεηλάτησαν περίπου 2 δισεκατομμύρια με αυτό το κόλπο πραγματοποιούσαν συναντήσεις το περασμένο καλοκαίρι με τον Χατζηδάκη, τον Σταϊκούρα και τον ίδιο τον Σαμαρά.
Το πραγματικό ερώτημα ωστόσο είναι: ποιά θα έπρεπε να είναι η αντιμετώπιση της αριστεράς απέναντι στα σκάνδαλα; Αρκεί η πρόταση για διεύρυνση του κύκλου των υπευθύνων και η παραπομπή τους σε ειδικά ή στα ποινικά δικαστήρια;
Καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν είναι το πρώτο σκάνδαλο που συμβαίνει την τελευταία περίοδο. Το μεγάλο σκάνδαλο της Ζήμενς και ο κύκλος των εμπλεκόμενων που δεν έχει κλείσει, το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, η αποκάλυψη της συμμετοχής του Βουλγαράκη, του Ρουσόπουλου, και πλήθος άλλων στελεχών της Ν.Δ., το σκάνδαλο των στρατιωτικών παραγγελιών που έστειλαν τον Τσοχατζόπουλο και τον Σμπώκο στη φυλακή με ανοιχτό τι θα συμβεί στον Γ. Παπαντωνίου, πρώην τσάρο της οικονομίας και διάδοχο του Τσοχατζόπουλου στο Υπ. Εθνικής Άμυνας. Και τώρα η λίστα Λαγκάρντ, ένα σκάνδαλο που δεν περιορίζεται στη διαγραφή από τη λίστα των συγγενών του Παπακωνσταντίνου, αλλά απλώνεται στο πώς λειτουργούν οι τράπεζες στη σημερινή περίοδο. Τα οικονομικά σκάνδαλα δεν ξεκίνησαν τώρα, και δεν περιορίζονται μόνο στην Ελλάδα.
Ο Βενιζέλος προσπαθεί να θυμίσει το ’89 και γύρω απ’ αυτή την απειλή να συσπειρώσει ξανά τους βουλευτές του, και ό,τι έχει μείνει από το ΠΑΣΟΚ. Ματαιοπονεί. Ούτε τότε το σκάνδαλο Κοσκωτά ήταν μια πολιτική σκευωρία, ούτε σήμερα ισχύει κάτι τέτοιο. Τα σκάνδαλα έχουν τις ρίζες τους στην ίδια την εξέλιξη του καπιταλισμού και η σκιά που ρίχνουν τροφοδοτεί την πολιτική κρίση χάρη στο ρόλο του κράτους στο σύγχρονο καπιταλισμό.
Η Ιταλία στο τέλος της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές του ’90 είναι καλό παράδειγμα. Το 1992 διαλύθηκε η πεντακομματική κυβέρνηση της Ιταλίας (συνεργασία Σοσιαλιστικού Κόμματος και Χριστιανοδημοκρατών), μέσα από ένα μεγάλο σκάνδαλο που στο κέντρο του ήταν ο Μπετίνο Κράξι, ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος μέχρι το 1993 και πρωθυπουργός μέχρι το 1987, ο Ντε Μικέλις (υπουργός των εξωτερικών και μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος επίσης), καθώς και μια σειρά άλλοι υπουργοί. Η αποκάλυψη του σκανδάλου είχε απανωτές εξελίξεις. Ο Κράξι την κοπάνισε για την Τυνησία και έμεινε εκεί με όλα όσα είχε κλέψει, μέχρι το θάνατο του. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα διαλύθηκε. Οι Χριστιανοδημοκράτες διασπάστηκαν και ο Μπερλουσκόνι κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές το 1994. Ένας από τους μεγαλύτερους οικονομικούς κολοσσούς της Ιταλίας, ιδιοκτήτης εφημερίδων, καναλιών και ποδοσφαιρικής ομάδας, μπορούσε μέσα σε συνθήκες κομφούζιου και απογοήτευσης, να πουλήσει το τομάρι του σαν τον εντιμότερο πρωθυπουργό της Ιταλίας. Χρειάστηκε να περάσουν δυο δεκαετίες από τότε για να είναι ξεκάθαρο σε όλη την Ιταλία ότι πρόκειται για έναν μεγάλο απατεώνα. Ιστορικά γεγονότα πολύ χρήσιμα για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζει η αριστερά «εκστρατείες κάθαρσης» και σήμερα.
Κράτος και επιχειρήσεις
Η πιο εύκολη εξήγηση για τα σκάνδαλα είναι ότι φταίει το διεφθαρμένο κράτος και οι πολιτικοί που το υπηρετούν. Δεν είναι μια αυθόρμητη άποψη που υπάρχει μέσα στον κόσμο, είναι μια οργανωμένη επίθεση που ξεκινάει από την κυρίαρχη τάξη και τα παπαγαλάκια τους. Υποστηρίζουν ότι το κακό ξεκίνησε με την εκλογή του ΠΑΣΟΚ το 1981. Ότι αυτό σήμαινε διόγκωση του κρατικού τομέα μέσα από την ανάπτυξη των ΔΕΚΟ, τη δημιουργία του ΕΣΥ στα νοσοκομεία, την προώθηση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας, την εξάπλωση της κοινωνικής ασφάλισης κλπ. Η Ελλάδα των ελλειμμάτων και των σκανδάλων ξεκίνησε τότε, με το υπερβολικό κράτος, και άρα έφτασε η ώρα του περιορισμού του και των ιδιωτικοποιήσεων. Έχουν φτάσει να υποστηρίζουν ότι οι εφορίες ήταν πολλές και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να πιάσουν τους φοροφυγάδες και τις λίστες Λαγκάρντ! Η θεωρία ότι η διαπλοκή σταματάει με τις ιδιωτικοποιήσεις, είτε είναι εκ του πονηρού και χρησιμοποιείται σαν ευκαιρία για επίθεση στην εργατική τάξη και τις κατακτήσεις της, είτε αγνοεί πώς λειτουργούν οι επιχειρήσεις.
Η σύνδεση ανάμεσα στις επιχειρήσεις και το κράτος είναι χαρακτηριστικό του καπιταλισμού στην πιο προχωρημένη του μορφή (αυτό που ο Λένιν ονόμασε ανώτατο στάδιο στην εποχή του ιμπεριαλισμού). Δεν σταμάτησε ούτε λόγω της παγκοσμιοποίησης και των πολυεθνικών που υποτίθεται ότι μείωσαν το ρόλο του εθνικού κράτους, ούτε λόγω των ιδιωτικοποιήσεων του θατσερισμού και του νεοφιλελευθερισμού. Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα με ανταγωνιστικά κεφάλαια, που σε κάθε περίοδο, έχουν ανάγκη από κρατική προστασία και βοήθεια. Χρειάζονται το κράτος για να εξασφαλίσει φτηνή και ειδικευμένη εργατική δύναμη, για να ρυθμίσει τους όρους των διεθνών ανταλλαγών και του νομίσματος, για να στηρίζει τις επιχειρήσεις από τον κίνδυνο πτώχευσης και κατάρρευσης, για να έχουν στρατιωτική προστασία απέναντι στους ανταγωνιστές τους.
Αυτή η σύνδεση μεγάλωσε αντί να μικρύνει τα τελευταία τριάντα χρόνια, όπως ισχυρίζονται οι απολογητές της «ελεύθερης αγοράς». Καμιά πολυεθνική δεν εξασφαλίζει αγορές, συμβόλαια και επενδυτικές ευκαιρίες μόνο με την «ανταγωνιστικότητα των προϊόντων» της όπως λέει αυτός ο μύθος. Όλες χρησιμοποιούν την οικονομική διπλωματία του κράτους όπου εδρεύουν, τους οικονομικούς και πολιτικούς εκβιασμούς και πολλές φορές και τη γυμνή στρατιωτική επέμβαση. Το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών δαπανών κάθε χρόνο εξασφαλίζουν αγορές στις πολυεθνικές και στις ντόπιες μεγάλες επιχειρήσεις, με στρατιωτικές παραγγελίες, νέα συστήματα τηλεπικοινωνίας, δημόσια έργα, κλπ. Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ το 1989 και οι ιδιωτικοποιήσεις που ακολούθησαν δεν δημιούργησαν «καθαρές επιχειρήσεις-παίκτες στην ελεύθερη αγορά» αλλά ολιγάρχες με τις πλάτες του κράτους από το οποίο προέρχονταν.
Αυτή η σύνδεση είναι ακόμα μεγαλύτερη σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Εάν ο πατέρας Μπους έριξε 500 δις δολάρια το 1987 για να μην καταρρεύσουν κάποιες τράπεζες, σήμερα ο Μπερνάνκε δίνει κάθε μήνα 87 δις δολάρια για να κρατήσει τις τράπεζες και να αναθερμάνει τις επιχειρήσεις. Η τελευταία κρίση ξεκίνησε το 2007 στις ΗΠΑ, στη χώρα προπύργιο της «ελεύθερης αγοράς» και πατρίδα του «νεοφιλελευθερισμού», με επίκεντρο τον κατασκευαστικό τομέα, τα στεγαστικά δάνεια και την πυραμίδα κερδοσκοπίας που δημιουργήθηκε πάνω σ’ αυτά. Ήταν μια φούσκα που το σπάσιμο της παρέσυρε μαζικά τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις. Αυτή η φούσκα ανέδειξε ένα σύστημα που η συνέχιση του στηρίζεται στην κρατική ενίσχυση για να μην καταρρεύσει.
Όταν τα κεφάλαια ζητάνε προστασία από το κράτος, δημιουργείται μια στενή σχέση ανάμεσα στις επιχειρήσεις και την κρατική γραφειοκρατία. Όχι μόνο με βουλευτές και υπουργούς, αλλά και με στελέχη του κρατικού τομέα. Αλληλοκάλυψη συμφερόντων για να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να συνεχίσουν να βγάζουν κέρδη, και με το αζημίωτο. Αυτό το «θερμοκήπιο» είναι που αναπαράγει τα σκάνδαλα.
Και η αριστερά;
Αυτή η εικόνα του καπιταλισμού είναι απαραίτητη για να προσανατολιστεί σωστά η αριστερά και να αποφύγει το σκόπελο της επιφανειακής «κάθαρσης» ή της «εξυγίανσης» του συστήματος. Η άποψη ότι από τον «καπιταλισμό της αρπαχτής» χρειάζεται να γυρίσουμε πίσω στον «τίμιο καπιταλισμό» δεν οδηγεί πουθενά. Όχι μόνο γιατί η ειδυλλιακή εικόνα του καπιταλισμού πριν από τη νεοφιλελεύθερη φάση του είναι πλαστή, αλλά και γιατί από εκείνο τον παλιό «ρυθμιζόμενο» καπιταλισμό ξεπήδησε ο σημερινός της κρίσης και της διαπλοκής. Η αριστερά χρειάζεται αντικαπιταλιστική προσέγγιση και στο ζήτημα των σκανδάλων.
Τι σημαίνει αυτό συγκεκριμένα στην Ελλάδα της λίστας Λαγκάρντ; Μέσα στην μεγαλύτερη σύγκρουση με τα Μνημόνια, δεν μπορεί τα κόμματα της αριστεράς να περιορίσουν την κάθαρση σε κάλπες που θα στηθούν στη Βουλή. Βρισκόμαστε μπροστά στη μεγαλύτερη πολιτική κρίση, της πιο μισητής κυβέρνησης, με πρωταγωνιστή ένα μεγάλο εργατικό κίνημα που ανέβασε την αριστερά σε κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης, και γι’ αυτό χρειάζεται διαφορετική στρατηγική.
Η εργατική τάξη είναι η δύναμη που μπορεί να σταματήσει τα σκάνδαλα. Γιατί μπορεί και να τιμωρήσει τους πρωταγωνιστές τους και να ξηλώσει τις μήτρες που τα γέννησαν συνδυάζοντας την κάθαρση με την υπεράσπιση των δικών της συμφερόντων απέναντι στις επιθέσεις των κερδοσκόπων. Οι συνδέσεις είναι φανερές.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η λίστα Λαγκάρντ, είναι η φορολόγηση των πλούσιων. Η καλύτερη τιμωρία των κερδοσκόπων και των φοροφυγάδων είναι η κρατικοποίηση των τραπεζών κάτω από εργατικό έλεγχο. Ώστε να μην μπορεί κανένας μεγαλόσχημος με οικονομική ή πολιτική επιφάνεια να μετακινεί τεράστια ποσά ανεξέλεγκτος, ούτε κανένας εισαγγελέας να παριστάνει ότι η αποκάλυψη των φοροφυγάδων είναι «προϊόν υποκλοπής».
Διαπλοκή δεν είναι μόνο η σχέση του υπουργού με τις ξαδέλφες του, αλλά και η πολιτική που επιμένει στην αποπληρωμή του χρέους στους τραπεζίτες «μέχρι το τελευταίο ευρώ» και δίνει στα hedge funds μέσα σε ένα καλοκαίρι τόσα όσα κόβει από τους συνταξιούχους. Η ριζική λύση για αυτό το απόστημα είναι η διαγραφή του χρέους και η ρήξη με τους τραπεζίτες του ευρώ.
Το ζήτημα δεν είναι μόνο αν οι εξαδέλφες ενός υπουργού θεωρούν τα εισοδήματά τους νομιμοποιημένα από τις δραστηριότητές τους, αλλά αν οι κυβερνήσεις επιβραβεύουν αυτές τις δραστηριότητες με διορισμό στο Ταμείο Αξιοποίησης της περιουσίας του δημοσίου, δηλαδή στον φορέα των ιδιωτικοποιήσεων και στην προοπτική νέων σκανδάλων μέσα από το ξεπούλημα των ΔΕΚΟ. Η απάντηση είναι να πάνε ασφαλώς φυλακή οι υπουργοί και οι πρωθυπουργοί που υπηρέτησαν και υπηρετούν αυτή τη λεηλασία, αλλά και να σώσουμε τις δουλειές και τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας αντιστρέφοντας όλες τις ιδιωτικοποιήσεις.
Το 2012 τελείωσε με απεργίες και με την υπόσχεση του εργατικού κινήματος ότι θα «μας βρείτε μπροστά σας και τη νέα χρονιά». Την ώρα που η Βουλή συζητάει τι να κάνει τους υπουργούς αλλά επικυρώνει τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου για τα ξεπουλήματα, οι εργαζόμενοι του ΟΣΕ γράφουν στο πανό τους «εκτροχιάστε τους» και οι εργαζόμενοι του Ταχυδρομικού Ταμιευτήριου κατεβαίνουν σε απεργία. Αυτή είναι η δύναμη που πρέπει να στηρίζει η αριστερά και αυτή είναι η μεγαλύτερη εγγύηση ότι θα τελειώσουμε και με τη σημερινή κυβέρνηση και τα σκάνδαλα της και με το σύστημα που στηρίζει.