Πίσω απ’ το σκοτάδι, το ξημέρωμα
Στις αρχές του 1944, λίγους μήνες πριν την πτώση του φιλοχιτλερικού Κράτους του Βισύ που είχε εγκαθιδρύσει από το 1940 ο γάλλος στρατάρχης Πετέν συνθηκολογώντας με τους ναζί, όλη η Γαλλία γνώρισε την Ομάδα Μανουσιάν. Η περίφημη Κόκκινη Αφίσα με τις φωτογραφίες των μελών της λίγο πριν την εκτέλεσή τους, κολλήθηκε από το φιλοναζιστικό καθεστώς σε όλες τις γαλλικές πόλεις για να καμφθεί το ηθικό της Αντίστασης. “Στρατό του εγκλήματος” τους αποκάλεσε στην αφίσα η ναζιστική προπαγάνδα, συνοδεύοντας τις φωτογραφίες τους με σκληρές σκηνές από πτώματα και εκτροχιασμένα τρένα. Ήταν μετανάστες εργάτες, Εβραίοι, κομμουνιστές. Ό,τι μισούσαν δηλαδή οι φασίστες. Για δεκαετίες η ιστορία τους ήταν υποτιμημένη ακόμα και από το γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα που διεκδικούσε μεν τα αντιστασιακά πρωτεία αλλά ως καθαρά εθνικό, γαλλικό κόμμα.
Για τον Τόμι, όπως ήταν το ψευδώνυμο του κατά κόσμον Τομά Ελέκ, δεύτερο στο πάνω μέρος της αφίσας μέσα σε κύκλο, με αριθμό μητρώου 10306, Εβραίο ουγγρικής καταγωγής, γόνο κομμουνιστικής οικογένειας, που εντάχτηκε στην αντίσταση στα δεκαέξι του και εκτελέστηκε δίπλα στους συντρόφους του στα δεκαεννιά του, γράφει στο μυθιστόρημα “Τόμι” ο συγγραφέας Αλαίν Μπλοτιέρ. Κι επιλέγει έναν πρωτότυπο τρόπο.
Εξήντα χρόνια μετά την εξόντωση των Εβραίων της Γαλλίας “που στην πλειονότητά τους, θυμήθηκαν τότε πως ήταν Εβραίοι” και την εξάρθρωση της Ομάδας Μανουσιάν, ένας σκηνοθέτης αποφασίζει να γυρίσει ταινία για τη ζωή του Τόμι, “έναν αληθινό ήρωα, που πέθανε νέος και όμορφος”. Οι αναμνήσεις της μητέρας του Τόμι, Ελέν, η οποία διατηρούσε εστιατόριο – προκάλυμμα για τους παρτιζάνους – στο Παρίσι και με την οποία ο Τόμι είχε παθολογική σχέση αγάπης, τα αρχεία της αστυνομίας για τη δράση και το τέλος των ξένων μαχητών του ΓΚΚ με την ονομασία FTP-MOI (Ελεύθεροι Σκοπευτές και Παρτιζάνοι – Μετανάστες εργάτες) κομμάτι των οποίων ήταν η Ομάδα Μανουσιάν, αποδεικνύονται πολύτιμα για τον συγγραφέα και, ως εκ τούτου, για τον σκηνοθέτη του μυθιστορήματος.
Τον Ιούνη του 1941, στον απόηχο των πρώτων, κοντά 4.000, συλλήψεων Εβραίων αλλά και των πρώτων κανονισμών αποκλεισμού τους από πλήθος λειτουργημάτων και επαγγελμάτων, ο Τόμι παρατά το σχολείο, σε μια απότομη και πρόωρη ενηλικίωση, για να μπει στην Αντίσταση. Μοιράζει προκηρύξεις, κάνει αφισοκολλήσεις, γράφει συνθήματα στους τοίχους.
Ενα χρόνο μετά, λίγες μέρες μετά τη σύλληψη 12.000 Εβραίων – ανάμεσά τους, 4.000 παιδιά, πολλοί γέροντες, άρρωστοι, ανάπηροι – ο Τόμι προσχωρεί στους FTP-MOI που απαρτίζονται από Ρουμάνους, Ούγγρους, Πολωνοεβραίους, Ιταλούς, αλλά και παλαίμαχους του Ισπανικού Εμφυλίου ανεξαρτήτως εθνικότητας. Κύρια αποστολή τους “να σπάσουν το ηθικό του κατακτητή με τρομοκρατικές ενέργειες”, με επιθέσεις με χειροβομβίδες ή αυτοσχέδιες βόμβες αρχικά, με εκτροχιασμούς τρένων αργότερα.
Η οργανωμένη συμβαδίζει με την προσωπική αντίσταση. Ο Τόμι, “κομμουνιστής αλλά με αέρα αριστοκράτη, επηρμένος, αλαζόνας, απέπνεε ανωτερότητα” και με “παρουσιαστικό , χαρακτηριστικά και χρώματα που αμφισβητούσαν τα πορίσματα της ρατσιστικής ανθρωπομετρίας την οποία προωθούσε η προπαγάνδα του γαλλικού κράτους”, αψηφά τα αντισημιτικά μέτρα της κυβέρνησης. Δεν φορά το κίτρινο άστρο που έχει επιβληθεί από τον Ιούνιο του 1942, μπαίνει σε όποιο χώρο θέλει παρά την απαγόρευση από τον Ιούλη του ίδιου χρόνου της εισόδου των Εβραίων σε όλους τους δημόσιους χώρους πολιτισμού και ψυχαγωγίας.
Ολοι οι συναγωνιστές του Τόμι, με το προλεταριακό και κομμουνιστικό τους βιογραφικό, εκτελεστές που ο καθένας “είχε πολύ σοβαρούς λόγους για να σκοτώνει”, θα μπορούσαν να πρωταγωνιστήσουν στην μεγάλη οθόνη. Ο στρατιωτικός υπεύθυνος και ο πιο διάσημος της Ομάδας, ο Αρμένιος Μισάκ Μανουσιάν ή “Ζορζ”, ποιητής και δημοσιογράφος, ο Γιόσεφ Μποκτσόρ ή “Πιερ”, Εβραίος κομμουνιστής από την Πράγα, που είχε πολεμήσει με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες στον Ισπανικό Εμφύλιο, ο Βολφ Βάσμπορτ ή “Μαρσέλ”, ο μοναδικός νεότερος από τον Τόμι τη στιγμή της εκτέλεσης, μόλις δεκαέξι χρονών, με τον όμορφο και τραγικό έρωτά του για τη Σάρα που κι αυτή κατέληξε σε κάποιο θάλαμο αερίων του Αουσβιτς (“Βολφ και Σάρα, ποτάμι τα δάκρυα, Κάννες, 5.000.000 εισιτήρια”, σκέφτεται κάποια στιγμή ο σκηνοθέτης).
Η τελευταία ευρηματική πινελιά του συγγραφέα είναι ο σύγχρονος Γκαμπριέλ, ο σκεητμπορντάς μαθητής λυκείου που ο σκηνοθέτης συναντά τυχαία στους δρόμους του Παρισιού και μοιάζει εκπληκτικά στον Τόμι. Ο Γκαμπριέλ θα υποδυθεί τον Τόμι στην ταινία και θα ταυτιστεί, σε ακραίο βαθμό, μαζί του. Καθώς ο Τόμι θυσιάζει τη ζωή του για την αγάπη του για την ελευθερία, ο Γκαμπριέλ σταδιακά και ολοένα πιο βασανιστικά απαρνιέται “τα πατίνια του, το στυλ του, τις εξόδους του” και τελικά το παρόν του.
Η ξεχασμένη ιστορία του Τόμι και των συντρόφων του έρχεται στα ελληνικά (Ιούνης 2012) σε μια στιγμή που χρειάζεται να θυμηθούμε τα εγκλήματα του ναζισμού και όσους τον πολέμησαν. Και μας αφήνει, παρά τη βιαιότητα των τελευταίων σκηνών των βασανισμών και των εκτελέσεων, με την αισιόδοξη φωνή του Τόμι στο νου να μας προτρέπει, στο ένα από τα δύο σημειώματα που άφησε πριν πεθάνει, “να χαίρεστε, γιατί για σας το ξημέρωμα θα φέρει τραγούδια”.
Τιμή 14€, 241 σελίδες Εκδόσεις Πόλις