Βιβλιοκριτική
Michael Hardt & Antonio Negri: Να πάρουμε τη σκυτάλη – Διακήρυξη

Εξώφυλλο του βιβλίου

Ένα βήμα μπρος...

«Τα σημερινά κοινωνικά κινήματα... έχοντας κατεβεί στους δρόμους και τις πλατείες δεν ανατρέπουν απλά τους εξουσιαστές αλλά επινοούν επίσης τα οράματα ενός νέου κόσμου... Πώς μπορεί η διακήρυξη αυτή να γίνει η βάση για τη συγκρότηση μιας νέας και βιώσιμης κοινωνίας;».

Το διάβασμα των παραπάνω στο προοίμιο του πρόσφατου βιβλίου των Hardt και Negri δεν είναι μόνο ευπρόσδεκτο νέο, αλλά και ευχάριστη έκπληξη. Οι δυο θεωρητικοί της σύγχρονης αυτονομίας μέχρι πρόσφατα ζωγράφιζαν μια εικόνα κατακερματισμού και απομόνωσης για τις εξεγέρσεις και συνακόλουθα – και σε συνδυασμό με τη γενικότερη κοσμοαντίληψή τους – αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό τις προοπτικές του αντικαπιταλισμού. Τι έχει αλλάξει;

Οι συγγραφείς ξεκαθαρίζουν ότι εμπνεύστηκαν από τους αγώνες του 2011, τις Αραβικές εξεγέρσεις, τις καταλήψεις των πλατειών, το κίνημα «Occupy Wall Street» στις ΗΠΑ, κινηματικά γεγονότα που συνδέθηκαν και συνομιλούσαν μεταξύ τους και είχαν τόσο μεγάλη δυναμική που έθεσαν στην πολιτική ατζέντα κοσμογονικές προκλήσεις και ερωτήματα που απαιτούν απαντήσεις.

Η διακήρυξη χωρίζεται αδρά σε 3 μέρη: Μορφές της σημερινής κρίσης – Εξέγερση – Συγκρότηση του κοινού.

Στο πρώτο μέρος περιγράφονται οι 4 «νέες μορφές υποκειμενικότητας», τα 4 πρόσωπα που δημιούργησε η σύγχρονη οικονομική και ιδεολογική κρίση: η ηγεμονία του χρηματοοικονομικού συστήματος και των τραπεζών έχει δημιουργήσει τον «Χρεωμένο», ο έλεγχος πάνω στην επικοινωνία και τα ΜΜΕ τον «Μεσοποιημένο», το ειδικό καθεστώς ασφαλείας – καταστολής τον «Ασφαλισμένο» (securitized), η διαφθορά της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης τον «Αντιπροσωπευόμενο».

Σε κάθε μια από αυτές τις υποταγμένες φιγούρες αντιστοιχίζεται μια μορφή εξέγερσης που αναλύεται στο δεύτερο κεφάλαιο: άρνηση του χρέους, δημιουργία-αποκατάσταση της αλήθειας, ελευθερία από το καθεστώς ασφαλείας, ατομική συγκρότηση-ανασύνταξη. Τι είδους ανασύνταξη; Στο κεφάλαιο 3 περιγράφεται ένα σχέδιο συντάγματος που φιλοδοξεί να συγκροτήσει αυτό που οι συγγραφείς αποκαλούν «νέα συντακτική εξουσία», μια δημοκρατική διακυβέρνηση που θα αντλεί τις εξουσίες της από τη συμμετοχή των κυβερνώμενων και θα διασφαλίζει μια σειρά από ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα καθώς και την πρόσβαση στα κοινά αγαθά. Σαν τρόπος λήψης αποφάσεων προτείνεται η δημοκρατία των συμβουλίων με οριζόντια, ομοσπονδιακού τύπου διασύνδεση, ενώ σε επίπεδο σχεδιασμού υιοθετείται η θεωρία της απο-ανάπτυξης, που προτείνει σαν απάντηση στην ισοπέδωση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και στην καταστροφή του περιβάλλοντος μικρές, αποκεντρωμένες, βασικά αυτάρκεις κοινωνίες που θα αποφασίζουν και θα δρουν τοπικά.

Σκληρή αλλά όχι άδικη κριτική εκφράζεται στη στάση της παραδοσιακής αριστεράς, που προσδοκά να κυβερνήσει μέσω του χρεωκοπημένου κοινοβουλευτικού θεσμού καθώς και στα σταλινικά κρατικοκαπιταλιστικά καθεστώτα.

Τα ζητήματα που πιάνει το δοκίμιο είναι χίλια τα εκατό πραγματικά και επίκαιρα, όμως οι εναλλακτικές λύσεις – ακριβώς επειδή πατάνε στο γενικότερο θεωρητικό υπόβαθρο του συγγραφικού δίδυμου, όπως αυτό έχει αναλυθεί στην τριλογία τους «Αυτοκρατορία», «Πλήθος», «Commonwealth» –, αδυνατούν να δώσουν διέξοδο στα προκλητικά ερωτήματα. Η ποιητική γλώσσα που επιστρατεύεται για να περιγράψει όψεις της σημερινής πραγματικότητας δεν μπορεί να καλύψει την επιφανειακή θεωρητική τους αφετηρία. Θα σταθούμε επιγραμματικά σε 3 ζητήματα:

Ο ισχυρισμός ότι τα κινήματα αυτά πέτυχαν γιατί ήταν αυθόρμητα και δεν είχαν καμιά διακριτή ηγεσία είναι βολικός για να ξορκίζονται πολιτικά κόμματα και φιλόδοξες ηγετικές φιγούρες, όμως αγνοεί ότι κανένα πολιτικό γεγονός δεν είναι εντελώς αυθόρμητο, αντίθετα συμπυκνώνει και εκφράζει τη γενικότερη ταξική πάλη και τις συλλογικές και μεμονωμένες εμπειρίες αυτών που συμμετέχουν. Η πλατεία Συντάγματος δεν ήταν αποκομμένη από τις δεκάδες πανεργατικές απεργίες, όπως η πλατεία Ταχρίρ συνομιλούσε με αγωνιστές αλληλέγγυους στην Παλαιστίνη και με χιλιάδες εργατικούς χώρους όπου μαχητικοί εργάτες και εργάτριες για μήνες απεργούσαν με οικονομικά και πολιτικά αιτήματα. Οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις λειτουργούσαν μέσα σε όλες τις διαδικασίες, ανοιχτά ή καλυμμένα. Η «απαγόρευση» των κομμάτων, που σε κάποιο βαθμό έκφραζε την αποστροφή του κόσμου προς αυτά και τη γενική κρίση εκπροσώπησης, τελικά δεν εμπόδισε την οργανωμένη επιρροή τους μέσα στην κοινωνία, γεγονός που έγινε φανερό και στις κοινοβουλευτικές αναμετρήσεις που ακολούθησαν.

Οι 4 υποταγμένες φιγούρες της σύγχρονης κρίσης αποτελούν αν όχι καρικατούρες, φωτογραφίες υποκειμένων και άρα στατικές απεικονίσεις μιας κοινωνίας κατακερματισμένης από τα πάθη και τις φοβίες των μελών της. Οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι «αυτές ...μπορούν να εξεγερθούν και να γίνουν μορφές ισχύος, όχι σαν αποτέλεσμα μιας διαλεκτικής διαδικασίας αλλά ενός συμβάντος που θα ανατρέψει τις διαδικασίες υποταγής...». Όμως η ιστορία έχει επιβεβαιώσει τον διαλεκτικό τρόπο με τον οποίο ξεσπούν και εξελίσσονται οι επαναστάσεις: όχι από ανθρώπους- καρικατούρες αλλά από κοινωνικές τάξεις που ναι, είναι καταπιεσμένες και αλλοτριωμένες λόγω της κυριαρχίας της ανώτερης τάξης αλλά συγκρούονται με αυτή την τάξη και τους θεσμούς της και έτσι αλλάζουν τον εαυτό τους και την κοινωνία. Αυτή η ανάλυση είναι επίκαιρη σήμερα. Παγκόσμια υπάρχει μια τεράστια εργατική τάξη που χτυπιέται από τους καπιταλιστές και τις κυβερνήσεις τους αλλά αντιστέκεται και επικοινωνεί σε βαθμό ασύγκριτο από το παρελθόν. Υπάρχουν σοβαρά ζητήματα οργάνωσης, διαιρέσεων, συντονισμού, αυξανόμενη ανεργία, εκεί χρειάζεται να σταθεί μια αντικαπιταλιστική ανάλυση, όχι στην απόρριψη της διαλεκτικής μεθόδου.

Στην εναλλακτική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, συμφωνούμε με την υιοθέτηση της άμεσης δημοκρατίας κατά το συμβουλιακό παράδειγμα – πρότυπο. Και ιστορικά, αυτή είναι η μορφή που επέλεγε το εργατικό κίνημα όταν ήταν σε έφοδο προς μια νέα κοινωνία. Αυτό όμως μας φέρνει όλους αντιμέτωπους με το ζήτημα όχι μόνο της πολιτικής αλλά της οικονομικής εξουσίας. Δεν μπορείς να αγνοήσεις το κράτος, ούτε ασφαλώς να γίνεις αόρατος όπως ισχυρίζεται το βιβλίο. Μπορείς να προσαρμοστείς στην αστική νομιμότητα όπως κάνουν τα ρεφορμιστικά κόμματα ή να συγκρουστείς μαζί της, δεν μπορείς να την παρακάμψεις. Τα παραδείγματα απομονωμένων εναλλακτικών νησίδων μέσα σε έναν καπιταλιστικό κόσμο δεν έχουν οδηγήσει μέχρι σήμερα πουθενά. Αν γίνουν αντίπαλο δέος, αναπόφευκτα θα αντιμετωπίσουν την επίθεση από το ισχύον σύστημα. Άρα το ζήτημα του ποιός κατέχει την εξουσία δεν είναι αφηρημένο ιδεολογικό ζήτημα που μπορεί να το αποποιηθεί ένα κίνημα. Χρειάζεται να καταλάβει την εξουσία, να καταστρέψει τους μηχανισμούς των καπιταλιστών για να προχωρήσει.

Τα παραδείγματα που αναφέρονται στο βιβλίο περισσότερο υπονομεύουν παρά στηρίζουν τις γενικεύσεις. Η Λατινική Αμερική πράγματι έχει μια πλούσια παράδοση κοινωνικών κινημάτων της εργατικής τάξης, των ακτημόνων, των ιθαγενών που πολλές φορές στήριξαν και οδήγησαν στην κυβέρνηση αριστερά κόμματα.Οι αριστερές κυβερνήσεις προχώρησαν σε κάποιες μεταρρυθμίσεις, συνήθως όμως υποχώρησαν στις πιέσεις του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, υιοθετώντας και νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

Είναι σωστή η θέση ότι τα κινήματα δεν πρέπει να συγχωνεύονται με τις κυβερνήσεις αλλά να διατηρούν την ανεξαρτησία τους, όχι όμως με στόχο «ένα εργαστήρι συναινετικών παρεμβάσεων και πληθυντικών θεσπίσεων νομοθετικών κανόνων που θα διαλύσει την κυρίαρχη εξουσία...», όπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς: αυτή δεν διαλύθηκε ποτέ έτσι ούτε και πρόκειται να το κάνει. Η κυβέρνηση Λούλα έκλεισε τους αγωνιστές του MST και τους συνδικαλιστές στη φυλακή, ο αγώνας συνεχίζεται έξω και ενάντια σε τέτοιες κυβερνήσεις. Για να γίνει το νερό της Κοτσαμπάμπα κοινό, αυτό που χρειάζεται δεν είναι «αντλίες, σωλήνες και συστήματα διαχείρισης και τεχνογνωσίας», αλλά η διεκδίκησή του από τα αρπακτικά της ιδιωτικοποίησης και τις κυβερνήσεις που το ιδιωτικοποιούν κι αυτό προκαλεί πολιτική σύγκρουση.

Οι πλουραλιστικές παράλληλες προτάσεις των Hardt και Negri σήμερα ενσωματώνονται με ευκολία στη ρητορική των αριστερών ρεφορμιστικών κομμάτων, όσο κι αν οι συγγραφείς διαχωρίζονται με βδελυγμία από αυτά.

Η προοπτική βρίσκεται αλλού, στην αναμέτρηση με τα δύσκολα ζητήματα της ηγεμονίας και της εξουσίας κι απ’αυτή την άποψη ναι, να πάρουμε τη σκυτάλη, αλλά να τη δώσουμε στη δύναμη που αυτή τη φορά θα μπορέσει να νικήσει αυτό το σάπιο σύστημα.

Τιμή 8,5€, 141 σελίδες Εκδόσεις Βιβλιόραμα