Βιβλιοκριτική
Βασίλης Κρεμμυδάς: Ο θείος από την Αμερική

Εξώφυλλο του βιβλίου

Ο μαύρος εγγονός και ο ιστορικός παππούς

Τον Βασίλη Κρεμμυδά τον ξέραμε ως μαρξιστή ιστορικό, που έγραψε και δίδαξε Οικονομική και Κοινωνική Ιστορία στα πανεπιστήμια της Κρήτης και της Αθήνας. Μα και σαν έναν άνθρωπο ευαίσθητο και μετέχοντα πάντα στους προβληματισμούς και τους αγώνες του σήμερα. Σ’ ένα σήμερα, λοιπόν, που η κυβέρνηση, μαζί με όλες τις άλλες επιθέσεις, επιδιώκει ουσιαστικά να καταργήσει ακόμη κι αυτόν τον λειψό νόμο για την απονομή ελληνικής ιθαγένειας, που ο «Ξένιος Δίας» του Δένδια στρώνει το έδαφος στους χρυσαυγίτες δολοφόνους μεταναστών και που η οικονομική κρίση μπορεί να αποτελέσει κατάλληλο υπέδαφος για τη διάχυση ρατσιστικών ιδεών ακόμη και μέσα στα νηπιαγωγεία, ο Κρεμμυδάς αισθάνθηκε ότι έχει χρέος να γράψει ένα «παραμύθι για τον μετανάστη».

Αφορμή και έμπνευση στάθηκε ο εγγονός του, ο Νάμπα – Αλέξανδρος, που ο πατέρας του γεννήθηκε στην Αφρική. Να πώς έγινε. Πριν δυο χρόνια ο δεκάχρονος τότε Νάμπα πήγε στον παππού του στενοχωρημένος και μπερδεμένος, γιατί η δασκάλα του τον είπε μετανάστη κι αυτό δεν του άρεσε, γιατί τους μετανάστες «.. τους βρίζουν όλοι, δεν τους θέλει κανένας». Έτσι γεννήθηκε «Ο θείος από την Αμερική»· η αφήγηση της πολύμηνης προσπάθειας του παππού – ιστορικού – δασκάλου Κρεμμυδά να λύσει τις απορίες του εγγονού του, να του εξηγήσει και να τον ενδυναμώσει με γνώσεις και επιχειρήματα, αισθανόμενος ταυτόχρονα την υποχρέωση αυτή τη συζήτηση να την βγάλει έξω από τα οικογενειακά της όρια, να την απευθύνει σε όλα τα παιδιά των μεταναστών μα και σ’ όλα τα άλλα παιδιά, για να μπορούν να κατανοήσουν και να αντιμετωπίσουν την ξενοφοβία και το ρατσισμό.

Βήμα – βήμα παρουσιάζονται οι ανησυχίες και οι απορίες του εγγονού και οι μέσα από απλή αφήγηση, πηγάζουσες από τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις του, απαντήσεις του παππού, που συγκρούονται με τις ρατσιστικές απόψεις. Ποιος είναι ο μετανάστης; Αυτός που γεννήθηκε σε άλλη χώρα και ζει σε μιαν άλλη, αλλά με δική του απόφαση. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά – είτε γεννήθηκαν εδώ είτε τα έφεραν οι γονείς τους μαζί τους – δεν είναι ποτέ μετανάστες, είναι πολίτες της χώρας που ζουν. Γιατί γίνεται κανείς μετανάστης; «Οι περισσότεροι που φεύγουν από την πατρίδα τους φεύγουν αναγκαστικά… δηλαδή από ανάγκη, ανάγκη να δουλέψουν και να φροντίσουν την οικογένειά τους… Ο μετανάστης, δεν μπορεί να πάει όπου θέλει, θα πάει εκεί που ξέρει ότι θα βρει δουλειά και θα ζήσει καλά… Υπάρχει κι άλλος λόγος: ο μετανάστης πάει όπου πάνε και άλλοι συμπατριώτες του, για να μπορούν να βοηθιούνται μεταξύ τους…».

Ακολουθεί ένας δεύτερος τρόπος προσέγγισης του θέματος: η χρήση της Ιστορίας, δηλαδή το «τι έκαναν παλιά οι άνθρωποι». Η Ιστορία αφηγημένη με τρόπο ελκυστικό. Έτσι που ένα παιδί «να χαίρεται και να μαθαίνει,·να μαθαίνει και να απελευθερώνεται, να μαθαίνει για όσα έγιναν κάποτε, να μαθαίνει ότι ο κόσμος δεν γεννήθηκε όταν γεννήθηκε εκείνο… για να γίνει κατανοητός αυτός ο παλιός κόσμος από ένα δεκάχρονο παιδί, πρέπει να παρουσιαστεί με ειδικό τρόπο, ένας καλός τρόπος είναι να προτρέπεις το παιδί να συγκρίνει, να παραλληλίζει με σημερινά πράγματα». ·Τι πιο ενδιαφέρον, λοιπόν, από το να μιλήσει η Ιστορία μέσα από το στόμα ενός μετανάστη του χθες; «Για να δεις τις ταλαιπωρίες των ελλήνων μεταναστών εκείνης της εποχής», που «σε κάτι παλιοκάραβα τους φόρτωναν με κίνδυνο να πνιγούν σε καμιά φουρτούνα». Έτσι, ο παππούς διαβάζει και συζητά με τον εγγονό αποσπάσματα από το «Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη» του Θανάση Βαλτινού· από την παλιά έκδοση του ’72, με την ολοζώντανη πρωτοπρόσωπη αφήγηση του «λαθραίου» μετανάστη από τη βουτηγμένη και τότε σε οικονομική κρίση Ελλάδα στην Αμερική των αρχών του 20ου αιώνα, που αναπτύχθηκε χάρη στα «εργατικά χέρια» που κατέφθαναν από κάθε γωνιά της γης.

Τέλος, ο παππούς οργανώνει δυο συναντήσεις με μετανάστες. Με μια 63χρονη μετανάστρια από την Ουκρανία, που με τη λιτά ειπωμένη προσωπική της ιστορία συγκινεί και κάνει το παιδί να προσλάβει εύκολα αιτίες, στόχους, συναισθήματα που προκαλεί η μετανάστευση. Και μ’ έναν μετανάστη του χθες. Έναν ενενηντατριάχρονο γεννημένο στην Αμερική από γονείς μετανάστες των αρχών του 20ου αιώνα, τον ίδιο το «θείο από την Αμερική», όπως έλεγαν τους μετανάστες τις δεκαετίες μετά το δεύτερο πόλεμο, όταν έστελναν ό, τι μπορούσαν για να βοηθήσουν τους ανθρώπους τους εδώ.

Το βιβλίο δεν στήνεται με λογοτεχνικές δεξιότητες και τεχνικές για να τραβήξει την προσοχή ενός παιδιού. Και όπως καταλάβατε, μόνο παραμύθι δεν είναι. Είναι η Ιστορία της Μετανάστευσης στον Καπιταλισμό. Μέσα από τις προσωπικές ιστορίες μεταναστών του χθες και του σήμερα απλώνεται το Αφήγημα της Μετανάστευσης από τις αρχές του 20ού αιώνα και ως τις μέρες μας, ειπωμένο έτσι που να μπορεί να προσληφθεί από ένα παιδί. Με οδηγό τον παππού του, που κάθε άλλο παρά παντογνώστης είναι, προχωρά κι αυτός με αβέβαια βήματα, αφουγκραζόμενος συνεχώς αν το παιδί μπορεί να παρακολουθήσει τη διαδρομή που του δείχνει, ενθαρρυμένος και επιβραβευμένος τελικά για την ορθότητα των επιλογών του από το ίδιο το παιδί.

Το βιβλίο έτσι αποκτά μια επιπλέον αξία, ίσως τη βασικότερη. Γίνεται ένας παιδαγωγικός οδηγός για ενήλικες – δασκάλους, γονείς, για όποιον έχει γύρω του παιδιά – για το ότι δεν πρέπει να φοβούνται τα «δύσκολα» θέματα, για το πώς πρέπει να «δουλεύουν» τα μπερδέματα, τις απορίες, τις λύπες των παιδιών, μια μεθοδολογία για το πώς προσεγγίζουμε τη σκέψη και το συναίσθημα των παιδιών, καθώς προσπαθούμε να τα απαλλάξουμε από την άγνοια και τις στρεβλές κοινωνικές αντιλήψεις. Γι’ αυτό το βιβλίο αυτό δεν το δίνεις απλώς σ’ ένα παιδί. Το διαβάζεις μαζί του, στέκεστε σελίδα – σελίδα, όπως κάθε τόσο κοντοστέκεται και ο συγγραφέας του, το συζητάτε, προσαρμόζετε τις ιστορίες του στα ηλικιακά και κοινωνικά δεδομένα του κάθε παιδιού ή δημιουργείτε καινούριες με βάση τις δικές σας εμπειρίες και γνώσεις.

Ένα τελευταίο σημείο για το γιατί σήμερα περισσότερο από ποτέ υπάρχει μεγάλη ανάγκη να γράφονται τέτοια βιβλία. Διάβασα το βιβλίο όχι μόνο για να το παρουσιάσω αλλά γιατί αναζητώ πρόσφορους τρόπους για να μιλήσω για το ρατσισμό σ’ ένα πεντάχρονο παιδί. Μην απορείτε για την ηλικία. Πριν από τρεις μήνες, γυρνώντας από το κυψελιώτικο νηπιαγωγείο του, όπου 13 από τους 16 συνολικά συμμαθητές και συμμαθήτριές του είναι παιδιά μεταναστών, ο ούτε καν πεντάχρονος γιος μου (εγγόνι ο ίδιος, από τη μεριά του πατέρα του, μεταναστών από την Ελλάδα στη Γερμανία) μου δήλωσε ότι δεν θέλει να κάνει παρέα με παιδιά με «σκούρο καφέ δέρμα» (αγνοώ ακόμη την προέλευση του ορισμού). Για πρώτη φορά στη ζωή μου κατάλαβα τι σημαίνει στην κυριολεξία η έκφραση «χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου». Όταν κατόρθωσα να ψελίσω ένα «γιατί», η απάντηση έκανε, αν είναι δυνατόν, τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Γιατί, όπως του είπε ο φίλος του – μου είπε το όνομα ενός συμμαθητή του, παιδιού μεταναστών από την Αλβανία – «οι άνθρωποι με σκούρο δέρμα φταίνε για ό, τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα». Να τονίσω ότι ο γιος μου δεν έχει ακόμη αντίληψη του τι ακριβώς είναι «Ελλάδα» και ελάχιστη εικόνα έχει για το τι συμβαίνει σ’ αυτήν.

Δεν είναι ποτέ πολύ νωρίς να μιλήσεις σε ένα παιδί για το ρατσισμό, γιατί το ρατσιστικό δηλητήριο μπορεί να χυθεί από τις πιο απρόσμενες μεριές.

Τιμή 12,78€, 131 σελίδες Εκδόσεις Τυπωθήτω

Σταυρούλα Πανίδου