Αυθορμητισμός και ταξική συνείδηση, πρωτοπορία και μαζικό κίνημα, συγκεντρωτισμός και δημοκρατία - παλιά διλήμματα όπου οι απαντήσεις του Λένιν μοιάζουν ολόφρεσκες, υποστηρίζει η Αργυρή Ερωτοκρίτου.
Εκατόν δέκα χρόνια μετά, η μπροσούρα του Λένιν «Τι να κάνουμε; Τα φλέγοντα ζητήματα του κινήματός μας» αποτελεί έναν πολύτιμο οδηγό δράσης για όλους τους αγωνιστές του κινήματος που σήμερα παλεύουν ενάντια σε ένα σύστημα εκμετάλλευσης και καταπίεσης.
Το να ανατρέχουμε σε τέτοια έργα σίγουρα, δεν αποτελεί επίσκεψη σε νεκροταφείο ή προσκύνημα σε εικονίσματα αλλά την κατανόηση των επιλογών του Λένιν για τα ζητήματα της πολιτικής και της οργάνωσης του επαναστατικού κόμματος στις αρχές του 20ου αιώνα με βάση τις συνθήκες της περιόδου, τόσο του καπιταλισμού αλλά και του ίδιου του κινήματος.
Από την άλλη δεν ψάχνουμε ένα συνταγολόγιο που θα το ακολουθήσουμε τυφλά στο σήμερα, αλλά τη μεθοδολογία που ακολούθησε ο Λένιν. Χρειάζεται να έχουμε υπ’ όψιν ότι ο Λένιν έχει χώρο και χρόνο μέσα στον οποίο δρα και γράφει. Αυτά τα κείμενα δημοσιεύονται στο τέλος μίας περιόδου αυθόρμητης ανάπτυξης του εργατικού κινήματος στη Ρωσία με εργοστασιακές απεργίες που όμοιες τους δεν είχαν ξαναδεί οι επαναστάτες μέχρι τότε. Είναι τα συμπεράσματα και οι παρατηρήσεις, το απόσταγμα μιας ολόκληρης περιόδου με τα οποία ο Λένιν προσπαθεί να ξεκαθαρίσει τρία ζητήματα: ποιό θα έπρεπε να είναι το περιεχόμενο της πολιτικής των επαναστατών, τον τρόπο οργάνωσης των επαναστατών σε σχέση με το κίνημα και το σχέδιο για τη συγκρότηση μίας πανρωσικής πολιτικής εφημερίδας.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο ζήτημα ο Λένιν προσπαθεί να ξεκαθαρίσει ότι οι κυρίαρχες ιδέες σε μία κοινωνία άρα και στην εργατική τάξη, είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης και συνεπώς οι ιδέες των αφεντικών. «…κάθε μείωση του ρόλου της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, κάθε απομάκρυνση απ’ αυτήν σημαίνει ταυτόχρονα και δυνάμωμα της αστικής ιδεολογίας. Γίνεται λόγος για το αυθόρμητο. Η αυθόρμητη όμως εξέλιξη του εργατικού κινήματος τραβάει ίσα-ίσα στην υποταγή του στην αστική ιδεολογία, (…) γιατί το αυθόρμητο εργατικό κίνημα είναι τρεϊντ-γιουνιονισμός, είναι Nur-Gewerkschaftlerin, και τρεϊντ-γιουνιονισμός σημαίνει ακριβώς ιδεολογική υποδούλωση των εργατών στην αστική τάξη» (σελ.40). «Γιατί όμως – θα ρωτήσει ο αναγνώστης – το αυθόρμητο κίνημα, το κίνημα που ακολουθεί τη γραμμή της μικρότερης αντίστασης, οδηγεί ίσα-ίσα στην κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας; Για τον απλούστατο λόγο, ότι η αστική ιδεολογία είναι ως προς την προέλευσή της πολύ πιο παλιά από τη σοσιαλιστική ιδεολογία. Γιατί είναι πιο πολύπλευρα δουλεμένη και γιατί διαθέτει ασύγκριτα περισσότερα μέσα διάδοσης» (σελ.41).
Ακόμα και σήμερα αυτό είναι μια πραγματικότητα, αρκεί να σκεφτούμε ποιες ιδέες μας διδάσκουν στα σχολεία, ποιες ιδέες εκφράζουν τα ΜΜΕ κλπ. Ο Λένιν εδώ προσπαθεί να συγκρουστεί με μία τάση που διαμορφωνόταν μέσα στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που υποστήριζε ότι το μόνο που έχουν να κάνουν οι επαναστάτες είναι να στηρίξουν τα «αυθόρμητα» αιτήματα των εργατών, τα αιτήματα που μπορούν να υλοποιηθούν στο «εδώ και τώρα» και τίποτα περισσότερο, ήταν οι ρεφορμιστές της εποχής. Αυτό όμως που χρειαζόταν το κίνημα για την περαιτέρω ανάπτυξη του – και ο Λένιν το έβλεπε πολύ καθαρά – ήταν το πέρασμα από τους διάσπαρτους, απομονωμένους μεταξύ τους, τοπικούς αγώνες σε επίπεδο εργοστασίου, στην συνολικοποίηση και ενοποίησή τους ενάντια στην τσαρική απολυταρχία.
Ταυτόχρονα με αυτή την αντίληψη προσπαθούσε να δείξει την ανάγκη για την ανεξαρτησία, την προφύλαξη από καθετί αστικό, των επαναστατικών ιδεών: «όσο πιο νεαρό είναι το σοσιαλιστικό κίνημα σε μια χώρα τόσο πιο δραστήρια πρέπει να καταπολεμάται κάθε απόπειρα στερέωσης της μη σοσιαλιστικής ιδεολογίας (…) Το κίνημα μας βρίσκεται πραγματικά στην παιδική του ηλικία και για να ανδρωθεί πιο γρήγορα πρέπει να μπολιαστεί με την αδιαλλαξία απέναντι σε κείνους, που με την υπόκλιση τους μπρος στο αυθόρμητο επιβραδύνουν την ανάπτυξή του». Άρα όλα αυτά οι σοσιαλδημοκράτες-επαναστάτες δεν μπορούσαν να τα αφήσουν στο τυχαίο. Ο Λένιν καταλάβαινε ότι δεν χρειαζόταν απλά να βαδίζεις μαζί με την κίνηση της εργατικής τάξης, αλλά να συνδέεσαι με τα πιο πρωτοπόρα στοιχεία της και να βοηθάς στο τράβηγμα της προς τα μπρος.
Μεγάφωνο των καταπιεσμένων
Ο Λένιν ξεκαθάριζε ότι δεν αρκεί οι επαναστάτες να στηρίζουν τους «οικονομικούς» αγώνες αν θέλουν να οδηγήσουν την εργατική τάξη στην τελειωτική ρήξη με το σύστημα. Η εργατική τάξη δεν αρκεί να έχει αντίληψη για τη σχέση της με την αστική τάξη και να παλεύει μόνο απέναντι σε αυτό, αλλά πρέπει να αποκτήσει την αίσθηση (και αυτό γίνεται μέσα από την παρέμβαση των επαναστατών) της σχέσης της με όλες τις ομάδες στην κοινωνία και να είναι σε θέση να υποστηρίξει κάθε κίνημα ενάντια στην καταπίεση.
Θα πρέπει οι επαναστάτες να συνδέουν τον αγώνα ενάντια σε ένα αφεντικό στο τάδε εργοστάσιο που δεν δίνει αύξηση, με τον αγώνα ενάντια στην αστυνομική αυθαιρεσία, τη δίωξη των θρησκευτικών αιρέσεων, κλπ και έτσι να εκπαιδεύουν την εργατική τάξη να απαντάει με τον ίδιο αποφασιστικό τρόπο απέναντι σε όλες τις μορφές καταπίεσης. Οι επαναστάτες πρέπει να είναι η ντουντούκα για κάθε καταπιεσμένο. Να μπορούν να εξηγούν υπομονετικά ότι για παράδειγμα οι βιασμοί γυναικών, ο σεξισμός, έχουν τις ρίζες τους στη δημιουργία της ταξικής κοινωνίας και να οργανώνουν τη δράση της εργατικής τάξης κόντρα σ' αυτό, το ίδιο με το ρατσισμό.
Ο Λένιν επέμενε ότι για όλα αυτά δεν αρκεί το διάβασμα αναλύσεων αλλά η συνειδητοποίηση μέσα από την πράξη. Η κριτική που δεχόταν ο Λένιν πάνω σε αυτό το ζήτημα είναι ότι πέρα από την «οικονομική πάλη» όλα τα υπόλοιπα «αποτελούν λιγότερο ‘πλατιά χρησιμοποιήσιμα’ μέσα και ευκαιρίες για πολιτική ζύμωση, για το τράβηγμα της μάζας στον πολιτικό αγώνα». Σ’ αυτό το επιχείρημα ο Λένιν έβλεπε ότι περιορίζει, στενεύει τους ορίζοντες της πολιτικής ζύμωσης σε ένα πεδίο. Αυτό αυτόματα αποκλείει το να αποκτήσουν οι εργάτες πραγματική και ολόπλευρη ταξική συνείδηση.
Μαζί όμως με το περιεχόμενο θα έπρεπε να αλλάξει και ο τρόπος οργάνωσης των επαναστατών. Ο Λένιν χαρακτήριζε «χειροτεχνισμό-ερασιτεχνικό» τον τρόπο με τον οποίο ήταν οργανωμένοι οι επαναστάτες μέχρι στιγμής. Είχαν μικρές ομάδες διάσπαρτες σε όλη τη χώρα, οι οποίες δύσκολα επικοινωνούσαν μεταξύ τους, έπεφταν εύκολα στα χέρια της μυστικής αστυνομίας του Τσάρου που τις διέλυε και όταν αυτές ανασυγκροτούνταν δεν είχαν σχεδόν καμία συνέχεια από τις προηγούμενες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι εργάτες να νιώθουν δυσπιστία απέναντι στους επαναστάτες και να τους κατηγορούν ότι είναι υπεύθυνοι για τα χτυπήματα που δεχόταν το κίνημα από την αστυνομία, ακριβώς λόγω του ερασιτεχνισμού τους. «Ένα τέτοιο πόλεμο δεν μπορείς να μην τον συγκρίνεις μ’ εκστρατεία που κάνουν οι μάζες των αγροτών οπλισμένοι με μαγκούρες ενάντια σε σύγχρονο στρατό» (σελ.103). Και «οι εργάτες άρχισαν να νιώθουν δυσπιστία προς τη διανόηση και να την αποφεύγουν: οι διανοούμενοι, λένε, μας οδηγούν πολύ απερίσκεπτα σε αποτυχίες!» (σελ.104).
Ο Λένιν έβαζε την ανάγκη για μία οργάνωση «επαγγελματιών επαναστατών» που θα μπορούν όχι μόνο να αποφεύγουν τα χτυπήματα της αστυνομίας αλλά αν γινόταν αυτό, θα εξασφάλιζε και τη σταθερότητα του κινήματος. Με τον όρο «επαγγελματίες» εννοούμε καταρτισμένους επαναστάτες. Αυτή η ανάγκη προκύπτει ακριβώς από το γεγονός ότι απέναντι μας έχουμε άριστα εκπαιδευμένους εχθρούς. Όσο για το ποιοι θα συμμετέχουν σε αυτή την οργάνωση, ο Λένιν ήταν σαφής ότι δε μπορεί να περιορίζεται στους φοιτητές και τους διανοούμενους, αλλά θα πρέπει να απλωθεί και στους εργάτες. Κάνοντας κριτική και στον ίδιο του τον εαυτό λέει ο Λένιν: “Και το άμεσο φταίξιμό μας είναι, ότι πολύ λίγα κάνουμε για να ‘σπρώξουμε’ τους εργάτες σ’ αυτόν το δρόμο της επαγγελματικής επαναστατικής κατάρτισης, τον κοινό γι’ αυτούς και για τους διανοούμενους. Ότι πολύ συχνά τους τραβάμε προς τα πίσω με τους ανόητους λόγους μας για το ποιό είναι ‘προσιτό’ στην εργατική μάζα, στους ‘μεσαίους εργάτες’ κλπ» (σελ.135).
Το να φτιαχνόταν μια τόσο σφιχτή οργάνωση επαναστατών «δεν θα σήμαινε καθόλου, (…) ότι θα σκέφτονται για όλους, ότι το πλήθος δε θα παίρνει ενεργό μέρος στο κίνημα. Αντίθετα, αυτοί οι εξ επαγγέλματος επαναστάτες θα αναδείχνονται από το πλήθος» (σελ.127). Μία οργάνωση που είναι σάρκα από τη σάρκα της τάξης λοιπόν, που δεν σκέφτεται για αυτήν αλλά με αυτήν. Αυτή η οργάνωση επιπλέον δεν σημαίνει ότι θα δρα και με τη δράση της θα υποκαθιστά τη δράση της τάξης, αλλά με την «επαγγελματική» της δράση θα βοηθάει στο δεκαπλασιασμό της δράσης της τάξης σε σχέση με τα πριν.
Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός
Ένα από τα ζητήματα για τα οποία ο Λένιν έχει συκοφαντηθεί και παρερμηνευτεί είναι ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» με τον οποίο έβαλε ότι πρέπει να λειτουργούν οι επαναστάτες. Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για «συνωμοτικό» τρόπο δράσης που εφαρμοζόταν μόνο στην καθυστερημένη Ρωσία αλλά ούτε και «κόμμα-υποκατάστατο» στη δράση της τάξης.
Ο Λένιν έλεγε ότι χρειαζόμαστε ένα κόμμα, στο εσωτερικό του οποίου, θα υπάρχει δημοκρατική συζήτηση και οι αποφάσεις, τα συμπεράσματα αυτής της συζήτησης θα είναι δεσμευτικά για όλους. Μόνο έτσι θα μπορούμε να «τεστάρουμε» τις αποφάσεις μας στην εργατική τάξη. Και μετά από αυτό θα χρειαστεί ξανά να συζητήσουμε για να δούμε τα αποτελέσματα και τα συμπεράσματα από τις κοινές εμπειρίες όλου του κόμματος.
Είναι μία παράδοση που σαν ΣΕΚ την κρατάμε: συζήτηση-δοκιμή-συζήτηση, με τις βδομαδιάτικες συνεδριάσεις των πυρήνων μας. Από την άλλη αυτός ο τρόπος λειτουργίας αποτελεί και τον καλύτερο διορθωτικό μηχανισμό στις αποφάσεις μας. Μόνο η δοκιμή στην ίδια την τάξη μπορεί να καθορίσει αν οι επιλογές μας είναι σωστές. Οι δεσμευτικές αποφάσεις του κόμματος είναι ένας βαθιά δημοκρατικός τρόπος λειτουργίας ακριβώς επειδή απορρέει από τον δημοκρατικό διάλογο στο εσωτερικό των επαναστατών. Αρκεί να σκεφτούμε τα ρεφορμιστικά κόμματα της Αριστεράς, ακόμα και σήμερα, πόσο «δημοκρατικά» έχουν πολυφωνία.
Από την άλλη χρειαζόμαστε ένα κόμμα ευέλικτο που θα μπορεί να παίρνει ταχύτατες αποφάσεις στις κρίσιμες καμπές, γι’ αυτό ο Λένιν έβαζε την ανάγκη της εκλογής Κεντρικής Επιτροπής. Ο Λένιν πάνω σε αυτό το ζήτημα ήταν αρκετά καυστικός με τις απόψεις που έλεγαν ότι «η πραγματική δημοκρατία είναι αυτή που αποφασίζουν όλοι για όλα», τη χαρακτήριζε παιδιάστικη δημοκρατία, ακριβώς επειδή κατέληγε στο να μην ξέρει κανείς τίποτα αλλά όλοι λίγο από όλα και η οργάνωση να κινείται σα σαλιγκάρι. Αντίθετα ο Λένιν έβαζε την ανάγκη ότι χρειάζεται να υπάρχουν «εξειδικεύσεις» μέσα στο επαναστατικό κόμμα, ακριβώς για να μπορούν να ασχοληθούν όσο πιο βαθιά χρειάζεται με συγκεκριμένα ζητήματα συγκεκριμένοι σύντροφοι τους οποίους εκλέγουμε για αυτό.
Επαναστατική εφημερίδα
Κεντρικό ρόλο στη σκέψη του Λένιν παίζει η εφημερίδα. Έβλεπε την εφημερίδα όχι μόνο σαν συλλογικό προπαγανδιστή των ιδεών των επαναστατών αλλά και σαν συλλογικό οργανωτή. «Η εφημερίδα μπορεί να παραβληθεί με σκαλωσιές που φτιάχνονται γύρω από ένα κτίριο που χτίζεται. Οι σκαλωσιές αυτές χαράζουν το περίγραμμα της οικοδομής, διευκολύνουν την επικοινωνία ανάμεσα στους διάφορους οικοδόμους, τους βοηθάνε να κατανέμουν τη δουλειά και να παρακολουθούν τα γενικά αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν με την οργανωμένη δουλειά» (σελ.167).
Η εφημερίδα ήταν το εργαλείο εκείνο, με το οποίο οι επαναστάτες βρίσκονταν σε συνεχή διάλογο με την τάξη. Η διακίνηση της εφημερίδας από τους επαναστάτες ήταν για το Λένιν, ο καλύτερος τρόπος παρέμβασης στην τάξη γιατί εκπαίδευε τους επαναστάτες, αλλά και την ίδια την τάξη, και τους προετοίμαζε για την ίδια την επανάσταση. Οι σύντροφοι με τα ραπόρτα τους από όλη τη χώρα, θα έβαζαν τα καλύτερα παραδείγματα με τα οποία θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν όλους τους εργάτες σε όλες τις περιοχές. Ο στόχος του Λένιν ήταν να συμμαζέψει και να συγκεντρώσει τις δυνάμεις των συντρόφων του, που στην προηγούμενη περίοδο, έκαναν πολλές απόπειρες για να εκδώσουν τοπικές εφημερίδες, αλλά δεν είχαν τα καλύτερα αποτελέσματα. «Η εφημερίδα αυτή θα γινόταν ένα κομματάκι ενός τεράστιου φυσερού σιδηρουργού, που θα συνδαύλιζε κάθε σπίθα ταξικής πάλης και λαϊκής αγανάκτησης για να ανάψει μια γενική πυρκαγιά» (σελ.173). Και τα κατάφεραν!