Ιστορικό ντοκουμέντο
Τον περασμένο Νοέμβρη, ταυτόχρονα με τις εκδηλώσεις για την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, κυκλοφόρησε από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο το βιβλίο «Οι ρίζες της επαναστατικής αριστεράς στην Ελλάδα – Επιλογή από τα κείμενα της Οργάνωσης Σοσιαλιστική Επανάσταση 1972-74». Περιέχει κείμενα από τη “Μαμή”, την εφημερίδα της ΟΣΕ σε συνθήκες παρανομίας τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, καθώς και ένα φυλλάδιο που κυκλοφόρησε η οργάνωση αμέσως μετά την κατάρρευση της χούντας τον Ιούλη του 1974.
Η Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση (από την οποία προέρχεται το ΣΕΚ) δημιουργήθηκε το φθινόπωρο του 1971. Συμμετείχε στο αντιδικτατορικό κίνημα και ήταν κομμάτι της επαναστατικής αριστεράς του Πολυτεχνείου. Τα μέλη της έδωσαν ενεργά τη μάχη μέσα από τις συνελεύσεις και τη Συντονιστική Επιτροπή της κατάληψης μαζί με άλλους αγωνιστές για την κλιμάκωση και το άπλωμα της εξέγερσης του Νοέμβρη του 1973, που άνοιξε το δρόμο για την πτώση της δικτατορίας μερικούς μήνες αργότερα.
Από μόνη της, η έκδοση των κειμένων μιας οργάνωσης της επαναστατικής αριστεράς, όταν αυτή η τελευταία έκανε τα πρώτα βήματα στην Ελλάδα για τη διαμόρφωσή της ως διακριτό υπαρκτό ρεύμα μέσα στο κίνημα, αποτελεί ένα σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο.
Αλλά, περισσότερη σημασία έχει το γεγονός ότι τα κείμενα της “Μαμής” έχουν γραφτεί σε μια περίοδο που, όσο κι αν φαίνεται περίεργο εκ πρώτης όψεως, έβαζε την Αριστερά αντιμέτωπη με κρίσιμα ερωτήματα που μπαίνουν και σήμερα. Στις αρχές της δεκαετίας του '70, ο καπιταλισμός παγκόσμια έμπαινε στην πρώτη βαθιά μεταπολεμική οικονομική κρίση του. Το ίδιο και ο ιμπεριαλισμός μετά την ήττα των αμερικάνων στο Βιετνάμ. Η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα, βλέποντας να τελειώνει η χρυσή εποχή των “παχιών αγελάδων” που της εξασφάλιζε και η άγρια καταστολή της δικτατορίας, ξετύλιγε τις πιο άγριες επιθέσεις στο βιοτικό επίπεδο των εργατών, των αγροτών και της νεολαίας, οξύνοντας την κοινωνική πόλωση. Για το σύστημα και την ίδια τη στρατιωτική χούντα ξεκινούσε μια περίοδος πολιτικής κρίσης. Και, πάνω απ' όλα, η αντίσταση άρχισε να παίρνει μαζικό μαχητικό χαρακτήρα με τις φοιτητικές καταλήψεις, τις εργατικές απεργίες, τις αγροτικές κινητοποιήσεις, τις λαϊκές εκδηλώσεις οργής. Το ζήτημα με ποια στρατηγική και τακτική θα έπρεπε η Αριστερά να παρέμβει και να αξιοποιήσει για το κίνημα μια κατάσταση μαζικής ριζοσπαστικοποίησης που κάθε στιγμή μπορούσε να πάρει ακόμα και επαναστατικές διαστάσεις, όπως έδειξε η εξέγερση του Νοέμβρη '73 και η έκρηξη των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης, ήταν κεντρικό. Το ίδιο, όπως και σήμερα.
Για να μπορεί να το κάνει αυτό η Αριστερά θα πρέπει πρώτα απ' όλα να είναι αντικαπιταλιστική, αυτό είναι το νήμα που διαπερνάει πολλά από τα κείμενα του βιβλίου. «Η χούντα δεν είναι μια παρένθεση που ζημιώνει τον ελληνικό καπιταλισμό... Ούτε είναι απλή έκφραση της θέλησης της Ουάσιγκτον, ούτε αποτελεί φράγμα στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Αντίθετα, συνέχισε την πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων, επιταχύνοντας τις διαδικασίες συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφάλαιου», γράφει το κείμενο “Αντιμπεριαλιστική πάλη, πάλη για το σοσιαλισμό” (Η Μαμή, Δεκέμβρης 1972). Η αντίσταση ενάντια στη δικτατορία, όπως και η αντίσταση ενάντια στις επιθέσεις κάθε κυβέρνησης, πρέπει να γίνεται από τη σκοπιά της πάλης για την ανατροπή του καπιταλισμού. Αυτή η εκτίμηση δεν είναι αφηρημένα θεωρητική: “Δεν θα χαρίσουμε τις πολιτικές νίκες του κινήματος στους Καραμανλήδες” ήταν ο τίτλος ενός άρθρου της Μαμής τον Απρίλη του 1973, που αποδείχθηκε προφητικός. Είναι λάθος να βάζουμε “στάδια” στη δυναμική του κινήματος – πρώτα η πάλη ενάντια στη χούντα, μετά η πάλη για δημοκρατία και κοινοβουλευτική ισχυροποίηση των αριστερών κομμάτων, μετά η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, μετά πάλη για “λαϊκή εξουσία” και μετά ...βλέπουμε για το σοσιαλισμό, όπως έκανε τότε η παραδοσιακή αριστερά του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσωτερικού (άρθρο “ΚΚΕ – ο ρεφορμισμός των σταδίων”, Μαμή, Γενάρης 1972). Μια τέτοια ρεφορμιστική λογική οδηγεί σε συμβιβασμούς που εμποδίζουν την δυναμική ανάπτυξη του κινήματος και τελικά, στις κρίσιμες στιγμές, κάνουν την Αριστερά ουρά στις αστικές επιλογές (και αυτό φάνηκε στην πράξη, τόσο στο ρόλο αυτών των κομμάτων στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, όσο και στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης).
Όμως, η σύνδεση της πάλης ενάντια στη δικτατορία και τον ιμπεριαλισμό με την αντικαπιταλιστική πάλη για τον σοσιαλισμό, μένει μια αφηρημένη επίκληση, αν δεν απαντά στο ερώτημα: ποιος θα φέρει σε πέρας αυτό το καθήκον; Η απάντηση που δίνεται στα κείμενα του βιβλίου – και ειδικότερα στο δεύτερο μέρος – είναι: το μαζικό κίνημα έχοντας στο κέντρο του την εργατική τάξη. Η κεντρικότητα της οργανωμένης εργατικής τάξης, είναι η δεύτερη επιλογή που διατρέχει τα άρθρα της Μαμής. Τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς σαν λύση προβάλουν την κοινοβουλευτική ενίσχυσή τους (μετά από μια “ομαλοποίηση” ή την πτώση της χούντας τότε, στις επόμενες εκλογές σήμερα). Αλλά και για πολλούς αγωνιστές που τοποθετούνται πέρα από την παραδοσιακή αριστερά ο φορέας της ανατροπής βρίσκεται έξω από την εργατική τάξη (στο αντάρτικο κάποιων μειοψηφιών για να πέσει η χούντα τότε, στις “πλατείες” και “το πλήθος” σήμερα).
Απέναντι σε αυτές τις απόψεις που έχουν κοινό στοιχείο την υποκατάσταση από κόμματα, κοινοβουλευτικές ομάδες ή μαχητικές μειοψηφίες, τα κείμενα του βιβλίου υπερασπίζονται τον προσανατολισμό στο μαζικό κίνημα με κέντρο τους εργάτες και τους αγώνες τους. Σε ένα κυριολεκτικά πρωτοποριακό για την εποχή που γράφτηκε κείμενο (“Εργατικοί αγώνες και ταξική πρωτοπορία”, Μαμή, Γενάρης 1972) αναλύεται ο ρόλος της εργατικής τάξης ως επαναστατικός φορέας του σοσιαλισμού, η αλληλεπίδραση του οικονομικού και πολιτικού χαρακτήρα που μπορούν να έχουν οι μαζικοί αγώνες, ο ρόλος του ενιαίου μετώπου, τα εργατικά συμβούλια και η σχέση της τάξης με την πολιτική οργάνωση της πρωτοπορίας, το επαναστατικό κόμμα. Σε ένα άλλο κείμενο προτείνεται η δημιουργία Εργατικών Επιτροπών Βάσης, σαν όργανα συσπείρωσης των πιο προχωρημένων κομματιών των εργαζομένων σε ένα χώρο.
Όχι μόνο επειδή ήταν απαραίτητο να εκφραστεί οργανωμένα η εργατική αντίσταση αφού τα σωματεία τότε είτε δεν υπήρχαν είτε ελέγχονταν από χουντικούς, αλλά και επειδή τέτοια όργανα θα μπορούσαν να γίνουν προπλάσματα «ανεξάρτητων οργανώσεων του μαζικού εργατικού κινήματος που μπορούν να συσπειρώσουν την τάξη γύρω τους, να κατευθύνουν την καθημερινή σύγκρουση, να ανακαλύψουν και να ξεπεράσουν τα όρια του σημερινού επίπεδου, εξασφαλίζοντας την προλεταριακή δημοκρατία, την οργανωτική αυτονομία και την ελεύθερη ιδεολογική πάλη». Η έμφαση στο μαζικό κίνημα, χωρίς να υποβαθμίζει καθόλου την ανάγκη για οργάνωση της επαναστατικής πρωτοπορίας, δεν περιορίζεται μόνο στην εργατική τάξη. Ολόκληρο το τρίτο μέρος του βιβλίο περιέχει κείμενα για το φοιτητικό κίνημα που αντικειμενικά αποτελούσε τον πυροκροτητή της συνολικής αντίστασης ενάντια στη χούντα. Η συλλογή των άρθρων της Μαμής συμπληρώνεται με το κείμενο ενός παράνομου φυλλαδίου που κυκλοφόρησε μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Η συλλογή αυτών των κειμένων κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση, τον Απρίλη του 1975, και η σημερινή έκδοση αποτελεί ακριβή αναπαραγωγή της παλιότερης. Ο πρόλογος της έκδοσης του 1975 κλείνει με τις παρακάτω φράσεις: «Η αναδημοσίευση αυτών των κειμένων δεν έχει την έννοια επίδειξης θεωρητικών γνώσεων. Γιατί, για τους κομμουνιστές η θεωρία δεν είναι κάτι που χρησιμεύει για ακαδημαϊκές επιδείξεις αλλά όπλο για την απάντηση των συγκεκριμένων προβλημάτων που βάζει το κίνημα. Και γιατί θεωρούμε πως η κατάκτηση της επαναστατικής θεωρίας είναι ένα καθήκον που βρίσκεται μπροστά σε όσους παλεύουν για την ανασυγκρότηση του κινήματος και όχι κάτι που αποχτιέται κληρονομικά ή με την αυτοτιτλοφόρηση».
Αξίζει να διαβάσετε αυτή τη συλλογή και γιατί πραγματικά ανιχνεύει τις ρίζες της επαναστατικής αριστεράς στην Ελλάδα, αλλά κύρια γιατί, σαράντα χρόνια μετά, τα κείμενα που περιέχει μπορούν να βοηθήσουν να οπλιστούμε με απαντήσεις για τα ερωτήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα.
Τιμή 8€, 120 σελίδες, 34x25εκ., Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο