Οι στήλες του περιοδικού που έχετε στα χέρια σας έκλεισαν κάποιες μέρες πριν από τις 25 Γενάρη του 2012. Το κίνημα στην Αίγυπτο έχει προαναγγείλει πως σε αυτή την ημερομηνία – ακριβώς έναν χρόνο από την κατάληψη της πλατείας Ταχρίρ που οδήγησε στην πτώση του Μουμπάρακ – θα οργάνωνε δυναμική επανεμφάνιση στους δρόμους. Έχει κλείσει λοιπόν ένας χρόνος από την αυτοπυρπόληση του Μοχάμεντ Μπουαζίζι (17 Δεκέμβρη 2010), την επανάσταση στην Τυνησία και τη φυγή του Μπεν Αλί (14 Γενάρη 2011) και το ξεκίνημα της επανάστασης στην Αίγυπτο.
Μέσα σε αυτό το χρόνο, το κύμα των επαναστάσεων απλώθηκε από την Λιβύη μέχρι το Μπαχρέιν. Τα αμερικάνικα στρατεύματα οδηγήθηκαν σε τελική αποχώρηση από το Ιράκ ενώ μεσολάβησε μια βάρβαρη στρατιωτική επέμβαση για την ανατροπή του Καντάφι, η οποία παρότι υπήρξε η πιο σημαντική προσπάθεια από μεριάς των Δυτικών να βάλουν πόδι στις επαναστάσεις και να παρουσιαστούν ως “διεθνείς ταξιαρχίες” υπέρ των εξεγερμένων, είχε τουλάχιστον αμφιλεγόμενα αποτελέσματα.
Το χρονικό διάστημα που διανύσαμε και τα τεράστια γεγονότα που προκληθηκαν ως αντίκτυπος επιβεβαιώνουν μια θέση που έναν χρόνο πριν δεν ήταν αυτονόητη. Ότι αυτό που ξεκίνησε από την Τυνησία και την Αίγυπτο δεν ήταν απλώς στιγμιαίες αλλαγές φρουράς στην ηγεσία κάποιων κρατών, αλλά μια επαναστατική διαδικασία η οποία έχει ανοιχτό ορίζοντα ως προς τον τελικό της στόχο: τα δημοκρατικά αιτήματα ποτέ δεν ήταν αξεδιάλυτα από τα αιτήματα για κοινωνική αλλαγή, και οι κοινωνικές δυνάμεις που έχουν τον πιο ριζοσπαστικό προσανατολισμό – η εργατική τάξη και τα άλλα φτωχά στρώματα – δεν γύρισαν πίσω μετά την ανατροπή των δικτατόρων. Ίσα ίσα έχουν μπει στην πρώτη γραμμή, με περισσότερες δυνατότητες, περισσότερες εμπειρίες και καλύτερη οργάνωση.
Ταυτόχρονα, η άλλη θέση που επιβεβαιώνεται, είναι πως αυτή η κοινωνική διαδικασία, ακριβώς επειδή διεξάγεται στη Μέση Ανατολή – στην περιοχή του πλανήτη με τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου και την περιοχή όπου εξελίχθηκαν οι πιο σημαντικοί θερμοί πόλεμοι μετά τον Β' Παγκόσιο – μετατρέπεται σε παράγοντα αποσταθεροποίησης συνολικά για τον ιμπεριαλισμό.
Το τρίτο ζήτημα είναι πως η πορεία των επαναστάσεων δεν καθορίζεται μόνο από τους εσωτερικούς της νόμους, αλλά εξελίσσεται μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον οικονομικής κρίσης το οποίο αντί να επιτρέπει εύκολους σχεδιασμούς για επιστροφή στην “ομαλότητα”, δικαιώνει την εκτίμηση που έλεγε πως οι φλόγες της επανάστασης στις νότιες ακτές της Μεσογείου δεν θα αργήσουν να έρθουν και στις βόρειες ακτές της. Το 2011 δεν ήταν μόνο η χρονιά που γλιτώσαμε από τον Μουμπάρακ και τον Μπεν Αλί, αλλά και η χρονιά που κατέρρευσε η κυβέρνηση Παπανδρέου, η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, η κυβέρνηση Θαπατέρο και όχι μόνο.
Αυτές οι εκτιμήσεις είναι σημαντικές και για να καταλαβαίνουμε τι πραγματικά συμβαίνει στην Αίγυπτο αλλά και στις υπόλοιπες χώρες που συνεχίζουν να περιδινίζονται μέσα σε επαναστατικά γεγονότα, αλλά και για να προσανατολιζόμαστε στην Ελλάδα όπου ζούμε και παλεύουμε. Πριν από ένα χρόνο υπήρχαν εκτιμήσεις, ακόμα και μέσα στην Αριστερά, πως αυτό που συνέβη πραγματικά στην Αίγυπτο ήταν απλώς ένα πραξικόπημα του στρατού. Η άλλη όψη αυτής της εκτίμησης ήταν πως στην Ελλάδα το κίνημα είχε ήδη πει την τελευταία του λέξη και πως η επιτυχία των τραπεζιτών ήταν προ των πυλών.
Στον ένα χρόνο από την επανάσταση στην Αίγυπτο ξαναδιατυπώνονται τέτοιες εκτιμήσεις, προσαρμοσμένες στις αλλαγές που συνέβησαν αλλά όμοιες στα συμπεράσματά τους. Γράφει για παράδειγμα ο Νικόλας Σεβαστάκης στην Αυγή:
“Στο τέλος του 2011 στην Πλατεία Ταχρίρ η κοσμική δημοκρατική Αίγυπτος και η νεολαία της χύνει το αίμα της. Την ίδια στιγμή, αυτοί που κερδίζουν έδαφος είναι οι απόντες της εξέγερσης, οι ισλαμιστές, μετριοπαθείς και ριζοσπάστες. Η αμερικανική κυβέρνηση φαίνεται πλέον να έχει πειστεί ότι από αυτούς θα ζυμωθεί η μοναδική εναλλακτική λύση. Στο βαθμό που οι ισλαμιστές μπορεί να εγγυηθούν ένα είδος ελεγχόμενης «συντηρητικής δημοκρατίας», μέσα από τον συμβιβασμό τυχοδιωκτών πολιτικών και στρατιωτικών, μπορούμε να είμαστε ήσυχοι. Η Αραβική Άνοιξη θα παγώσει για τα καλά αλλά, τι να κάνουμε, έτσι γίνονται οι καλές δουλειές στο σύγχρονο κόσμο.”
Γι'αυτό θεωρούμε πως είναι χρήσιμο να διαβαστεί το κείμενο των Επαναστατών Σοσιαλιστών (της αδελφής οργάνωσης του ΣΕΚ στην Αίγυπτο) που δημοσιεύουμε στις παρακάτω σελίδες. Πρώτα απ' όλα γιατί βάζει σε τάξη μερικά ζητήματα. Η διαχωριστική γραμμή στην Αίγυπτο δεν είναι ανάμεσα στις “κοσμικές” και στις “θρησκευτικές” δυνάμεις, αλλά ανάμεσα στις κοινωνικές δυνάμεις που σπρώχνουν προς περισσότερη σύγκρουση με το καθεστώς και σε αυτές που θέλουν να συμβιβαστούν. “Κοσμικοί” και “θρησκευόμενοι” υπάρχουν και στα δύο στρατόπεδα. Δεύτερον, δεν είναι ακριβές πως οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι ήταν “απόντες” της εξέγερσης – γι'αυτό εξάλλου σήμερα το καθεστώς μπορεί να τους χρησιμοποιεί ως παράγοντες εξισορρόπησης με τις πιο ριζοσπαστικές πτέρυγες της επανάστασης. Όμως κάθε άλλο παρά εύκολη είναι μια τέτοια προσπάθεια.
Για να γίνει πιο εύκολη η ανάγνωση του κειμένου, χρειάζεται να θυμίσουμε με συντομία κάποια χρονικά σημεία – κλειδιά που αναφέρονται. Ο Σεπτέμβρης ξεκίνησε πολύ δυναμικά για το κίνημα και στο οικονομικό και στο πολιτικό επίπεδο. Για πρώτη φορά τα σχολεία δεν άνοιξαν καθόλου, μιας και η απεργία των εκπαιδευτικών ξεκίνησε από την πρώτη μέρα. Ολόκληρο το μήνα, το κύμα εργατικών απεργιών απλώθηκε από τα μέσα μεταφοράς μέχρι τα εργοστάσια. Μόνο με τις μεγάλες στιγμές του εργατικού κινήματος της δεκαετίας του '40 γίνονταν συγκρίσεις. Στις αρχές του Σεπτέμβρη είχε προηγηθεί ένα ακόμη συγκλονιστικό γεγονός, η κατάληψη της ισραηλινής πρεσβείας από διαδηλωτές στο Κάιρο και ο διωγμός των διπλωματών του σιωνιστικού κράτους. Αφορμή ήταν η δολοφονία αιγύπτιων στρατιωτών από ισραηλινούς στη μεθόριο. Το στρατιωτικό συμβούλιο βρέθηκε στη μέγγενη των οικονομικών αγώνων και της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης, ενώ οι δικοί του σχεδιασμοί ετοίμαζαν μια ομαλή πορεία προς ελεγχόμενες εκλογές. Στις 9 του Οκτώβρη οι στρατιωτικοί έπαιξαν το πιο βρόμικο χαρτί. Έδωσαν εντολή σε παρακρατικές ομάδες να επιτεθούν σε διαδήλωση Χριστιανών Κοπτών μπροστά στο κτίριο της κρατικής τηλεόρασης (Μασπερό). Δεκάδες άνθρωποι σφαγιάστηκαν εν ψυχρώ. Σκοπός ήταν ο αποπροσανατολισμός και το “διαίρει και βασίλευε”. Ταυτόχρονα έγιναν καταλήψεις τηλεοπτικών σταθμών και προσπάθεια δημιουργίας κλίματος τρόμου. Ο τρόμος δεν πέρασε.
Αποκορύφωμα της αντεπίθεσης του κινήματος ήταν η διαδήλωση στην Ταχρίρ στις 18 Νοέμβρη, όταν ξαναβρέθηκαν όλες οι πολιτικές δυνάμεις της Αντιπολίτευσης (και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι) μαζικά ενάντια στις μεθοδεύσεις του στρατού. Η 18η Νοέμβρη έγινε αφορμή για να αναθαρρήσουν και τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα του κινήματος, τα οποίο συνέχισαν με καταλήψεις σε κεντρικά σημεία της πόλης. Αυτές τις κινήσεις η ηγεσία της Αδελφότητας δεν τις κάλυψε, αφήνοντας όμως ξεκρέμαστο ένα μέρος του δυναμικού της. Παρόλα αυτά, αποτέλεσμα ήταν η πτώση της κυβέρνησης Σάραφ και η τοποθέτηση του Καμάλ Γκανζούρι στη θέση του πρωθυπουργού μαζί με την έναρξη της διαδικασίας των εκλογών. Παράλληλα – κάτι που δεν αναφέρεται στο κείμενο των συντρόφων – τα πιο συντηρητικά τηλεοπτικά κανάλια ξεκίνησαν μια άγρια εκστρατεία νομικών πιέσεων και εκφοβισμού κατά των Επαναστατών Σοσιαλιστών, με την κατηγορία ότι επιδιώκουν την “καταστροφή” του κράτους. Οι σύντροφοι χειρίστηκαν με έναν υποδειγματικά ενιαιομετωπικό τρόπο την επίθεση, ζητώντας όχι μόνο από την Αριστερά αλλά απευθυνόμενοι και στους Αδελφούς Μουσουλμάνους να πάρουν θέση απέναντι στην επίθεση. Ένα δυνατό όπλο στη φαρέτρα τους ήταν ότι πολλοί θυμούνταν πως επί Μουμπάρακ οι Επαναστάτες Σοσιαλιστές υπεράσπιζαν Αδελφούς Μουσουλμάνους όταν διώκονταν από το καθεστώς.
Νίκος Λούντος
Επαναστάτες Σοσιαλιστές, Δεκέμβρης 2011
Η αιγυπτιακή επανάσταση διανύει μια ιδιαίτερα επικίνδυνη περίοδο, η οποία είναι γεμάτη από δυνατότητες. Από τη μια μεριά υπάρχουν οι ακατάπαυστες προσπάθειες της αντεπανάστασης να διακοπεί η επανάσταση μέσω της πρόκλησης θρησκευτικών διαμαχών και της δημιουργίας κατάστασης πανικού και αβεβαιότητας. Σκοπός τους είναι να αποπροσανατολίσουν τις μάζες από την επανάσταση και να προετοιμάσουν το ιδεολογικό και πρακτικό έδαφος για μια οργανωμένη εκδικητική επίθεση στο μαζικό κίνημα χρησιμοποιώντας τραμπούκους, την αστυνομία και το στρατό.
Η οικονομική κρίση παίζει αντιφατικό ρόλο. Αφενός σπρώχνει τμήματα των μαζών προς τη διαδήλωση, την κατάληψη και την απεργία, αλλά ταυτόχρονα σπρώχνει άλλα τμήματα των μαζών στην αγκαλιά της αντεπανάστασης και των προπαγανδιστικών της εργαλείων, μέσω της λογικής που υποστηρίζει πως είναι η ίδια η επανάσταση που προκαλεί το χάος και την οικονομική κρίση.
Ένας δεύτερος παράγοντας που επενεργεί σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή είναι ο ρόλος των ισλαμιστικών και φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων οι οποίες δίνουν τα πάντα για να περιορίσουν την επανάσταση μέσα στα όρια της τυπικής δημοκρατίας. Αυτές οι δυνάμεις πιστεύουν πως θα τους απονεμηθεί ένα μεγαλύτερο μερίδιο στην εξουσία και στον πλούτο χωρίς να διαταραχθεί το παλιό οικονομικό και κοινωνικό σύστημα. Έτσι, από τη μια μεριά φλερτάρουν με το στρατιωτικό συμβούλιο και τα υπολείμματα του παλιού καθεστώτος δίνοντας υποσχέσεις σχετικά με τη δυνατότητά τους να περιορίσουν και να τερματίσουν το μαζικό κίνημα πολιτικά, αφού δεν μπορούν να τα καταφέρουν με την καταστολή. Από την άλλη, αυτές οι δυνάμεις προσπαθούν να εξαπατήσουν τις μάζες με ψεύτικες υποσχέσεις ότι μπορούν να υλοποιήσουν τις προσδοκίες και τα αιτήματα του κόσμου μέσα από το παλιό κοινοβούλιο.
Ο τρίτος παράγοντας είναι φυσικά το ίδιο το μαζικό κίνημα, με το εργατικό κίνημα στην πρωτοπορία και γύρω από αυτό τα κινήματα διαμαρτυρίας των φτωχών και των καταπιεσμένων που συνεχίζονται από την αρχή της επανάστασης και έφτασαν σε πρωτοφανές επίπεδο στη διάρκεια του Σεπτέμβρη και του Οκτώβρη με ένα κύμα μαζικών απεργιών στο οποίο συμμετείχαν 700 χιλιάδες εργάτες για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της Αιγύπτου. Επιπλέον, οργανώθηκαν πρωτοφανείς διαδηλώσεις και καταλήψεις από φτωχούς Χριστιανούς Κόπτες, Νούβιους, τους κατοίκους της χερσονήσου του Σινά και άλλα τμήματα της κοινωνίας που υπέφεραν δεκαετίες οργανωμένης καταπίεσης από το καθεστώς.
Αυτή τη στιγμή βλέπουμε χοντρικά τρεις ομάδες δυνάμεων να παρεμβαίνουν (παρόλο που αυτή η εικόνα είναι κάπως απλοποιημένη): πρώτον, τις δυνάμεις της αντεπανάστασης, με επικεφαλής το στρατιωτικό συμβούλιο, τους μεγάλους καπιταλιστές και τα υπολείμματα των μηχανισμών ασφαλείας του καθεστώτος που δουλεύουν εντατικά προετοιμάζοντας ένοπλες επιθέσεις μεγάλης κλίμακας σε βάρος του επαναστατικού μαζικού κινήματος με στόχο να επανεδραιώσουν το παλιό καθεστώς με κάποιες επιφανειακές αλλαγές.
Δεύτερον, έχουμε τις δυνάμεις που αντιτάσσονταν στο παλιό καθεστώς, με επικεφαλής τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, οι οποίες θέλουν να περιορίσουν και να διακόψουν την επανάσταση μέσω του Κοινοβουλίου. Βασίζονται στην ικανότητα και στην εμπειρία τους σε ζητήματα οργάνωσης, αλλά και στην ευρεία βάση μαζικής υποστήριξης που απολαμβάνουν.
Η τρίτη ομάδα δυνάμεων είναι οι δυνάμεις που συνεχίζουν και βαθαίνουν την επανάσταση, μετασχηματίζοντάς την σε συνολική κοινωνική επανάσταση. Επικεφαλής βρίσκεται το ανερχόμενο εργατικό κίνημα, το οποίο επέδειξε ένα βαθμό αντοχής, μαχητικότητας και συνείδησης που δεν τρομοκράτησε μόνο την αιγυπτιακή αστική τάξη αλλά και τους αστούς παγκόσμια (δείτε τις αναφορές σε μεγάλες εφημερίδες όλου του κόσμου σχετικά με τον κίνδυνο που εγείρει το αιγυπτιακό εργατικό κίνημα για την παγκόσμια σταθερότητα).
Στην τρέχουσα φάση της αιγυπτιακής επανάστασης αυτές οι δυνάμεις εξισορροπούνται. Οι ρωγμές στις δυνάμεις της αντεπανάστασης και του κρατικού μηχανισμού γενικά βαθαίνουν και γίνεται πιο δύσκολο να επιδιορθωθούν στο άμεσο μέλλον. Η επανάσταση των μαζών της Αιγύπτου κατάφερε τόσο δυνατό χτύπημα σε αυτούς τους μηχανισμούς που τους ήταν δύσκολο να αναρρώσουν. Το καθεστώς στέκεται ακόμα στη θέση του, αλλά είναι αδύναμο και οι ηγέτες του πάσχουν από παράλυση, φόβο, δισταγμούς και διάλυση. (Παραδείγματα για αυτήν την κατάσταση φάνηκαν στο χάος στην αστυνομία, στις απεργίες των χαμηλόβαθμων αξιωματικών της, στον τρόμο που κατέκλυσε τους ηγέτες του στρατού σχετικά με την πιθανότητα εσωτερικής διάσπασης, στους δικαστές που παρέλυσαν μπροστά στην απαίτηση “κάθαρσης” των θεσμών της δικαιοσύνης και στις απεργίες των δικηγόρων). Σε αυτές τις αιτίες πρέπει να προσθέσουμε και την οικονομική κρίση, παρά την προσπάθεια του καθεστώτος να αξιοποιήσει την κρίση για λόγους προπαγάνδας και να υποδαυλίσει εχθρότητα απέναντι στην επανάσταση στο εσωτερικό της μεσαίας τάξης και των περιθωριοποιημένων στρωμάτων. Το καθεστώς γίνεται περισσότερο εύθραυστο μέρα με την ημέρα.
Κίνδυνοι και προκλήσεις
Έγιναν φυσικά προσπάθειες τους τελευταίους μήνες από το στρατιωτικό συμβούλιο και τις δυνάμεις της αντεπανάστασης ώστε να ξαναπάρουν την πρωτοβουλία των κινήσεων και να προχωρήσουν σε άμεση επίθεση, όπως με τη σφαγή του Μασπερό, τις συλλήψεις ακτιβιστών, την κλιμακούμενη εκστρατεία μέσω των ΜΜΕ και της προπαγάνδας σε βάρος των επαναστατικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένου του εργατικού κινήματος και των απεργιών. Φυσικά, το στρατιωτικό συμβούλιο και τα υπολείμματα του παλιού καθεστώτος χρησιμοποιούν την περίοδο των εκλογών για μια εντατική προσπάθεια πολυδιάσπασης των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, ώστε να βρουν τρόπο για συμβιβασμούς και για την επιστροφή (έστω και με περιορισμένο τρόπο) του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος ως βασικού παίχτη στην κοινοβουλευτική αρένα, ιδιαίτερα στην Άνω Αίγυπτο και σε άλλες περιοχές που τις ακούμπησε λιγότερο ο σεισμός της αιγυπτιακής επανάστασης.
Αυτές οι εξελίξεις αποτελούν κίνδυνο για την αιγυπτιακή επανάσταση, όμως είναι σημαντικό να τις τοποθετούμε μέσα σε μια ευρύτερη προοπτική. Το συμβούλιο που κυβερνάει δεν έχει τη δυνατότητα σήμερα να οργανώσει μεγάλης κλίμακας, άμεσες επιθέσεις στις επαναστατικές δυνάμεις, και ιδιαίτερα στην εργατική τάξη και στους φτωχούς. Η αυτοπεποίθηση και η μαχητικότητα που κέρδισαν οι μάζες της Αιγύπτου κατά την πορεία της επανάστασής τους δεν μπορεί να συνθλιβεί έτσι εύκολα. Μια άμεση σύγκρουση μεταξύ στρατού και μαζών αυτή τη στιγμή θα διακινδύνευε μια διάσπαση στο εσωτερικό του στρατού, την κατάρρευση των σχεδίων της αντεπανάστασης, ακόμα και την πτώση του ίδιου του στρατιωτικού συμβουλίου.
Εκεί είναι που παρεμβαίνει ο ρόλος των εκλογών και των ρεφορμιστικών πολιτικών δυνάμεων. Το στρατιωτικό συμβούλιο χρειάζεται έναν μεσολαβητή ο οποίος να έχει ένα βαθμό νομιμοποίησης στο πεζοδρόμιο, να μπορεί να απορροφήσει το θυμό των μαζών με υποσχέσεις για μεταρρύθμιση και αλλαγή. Από τη σκοπιά του στρατιωτικού συμβουλίου αυτός είναι ο ρόλος της επερχόμενης κοινοβουλευτικής παράστασης και σε αυτή τη βάση έχει κάνει και θα συνεχίσει να κάνει παραχωρήσεις προς τα πολιτικά κόμματα των αστών και των μικροαστών, με πρώτο αυτό της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Δεν είναι προς το συμφέρον του στρατιωτικού συμβουλίου να ακυρώσει τις εκλογές αυτή τη φορά.
Ίσως τα γεγονότα της 18ης Νοέμβρη παρέχουν την πιο καθαρή ένδειξη για τις αντιφάσεις της παρούσας στιγμής. Παρά τις συμφωνίες μεταξύ των δυνάμεων της ρεφορμιστικής αντιπολίτευσης με επικεφαλής τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και του στρατιωτικού συμβουλίου, υπάρχουν κρίσεις που βράζουν σχετικά με τη μοιρασιά της εξουσίας. Μοιρασιά ανάμεσα στην Αδελφότητα που θα σαρώσει στις κάλπες και στη συνέχιση των εκτάκτων εξουσιών και οικονομικών προνομίων του στρατού και της κυρίαρχης ομάδας επιχειρηματιών που ήταν και παραμένουν κομμάτι του παλιού καθεστώτος, ή καλύτερα η καρδιά του. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στο έγγραφο που παρουσίασε ο Αλί Σελμί, το οποίο εγγυάται πως αυτές οι έκτακτες εξουσίες θα μετατρέπουν κάθε ισχύ του ερχόμενου Κοινοβουλίου σε σκέτη τυπικότητα και θα αφήνουν το στρατό και το παλιό καθεστώς να κυριαρχούν. Η Αδελφότητα δεν είχε άλλη επιλογή από το να οργανώσει μια ευρεία πολιτική κινητοποίηση για να προσπαθήσει να αποδυναμώσει αυτές τις εγγυήσεις και έτσι πήρε μέρος στην πλατιά πολιτική κινητοποίηση για τις 18 Νοέμβρη. Όμως μια κινητοποίηση τέτοιου μεγέθους σήμανε την ανάφλεξη της επαναστατικής οργής γενικά.
Το λαϊκό κίνημα διαμαρτυρίας που εξερράγη μετά τις επιθέσεις σε βάρος ανθρώπων που είχαν τραυματιστεί στην επανάσταση και σε οικογένειες μαρτύρων, και στη συνέχεια κορυφώθηκε με τις βίαιες συγκρούσεις στην οδό Μοχάμεντ Μαχμούντ με το θάνατο δεκάδων ανθρώπων και τραυματισμών εκατοντάδων, επιβεβαίωσε στους Ισλαμιστές και στο στρατό ότι η επαναστατική οργή δεν είναι κάτω από τον έλεγχό τους. Έτσι οι εκλογές έγιναν με στόχο την απονομιμοποίηση των επαναστατικών διαδηλώσεων και την μεταφορά νομιμοποίησης στο Κοινοβουλίο που κέρδισαν οι Ισλαμιστές, παρόλο που είναι ανοιχτοί σε διαπραγματεύσεις, χειρισμούς και συμβιβασμούς ώστε να σταλούν μια σειρά καθησυχαστικά μηνύματα προς τη Δύση. Και ποιος από εμάς μπορεί να ξεχάσει ότι οι Ισλαμιστές στη διάρκεια της επανάστασης κάθισαν με τον Ομάρ Σουλεϊμάν για να διαπραγματευτούν, ή τις επιθέσεις τους κατά των απεργιών των εργατών για τα δικαιώματά τους μετά την επανάσταση, ή τη χρησιμοποίηση σαλαφιτών σεΐχηδων από πλευράς του στρατιωτικού συμβουλίου για να “λυθούν” κατασκευασμένα διαθρησκευτικά προβλήματα, ή την υποστήριξη που έδωσαν στο στρατιωτικό συμβούλιο για να περάσουν οι μεταρρυθμίσεις στο Σύνταγμα, όπως και την άρνησή τους να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις της “Δεύτερης Παρασκευής της Οργής” το Μάη και στις δύο καταλήψεις της 8ης Ιούλη και της 19ης Νοέμβρη.
Ήταν γελοίο να νομίζει κανείς ότι ο στρατός θα άφηνε την εξουσία και θα περνούσε τον έλεγχο της χώρας στους Ισλαμιστές τόσο εύκολα. Δεν είναι μόνο ότι ο στρατός υπερασπίζει τα συμφέροντα του πολιτικά ηττημένου στρώματος των επιχειρηματιών και των επενδυτών που έλεγχαν την οικονομία της χώρας σαν καρκίνος
στη διάρκεια της περιόδου Μουμπάρακ. Είναι επίσης ότι ο στρατός υπερασπίζει και τα δικά του άμεσα οικονομικά συμφέροντα που έχουν να κάνουν με τη διαχείριση εκείνων των κλάδων της οικονομίας που ελέγχει χωρίς κανέναν λαϊκό έλεγχο και αντιστοιχούν σε περίπου 30% της εθνικής οικονομίας, ανάμεσά τους αγροκτήματα, εργοστάσια, ξενοδοχεία, όπου νεαροί στρατιώτες αναγκάζονται να δουλεύουν χωρίς καμιά ανταμοιβή. Δίπλα σε αυτά είναι τα δισεκατομμύρια των εξοπλιστικών προϋπολογισμών και των εισοδημάτων από την ξένη βοήθεια.
Ωστόσο, πρέπει να αναμένουν ότι θα προκύψει κάποια συναίνεση μεταξύ του στρατιωτικού συμβουλίου, κάποιων φιλελεύθερων δυνάμεων που συμφώνησαν να συμμετάσχουν στο εντελώς διακοσμητικό “Συμβουλευτικό Συμβούλιο” [που στήθηκε από το στρατιωτικό συμβούλιο], και την Μουσουλμανική Αδελφότητα και τους Σαλαφίτες από την ισλαμιστική πλευρά. Ο σκοπός είναι να διασφαλιστεί πως όλες αυτές οι δυνάμεις θα πάρουν ένα κομμάτι από την πίτα – στο βαθμό που η κατάσταση παραμένει εξισορροπημένη όπως επισημάναμε παραπάνω – χωρίς την ανάγκη να μπουν στη σκηνή οι μάζες, οι οποίες έδωσαν ένα μάθημα στους φιλελεύθερους και τους Ισλαμιστές το Νοέμβρη ότι βρίσκονται εκτός ελέγχου και πως οι διαμαρτυρίες τους έχουν τη δυνατότητα να μετεξελιχθούν σε αιτήματα για την ανατροπή του ίδιου του στρατιωτικού συμβουλίου.
Οι επαναστατικές δυνάμεις
Όσο για τις δυνάμεις που παλεύουν για τη συνέχιση και το βάθεμα της διαδήλωσης, έχουν πολύ δουλειά να κάνουν για να αναπτυχθούν ως κίνημα. Μπορούμε να αποπειραθούμε να κάνουμε ένα περίγραμμα των δυνάμεων της επανάστασης – παρόλο που αναγκαστικά θα υπάρχουν λάθη – χωρίζοντάς τις σε τρία κύρια μπλοκ. Το πρώτο είναι η νεολαία των παραγκουπόλεων, περιθωριοποιημένοι και οι άνεργοι, μαζί με τους οποίους βρίσκονται οι Ούλτρας [οι οργανωμένοι οπαδοί ποδοσφαιρικών ομάδων], πολλοί ανεξάρτητοι νέοι και αναρχικοί. Κάποιοι από αυτούς συμμετείχαν στην επανάσταση από την αρχή και ανάμεσά τους βρίσκει κανείς τους περισσότερους μάρτυρες και τραυματίες. Υποσχέθηκαν άμεση εκδίκηση στο στρατιωτικό συμβούλιο και την αστυνομία κι έτσι υπήρξε μαζική παρουσία τους στις μάχες της 28ης Ιούνη και στη μάχη της οδού Μοχάμεντ Μαχμούντ, όπως και στη διάρκεια των καταλήψεων της 8ης Ιούλη και της 19ης Νοέμβρη. Αποτελούν υπόδειγμα επαναστατικού θάρρους και κάλεσαν ανοιχτά για την πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος, την κάθαρση της αστυνομίας, τον τερματισμό των στρατοδικείων, υπέρ των δικαιωμάτων των οικογενειών μαρτύρων και τραυματιών. Ωστόσο, δεν κατάφεραν να αναδείξουν κοινωνικά αιτήματα, ούτε καν να προσφέρουν αλληλεγγύη στις εργατικές κινητοποιήσεις, όπως την απεργία των εργατών της συγκοινωνίας ή την απεργία των καθηγητών.
Το δεύτερο μπλοκ στις επαναστατικές δυνάμεις έχει στην καρδιά του τα βασικά τμήματα της αιγυπτιακής εργατικής τάξης, επαγγελματίες και ανεξάρτητα συνδικάτα, που έχουν δώσει μια σειρά μάχες από το 2006 και έχουν κερδίσει μεγάλη εμπειρία κινητοποίησης που κορυφώθηκε με τη μάχη της επανάστασης, όταν αυτό το μπλοκ κατάφερε θανατηφόρο χτύπημα στο Μουμπάρακ το Φλεβάρη. Συνέχισαν τις κινητοποιήσεις τους και μετά την επανάσταση, φτάνοντας στο αποκορύφωμα με τις απεργίες των εργαζόμενων στα λεωφορεία, στις τηλεπικοινωνίες και στους γιατρούς, όπως και στις εκατοντάδες άλλες κινητοποιήσεις που κουβαλάνε το σπόρο της γενικής απεργίας. Ωστόσο, το ξέσπασμα της γενικής απεργίας δεν προέκυψε, λόγω της απουσίας επαναστατικής οργάνωσης των εργατών και απουσίας αιτημάτων που να συνδέουν το κοινωνικό με το πολιτικό, όπως επίσης και από την απόσταση που υπήρξε μεταξύ αυτού του μπλοκ από την οργανωμένη συμμετοχή στις αλλεπάλληλες πολιτικές διαδηλώσεις και καταλήψεις ενάντια στη στρατιωτική κυβέρνηση.
Το τρίτο μπλοκ αποτελείται από διάφορες επαναστατικές οργανώσεις, που ξεκινάνε από ριζοσπάστες δημοκράτες που υιοθετούν κοινωνικά αιτήματα μέχρι τη σοσιαλιστική αριστερά η οποία μετά την κατάληψη της 8ης του Ιούλη βιώνει μια περίοδο αποτελεσματικού συντονισμού σε πολιτικό και οργανωτικό επίπεδο. Τα περισσότερα από αυτά τα κινήματα μπόρεσαν να κερδίσουν εκατοντάδες νέα μέλη και αξιοποίησαν την κατάσταση πολιτικής ρευστότητας για να δυναμώσουν σημαντικά. Ωστόσο, παραμένουν σχετικά στο περιθώριο της πολιτικής σκηνής, μη έχοντας τη δυνατότητα να προτείνουν προτεραιότητες που θα συγκεντρώσουν ευρύτερες δυνάμεις, παρόλη τη συμμετοχή τους στην ηγεσία και στην ανάπτυξη της κατάληψης του Νοέμβρη και την υποστήριξή τους στις απεργίες και τις καταλήψεις εργατών και επαγγελματιών.
Συνεπώς το πρόβλημα είναι πώς οι επαναστατικές οργανώσεις μπορούν να πετύχουν να φτιάξουν ένα κοινωνικό πρόγραμμα που θα μετασχηματίζει το σύνθημα της κοινωνικής δικαιοσύνης που υιοθετήθηκε από την επανάσταση – και το οποίο τις διαχωρίζει από τους φιλελεύθερους και τους Ισλαμιστές – σε συγκεκριμένα, πρακτικά βήματα που συνδέονται με τους μισθούς, τις τιμές των προϊόντων, το δικαίωμα στη στέγαση, την υγεία, την εκπαίδευση και την εργασία και την συνεπακόλουθη σύνδεση αυτής της κατάκτησης με την παρουσία μιας επαναστατικής κυβέρνησης στην εξουσία.
Παρόλο που οι Ισλαμιστές (και κυρίως η Μουσουλμανική Αδελφότητα) έχουν διευρύνει το εκλογικό τους πρόγραμμα, προσθέτοντας αιτήματα για την καθιέρωση ελάχιστου και μέγιστου μισθού και για την προοδευτική φορολόγηση, οι προηγούμενες θέσεις της Αδελφότητας σε κοινωνικά ζητήματα επιβεβαιώνουν πως χρησιμοποιεί αυτά τα αιτήματα μόνο για κατανάλωση των ψηφοφόρων. Είναι πασίγνωστο πως οι ηγέτες της Αδελφότητας έχουν κάνει τεράστιες οικονομικές επενδύσεις και δεν αντιτάχθηκαν σε καμιά νεοφιλελεύθερη πολιτική στη διάρκεια της διακυβέρνησης Μουμπάρακ, όπως και ότι υποστήριξαν τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες κατάργησαν την προστασία για τα ενοίκια των χωρικών. Είναι επίσης γνωστό πως κατήγγειλαν τις εργατικές απεργίες μετά την επανάσταση του Γενάρη (όπως έδειξε και η στάση τους στην απεργία των εκπαιδευτικών). Ούτε πήραν μέρος σε κάποια από τις πολιτικές μάχες με το σύστημα όσον αφορά στα κοινωνικά δικαιώματα, τους μισθούς, την ανεργία ή ενάντια στη διάλυση της εθνικής οικονομίας μέσω του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων. Συνεχίζουν να επιβεβαιώνουν την ολοσχερή τους υποστήριξη στις πολιτικές της ελεύθερης αγοράς μέσω των επανειλημμένων καθησυχαστικών μηνυμάτων που στέλνουν προς τις ΗΠΑ, τη Δύση και τα κράτη του Κόλπου.
Επιπλέον, η τεράστια οικονομική κρίση στην Αίγυπτο και παγκόσμια, αποτελεί πρόκληση διότι σημαίνει πως οποιαδήποτε προσπάθεια από μια κυβέρνηση να υιοθετήσει φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές στη σημερινή συγκυρία θα αποτύχει. Τα νομισματικά αποθεματικά της Αιγύπτου συρρικνώνονται, οι επενδύσεις έχουν σταματήσει και ο τουρισμός θα επιδεινωθεί δραματικά με την άνοδο των Σαλαφιτών. Η παγκόσμια οικονομία που δέχθηκε δυνατά χτυπήματα στο μεγαλύτερο μέρος της Νότιας Ευρώπης ως αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας που υιοθέτησαν οι κυβερνήσεις, είναι ανίκανη να δώσει χέρι βοήθειας στον ασθμαίνοντα αιγυπτιακό καπιταλισμό. Ούτε θα υπάρξει ανακούφιση για τους αιγύπτιους καπιταλιστές από τις χώρες του Κόλπου στα Ανατολικά, οι οποίες είδαν τη φωτιά της επανάστασης να ανάβει στα περίχωρά τους, στην Υεμένη και στο Μπαχρέιν.
Τα άμεσα καθήκοντα
Ωστόσο, για να φτάσει η επανάσταση στη νίκη, είναι αναγκαίο να παλέψουμε για τα εξής:
1. το χτίσιμο ενός επαναστατικού σοσιαλιστικού κόμματος με ρίζες στη βάση των εργατών, των χωρικών και των σπουδαστών, ικανό να ηγηθεί των μαζών μέχρι τη νίκη. Γι'αυτό καλούμε τους αιγύπτιους επαναστάτες, φοιτητές και εργάτες, να ενταχθούν στους Επαναστάτες Σοσιαλιστές, οι οποίοι βρίσκονται ανάμεσα στους επαναστάτες στις πλατείες Ταχρίρ όλης της χώρας, στα εργοστάσια και στις πανεπιστημιουπόλεις. Για να υλοποιήσουμε τους στόχους της επανάστασης – ψωμί, λευτεριά και κοινωνική δικαιοσύνη – μέσα από την κατάργηση της κοινωνίας της τυραννίας, της εκμετάλλευσης και της φτώχειας και την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας που θα γράψει με μεγάλα γράμματα στις σημαίες της τις λέξεις: λευτεριά και δικαιοσύνη.
2. Να δημιουργήσουμε ένα επαναστατικό μέτωπο με ένα πολιτικό πρόγραμμα που θα υιοθετεί το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και θα παλεύει με μια ενιαία προοπτική σε όλες τις κατά τόπους γειτονιές, εργοστάσια, σωματεία, χωριά και Πανεπιστήμια με στόχο τη συνέχιση της επανάστασης στους δρόμους. Ένα μέτωπο που θα ενοποιείται με τμήματα της εργατικής τάξης, των ανεξάρτητων συνδικάτων και των επαγγελματικών ενώσεων με στόχο να προωθεί τις κινητοποιήσεις και να τους δίνει πολιτική διάσταση ζητώντας την ανατροπή της συμμαχίας μεταξύ του στρατού και των εμπόρων της θρησκείας, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ότι αυτή η συμμαχία έχει στην καρδιά της την αντιπαράθεση με τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα όλων των μισθωτών και φτωχων αγροτών.
3. Να παλέψουμε με τους φτωχούς, τους περιθωριοποιημένους και τις οικογένειες των μαρτύρων και των τραυματιών, για να κερδίσουν τα δικαιώματά τους και να συνδέσουμε τα πολιτικά τους αιτήματα για κατάργηση της στρατιωτικής εξουσίας με τις καταλήψεις που κάνουν για κοινωνικά και οικονομικά αιτήματα, τα οποία χρειάζονται μια επαναστατική κυβέρνηση για να επιτευχθούν.
Η σύνδεση μεταξύ του οικονομικού και του πολιτικού είναι εξαιρετικά σημαντική. Η υλοποίηση του οικονομικού αιτήματος να οριστεί ελάχιστος και μέγιστος μισθός δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς άμεση πολιτική σύγκρουση με την καπιταλιστική άρχουσα τάξη και το στρατιωτικό συμβούλιο, σαν συνέπεια της αντίθεσης που υπάρχει μεταξύ των συμφερόντων του κράτους και των θεσμών που υπηρετούν την άρχουσα τάξη από τη μια μεριά και των εκμεταλλευόμενων μαζών από την άλλη.
Τέλος, το σύνθημα “η εξουσία και ο πλούτος στο λαό” που έχουμε υιοθετήσει πρέπει να μεταφραστεί σε ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα που θα γίνει όπλο ώστε να πιέσουμε το καταρρέον καθεστώς και να θέσουμε σε πολιορκία από την πρώτη μέρα το κοινοβούλιο που σκοπεύει να διακόψει την επανάσταση. Να αποκαλύψουμε τα παιχνίδια θρησκευτικής διάσπασης που παίζουν, φέρνοντας στην πρώτη γραμμή την ουσιαστική κοινωνική αντιπαράθεση ανάμεσα στο Κεφάλαιο από τη μια μεριά (είτε φοράει ράσο και άμφια είτε όχι) και την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες από την άλλη.
Είναι μια επανάσταση μέχρι τη νίκη.