Άρθρο
Η στρατηγική του εργατικού ελέγχου

Αντιπροσωπεία της ΕΠΑΣΣ συναντά τους απεργούς

Ο Πάνος Γκαργκάνας θυμίζει την επικαιρότητα και τη χρησιμότητα των ιδεών του Λένιν σαν απάντηση στους εκβιασμούς και την καταστροφολογία των απο πάνω.

Το Ευρώ, η Ευρωζώνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση έκλεισαν το 2011 στη σκιά της πιο βαριάς κρίσης. Παρόλο που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις 21 Δεκέμβρη διέθεσε το πρωτοφανές ποσό των 489 δις ευρώ σε τριετή χαμηλότοκα δάνεια προς το τραπεζικό σύστημα, η πρόσβαση των υπερχρεωμένων κρατών στο δανεισμό δεν έγινε ευκολότερη. Προς στιγμή αυτό φάνηκε να συμβαίνει στην Ισπανία που άντλησε κεφάλαια για τα ομόλογα της με επιτόκιο χαμηλότερο από το προηγούμενο διάστημα. Το φαινόμενο όμως δεν επαναλήφθηκε λίγο αργότερα στην Ιταλία, η οποία αναγκάστηκε να δανειστεί με επιτόκιο πάνω από το «όριο βιωσιμότητας» του 7% στις 29 Δεκέμβρη. Οι προβλέψεις του Σαρκοζί ότι οι τράπεζες θα έτρεχαν να αγοράσουν ομόλογα, αφού μπορούσαν να δανειστούν χωρίς όριο από την ΕΚΤ με 1% και να δανείσουν χώρες με 5-7%, δεν επαληθεύθηκαν. Το θρίλερ της κρίσης χρέους στη ζώνη του ευρώ συνεχίζεται το 2012.

Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Προβόπουλο να προφητέψει την τελευταία εργάσιμη μέρα του 2011 ότι τυχόν έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ και επιστροφή στη δραχμή θα ήταν τρομακτική καταστροφή γιατί θα σήμαινε «επιστροφή στα επίπεδα της δεκαετίας του 1950». Και προσθέτει επί λέξει:

«Θα παρουσιαστούν σημαντικές ελλείψεις π.χ. σε καύσιμα, σε πρώτες ύλες, ακόμη και σε αγροτικά προϊόντα, διότι εξαιτίας της αδύναμης ανταγωνιστικότητας της χώρας, ακόμη και τα τρόφιμα είναι σε μεγάλο βαθμό εισαγόμενα. …σε τέτοιες ανώμαλες καταστάσεις, αυτοί που κυρίως χάνουν είναι οι πολλοί και οι αδύνατοι. Αυτοί που θα επωφεληθούν, όπως άλλωστε συνέβη και στο παρελθόν σε έκτακτες καταστάσεις, θα είναι οι λίγοι επιτήδειοι».

Συγκινητικό το ενδιαφέρον του τραπεζίτη, όπως και πολλών άλλων που κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος καταστροφολογίας, να προστατέψει τους «πολλούς και αδύνατους» από τους «λίγους επιτήδειους», προτείνοντας να μείνουμε στο ευρώ και να υπομείνουμε αγόγγυστα τις θυσίες που απαιτεί η ντόπια και η διεθνής Τρόικα παρέα με τον ΣΕΒ και την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών. Ιδιαίτερα όταν αυτά λέγονται ύστερα από τρία χρόνια στα οποία η οικονομία πέφτει με τους ταχύτερους ρυθμούς από τη δεκαετία του 1940 και ένα εκατομμύριο άνεργοι έχουν ήδη επιστρέψει στα επίπεδα που «φοβάται» αυτή η κινδυνολογία ότι θα μας οδηγήσει η Αριστερά με τις «αντικαπιταλιστικές ρητορείες» της. Και με ανοιχτό το ενδεχόμενο ότι στη νέα χρονιά οι διαχειριστές του ευρώ θα καταφέρουν να οδηγήσουν ακόμη και την Ιταλία και τη Γαλλία σε αντίστοιχες καταστάσεις που βέβαια θα σημάνουν για την Ελλάδα της ευρωζώνης επιστροφή όχι στη δεκαετία του 1950 αλλά του 1930. Και αν δεν είναι η Τρόικα, ο ΣΕΒ και η ΕΕΕ οι «λίγοι επιτήδειοι», ποιός είναι τέλος πάντων;

Παρ’ όλα αυτά, η ισχυρότερη απάντηση της Αριστεράς σε αυτή την καταστροφολογία δεν είναι μόνο η αναξιοπιστία των Προβόπουλων και η υποκρισία των πλούσιων που καμώνονται ότι κάποιοι άλλοι «επιτήδειοι» θα φέρουν τα λεφτά τους από την Ελβετία για να κερδοσκοπήσουν αν γυρίσουμε στη δραχμή. Η ισχυρότερη απάντηση είναι μια στρατηγική που διαμορφώθηκε ως απάντηση της Αριστεράς μέσα σε συνθήκες ακόμη χειρότερης οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής, όταν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν επί τρία χρόνια και οι εργάτες της Ρωσίας με επικεφαλής τους Μπολσεβίκους αναγκάστηκαν να βρουν εναλλακτικές λύσεις. Η στρατηγική λέγεται εργατικός έλεγχος και βασίζεται στο γεγονός ότι οι «πολλοί και αδύνατοι» είναι στην πραγματικότητα πιο δυνατοί από τους «λίγους επιτήδειους».

Οι υπεύθυνοι της οικονομικής κρίσης

Ας ξεκινήσουμε από το βασικό γεγονός ότι τα οικονομικά προβλήματα δεν προκύπτουν αυτόματα σαν «φυσικά φαινόμενα», ακόμη και σε έκτακτες κοινωνικές καταστάσεις. Στη Ρωσία του 1917 οι συνθήκες ήταν όντως έκτακτες. Το Τσαρικό καθεστώς είχε καταρρεύσει τον Φλεβάρη-Μάρτη και η χώρα εξακολουθούσε να συμμετέχει στο σφαγείο του Παγκόσμιου Πόλεμου κάτω από τη διακυβέρνηση της Προσωρινής Κυβέρνησης. Πενήντα έξι χιλιάδες στρατιώτες είχαν σκοτωθεί μέσα σε μόνο τρεις βδομάδες τον Ιούνη, σε μια ανεπιτυχή επίθεση του Ρωσικού Γενικού Επιτελείου στη Γαλικία. Στις πόλεις ο πληθωρισμός βρισκόταν στα ύψη, η προμήθεια τροφίμων ήταν δύσκολη και τα εργοστάσια έκλειναν. Σύμφωνα με αξιόπιστες μελέτες, τα φορτία σιτηρών προς τη Μόσχα έπεσαν από 2000 βαγόνια το Μάη σε 1052 τον Ιούνη και σε 883 τον Ιούλη. Ανάμεσα στον Μάρτη και στον Ιούλη τα λουκέτα σε μεγάλα εργοστάσια της Ρωσίας έφτασαν τα 568 (στοιχεία από το βιβλίο του Κέβιν Μέρφι «Επανάσταση και Αντεπανάσταση, ταξική πάλη σε ένα εργοστάσιο μετάλλου στη Μόσχα», εκδόσεις Χέιμαρκετ 2007).

Κανένα από τα σημερινά καταστροφολογικά σενάρια μέχρι στιγμής δεν έχει φτάσει να ισχυρίζεται ότι αν καταρρεύσουν οι κυβερνήσεις της Τρόικας και αναλάβει μια κυβέρνηση που θα αναγκαστεί να βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ, θα έχουμε τέτοιας έκτασης οικονομική καταστροφή, π.χ. 55% μείωση τροφοδοσίας της Αθήνας. Οι εργάτες της Ρωσίας του 1917 είχαν αναμφίβολα να αντιμετωπίσουν πιο άγρια οικονομική αναστάτωση από ο,τιδήποτε μπορεί να ζωγραφίσει σαν απειλή σήμερα ακόμη και ο πιο ένθερμος υποστηρικτής του ευρώ. Και όμως ακόμα και κάτω από εκείνες τις ακραίες συνθήκες άρχισαν να βρίσκουν πρακτικούς τρόπους για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα.

Αφετηρία για την αντιμετώπιση ήταν η σύγκρουση με βασικές επιλογές των διευθυντών και των ιδιοκτητών των εργοστασίων. Οι μεγάλοι εργοδότες είχαν άθελά τους ομολογήσει ότι η οικονομική αποδιοργάνωση δεν προέκυπτε αυτόματα, αλλά είχαν βάλει οι ίδιοι το χεράκι τους προς αυτή την κατεύθυνση, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντοτε σε τέτοιες καταστάσεις. Ο τότε «βασιλιάς της κλωστοϋφαντουργίας» Ριαμπουσίνσκι είχε κάνει την περιβόητη δήλωση ότι «το κοκαλιάρικο χέρι της πείνας θα βάλει μυαλό στους εργάτες», μια δήλωση που έμεινε στην ιστορία σαν το ισοδύναμο της Μαρίας Αντουανέτας στη Γαλλική επανάσταση: «Ας φάνε παντεσπάνι».

Κίνημα εργοστασιακών επιτροπών

Η απάντηση των εργατών της Ρωσίας δεν ήταν βέβαια να αρχίσουν να ψάχνουν για παντεσπάνι. Ήταν ένα κίνημα εργοστασιακών επιτροπών που άρχισε να αμφισβητεί ότι το άλφα εργοστάσιο «έπρεπε» να κλείσει γιατί «δεν υπήρχαν πρώτες ύλες» ή το βήτα εργοστάσιο «έπρεπε» να απολύσει γιατί «δεν βγαίνει». Από τέτοιες κινήσεις ξεκίνησε το κίνημα του εργατικού ελέγχου, από τα κάτω. Είναι χαρακτηριστικά δυο παραδείγματα που αναφέρονται από τον Ντέιβιντ Μαντέλ στο βιβλίο «Δικά μας να τα κατέχουμε και να τα ελέγχουμε – ο εργατικός έλεγχος από την Κομμούνα μέχρι σήμερα» στο κεφάλαιο «Το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών στη Ρώσικη επανάσταση»:

«Όταν δημιουργήθηκε η εργοστασιακή μας επιτροπή», έγραφε η επιτροπή στο θρυλικό εργοστάσιο Πουτίλοφ, «δεν μας δόθηκε κανένα πρόγραμμα δράσης ή καταστατικό σαν οδηγός για τις δραστηριότητές μας. Καθώς αναπτύσσονταν οι λειτουργίες της επιτροπής, τα ίδια τα πρακτικά της μέτρα έγιναν η βάση για τις καθοδηγητικές αρχές της. Με αυτόν τον τρόπο η εργοστασιακή επιτροπή είχε τον καλύτερο δάσκαλο – την ίδια τη ζωή».

Σε ένα άλλο μεγάλο εργοστάσιο-μηχανουργείο, η εργοδοσία ανακοίνωσε το κλείσιμο στις 2 Ιούνη γιατί «είχε πέσει η παραγωγικότητα» και «υπήρχε έλλειψη πρώτων υλών». Είχε προηγηθεί απόφαση των εργατών στις 27 Απρίλη να εγκαταστήσουν περιφρούρηση στις πύλες του εργοστασίου. Τελικά, με τη βοήθεια του Κεντρικού Συμβουλίου εργοστασιακών επιτροπών που είχε εκλεγεί στις αρχές Ιούνη, αποκαλύφθηκαν μια σειρά ύποπτες μετακινήσεις του στοκ, όποτε η εργοδοσία ανακοίνωσε ότι ξαφνικά βρήκε ένα δάνειο από «φιλική πηγή» και το εργοστάσιο θα άνοιγε ξανά. Η απάντηση της εργοστασιακής επιτροπής ήταν να ανακοινώσει ότι από εκεί και πέρα τίποτε δεν θα έβγαινε από το εργοστάσιο χωρίς τη δική της άδεια, ότι οι εντολές της εργοδοσίας θα έπρεπε να εξασφαλίζουν τη δική της έγκριση και ότι κανένα ντοκουμέντο δεν θα μπορούσε να καταστραφεί πριν περάσει από δικό της έλεγχο.

Με τέτοιες διαδικασίες άρχισαν να εμφανίζονται εργοστάσια-κάστρα των εργατών όπου εκλεγμένες επιτροπές ήταν αναγκασμένες να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα λειτουργίας της επιχείρησης σε αντιπαράθεση με τις επιλογές των ιδιοκτητών. Αυτό το αναδυόμενο κίνημα υποχρέωσε όλη την Αριστερά της εποχής να δώσει απαντήσεις για τους τρόπους με τους οποίους μπορούσε να προχωρήσει. Η ίδια η Προσωρινή κυβέρνηση στην οποία συμμετείχαν οι ρεφορμιστικές πτέρυγες της Αριστεράς έβγαλε διάταγμα που καθιέρωνε την ύπαρξη εργοστασιακών επιτροπών και προσπαθούσε να θεσμοθετήσει ένα ρόλο συνεργασίας με τη διεύθυνση του εργοστασίου ήδη από τον Απρίλη του 1917. Όμως οι Μπολσεβίκοι αντέταξαν τον προσανατολισμό του εργατικού ελέγχου διακηρύσσοντας σε κείμενο του Λένιν στις 17 Μάη, όπως αναφέρει ο Κλιφ, ότι «οι εργάτες πρέπει να απαιτήσουν την άμεση εγκαθίδρυση πραγματικού ελέγχου που να ασκείται από τους ίδιους τους εργάτες» (Τόνι Κλιφ, «Λένιν, τόμος 2: 1914-1917, Όλη η εξουσία στα σοβιέτ», εκδόσεις Εργατική Δημοκρατία-Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο).

Αυτοί οι διαφορετικοί προσανατολισμοί μπήκαν σε δοκιμασία καθώς η οικονομική αποδιοργάνωση χειροτέρευε με τους εργοδότες να κλιμακώνουν τα κλεισίματα και τους εκβιασμούς και τους εργάτες να απαντούν με απεργίες, καταλήψεις και πέταγμα των διευθυντών έξω από εργοστάσια, ορυχεία κλπ, πολλές φορές κυριολεκτικά με το καροτσάκι.

Η αντίδραση του μενσεβίκου υπουργού Εργασίας ήταν να βγάζει εγκυκλίους που περιόριζαν τις δικαιοδοσίες των εργοστασιακών επιτροπών και ποινικοποιούσαν την «χρήση πιεστικών μέτρων από μέρους των εργατών» στο θέμα των απολύσεων. Η αντίδραση των Μπολσεβίκων ήταν να στηρίζουν τις δράσεις των εργατών και να τις γενικεύουν με τρεις τρόπους: με το πέρασμα από τα εργατικά βέτο στις απολύσεις στον έλεγχο των προμηθειών και των βιβλίων στην κάθε επιχείρηση, με τον συντονισμό ανάμεσα στα διάφορα εργοστάσια σε κάθε περιοχή και με τη σύνδεση του εργατικού ελέγχου με την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη.

Ήδη στις 30 Μάη του 1917 έγινε η πρώτη Συνδιάσκεψη Εργοστασιακών Επιτροπών της Πετρούπολης και ο Ζινόβιεφ εκ μέρους των Μπολσεβίκων κατέθεσε ένα σχέδιο απόφασης που είχε γράψει ο Λένιν και το οποίο μιλούσε για μέτρα όπως το άνοιγμα των εμπορικών βιβλίων με προοπτική «τον πλήρη έλεγχο της παραγωγής και διανομής αγαθών από τους εργάτες». Το σχέδιο εγκρίθηκε με 297 ψήφους υπέρ, 21 κατά και 44 λευκά (Κλιφ).

Το κέρδισμα της πλειοψηφίας σε τέτοιους συντονισμούς προς τις απόψεις των Μπολσεβίκων δεν έγινε μονομιάς. Η Μόσχα παραδείγματος χάρη ήταν πιο πίσω από την Πετρούπολη. Αλλά τα πιο προχωρημένα εργοστάσια αναδείκνυαν στην πράξη την αξία των προτάσεων του εργατικού ελέγχου: κλωστοϋφαντουργοί της Μόσχας, π.χ., αποκάλυψαν την ύπαρξη διπλών βιβλίων και κερδοσκοπίας στα καύσιμα και διεκδίκησαν το δικαίωμα να ελέγχουν οι επιτροπές τους τα αποθέματα και τη διανομή τους.

Η συμβολή του Λένιν

Σε αυτά τα προχωρήματα μπόρεσε να δώσει ολοκληρωμένη μορφή ο Λένιν με δυο κλασικά του κείμενα γραμμένα σε απόσταση μερικών εβδομάδων τον Σεπτέμβρη του 1917: «Η Καταστροφή που μας απειλεί και πώς πρέπει να την καταπολεμήσουμε» και «Θα κρατήσουν άραγε οι Μπολσεβίκοι την κρατική εξουσία;». Τα κείμενα αυτά υπάρχουν στον τόμο 34 στην ελληνική έκδοση με τα Άπαντα του Λένιν, αλλά και σε μια συλλογή που έχει βγάλει η Σύγχρονη Εποχή («Από τον Φλεβάρη στον Οκτώβρη»).

Παρόλο που αυτά τα κείμενα αντιμετωπίζουν τα πιο περίπλοκα οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, είναι γραμμένα με τρόπο που απευθύνεται στους απλούς εργάτες. Η μορφή τους συμβαδίζει με το περιεχόμενο τους που είναι η εμπιστοσύνη ότι οι εργάτες μπορούν να τα καταφέρουν στην αντιμετώπιση της οικονομικής καταστροφής. Ένα παράδειγμα, γράφει ο Λένιν (σε στιλ Θανάση Βέγγου): «Το κράτος, καλοί μου άνθρωποι, είναι έννοια ταξική. Το κράτος είναι όργανο ή μηχανή βίας μιας τάξης πάνω σε άλλη. Όσον καιρό το κράτος είναι μηχανή βίας της αστικής τάξης πάνω στο προλεταριάτο, σύνθημα του προλεταριάτου δεν μπορεί να είναι παρά μόνο ένα: γκρέμισμα του κράτους αυτού. … ειρωνευόμαστε αυτούς που δεν καταλαβαίνουν ότι αρνούμενοι τον εργατικό έλεγχο, αρνούμενοι τη δικτατορία του προλεταριάτου, υποστηρίζουν τη δικτατορία της αστικής τάξης. Μέση οδός δεν υπάρχει, η μέση οδός είναι κούφιο όνειρο του μικροαστού δημοκράτη» (Άπαντα, τ.34, σελ 318-19).

Για την ακρίβεια, ο Λένιν κατακεραυνώνει τους διανοούμενους που σνομπάρουν τους «άξεστους» εργάτες της Ρωσίας και λένε ότι θα υποστήριζαν τον εργατικό έλεγχο αν είχε να κάνει με «καλλιεργημένους» εργάτες όπως της Γερμανίας. Γράφει: «(ένας τέτοιος διανοούμενος) είναι πρόθυμος να αναγνωρίσει την κοινωνική επανάσταση αν η ιστορία οδηγούσε σε αυτήν τόσο ειρηνικά, ήσυχα, ομαλά και κανονικά όπως φτάνει στον σταθμό η γερμανική ταχεία αμαξοστοιχία. Ένας εντυπωσιακός οδηγός ανοίγει την πόρτα του βαγονιού και αναγγέλλει: «Στάση κοινωνική επανάσταση». Alle aussteigen (όλοι να κατέβουν)» (σελ. 321-22).

Ο Λένιν συνοψίζει τα κυριότερα μέτρα που πρέπει να επιβληθούν με τον έλεγχο των εργατών ως εξής:

1) Εθνικοποίηση των τραπεζών

2) Εθνικοποίηση των μεγαλύτερων μονοπωλιακών ενώσεων των καπιταλιστών (τροφίμων, καυσίμων, μετάλλου κλπ)

3) Κατάργηση του εμπορικού απόρητου

4) Υποχρεωτική ένταξη των επιχειρήσεων σε Ενώσεις

5) Συνένωση του πληθυσμού σε καταναλωτικούς συνεταιρισμούς.

Και επιμένει αναλυτικά ότι με τέτοια βήματα οι συνελεύσεις των εργατών μπορούν να αντιμετωπίσουν τα φαινόμενα κερδοσκοπίας, είτε πρόκειται για το χρήμα είτε για τα αποθέματα αγαθών, και να εξασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία της παραγωγικής διαδικασίας και τη διανομή των απαραίτητων προϊόντων στον πληθυσμό.

Σε κάθε βήμα, επισημαίνει όχι μόνο την αποτελεσματικότητα και το εφικτό του συλλογικού δημοκρατικού ελέγχου, αλλά και την υπέρβαση των αδικιών και των προκαταλήψεων της αστικής κοινωνίας:

«Όταν ένας εργοστασιάρχης ή ένας τραπεζίτης δημοσιεύει τα έσοδα και τα έξοδα του εργάτη, τα στοιχεία για το μεροκάματό του και για την παραγωγικότητα της εργασίας του, αυτό θεωρείται υπερνόμιμο και δίκαιο. Κανενός δεν του περνάει από το μυαλό να δει σε αυτό επιβουλή στην «ιδιωτική ζωή» του εργάτη, «χαφιεδισμό ή κατάδοση» από τη μεριά του εργοδότη. Η αστική κοινωνία θεωρεί την εργασία και το μεροκάματο των μισθωτών εργατών δικό της ανοιχτό βιβλίο, όπου ο κάθε αστός έχει πάντα το δικαίωμα να ρίχνει μια ματιά, πάντα να ξεσκεπάζει την τάδε «πολυτέλεια» του εργάτη και την τάδε δήθεν «τεμπελιά» του. Και ο αντίστροφος έλεγχος; Τι θα γινόταν αν το δημοκρατικό κράτος καλούσε τα συνδικάτα των υπαλλήλων, των εμποροϋπαλλήλων, του υπηρετικού προσωπικού να ελέγξουν τα έσοδα και τα έξοδα των καπιταλιστών, να δημοσιεύσουν τα σχετικά στοιχεία, να βοηθήσουν στην πάλη ενάντια στην απόκρυψη των εισοδημάτων; Τι άγρια ουρλιαχτά θα έβγαζε η αστική τάξη ενάντια στους «χαφιεδισμούς», ενάντια στις «καταδόσεις» (Κλιφ, σελ. 268).

Πόσο επίκαιρα ηχούν αυτά όταν ο Κουρής στις μέρες μας καταγγέλλει τους εργαζόμενους του Άλτερ ότι «τσέπωσαν» δισεκατομμύρια την ώρα που τους έχει αφήσει απλήρωτους!

Επικαιρότητα

Στην πραγματικότητα, είναι και αναγκαίο και εφικτό να επικαιροποιήσουμε τις ιδέες του Λένιν για να αντιμετωπίσουμε όλες τις προκλήσεις που κρύβουν οι απειλές και οι εκβιασμοί των καπιταλιστών στην Ελλάδα του σήμερα.

Χρόνια τώρα οι κυβερνήσεις κηρύσσουν «πόλεμο» κατά της φοροδιαφυγής και έχουν φτάσει να προωθούν την είσοδο ιδιωτικών εταιρειών στην είσπραξη των φορολογικών εσόδων (ουσιαστικά επιστροφή στις πρακτικές της φεουδαρχικής απολυταρχίας, όταν οι μονάρχες έδιναν την είσπραξη φόρων σε ευνοούμενους). Πόσο πιο απλά και αποτελεσματικά θα λειτουργούσε ο εργατικός έλεγχος σε αυτόν τον τομέα!

Μας απειλούν ότι αν απορρίψουμε τα Μνημόνια, οι δανειστές θα πετάξουν την Ελλάδα έξω από το ευρώ και τότε οι κερδοσκόποι θα κάνουν κουρέλι τη νέα δραχμή και οι πλούσιοι θα φέρουν τα κεφάλαιά τους από το εξωτερικό για να εξαγοράσουν φθηνά τα πάντα. Η κρατικοποίηση των τραπεζών κάτω από εργατικό έλεγχο είναι ένα ισχυρό αντίδοτο: κανένας διεθνής κερδοσκόπος δεν θα μπορεί να διακινήσει τα κεφάλαιά του για βρόμικα παιχνίδια κάτω από το άγρυπνο μάτι του εργατικού ελέγχου στο τραπεζικό σύστημα. Κανένας μαυραγορίτης δεν θα μπορεί να κρατήσει προϊόντα στις αποθήκες και να αφήσει άδεια τα ράφια παίζοντας με τις τιμές, αν υπάρχει εργατικός έλεγχος στις μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις, στα σουπερμάρκετ και στο εξωτερικό εμπόριο.

Αλλά πριν ακόμη φτάσουμε εκεί, δηλαδή στα δυνατά όπλα που θα διαθέτει μια κοινωνία με συλλογικό δημοκρατικό έλεγχο απέναντι στις επιθέσεις της διεθνούς και της ντόπιας κερδοσκοπίας, μπορούμε να δούμε πόσο χρήσιμη είναι η στρατηγική του εργατικού ελέγχου και για τους αγώνες ενάντια στους τωρινούς εκβιασμούς των καπιταλιστών με τα κλεισίματα και τις απολύσεις. Διπλά χρήσιμη.

Πρώτα σαν άμεση αντίδραση σε κάθε τέτοια περίπτωση η στρατηγική αυτή λέει κατάληψη, έτσι ώστε η συνέλευση των εργαζόμενων και η εκλεγμένη εργασιακή επιτροπή να μπορεί να εξασφαλίζει ότι ο εργοδότης και οι πιστωτές του (τράπεζες, προμηθευτές) δεν μπορούν να ρευστοποιούν τα περιουσιακά στοιχεία αφήνοντας τους εργάτες στο δρόμο. Κανένας καπιταλιστής δεν είναι διατεθειμένος να χάσει τα οικόπεδα, τα κτίρια, τα μηχανήματα, τις αποθήκες των επιχειρήσεών του, όσο κι αν κοκορεύονται ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή να μεταφέρουν τις μπίζνες τους στο εξωτερικό. Ιδιαίτερα αν μια κατάληψη στο λογιστήριο αρχίσει να ανοίγει βιβλία και να διεκδικεί το μπλοκάρισμα λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων που αποχτήθηκαν με τη λεηλασία της επιχείρησης. Και εκεί όπου τα δικαστήρια και οι αρχές κάνουν τα στραβά μάτια σε τέτοιες περιπτώσεις, ένα κίνημα συμπαράστασης ανοίγει τεράστιες δυνατότητες για τη συνεργασία και το συντονισμό με άλλα τμήματα εργαζόμενων και τα συνδικάτα τους ώστε να μην μπορεί κανένας εκβιαστής εργοδότης να ξεφύγει.

Πολιτικό κίνημα

Υπάρχει, όμως και δεύτερο σκέλος. Όταν αρχίζουν να διαμορφώνονται τέτοια κινήματα, η δύναμη που αποχτούν, όσο περισσότερο συντονίζονται και απλώνονται, γίνεται πολιτική. Πονάει τους καπιταλιστές σαν τάξη, πέρα από τις δυσκολίες που βάζει στον καθένα επιχειρηματία που κάνει την επιχείρηση «προβληματική» και τον εαυτό του μεγαλοκαταθέτη στην Ελβετία. Δεν χρειάζεται να πάμε πίσω εκατό χρόνια, στη Ρώσικη επανάσταση για να θυμηθούμε αυτή τη δυναμική. Αρκεί να θυμηθούμε το κίνημα των λεγόμενων «Προβληματικών» στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στη δεκαετία του 1980.

Τότε, η άρνηση πολλών μαχητικών εργοστασιακών σωματείων να αποδεχθούν ότι η επιχείρηση έκλεισε και οι εργάτες έμειναν στο δρόμο τρομοκράτησε όχι μόνο τους εργοδότες τους αλλά και τους τραπεζίτες. Ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα κινδύνευε αν τα χρέη των «προβληματικών» προς τις τράπεζες έμεναν ακάλυπτα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου αναγκάστηκε να καταγγέλλει την απαράδεκτη κατάσταση όπου «η βιομηχανία χρεοκοπεί αλλά οι βιομήχανοι ευημερούν». Οι πρώτες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ μετά το 1981 αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε κρατικοποιήσεις με τη δημιουργία του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων. Οι μαζικές αυταπάτες που επικρατούσαν τότε μέσα στην εργατική τάξη για το ΠΑΣΟΚ άφησαν τα περιθώρια στις κυβερνήσεις του να διαχειριστούν τον ΟΑΕ με τρόπο ώστε οι τράπεζες να ξεφύγουν από τα απλήρωτα χρέη και οι επιχειρήσεις σταδιακά είτε να κλείσουν είτε να ιδιωτικοποιηθούν πολλές φορές στα ίδια τα παλιά αφεντικά τους. Όχι χωρίς μάχες από τη μεριά των εργατών. Αλλά συνολικά τότε έλλειψε μια αριστερά που να αναδείξει τη στρατηγική του εργατικού ελέγχου μέσα σε εκείνο το κίνημα.

Σήμερα, υπάρχει η δυνατότητα να έχουμε μια διαφορετική εξέλιξη. Οι ρεφορμιστικές αυταπάτες ότι αρκεί οι εργάτες «να ψηφίσουν σωστά» είναι σε υποχώρηση, ενώ αντίθετα η αντικαπιταλιστική αριστερά είναι σε άνοδο. Στη σημερινή κρίση, η αντίσταση στα κλεισίματα και στις απολύσεις σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα μπορεί να γίνει πολύ πιο ισχυρό κίνημα με τις ιδέες του εργατικού ελέγχου. Ας αφήσουμε την τελευταία λέξη στον ίδιο τον Λένιν:

«Όταν κι ο τελευταίος μεροκαματιάρης, ο κάθε άνεργος, η κάθε μαγείρισσα, ο κάθε καταστραμμένος αγρότης δει με τα ίδια του τα μάτια πως η προλεταριακή εξουσία δεν προσκυνάει τον πλούτο, αλλά βοηθάει τη φτωχολογιά, ότι η εξουσία αυτή δεν διστάζει να πάρει επαναστατικά μέτρα, πως παίρνει τα περίσσια προϊόντα από τους κηφήνες και τα δίνει στους πεινασμένους, ότι εγκαθιστά με τη βία τους άστεγους στα σπίτια

των πλουσίων, πως υποχρεώνει τους πλούσιους να πληρώνουν το γάλα, όμως δεν τους δίνει ούτε μια σταγόνα γάλα αν δεν πάρουν όσο τους χρειάζεται τα παιδιά όλων των φτωχών οικογενειών, ότι η γη περνάει στους εργαζόμενους, οι φάμπρικες και οι τράπεζες μπαίνουν κάτω από εργατικό έλεγχο, πως τους εκατομμυριούχους που κρύβουν τα πλούτη τους τούς περιμένει άμεση και αυστηρή τιμωρία – όταν η φτωχολογιά δει αυτά και τα νιώσει, τότε καμιά δύναμη των καπιταλιστών και των κουλάκων, καμιά δύναμη του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου που διαχειρίζεται εκατοντάδες δισεκατομμύρια δεν θα νικήσει τη λαϊκή επανάσταση, αλλά, αντίθετα, η επανάσταση θα νικήσει σε όλο τον κόσμο, γιατί σε όλες τις χώρες ωριμάζει η σοσιαλιστική επανάσταση» (Άπαντα, τ. 34, σελ. 330).