H Μαρία Στύλλου δείχνει πώς η Κυβέρνηση Παπαδήμου είναι στριμωγμένη ανάμεσα στο “κούρεμα” και τις απεργίες και προβάλει τις μάχες που έχει μπροστά της η Αριστερά.
Η κυβέρνηση Παπαδήμου έχει συσπειρώσει πίσω της όχι μόνο τα κόμματα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ μαζί με το ακροδεξιό δεκανίκι τους, το ΛΑΟΣ, αλλά ολόκληρο τον αστικό πολιτικό κόσμο σε μια συντονισμένη προσπάθεια να κάμψουν τις εργατικές αντιστάσεις και να σταθεροποιήσουν οικονομικά και πολιτικά την κατάσταση. Κι όμως, στην πράξη αποδεικνύεται ότι δεν φτάνει μια τέτοια πολιτική συμφωνία για να αντιμετωπίσουν την κρίση.
Μπορεί η Μέρκελ και οι άλλοι ηγέτες της ΕΕ να υποσχέθηκαν ότι ο σχηματισμός της συγκυβέρνησης θα άνοιγε το δρόμο για μια νέα επιχείρηση «διάσωσης» της ελληνικής οικονομίας με «κούρεμα» του χρέους και νέο «Μνημόνιο» ύψους 130 δις ευρώ, αλλά η πραγματικότητα ξεδιπλώνεται πιο οδυνηρά. Κανένας τραπεζίτης, ούτε ο Παπαδήμος με το άψογο βιογραφικό στα μάτια των αστών εδώ και στην Ευρώπη, πρώην υποδιοικητής της ΕΚΤ και φίλος του Τρισέ, δεν είναι σε θέση να δαμάσει τις δυνάμεις της αγοράς που εξακολουθούν να στοιχηματίζουν σε μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία.
Πρώτα απ’ όλα γιατί η διεθνής οικονομική κατάσταση συνεχίζει να εξελίσσεται προς το χειρότερο. Τώρα πια όλοι, ακόμη και η Τρόικα, παραδέχονται ότι επί δυο χρόνια έπεφταν συνεχώς έξω σε σχέση με τις διαστάσεις της ύφεσης στην ελληνική οικονομία. Αλλά αυτές οι παραδοχές δεν τους εμποδίζουν να επαναλαμβάνουν ακριβώς το ίδιο λάθος. Οι υπολογισμοί που έκαναν τον περασμένο Οκτώβρη στη Σύνοδο Κορυφής της 26-27/10 στηρίζονταν σε εκτιμήσεις που αναθεωρούνται προς το χειρότερο. Το 2012 τρέχει ήδη σαν χρονιά ύφεσης για ολόκληρη την ΕΕ, με τις ΗΠΑ σε στασιμότητα και την Κίνα να λαχανιάζει.
Οι υποβαθμίσεις τις οποίες έκανε η Standard and Poor’s την Παρασκευή 13 Γενάρη μπορεί να είχαν από πίσω τους προφανείς σκοπιμότητες, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο μηχανισμός στήριξης της Ευρωζώνης θα δανείζεται από τις χρηματαγορές με χειρότερους όρους και θα επιβάλει επίσης χειρότερους όρους σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία. Ακόμη και αν δεν χρειαστεί να επέμβει και στην Ιταλία (περίπτωση που κάθε άλλο παρά έχει αποκλειστεί), το ελληνικό «κούρεμα» και η νέα ελληνική «δανειακή σύμβαση» προδιαγράφονται ακόμη πιο σκληρά από όσο φαίνονταν όταν φτιάχτηκε η συγκυβέρνηση.
Και μόνο αυτό το δεδομένο είναι από μόνο του αρκετά ισχυρό ώστε να ανακυκλώνει τις πολιτικές εντάσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης Παπαδήμου. Όταν σχηματίστηκε, τα κόμματα παζάρευαν πόσο αργά ή γρήγορα θα γίνουν οι εκλογές και πόσο καλά θα φτάσει το καθένα πλασαρισμένο ώστε να διεκδικεί το μεγαλύτερο μερίδιο για τη «σωτηρία της χώρας από τη χρεοκοπία». Ακόμη και ο μεγάλος ηττημένος που παρέδωσε τη σκυτάλη στον Παπαδήμο, ο Παπανδρέου, διεκδικούσε τα περιθώρια να ισχυρίζεται ότι αυτός εξασφάλισε τη Συμφωνία της 26-27 Οκτώβρη. Όσο για τον Σαμαρά, αυτός έψαχνε τρόπους να διατηρήσει για τη ΝΔ το προφίλ ενός νέου ξεκινήματος για την οικονομία.
Τώρα οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης με δυσκολία φτάνουν αθροιστικά πάνω από το 50%, με το ΠΑΣΟΚ να κινείται ανάμεσα στο 15 και το 20%, τη ΝΔ στάσιμη και το ΛΑΟΣ σε πτώση. Τα κόμματα που στηρίζουν τον Παπαδήμο χάνουν τη δύναμή τους και τα ποσοστά της Αριστεράς ανεβαίνουν. Αυτό που γράφαμε στο προηγούμενο τεύχος του περιοδικού, ότι «είναι ρίσκο για την κυρίαρχη τάξη να στηρίζει μια συμμαχική κυβέρνηση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ σε αυτή τη φάση», αποδεικνύεται σωστό.
ΠΑΣΟΚ - ελεύθερη πτώση;
Η πιο μεγάλη ανησυχία τους είναι η κρίση στο ΠΑΣΟΚ που παίρνει τις μεγαλύτερες διαστάσεις και γι’ αυτό κινούνται όλα τα συγκροτήματα να εξασφαλίσουν μια ομαλή διαδοχή. Αν οι δελφίνοι του ΓΑΠ και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα που τους στηρίζουν έλπιζαν ότι μια απομάκρυνσή του θα έφερνε ηρεμία στις τάξεις του ΠΑΣΟΚ , έπεσαν τελείως έξω. Στα Νέα, ένας από τους δημοσιογράφους που επί δυο χρόνια προσπαθούσε συνεχώς να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα της κυβέρνησης Παπανδρέου, ο Παπαχρίστος, έχει φτάσει στο σημείο να χρησιμοποιεί το επιχείρημα «ποιος θα κάνει αντιπολίτευση στη ΝΔ;» για να πείσει τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ να μείνει στο κόμμα και να στηρίξει μια νέα ηγεσία. Πρόκειται για «επιχείρημα» απελπισίας. Φοβούνται ότι η συμμετοχή της βάσης στην εκλογή προέδρου δεν θα φτάσει ούτε στο ένα δέκατο από το ένα εκατομμύριο που διαφήμιζαν ότι είχε πάρει μέρος στους εσωκομματικούς θριάμβους του Παπανδρέου το 2004 και το 2007. Και ότι όσοι πάνε θα ρίξουν μαύρο σε όλους τους υποψήφιους.
Και δεν έχουν άδικο. Όλοι οι διεκδικητές της διαδοχής πάσχουν από πλήρη αδυναμία να δώσουν την παραμικρή απάντηση στο ερώτημα τι πήγε στραβά και τι το διαφορετικό κάνουν τώρα με τον Παπαδήμο. Το μόνο θετικό που πετυχαίνουν αυτή τη στιγμή είναι να μοιράζονται την αποτυχία με τα στελέχη της ΝΔ που αναζητούν εξίσου γελοίες δικαιολογίες για το γεγονός ότι προσπαθούν να υλοποιήσουν τα μέτρα που κληροδότησε ο Παπανδρέου και η Τρόικα στην συγκυβέρνησή τους.
Όλες αυτές οι αστάθειες και τα προβλήματα που φέρνει η οικονομική και πολιτική κρίση δεν σημαίνουν ότι η κυβέρνηση Παπαδήμου παραιτείται από την προσπάθεια να λυγίσει τις εργατικές αντιστάσεις και να ανακόψει την αυξανόμενη επιρροή της Αριστεράς. Αντίθετα, επιστρατεύει όλους τους εκβιασμούς και τη χειρότερη κινδυνολογία για να πετύχει τους στόχους της. Το ρεφρέν του Παπαδήμου ότι «καλύτερα να έχουμε επιχειρήσεις ανοιχτές με μικρότερους μισθούς, παρά να έχουμε περισσότερους άνεργους» έχει γίνει το λάβαρο στην επίθεση της εργοδοσίας σε όλους τους χώρους.
Αυτό το εκβιαστικό δίλημμα βάζει μπροστά ο Μάνεσης στη Χαλυβουργία, ο Κόκκαλης στην Ιντρακόμ, και όλοι οι εργοδότες που αφήνουν τους εργαζόμενους απλήρωτους σε μια σειρά επιχειρήσεις. Εκεί που δεν φτουράνε πια τα λογίδρια των Λοβέρδων και οι πλαστές «αντιμνημονιακές» ρητορείες των Αβραμόπουλων, τα αφεντικά επιστρατεύουν την ωμή απειλή της πείνας. Αλλά βλέπουν με ανησυχία ότι το εργατικό κίνημα αντιδράει μαχητικά και σε αυτή την καμπή.
“Είμαστε το 99%”
Η Παναττική Απεργία στις 17 Γενάρη έδειξε πώς διαμορφώνονται τα στρατόπεδα αυτή τη στιγμή. Μέσα σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης, μαζικής ανεργίας και συντονισμένης εργοδοτικής επίθεσης, οι εργάτες οργανώνουν απεργίες διαρκείας και καταλήψεις σε μια σειρά χώρους, ακόμη και εκεί που τα προηγούμενα δυο χρόνια δεν υπήρχε συμμετοχή στην πρώτη γραμμή των πανεργατικών απεργιών. Η Χαλυβουργία, ο Άλτερ, η Ελευθεροτυπία έχουν γίνει πηγή έμπνευσης για μικρότερους χώρους που αρνούνται να υποταχτούν σε κλεισίματα και απολύσεις. Επικρατεί ένα πνεύμα που το συνόψισε πετυχημένα ο Μωυσής Λίτσης από τους απεργούς της Ελευθεροτυπίας στην ομιλία του στη συγκέντρωση του ΕΚΑ στις 17 Γενάρη: «Αυτοί έχουν το άρθρο 99 και εμείς είμαστε το 99%». Το σύνθημα «Είσαστε το 1%, είμαστε το 99%» που χάρισαν στο κίνημα οι ακτιβιστές του «Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ» σηματοδοτεί πώς αισθάνονται εκατομμύρια εργαζόμενοι και νεολαίοι σε όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα.
Η 17 Γενάρη ήταν η διάψευση της προπαγάνδας που έλεγε ότι στην Ελλάδα απεργούν μόνο οι «βολεμένοι» δημόσιοι υπάλληλοι, ότι συνδικάτα υπάρχουν μόνο στο δημόσιο τομέα ενώ στα εργοστάσια οι εργάτες αποδέχονται τη μείωση μισθών και την εντατικοποίηση των συνθηκών για το καλό των επιχειρήσεων. Στην Πλατεία Κλαυθμώνος στα μικρόφωνα του ΕΚΑ δεν πήραν το λόγο οι εκπρόσωποι των παρατάξεων του ΔΣ αλλά συνδικαλιστές από μικρούς και μεγάλους χώρους του ιδιωτικού τομέα που έχουν κρατήσει τα σωματεία τους ζωντανά, κάνουν συνελεύσεις και οργανώνουν απεργίες, περιφρουρήσεις και καταλήψεις για να μην εξαφανιστούν τα μηχανήματα και τα εμπορεύματα από τις κομπίνες της εργοδοσίας. Ίδια ήταν η εικόνα και στη συγκέντρωση του ΠΑΜΕ στην Ομόνοια, όπου τον τόνο έδωσε ο πρόεδρος του σωματείου των απεργών χαλυβουργών. Η επιτυχία της απεργίας καθρεφτίστηκε στον όγκο των δυο συγκεντρώσεων που θα ήταν ακόμα πιο μεγάλος αν ήταν ενωμένες μαζί.
Οι προκλήσεις για τη συνέχεια είναι μεγάλες. Δείτε σε τι τόνο γράφει μια από τις πιο σημαντικές εφημερίδες του διεθνούς καπιταλισμού, οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς:
«Η μαζική ανεργία στην Ευρώπη μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες για την αναγέννηση του αντικαπιταλιστικού κινήματος. Στην Ελλάδα τα δυο κόμματα της άκρας αριστεράς παίρνουν στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις το 18%».
Αυτή είναι η εκτίμηση ενός βασικού αρθρογράφου, του Γκίντεον Ράχμαν, που χαρακτηρίζει αντικαπιταλιστικά κόμματα το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, όταν μιλούσαν για αντικαπιταλιστικό κίνημα εννοούσαν τις κινητοποιήσεις όπως του Σιάτλ και της Γένοβας, όταν μεγάλες διαδηλώσεις νεολαίων, κύρια, περικύκλωναν τους ηγέτες του ΠΟΕ, του ΔΝΤ ή των G7 όπου συνεδρίαζαν. Σήμερα, ξέρουμε ότι οι πλατείες από την Ταχρίρ και τη Μαδρίτη μέχρι το Σύνταγμα και τη Γουόλ Στριτ γέμισαν από νεολαίους και εργαζόμενους αγανακτισμένους μέχρι εξεγερμένους ενάντια στο σύστημα. Ξέρουμε επίσης ότι παράλληλα με τις πλατείες έγιναν οι μεγαλύτερες απεργίες όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά ακόμη και σε χώρες όπως η Αγγλία όπου η εργατική τάξη κουβάλαγε στις πλάτες της τις ήττες από τη Θάτσερ εδώ και τριάντα χρόνια. Τα όνειρα και οι ανησυχίες των αγανακτισμένων που βγήκαν στις πλατείες έχουν πίσω τους τη δύναμη μιας τάξης που μπορεί να τους δώσει σάρκα και οστά, να τους δώσει προοπτική.
Κρίση ιδεών
Μέσα στην οικονομική και πολιτική κρίση οι ιδέες που υπήρχαν στην κορυφή της κοινωνίας και κυριαρχούσαν όλα τα προηγούμενα χρόνια μπαίνουν κι αυτές σε κρίση.
Επί τριάντα περίπου χρόνια, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέχρι το 2008 η πίστη στο «αόρατο χέρι της αγοράς» σαν τον καλύτερο ρυθμιστή της οικονομίας και εγγύηση ευημερίας ήταν γενικευμένη. Από τους καπιταλιστές της Νέας Υόρκης μέχρι τους «κομμουνιστές» ηγέτες της Κίνας και την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, όλοι μιλούσαν την ίδια γλώσσα και προωθούσαν τα ίδια μέτρα: απελευθέρωση των αγορών, ελεύθερο εμπόριο, παγκοσμιοποίηση. Οι κοινωνικές ανισότητες που μεγάλωναν θεωρούνταν αποδεκτές σαν το τίμημα που άξιζε να πληρώνει κανείς για την οικονομική ανάπτυξη. Ο Ντεγκ Χσιάο Πινγκ από την Κίνα έκφραζε όλες τις άρχουσες τάξεις όταν δήλωνε «Είναι ένδοξο το να γίνεις πλούσιος». Η Θάτσερ και ο Ρίγκαν συμφωνούσαν απόλυτα.
Αυτή η ιδεολογική ομοφωνία δέχτηκε ένα συντριπτικό πλήγμα όταν έσκασαν οι φούσκες το 2007 και κατέρρευσε η Λίμαν Μπράδερς το 2008. Ο κεντρικός τραπεζίτης των ΗΠΑ, ο Γκρίνσπαν, βρέθηκε να ομολογεί ότι δεν καταλαβαίνει πως οι αγορές επέτρεψαν να φτάσει η κατάσταση σε αυτό το σημείο. Η ιδεολογική συνοχή της άρχουσας τάξης σε κάθε χώρα χωριστά αλλά και όλων μαζί διεθνώς διαταράχτηκε και άνοιξαν διαμάχες, διχόνοιες και σκληροί ανταγωνισμοί. Άνοιξαν παράθυρα αμφισβήτησης των κυρίαρχων ιδεών από τον απλό κόσμο που βιώνει την κρίση. Και καθώς οι εργαζόμενοι και η νεολαία άρχισαν να μπαίνουν σε δράση, οι ιδέες τους άρχισαν να αλλάζουν. Ξεδιπλώνεται μια δυναμική που σίγουρα δεν είναι μονόδρομος, απαιτεί συλλογική δράση και μεγάλες πολιτικές και ιδεολογικές μάχες, αλλά εξίσου σίγουρα ανοίγει δυνατότητες. Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, θεσμοί όπως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ φτάνουν να ανησυχούν ότι «κυλιόμενες ταραχές» μέχρι και επαναστάσεις είναι ξανά στην ημερήσια διάταξη. Όχι μόνο στην αραβική Μέση Ανατολή όπου αυτό είναι ήδη γεγονός αλλά σε παγκόσμια κλίμακα.
Η Αριστερά στο κέντρο
Σε όλα αυτά καλείται να ανταποκριθεί η Αριστερά και γι’ αυτό τα κόμματά της δεν μπορούν να περιοριστούν στο να ζητάνε εκλογές ελπίζοντας να καταγράψουν στις κάλπες την άνοδο που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις.
Η κυρίαρχη τάξη στην Ελλάδα, και όχι μόνο, θέλει να αποφύγει τις εκλογές. Οι κυβερνήσεις του Παπαδήμου στην Ελλάδα και του Μόντι στην Ιταλία είναι υπενθυμίσεις ότι ο κοινοβουλευτισμός δεν φημίζεται για τις δημοκρατικές του ευαισθησίες. Δεν χρειάζεται να περιμένουμε να φτάσει σε στρατιωτικά πραξικοπήματα για να το επιβεβαιώσει ξανά. Αυτό που πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο είναι ότι θα χρειαστεί να οργανώσουμε το νέο φούντωμα του απεργιακού κινήματος που θα ανατρέψει και την κυβέρνηση Παπαδήμου όπως οι πανεργατικές έριξαν τον Παπανδρέου.
Η Αριστερά, αν θέλει να καταγράψει άνοδο και στις κάλπες, και πρέπει να το επιδιώκει γιατί αυτό θα δώσει ένα μήνυμα αυτοπεποίθησης στην εργατική τάξη, είναι υποχρεωμένη να δώσει όλες τις δυνάμεις της για τη στήριξη και την ανάπτυξη των αγώνων εδώ και τώρα. Κάθε αυταπάτη για ομαλή πορεία προς τις εκλογές είναι εκτός τόπου και χρόνου. Είναι μια πορεία γεμάτη με πολλές και σκληρές μάχες. Με ένα απεργιακό κίνημα διαρκείας, μεγαλύτερο και δυνατότερο από τα ύψη που έφτασε στη σύγκρουσή του με τον Παπανδρέου.
Την αντίληψη για «οικονομία δυνάμεων», γιατί τάχα ο κόσμος δεν θέλει να απεργήσει για να μην χάσει το μεροκάματο μέσα στη φτώχεια και την πείνα που σπέρνει η κρίση και οι επιθέσεις της κυβέρνησης και των αφεντικών, την χρησιμοποιούν σαν άλλοθι οι γραφειοκρατικές ηγεσίες. Η συμμαχία ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ προσπαθεί να φτιάχνει αντιαπεργιακές πλειοψηφίες ξανά στα συνδικαλιστικά όργανα μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης Παπαδήμου. Ήταν μια συμμαχία που είχε καταρρεύσει μέσα στο κύμα των πανεργατικών της περασμένης διετίας. Τώρα την προωθούν μαζί και οι δελφίνοι του ΠΑΣΟΚ και οι Νεοδημοκράτες που βλέπουν την επιστροφή στα υπουργεία και ξερογλύφονται. Ενάντια σε τέτοιες μεθοδεύσεις δίνουν μάχες οι απεργοί που έδωσαν το παρών στις 17 Γενάρη και θέλουν την Αριστερά στο πλάι τους, όχι στην άλλη πλευρά όπως έγινε με τους συνδικαλιστές του ΣΥΝ στην ΑΔΕΔΥ και στο Εργατικό Κέντρο του Βόλου.
Αν η Αριστερά κάνει τέτοια ολισθήματα, θα χάσει και την άνοδο που δείχνουν τα γκάλοπ. Υπάρχει το κακό προηγούμενο με τον ΣΥΡΙΖΑ μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη 2008, όταν η δημοσκοπική άνθηση ξεφούσκωσε μέσα στις ταλαντεύσεις της ηγεσίας του. Και σήμερα ακούμε τον Τσίπρα να εκφράζει ανησυχίες μήπως η επιμονή της κυβέρνησης Παπαδήμου στα μνημόνια και τη λιτότητα εξωθήσει τον κόσμο να ψάχνει «εφόδους στα Χειμερινά Ανάκτορα». Δεν είναι ώρα για τέτοιες ανησυχίες. Είναι ώρα για την Αριστερά να βοηθάει τις αναζητήσεις για επαναστατικές ανατροπές.
Όχι «οικονομία δυνάμεων», λοιπόν, ούτε χτυπήματα στην επαναστατική αριστερά. Η απαίτηση αυτής της στιγμής είναι η μεγαλύτερη ενότητα στη δράση. Η ηγεσία του ΚΚΕ που πάντα κρατούσε την πιο σεχταριστική στάση σήμερα δέχεται τεράστιες πιέσεις από τον ίδιο τον κόσμο της για να αλλάξει πλεύση. Είναι βήμα μπροστά το γεγονός ότι το ΠΑΜΕ στήριξε απεργία διαρκείας στη Χαλυβουργία και την απεύθυνση στα Εργατικά Κέντρα του Λεκανοπέδιου για κοινή απεργία συμπαράστασης. Είναι πολλοί οι εργαζόμενοι από το χώρο του ΠΑΜΕ που θα ήθελαν αυτά τα βήματα να φτάσουν και σε κοινή συγκέντρωση τη μέρα της απεργίας, όπως άλλωστε έγινε στην Ελευσίνα πριν από τα Χριστούγεννα.
Μπροστά μας είναι η προοπτική αυτά τα καλά σημάδια να γενικευτούν. Σίγουρα το ΣΕΚ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν να παίξουν θετικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση μαζί με όλο τον κόσμο της Αριστεράς που κατανοεί ότι η κατάκτηση της κοινής δράσης μπορεί να ανατρέψει όχι μόνο την συγκυβέρνηση αλλά και όλα τα σχέδια της ντόπιας και διεθνούς τρόικας. Να ανοίξει το δρόμο για την αντικαπιταλιστική ανατροπή.
Αυτό είναι και το κρισιμότερο σημείο. Η Αριστερά χρειάζεται αντικαπιταλιστική στρατηγική. Δεν αρκεί να τη βλέπουν έτσι οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς που εκφράζουν τις ανησυχίες της άρχουσας τάξης ότι ξεδιπλώνεται μια τέτοια δυναμική. Δεν αρκεί να μας βλέπει έτσι ο αντίπαλος. Πρέπει και να είμαστε μια Αριστερά αντικαπιταλιστική, που μιλάει και πράττει θαρρετά προς αυτή την κατεύθυνση, για την ανατροπή του καπιταλισμού, για την εργατική δημοκρατία και τον σοσιαλισμό.
Όσο πιο πολύ πυκνώνουν οι πιέσεις της κρίσης, τόσο πιο ρεαλιστικές και επίκαιρες προβάλουν οι εργατικές εναλλακτικές λύσεις. Όταν οι εργάτες αναγκάζονται να πάρουν ένα κανάλι στα χέρια τους για να προβάλουν τον αγώνα το δικό τους αλλά και όλων των εργατών που μένουν απλήρωτοι ή απολυμένοι, ο εργατικός έλεγχος γίνεται χειροπιαστό παράδειγμα. Όταν οι απολύσεις και τα κλεισίματα γίνονται γενικευμένη εργοδοτική επίθεση, η απαγόρευσή τους και απαλλοτρίωση των εκβιαστών γίνονται πολιτικά αιτήματα στα οποία η Αριστερά πρέπει να ανταποκριθεί. Μια οργανωμένη επαναστατική αριστερά μπορεί να βοηθήσει να γίνουν αυτά τα βήματα που ωριμάζουν στα μυαλά και στις καρδιές χιλιάδων πρωτοπόρων εργατών αυτή τη στιγμή.