Βιβλιοκριτική
Γιάννης Δ. Σακκάς: Η Ελλάδα, το Κυπριακό και ο Αραβικός Κόσμος, 1947-1974

Εξώφυλλο του βιβλίου

Κυνική διπλωματία

 

Οι Αραβικές Επαναστάσεις έχουν φέρει τα πάνω κάτω στο status quo που είχε επιβληθεί για πάνω από μισό αιώνα στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο και έχουν προσθέσει στην παγκόσμια οικονομική κρίση που μαστίζει το σύστημα την αστάθεια που προκαλεί η κρίση ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας στην περιοχή. Οι ανταγωνισμοί των τοπικών αρχουσών τάξεων για το ποια θα πλασαριστεί καλύτερα στις συνθήκες που διαμορφώνονται έχουν οξυνθεί μέσα από το κυνήγι νέων συμμαχιών, πιέσεων, εκβιασμών. Η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου, οι ΑΟΖ, χρήση των εναέριων χώρων και των στρατιωτικών βάσεων για πολεμικές “διευκολύνσεις” στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, οι εναγκαλισμοί Παπαδήμου και Χριστόφια με τον σφαγέα Νετανιάχου, τα ταξίδια του Ερντογάν στη Γάζα και το Κάιρο, όλα τα διπλωματικά όπλα έχουν πέσει στο τραπέζι που πάνω του η Ουάσινγκτον και οι τοπικοί υποϊμπεριαλισμοί προσπαθούν αγωνιωδώς να ξαναμοιράσουν την τράπουλα.

 

Σε μια τέτοια συγκυρία, ένα βιβλίο με τίτλο “Η Ελλάδα, το Κυπριακό και ο Αραβικός Κόσμος 1947-1974” δεν θα μπορούσε παρά να έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Πολύ περισσότερο, όταν ο υπότιτλός του είναι “Διπλωματία και στρατηγική στη Μεσόγειο την εποχή του Ψυχρού Πολέμου”. Το βιβλίο του αναπληρωτή καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Αιγαίου Γιάννη Σακκά, που κυκλοφόρησε το Γενάρη του 2012, σκοπό έχει «να αναδείξει τα προβλήματα και τα διλήμματα που αντιμετώπισε η Ελλάδα στην προς Ανατολάς πολιτική της μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και να εντάξει τις ελληνοαραβικές σχέσεις στο ευρύτερο διεθνές περιβάλλον. Γι' αυτό αναλύονται η φιλοαραβική πολιτική της Ελλάδας και τα αποτελέσματά της, ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων στη Μ. Ανατολή, η πολιτική των περιφερειακών κρατών με μεγάλη γεωστρατιωτική σημασία (Τουρκίας, Ισραήλ, Αιγύπτου), ιδιαίτερα σε σχέση με κρίσιμα για την περιοχή ζητήματα, όπως το κυπριακό και το παλαιστινιακό».

Αν θέλει κανείς να δει την πρόσφατη προϊστορία της επίσημης (και λιγότερο της ανεπίσημης) πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων με βάση τις εκάστοτε “εθνικές” επιδιώξεις της ελληνικής άρχουσας τάξης, το βιβλίο του Σακκά είναι αρκετά βοηθητικό. Στις πάνω από 200 σελίδες του κάνει μια λεπτομερή “περιήγηση” της ελληνικής διπλωματίας από την ίδρυση του Ισραήλ το 1947 μέχρι το πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική επέμβαση το 1974 και από αυτή την άποψη αποτελεί μια αξιοσημείωτη προσπάθεια να συγκεντρωθούν όλα αυτά τα στοιχεία σε ένα τόμο.

Αν και δεν μοιάζει να είναι στις προθέσεις του συγγραφέα να δείξει κάτι τέτοιο, ένα πράγμα που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο είναι ο κυνισμός με τον οποίο προσέγγιζε η ελληνική διπλωματία όλα τα ζητήματα έχοντας σαν μόνο κριτήριο τα οφέλη που θα μπορούσε να αποκομίσει ο ελληνικός καπιταλισμός. Πίσω από την φιλοαραβική πολιτική όλων των κυβερνήσεων αυτής της περιόδου, από τον Παπάγο και τον Καραμανλή μέχρι τον Γεώργιο Παπανδρέου και τη Χούντα, αυτό που κρύβεται δεν είναι κάποια υποστήριξη εθνικοαπελευθερωτικών και αντιμπεριαλιστικών κινημάτων, αλλά η προσπάθεια του ελληνικού καπιταλισμού να εκμεταλλευθεί αυτές τις σχέσεις για να αποτελέσει, κατά το συγγραφέα, συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη Δύση (κύρια τις ΗΠΑ) και τα καθεστώτα της περιοχής, διεκδικώντας σαν αντάλλαγμα την ανάδειξή του σε υποιμπεριαλιστικό “κεφαλοχώρι”. Όμως ακόμα και ο “φιλοαραβισμός” εξαφανίζεται όταν οι προτεραιότητες είναι άλλες όπως, για παράδειγμα, στην Αλγερία: το 1955 η Ελλάδα στηρίζει στον ΟΗΕ τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Αλγερίνων ενάντια στους Γάλλους ιμπεριαλιστές. Το 1958 κάνει στροφή 180 μοιρών και υποστηρίζει τη Γαλλία, περιμένοντας σαν αντάλλαγμα από την τελευταία να την υποστηρίξει τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ που διακαώς επιθυμούσαν οι έλληνες καπιταλιστές.

Όμως, η αξία του βιβλίου εξαντλείται στην παράθεση των άφθονων ντοκουμέντων (που κι αυτά μερικές φορές είναι επιλεκτικά και χρησιμοποιούνται για να κάνει ο συγγραφέας διαπιστώσεις που αντιφάσκουν με τα ίδια τα στοιχεία). Καταλήγει, όχι μόνο να είναι εκνευριστικά περιγραφικό και επιφανειακό σαν ανάλυση, αλλά και να φτάνει σε εντελώς αντιδραστικά συμπεράσματα. Η αιτία γι' αυτό είναι ότι απουσιάζει παντελώς μια ταξική προσέγγιση της πολιτικής του ελληνικού κράτους σε σχέση με τη Μέση Ανατολή, το Ισραήλ, την Τουρκία, την Κύπρο. Ο συγγραφέας εξετάζει το τι είναι “καλή” και τι “κακή” διπλωματία πάντα με γνώμονα το “εθνικό συμφέρον” και θεωρεί ότι αυτό δεν εξυπηρετήθηκε “σωστά” λόγω της εξάρτησης και των «ασφυκτικών ορίων που έθεσαν οι ΗΠΑ και η Ατλαντική Συμμαχία». Γράφει στον επίλογο: «ο προσανατολισμός προς τους αδύναμους στρατιωτικά

και διαιρεμένους πολιτικά Άραβες στέρησε την ευκαιρία στην Ελλάδα να σφυρηλατήσει στενούς δεσμούς με το Ισραήλ και να επηρεάσει τη στάση του στη διένεξή της με την Τουρκία». (Να υποθέσουμε ότι ο σημερινός εναγκαλισμός της Ελλάδας με το σιωνιστικό κράτος είναι η “καλή” διπλωματία που επιθυμούσε ο συγγραφέας).

Τελικά, ανεξάρτητα από προθέσεις, το βιβλίο δεν έχει να προσφέρει πολλά σε μια ειλικρινή προσέγγιση της εξωτερικής πολιτικής της ελληνικής άρχουσας τάξης, πέρα από την παράθεση στοιχείων που μπορεί να είναι χρήσιμα ως αναφορά. Αν κάποιος θέλει να βρει μια μαρξιστική ανάλυση της πολιτικής του ελληνικού κράτους στην Μ. Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, για το Κυπριακό, κλπ, προτείνω να διαβάσει το κεφάλαιο με τίτλο “Ο ιμπεριαλισμός σήμερα και οι ελληνοτουρκικοί ανταγωνισμοί” στο βιβλίο “Ο Ελληνικός Καπιταλισμός, η Παγκόσμια Οικονομία και η Κρίση” του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου.

Τιμή 18 €, 236 σελίδες, Εκδόσεις Πατάκη