Βιβλιοκριτική
John Molyneux: Αναρχισμός, μια μαρξιστική κριτική

Εξώφυλλο του βιβλίου

Η ουσία της διαφωνίας

 

Την καλύτερη στιγμή διάλεξε το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο για να κυκλοφορήσει στα ελληνικά το βιβλίο του John Molyneux με τίτλο «Αναρχισμός – μια μαρξιστική κριτική».

 

Όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας σε τέτοιες στιγμές κρίσης – οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής – έχει παρατηρηθεί ξανά στην ιστορία, όπως και σήμερα, να πληθαίνουν τα κομμάτια των εργαζόμενων και της νεολαίας που μπαίνουν στη μάχη απέναντι στα καταστροφικά μέτρα που επιβάλλουν οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις. Μέσα σε αυτή την κίνηση ριζοσπαστικοποιούνται, αμφισβητούν όσα θεωρούσαν δεδομένα και αρχίζουν να ψάχνουν τρόπους να συγκρουστούν με το σύστημα.

Η απήχηση των ιδεών του αναρχισμού και της αυτονομίας σε αυτά τα κομμάτια της εργατικής τάξης και της νεολαίας είναι πραγματικά ισχυρή. Τι πιο απλό από την άμεση δράση, την «άμεση δημοκρατία», την απόρριψη των διεφθαρμένων πολιτικών και των κομμάτων. Αυτά είναι συνθήματα και πρακτικές που πολύς κόσμος στήριξε και στηρίζει στις καταλήψεις των πλατειών, στο κίνημα της Wall Street, ακόμα και μέσα σε εργατικές κινητοποιήσεις.

Ο Molyneux παίρνει υπόψη του αυτές τις εξελίξεις και από τις πρώτες σελίδες ξεκαθαρίζει κάποια σημεία που διατρέχουν όλο το βιβλίο.

Πρώτο, βασικό και πολύ χρήσιμο για την αριστερά (που πολλές φορές αναφέρεται γενικά σε «προβοκάτορες») στην Ελλάδα, είναι ότι αντιμετωπίζει τους αναρχικούς ως μια από τις πτέρυγες του κινήματος. Εξηγεί ότι οι αναρχικές ιδέες έχουν κοινά σημεία με τις μαρξιστικές με καλύτερο παράδειγμα ότι και οι αναρχικοί και οι επαναστάτες μαρξιστές έχουν ως στόχο τη δημιουργία μιας αταξικής κοινωνίας ελευθερίας και δικαιοσύνης, μια κομμουνιστική κοινωνία.

Δεύτερον, εξηγεί ότι η απήχηση του αναρχισμού έχει μεγαλώσει λόγω της δεξιάς στροφής ολόκληρης της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη και την διάλυση ή μετάλλαξη των παλιών Κομμουνιστικών Κομμάτων.

Τρίτο σημείο που βάζει από την αρχή του βιβλίου του είναι ότι «παρά τις αξιοσημείωτες αρετές τους, οι αναρχικές ιδέες (σε όλες τις διάφορες εκδοχές τους) δεν συνιστούν αποτελεσματικό τρόπο για να αλλάξει κανείς τον κόσμο».

Για να στηρίξει αυτό το συμπέρασμα καταπιάνεται σχολαστικά, αλλά με κατανοητό τρόπο με όλα τα ζητήματα που χρειάζεται να γίνει αντιπαράθεση: την αντιμετώπιση για το κράτος, για την ύπαρξη ηγεσίας, για το κόμμα και για τη σχέση ατόμου-κοινωνίας και τάξης.

Σε αυτό το κεφάλαιο του βιβλίου επισημαίνει με έξυπνο τρόπο ότι «για μια απόπειρα κριτικής, ο αναρχισμός είναι κινούμενος στόχος» αφού υπάρχουν πολλές τάσεις αναρχικών: επαναστάτες,

τρομοκράτες, ειρηνιστές, πράσινοι κ.ά. Παρόλα αυτά, τα τέσσερα παραπάνω σημεία είναι κοινά σε όλες τις διάφορες εκδοχές του αναρχισμού.

Στο ζήτημα της αντίθεσης στο κράτος που είναι βασικό χαρακτηριστικό του αναρχισμού, ο συγγραφέας αναφέρει ότι υπάρχουν αναρχικοί που συμφωνούν με τους επαναστάτες μαρξιστές ότι χρειάζεται «το τσάκισμα της κρατικής μηχανής», αλλά υπάρχουν και κάποιοι που βρίσκονται δεξιότερα από αυτή την άποψη. Είτε με την επιλογή τους να αποφύγουν να πάρουν θέση σε αυτό το ζήτημα μένοντας ευχαριστημένοι με την δική τους προσωπική απόρριψη του κράτους, είτε επιχειρώντας να «δραπετεύσουν από την κρατική εξουσία μέσω μικρών αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων», εγχείρημα που αφορά μια ισχνή μειοψηφία και πολλές φορές καταλήγει εφήμερο.

Οι αναρχικοί που παλεύουν για την ανατροπή του αστικού κράτους αντιμετωπίζουν άλλο πρόβλημα, καθώς δεν αποδέχονται την διαφορά του κράτους των εργατικών συμβουλίων που θα προκύψει μετά την επανάσταση, όπως στη Ρωσία του ’17, και δίνουν αφηρημένες έως καθόλου απαντήσεις για την μετάβαση στον κομμουνισμό.

Ο Molyneux δίνει απλά παραδείγματα για την ανάγκη του εργατικού κράτους, ενώ επισημαίνει ότι το κράτος θα απονεκρωθεί όταν μέσα στη διαδικασία του χτισίματος της σοσιαλιστικής κοινωνίας εξαφανιστούν εντελώς οι ταξικές διαιρέσεις και αναπτυχθούν στο έπακρον οι παραγωγικές δυνάμεις.

Οι αναρχικοί απορρίπτουν κάθε μορφή ηγεσίας, αλλά στην πραγματικότητα και το αναρχικό κίνημα είχε τους δικούς του ηγέτες και ηγέτιδες, από τον Μπακούνιν μέχρι τον Ντουρούτι και άλλους. Το ζήτημα είναι ότι το πρόβλημα της ηγεσίας ούτε μπορεί να εξαφανιστεί ούτε να αγνοηθεί. Χρειάζεται να χτίσουμε ηγεσία, λέει ο Molyneux, «κάτω από τον δημοκρατικό έλεγχο των υποστηρικτών της», «ανθεκτική στη διαφθορά από το σύστημα» και «ικανή να διακρίνει τα επόμενα βήματα για τη συνέχιση του αγώνα».

Αυτές οι παρατηρήσεις μάς φέρνουν κατευθείαν στο ζήτημα του επαναστατικού κόμματος που όμως οι αναρχικοί το αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη εχθρότητα ακόμα και από το κράτος πολλές φορές. Ο Molyneux τονίζει τους δύο βασικούς λόγους που χρειαζόμαστε μια τέτοια μορφή οργάνωσης. Πρώτον, η εργατική τάξη αντιμετωπίζει έναν πολύ οργανωμένο εχθρό, την αστική τάξη, άρα πρέπει να οργανώσει τις γραμμές της για να τον κερδίσει.

Δεύτερον, επειδή δεν προχωράνε πολιτικά κα ιδεολογικά το ίδιο γρήγορα όλοι οι εργάτες, χρειάζεται «να υπάρχει μια πολιτική οργάνωση βασισμένη σε αυτή τη μειοψηφία των πολιτικά συνειδητών εργατών για να διεξάγει τη μάχη των επαναστατικών ιδεών στο εσωτερικό του συνολικού κινήματος της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων».

Απέναντι στις παρατηρήσεις των αναρχικών, οι οποίες έχουν βάση αν κρίνουμε από τα σοσιαλδημοκρατικά και τα ρεφορμιστικά κόμματα, ότι υπάρχει κίνδυνος εκφυλισμού των κομμάτων, ο συγγραφέας αναφέρει τέσσερα βασικά μέτρα για την αντιμετώπιση του: το κόμμα χρειάζεται να είναι προσηλωμένο στις επαναστατικές αρχές, κανένα υλικό προνόμιο δεν πρέπει να σχετίζεται με θέσεις στην ηγεσία του κόμματος να συνδυάζει δημοκρατία (στα εσωτερικά του) και συγκεντρωτισμό (όλοι ακολουθούν την απόφαση της πλειοψηφίας) στη δράση του και, πάνω από όλα, να συμμετέχει ενεργά στο εργατικό κίνημα για να υπάρχει ζωντανή σχέση του κόμματος με την ταξική πάλη.

Στο ζήτημα της σχέσης του ατόμου και της κοινωνίας, ο Molyneux αντιπαρατίθεται με τον ατομικιστικό αναρχισμό που υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική τάση, ενώ θυμίζει τις κριτικές του Μαρξ και του Ένγκελς στον χυδαίο κομμουνισμό απορρίπτοντας όσα είτε αναρχικοί είτε πολύ περισσότερο η αστική τάξη αποδίδουν στο μαρξισμό, την αδιαφορία του για την ατομική ελευθερία και την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Τα κομμάτια που παραθέτει από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και το Αντί-Ντύρινγκ είναι αποκαλυπτικά.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, στο ιστορικό του αναρχισμού, ο Molyneux επιχειρεί να αμφισβητήσει τον αναρχισμό στα πιο ισχυρά σημεία της παράδοσης του και όχι στα πιο αδύνατα: στον Μπακούνιν, στην επανάσταση στη Ρωσία και στην Ισπανία. Είναι ένα εντυπωσιακό εγχείρημα καθώς δίνει εικόνες και επιχειρήματα που έδειξαν στην πράξη τις τρανταχτές αδυναμίες του αναρχισμού με βάση ό, τι ανέφερε στο πρώτο μέρος. Ο Νίκος Λούντος αναφέρεται με πιο διεξοδικό τρόπο σε αυτό το κομμάτι του βιβλίου στην κριτική που έκανε στην Εργατική Αλληλεγγύη (Νο 1008).

Εδώ για λόγους οικονομίας θα αναφέρουμε μόνο την εξήγηση των ίδιων των αναρχικών ηγετών στην Ισπανία του ‘36 σε σχέση με την επιλογή τους να μην προχωρήσουν στην κατάληψη της εξουσίας: «Είτε συνεργαζόμαστε, είτε επιβάλλουμε τη δικτατορία μας…Τίποτα δεν είναι πιο μακριά από τον αναρχισμό από το να επιβάλει τη θέληση του με τη βία… Δεν καταλάβαμε την εξουσία, όχι γιατί δεν μπορούσαμε, αλλά γιατί δεν θέλαμε, γιατί ήμασταν ενάντια σε κάθε είδος δικτατορίας».

Απέναντι σε αυτή τη στάση, ο Molyneux τονίζει: «η πραγματική επιλογή θα είναι πάντα αστική εξουσία ή εργατική εξουσία. Η απόρριψη της δικτατορίας του προλεταριάτου θα σημαίνει πάντα συνθηκολόγηση την κρίσιμη στιγμή».

Αυτή την συζήτηση, με εργαλείο αυτό το βιβλίο, χρειάζεται να ανοίξουμε συντροφικά, αλλά ξεκάθαρα με όσους εμπνέονται από τις αναρχικές ιδέες και να τους κερδίσουμε στην πιο αποτελεσματική πάλη, με τις σημαίες του επαναστατικού μαρξισμού για την αντικαπιταλιστική ανατροπή και το χτίσιμο της κοινωνίας που όλοι ονειρευόμαστε.

Τιμή 6€, 112 σελίδες, Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο