Βιβλιοκριτική
Μαρξιστικό πανόραμα της ανθρώπινης ιστορίας

Εξώφυλλο του βιβλίου

Ο Μπάμπης Κουρουνδής παρουσιάζει το κλασικό βιβλίο του Κρις Χάρμαν που κυκλοφόρησε επιτέλους στα ελληνικά.

 

Το 1992, ελάχιστα μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του ανατολικού μπλοκ, ο Φράνσις Φουκουγιάμα έσπευσε να διακηρύξει το «τέλος της Ιστορίας». Το σχήμα του ήταν απλό: η κατάρρευση του «κομμουνισμού» απέδειξε ότι καμία συστημική εναλλακτική λύση απέναντι στον καπιταλισμό δεν ήταν εφικτή. Η θεωρία του ανταποκρινόταν στην επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, ήδη εφαρμοσμένης πολιτικής από τις αρχές του ’80 στις ΗΠΑ του Ρ. Ρήγκαν και τη Μ. Βρετανία της Μ. Θάτσερ, που πρόβαλε ως η μόνη δυνατή διαχείριση του νέου τοπίου που διαμόρφωσε η παγκοσμιοποίηση. Το δόγμα ΤΙΝΑ (There Is No Alternative – Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση) έμοιαζε ακαταμάχητο. Ακόμα και επιφανείς μαρξιστές ιστορικοί κατέληγαν τότε, έστω και με θλίψη, όπως ο Ε. Hobsbawm στην «Εποχή των άκρων», στο συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός πλέον έχει ως αντιπάλους μόνο μορφές πολιτικής αντίδρασης όπως ο θρησκευτικός και ο εθνικιστικός εξτρεμισμός. Η «Λαϊκή Ιστορία του κόσμου» (Α people’s history of the world) γράφτηκε από τον Κρις Χάρμαν σε μια συνειδητή προσπάθεια αντίκρουσης αυτών των θεωριών.

 

Η μέθοδος του Χάρμαν

Η μέθοδος του Χάρμαν διαφοροποιείται τόσο από τον ιδεαλισμό, όσο και από τον «μηχανιστικό» υλισμό. Σύμφωνα με τους ιδεαλιστές, οι αλλαγές στην Ιστορία οφείλονται στις ιδέες. Έτσι, ο Χέγκελ υποστήριξε πως όλα τα φαινόμενα της φύσης και τα στάδια της ανθρώπινης ιστορίας ήταν πλευρές του «Απόλυτου Πνεύματος». Όπως υποστήριζε, «η ιστορία είναι νους που ντύνεται με τη μορφή γεγονότων». Από την άλλη πλευρά, ο μηχανιστικός υλισμός αντιμετωπίζει τις ανθρώπινες πράξεις ως απλές αντανακλάσεις των συνθηκών στο πλαίσιο των οποίων διαμορφώνονται και δρουν. Το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι η αντίληψη της ιστορίας ως νομοτέλειας, που κινείται με βάση «σιδερένιους νόμους», άποψη η οποία υιοθετήθηκε μάλιστα από διαπρεπείς μαρξιστές θεωρητικούς (όπως ο Κάουτσκι και ο Πλεχάνοφ) και αργότερα από τον Στάλιν.

Το κόκκινο νήμα που διατρέχει το βιβλίο του Χάρμαν είναι η υλιστική προσέγγιση της Ιστορίας, η οποία αντλεί την έμπνευσή της από το έργο του Μαρξ. Ο ιστορικός υλισμός είναι ακριβώς η θεωρία η οποία ερμηνεύει την ιστορία με βάση τις αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι εργάζονται και προσπαθούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων τις οδηγεί σε σύγκρουση με τις προϋπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις και τις ιδέες οι οποίες αναπτύχθηκαν στη βάση των υφιστάμενων παραγωγικών σχέσεων. Αυτή η διαδικασία δεν καθορίζεται από νομοτέλειες, διαμορφώνεται από ζωντανούς ανθρώπους, που επηρεάζονται από τον κόσμο που τους περιβάλλει, αλλά οι οποίοι με τη σειρά τους προσπαθούν να τον μεταβάλουν, αλλάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο και τις συνθήκες και τους εαυτούς τους. Με τα λόγια του Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, «μέχρι τώρα η ιστορία όλης της κοινωνίας είναι ιστορία ταξικών αγώνων. Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με δύο λόγια καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονταν σε συνεχή αντίθεση μεταξύ τους, σ’ έναν αδιάκοπο πόλεμο, άλλοτε κρυφό, άλλοτε φανερό, που κάθε φορά τέλειωνε ή με τον επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας ή με την κοινή καταστροφή των αντιμαχόμενων τάξεων». Αυτήν ακριβώς την αντίληψη εξειδικεύει ο Χάρμαν, παρουσιάζοντας ένα πλούσιο πανόραμα της ιστορίας από την εμφάνιση του ανθρώπινου είδους ως τις μέρες μας.

Από την πρωτόγονη κοινωνία στις πρώτες ταξικές κοινωνίες

Το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στη μακραίωνη πορεία από την εμφάνιση του ανθρώπου στη γη ως την ανάδειξη των πρώτων ταξικών κοινωνιών. Από την εποχή της πρώτης εμφάνισης «σύγχρονων» ανθρώπων (homo sapiens sapiens) πριν από 150.000 περίπου χρόνια μέχρι το 3.000 π.Χ., οι άνθρωποι ζούσαν σε κοινωνίες που δεν ήταν διαχωρισμένες σε κοινωνικές τάξεις ή κράτη. Όπως επισημαίνει εύστοχα ο Χάρμαν, το γεγονός ότι στο 95% περίπου της ανθρώπινης ιστορίας οι άνθρωποι ζούσαν σε μη εκμεταλλευτικές κοινωνίες δείχνει ότι οι σύγχρονες κοινωνίες δεν μπορούν να ερμηνευθούν με βάση μία αναλλοίωτη «ανθρώπινη φύση», η οποία εμπεριέχει την απληστία και το κυνήγι του κέρδους. Οι άνθρωποι των «πρωτόγονων κομμουνιστικών κοινωνιών» ζούσαν βέβαια σε σπηλιές και τρύπες, διέφεραν όμως από τα ζώα στο ότι χρησιμοποιούσαν εργαλεία για να διαμορφώσουν το περιβάλλον τους με βάση τις ανάγκες τους. Έτσι, άρχισαν να μεταβάλλουν τις συνθήκες μέσα στις οποίες είχαν εμφανιστεί οι ίδιοι. Οι αλλαγές στην οργάνωση της ανθρώπινης ζωής είχαν κοινωνικό χαρακτήρα, δηλαδή προέκυψαν μέσα από τις συλλογικές τους προσπάθειες να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους με το κυνήγι και τη συλλογή τροφής. Αυτή η συνεργασία ανάμεσα στα μέλη των ανθρώπινων ομάδων οδήγησε στην ανάγκη της επικοινωνίας μεταξύ τους και στην ανάπτυξη της γλώσσας. Δεν υπήρχε κοινωνική διαφοροποίηση μεταξύ τους, αφού δεν υπήρχε πλεόνασμα τροφίμων ώστε να διεκδικηθεί ως ατομική ιδιοκτησία.

Η μεγάλη τομή ήταν η «νεολιθική επανάσταση», που συνίσταται στην ανακάλυψη της καλλιέργειας της γης και την εξημέρωση των ζώων η οποία με τη σειρά της οδήγησε στην ανάπτυξη των πρώτων πόλεων. Αυτή η εξέλιξη άνοιξε το δρόμο για τεράστιες κοινωνικές αλλαγές. Δημιουργήθηκε πλεόνασμα τροφής, το οποίο ήταν δυνατό να αποθηκευθεί και έδωσε με τη σειρά του κίνητρα για τη διεξαγωγή πολέμων, ενώ ταυτόχρονα κάποιοι άνθρωποι άρχισαν να ξεχωρίζουν από τους άλλους, ασχολούμενοι με τη «διοίκηση» της κοινότητας στο σύνολό της. Αυτές οι διαδικασίες σηματοδότησαν τη μεγαλύτερη τομή στην ιστορία του ανθρώπινου είδους. Το 3.000 π.Χ. περίπου εμφανίζονται τα πρώτα κράτη και οι ταξικές διαιρέσεις στην Μεσοποταμία και την Αίγυπτο, που συνοδεύονται από την τάση να θεωρούνται πλέον οι γυναίκες ως κατώτερες από τους άνδρες, την περίφημη «ιστορική ήττα του γυναικείου φύλου» σύμφωνα με τον Ένγκελς. Αυτές οι κοσμοϊστορικές αλλαγές ήταν ακριβώς προϊόντα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που οδήγησαν σε αλλαγές στις παραγωγικές σχέσεις, μεταβάλλοντας την κοινωνική διάρθρωση στο σύνολό της, με τον πολιτισμό στις συγκεκριμένες περιοχές να κάνει άλματα, με την εμφάνιση των πρώτων αλφαβήτων και τη χρήση του σιδήρου.

Από την αρχαιότητα στις αστικές επαναστάσεις

Οι πόλεις-κράτη εξαπλώθηκαν κατά την περίοδο της αρχαιότητας και λίγους αιώνες αργότερα δημιουργήθηκαν οι πρώτες αυτοκρατορίες στην Κίνα. Στην Ευρώπη, η παρακμή των ελληνικών πόλεων-κρατών άφησε ανοιχτό το έδαφος στους Ρωμαίους να δημιουργήσουν τη δική τους μεγάλη αυτοκρατορία, η οποία βασιζόταν στην εκμετάλλευση των δούλων. Η εμφάνιση θρησκειών τις οποίες εξακολουθούν να ασπάζονται εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι ως τις μέρες μας εξηγούνται από το Χάρμαν με βάση την κοινωνική πραγματικότητα. Έτσι, ο Χριστιανισμός εξηγείται ακριβώς στο πλαίσιο της ανόδου και της πτώσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία με τη σειρά της ερμηνεύεται με βάση την παρακμή του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής.

Η «καταστροφή των αντιμαχόμενων τάξεων» για την οποία έκανε λόγο ο Μαρξ δεν είναι ένα ρητορικό σχήμα. Τη διάλυση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ακολούθησε ο Μεσαίωνας που σήμαινε αιώνες χάους και βαρβαρότητας στην Ευρώπη, με κατάρρευση του πολιτισμού, καταστροφή των πόλεων και επιστροφή της κοινωνίας σε καθυστερημένες μορφές αγροτικής παραγωγής. Αυτή την περίοδο αποκρυσταλλώθηκε ο φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής, στον οποίο άρχουσα τάξη ήταν οι φεουδάρχες, που ζούσαν από την αγροτική παραγωγή που τους παρέδιδαν οι δουλοπάροικοι.

Στον αντίποδα του Μεσαίωνα, από το 750 μέχρι το 1250 μ.Χ. περίπου άνθισε ο ισλαμικός πολιτισμός από τις ακτές του Ατλαντικού μέχρι τα βάθη της Ασίας. Οι άραβες διέσωσαν την αρχαία επιστήμη, μεταφράζοντας τα κείμενα των αρχαίων ελλήνων στα αραβικά. Οι υλικές ρίζες της «αραβικής Αναγέννησης» βρίσκονται στο ρόλο των εμπόρων που διευκόλυναν ώστε προϊόντα, τεχνικά επιτεύγματα, καλλιτεχνικές αναζητήσεις και επιστημονικές γνώσεις να κυκλοφορούν από το ένα άκρο της Ευρασίας στο άλλο. Ωστόσο, οι έμποροι και οι βιοτέχνες δεν έγιναν κυρίαρχη τάξη διότι η κρατική μηχανή, απορροφώντας το πλεόνασμα που θα μπορούσε να είχε αξιοποιηθεί για την ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης της κοινωνίας, πίεζε αφόρητα τους αγρότες περιορίζοντας έτσι ασφυκτικά την αγορά. Το αποτέλεσμα ήταν να μη γίνει το καθοριστικό βήμα προς τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Παρόμοια ήταν η εξέλιξη την ίδια περίοδο στην Κίνα. Στην κινεζική αυτοκρατορία, η δύναμη της άρχουσας τάξης στηριζόταν στο κράτος το οποίο έλεγχε τη γη, τα κανάλια και τους υδατοφράχτες που χρειάζονταν για να εμποδιστούν οι πλημμύρες. Ενώ ανακαλύφθηκε η τυπογραφία και η πυρίτιδα, οι νέοι τρόποι παραγωγής που προωθούσαν οι έμποροι και οι βιοτέχνες εμποδίστηκαν με τη βία. Έτσι, ο ασιατικός τρόπος παραγωγής διατηρήθηκε με συνέπεια τη συντήρηση της παλιάς τάξης πραγμάτων και τίμημα τη συντριβή των αναπτυσσόμενων οικονομιών των πόλεων και τη μείωση της παραγωγής.

Η μεγάλη αλλαγή έμελλε να πραγματοποιηθεί στην Ευρώπη. Η Αναγέννηση και η Μεταρρύθμιση σηματοδοτούν την ανάδυση της αστικής τάξης και τις πρώτες αμφισβητήσεις του φεουδαρχικού συστήματος. Ταυτόχρονα, η ανακάλυψη της Αμερικής έδωσε ώθηση στην επέκταση του εμπορίου, αν και αποτέλεσε την αφετηρία για την απάνθρωπη εκμετάλλευση των δούλων και την κατασκευή των ρατσιστικών ιδεολογημάτων που διατυπώθηκαν για να τη δικαιολογήσουν. Στον πρώτο γύρο των αστικών επαναστάσεων, οι αστοί κατάφεραν να επικρατήσουν στην Αγγλία και την Ολλανδία, όχι όμως και στη Γαλλία και τη Γερμανία. Η επέκταση του εμπορίου, έστω και με τη μορφή του «φεουδαρχισμού της αγοράς», δεν επηρέασε μόνο τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Οι προκαταλήψεις που κυριαρχούσαν την περίοδο του Μεσαίωνα άρχισαν να αμφισβητούνται. Ο Γαλιλαίος, ο Νεύτονας και άλλοι έβαλαν τα θεμέλια για μία επιστημονική θεώρηση του κόσμου που ξεπερνούσε τον Αριστοτέλη και τις διδαχές της Βίβλου. Στο επίπεδο των ιδεών, άρχισε να συγκροτείται το πολυποίκιλο ρεύμα του Διαφωτισμού. Το κοινό γνώρισμα που χαρακτήριζε τους διαφωτιστές ήταν η πίστη στον Ορθό Λόγο και στη δυνατότητά του να παίξει καταλυτικό ρόλο στη μεταρρύθμιση της κοινωνίας. Όπως τονίζει

ο Χάρμαν, αυτές οι ιδέες έγιναν «ηγεμονικές» αναγκάζοντας τους απολογητές του Παλαιού Καθεστώτος σε άμυνα, δεν ήταν όμως αρκετές για να αλλάξουν την κοινωνία.

Η μάχη ανάμεσα στους φεουδάρχες και την αστική τάξη κρίθηκε σ’ ένα δεύτερο και καθοριστικό γύρο επαναστάσεων, που ξεκίνησε με την αμερικανική επανάσταση του 1776, η οποία, εκτός από την αποδέσμευση των αμερικανικών αποικιών από τον έλεγχο της βρετανικής αυτοκρατορίας, σηματοδότησε και μία μεγάλη ρήξη με το προκαπιταλιστικό παρελθόν των φεουδαρχικών προνομίων. Η αποφασιστική κλιμάκωση ήρθε όμως με τη γαλλική επανάσταση, μια διαδικασία που ξεκίνησε το 1789 με την πτώση της Βαστίλης και κράτησε μέχρι το 1815 και την οριστική ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό. Αρχικά τον τόνο σ’ αυτήν τον έδιναν οι οπαδοί της συνταγματικής μοναρχίας και οι μετριοπαθείς γιρονδίνοι. Οι συνεχείς όμως αντεπαναστατικές προκλήσεις του βασιλιά και της αριστοκρατίας οδήγησαν στην περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση της επανάστασης. Πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτήν την εξέλιξη έπαιξαν οι γιακωβίνοι και βέβαια οι λαϊκές μάζες του Παρισιού. Όπως όμως υπογραμμίζει ο Χάρμαν, η ανατροπή των γιακωβίνων το 1794 δεν έσβησε τις κατακτήσεις της επανάστασης, αφού το Θερμιδώρ και η 18η Μπρυμαίρ του Ναπολέοντα το 1799 ήταν εσωτερική αντίδραση στη βάση της ίδιας της αστικής επανάστασης και όχι επιστροφή στο Παλαιό Καθεστώς. Επίσης, οι ιδέες των γιακωβίνων εξαπλώθηκαν διεθνώς και απέκτησαν υποστηρικτές σ’ όλη την Ευρώπη, αλλά και πέρα από αυτήν. Οι «μαύροι γιακωβίνοι» της Αϊτής κατάφεραν να ανατρέψουν τους αποικιοκράτες και τους δουλοκτήτες και να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους. Η στρατιωτική νίκη της αντίδρασης το 1815 και η «Παλινόρθωση» κατάφεραν να ανακόψουν την επαναστατική ορμή μόνο προσωρινά και επιφανειακά. Η κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν ήταν πλέον δυνατό να αναστραφεί.

Ο καπιταλισμός: από την άνθιση στην κρίση

Το νέο σύστημα το 19ο αιώνα έκανε άλματα με τη βιομηχανική επανάσταση, αναδεικνύοντας τον πρωτοφανέρωτο δυναμισμό του σε σχέση με τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής και οργάνωσης της κοινωνίας. Ταυτόχρονα όμως γέννησε και τον «ιστορικό νεκροθάφτη» του σύμφωνα με την έκφραση του Μαρξ, την εργατική τάξη. Ο μαρξισμός αξιοποίησε την έννοια της «αλλοτρίωσης» που είχε χρησιμοποιήσει ο γερμανός φιλόσοφος Φόιερμπαχ για να περιγράψει την αποξένωση των εργατών από το προϊόν που παρήγαγαν. Επίσης, προσέφερε μία επιστημονική ανάλυση του καπιταλισμού και των κρίσεών του, αναδεικνύοντας όμως και τη δυνατότητα της εργατικής τάξης να τον ανατρέψει ώστε να ανοίξει ο δρόμος για μια κοινωνία βασισμένη στις ανθρώπινες ανάγκες και όχι στο κέρδος. Η πρώτη αναμέτρηση της νέας εποχής ήρθε με την «άνοιξη των λαών» το 1848, στην οποία η αστική τάξη προτίμησε το συμβιβασμό με τους παλιούς αντιπάλους της από φόβο απέναντι στη δυναμική του ανερχόμενου προλεταριάτου. Η «κοινωνική δημοκρατία» των πρώτων μηνών μετά την επανάσταση του 1848 στη Γαλλία πνίγηκε στο αίμα. Το ίδιο έγινε σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα το 1871 με την παρισινή Κομμούνα, το παράδειγμα δικτατορίας του προλεταριάτου σύμφωνα με το Μαρξ, που κράτησε μόλις δύο μήνες.

Την ίδια περίοδο, στις ΗΠΑ διεξαγόταν ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους υποστηρικτές της δουλείας στο Νότο και τους πολέμιούς της στο Βορρά. Η επικράτηση των δεύτερων ενίσχυσε τον καπιταλισμό σαν σύστημα. Ταυτόχρονα, το νέο σύστημα επεκτάθηκε στην Ανατολή. Η βρετανική αυτοκρατορία κατέκτησε την Ινδία, ενώ στην περίπτωση της Κίνας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα δυτικά καπιταλιστικά κράτη βοήθησαν τις παλιές αυτοκρατορίες να επιβιώσουν προσωρινά υπό την κηδεμονία τους. Εξαίρεση στο κυρίαρχο παράδειγμα μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό αποτέλεσε η Ιαπωνία, στην οποία το κράτος υποκατέστησε την αστική τάξη στο ρόλο της δημιουργίας βιομηχανίας και της εισαγωγής καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Αυτό το μοντέλο, σημειώνει ο συγγραφέας του βιβλίου, έμελλε να ακολουθηθεί από πολλά αναπτυσσόμενα κράτη τον 20ό αιώνα.

Ο Χάρμαν αφιερώνει το τελευταίο μέρος του βιβλίου του, που καλύπτει όμως το ένα τρίτο της ύλης του, στον 20ό αιώνα, τον «αιώνα της ελπίδας και του τρόμου». Και όχι άδικα, αφού σ’ αυτόν τον αιώνα πραγματοποιήθηκαν γεγονότα χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η επικράτηση του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα, αντί να φέρει την ειρήνη όπως έλεγαν οι απολογητές του είχε ως αποτέλεσμα την όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Η αρχή του τέλους του ήρθε με την επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Εκεί, η ανατροπή του Τσάρου το Φλεβάρη δεν σήμανε το τέλος αλλά την αρχή μιας επαναστατικής διαδικασίας η οποία κορυφώθηκε τον Οκτώβρη όταν η εργατική τάξη, με την πολύτιμη συνεισφορά του Λένιν και των μπολσεβίκων, κατάφερε να ανατρέψει και την ίδια την αστική κυβέρνηση.

Έτσι πήρε σάρκα και οστά το πρώτο εργατικό κράτος στην ιστορία, το οποίο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τα επαναστατικά κινήματα που ανέτρεψαν τον Κάιζερ και τους Αψβούργους στη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία αντίστοιχα, αλλά και για την «κόκκινη διετία» στην Ιταλία, καθώς και για μια σειρά αντιιμπεριαλιστικών εξεγέρσεων στις αποικίες. Όμως, το γεγονός ότι σε καμία άλλη χώρα εκτός από τη Ρωσία η έφοδος της εργατικής τάξης στον ουρανό δεν στέφθηκε από επιτυχία, σήμανε την απομόνωση του εργατικού κράτους. Η γραφειοκρατία που δημιουργήθηκε και την οποία εξέφρασε πολιτικά ο Στάλιν αναδείχθηκε σε νέα κυρίαρχη τάξη. Ο Στάλιν εξόντωσε τις αντιπολιτευόμενες φωνές, με πρώτη εκείνες της Αριστερής Αντιπολίτευσης του Τρότσκι, και έθεσε ως στόχο την «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» ώστε να «φτάσουμε και να ξεπεράσουμε τη Δύση σε πέντε – δέκα χρόνια», ενώ η εργατική τάξη αποστερήθηκε από κάθε έλεγχο στα μέσα παραγωγής.

Η προσωρινή σταθεροποίηση του καπιταλισμού στις αρχές της δεκαετίας του ’20 έδωσε όμως γρήγορα τη θέση της το 1929 στη μεγαλύτερη παγκόσμια κρίση του συστήματος μέχρι σήμερα. Η ανεργία και η φτώχεια υψώθηκαν σε δυσθεώρητα επίπεδα. Από την οικονομική και την πολιτική κρίση στη Γερμανία επωφελήθηκε ο Χίτλερ, που εκμεταλλεύθηκε τόσο την προσήλωση των σοσιαλδημοκρατών στην αστική νομιμότητα, όσο και την καταστροφικά σεχταριστική γραμμή των Κομμουνιστικών Κομμάτων, που ταύτιζαν τη σοσιαλδημοκρατία με το ναζισμό. Στην Ισπανία η σύγκρουση με τους φασίστες του Φράνκο κλιμακώθηκε σε μια πραγματική κοινωνική επανάσταση, η οποία θυσιάστηκε στο όνομα του «Λαϊκού μετώπου», δηλαδή της συμμαχίας του Κομμουνιστικού και του Σοσιαλιστικού κόμματος με μερίδες της αστικής τάξης υπό τις ευλογίες της σταλινοποιημένης πλέον Κομμουνιστικής Διεθνούς. Γενικότερα, από τη Γαλλία και την Αυστρία μέχρι τις ΗΠΑ η εργατική τάξη έδωσε ηρωικές μάχες ενάντια στα αφεντικά και τους φασίστες χωρίς όμως να καταφέρει να κερδίσει. Η συνέπεια ήταν αυτό που ο Χάρμαν, δανειζόμενος την έκφραση του Β. Σερζ, χαρακτηρίζει ως «τα Μεσάνυχτα του αιώνα».

Η επικράτηση του φασισμού και του ναζισμού και η οικονομική κρίση άνοιξαν λοιπόν το δρόμο για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τη μαζική εξόντωση των εβραίων, αλλά και για το Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ανάμεσα στις χώρες του «Άξονα» και των «Συμμάχων». Ο Χάρμαν επισημαίνει με έμφαση ότι ο πόλεμος αυτός ήταν, όπως και ο πρώτος, ιμπεριαλιστικός και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, επισημαίνει όμως τη σημαντική διαφορά της δημιουργίας τεράστιων κινημάτων αντιφασιστικής αντίστασης. Οι απλοί άνθρωποι που συμμετείχαν στην Αντίσταση είχαν τελείως διαφορετικά κίνητρα από εκείνα των ηγεσιών του «αντιφασιστικού» στρατοπέδου και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ήττα του Άξονα. Ωστόσο, οι ελπίδες των ευρωπαϊκών λαών για μια πιο ίση και δίκαια κοινωνία, δεν δικαιώθηκαν καθώς τα Κομμουνιστικά Κόμματα που ηγούνταν στην Αντίσταση ακολούθησαν την ίδια προπολεμική συμβιβαστική πολιτική με αποτέλεσμα είτε τη συντριβή, στην περίπτωση της Ελλάδας, είτε το συμβιβασμό, στην περίπτωση της Ιταλίας, της Γαλλίας και του Βελγίου. Διαφορετική ήταν η τύχη μόνο των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, στις οποίες τα τανκς του Στάλιν εγκαθίδρυσαν καθεστώτα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της Ρωσίας.

Έτσι, το τέλος του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου δεν σήμανε το τέλος των ανταγωνισμών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, αλλά την έναρξη του Ψυχρού πολέμου ανάμεσα στη «Δύση» στην οποία ηγεμόνευαν οι ΗΠΑ και το ανατολικό μπλοκ όπου κυριαρχούσε η ΕΣΣΔ. Ταυτόχρονα όμως, σηματοδότησε και τη μεγαλύτερη οικονομική άνθηση στην ιστορία του καπιταλισμού, αφού για είκοσι πέντε περίπου χρόνια υπήρχε διαρκής ανάπτυξη και μάλιστα με μοχλό την κρατική παρέμβαση. Την ίδια περίοδο, οι αποικίες κατάφεραν με σκληρούς αγώνες να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους. Ο καπιταλισμός άρχισε να αμφισβητείται ξανά με μαζικούς όρους με τη διεθνή έκρηξη του «1968», στην οποία ο Χάρμαν έχει αφιερώσει το εξαιρετικό βιβλίο του «The fire last time: 1968 and after» (που δυστυχώς παραμένει αμετάφραστο στα ελληνικά). Η οικονομική κρίση του 1973 συνέτριψε για άλλη μια φορά τις βεβαιότητες των υποστηρικτών του συστήματος, αλλά η νέα ριζοσπαστικοποίηση, που έφτασε ακόμα και σε επαναστατικές κορυφώσεις στην περίπτωση της Πορτογαλίας, απέτυχε να ανατρέψει τον καπιταλισμό. Έτσι, ο νεοφιλελευθερισμός μπόρεσε να εμφανιστεί σαν αντίδοτο στην κρίση του συστήματος. Το μεγάλο όμως πλήγμα στις διεθνείς ισορροπίες ήρθε με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ το 1989-1991. Όπως τονίζει ο Χάρμαν, το γεγονός ότι η εργατική τάξη δεν υπερασπίστηκε πουθενά τα καθεστώτα που μιλούσαν στο όνομά της, αποδεικνύει την πραγματική φύση τους, παρότι η ταξική πάλη έμεινε στο πολιτικό επίπεδο και δεν προχώρησε σε κοινωνικές μεταβολές. Το τέλος του Ψυχρού πολέμου σηματοδότησε πάντως την αναδιάταξη του ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Το βιβλίο του Χάρμαν εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1999. Μόλις το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, η εξέγερση στο Σιατλ αποτέλεσε το πρελούδιο της νέας χιλιετίας. Η συνέχεια δόθηκε με την εξέγερση στην Αργεντινή το 2001, τις διεθνείς διαδηλώσεις ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και το τεράστιο αντιπολεμικό κίνημα ενάντια

στην εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ. Ακόμα περισσότερο, από το 2007-2008, ο καπιταλισμός βυθίστηκε στη μεγαλύτερη κρίση του από το 1929. Πλέον, οι θριαμβολογίες του Φουκουγιάμα έχουν παραμεριστεί, ενώ η αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων απέναντι στην εκμετάλλευση και την καταπίεση που προκαλεί το σύστημα βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη διεθνώς. Η Ιστορία κατέχει ξεχωριστή θέση στους σχετικούς προβληματισμούς ακριβώς επειδή ερμηνεύει την αλληλουχία των γεγονότων που διαμόρφωσαν το σύγχρονο κόσμο και άρα συνιστά το κλειδί για την κατανόηση του γιατί και του πώς μπορεί αυτός να αλλάξει. Η κυκλοφορία στα ελληνικά από τις εκδόσεις Τόπος της «Λαϊκής Ιστορίας του κόσμου» αποτελεί μία σπουδαία συμβολή σ’ αυτή την αναζήτηση από τη σκοπιά του επαναστατικού μαρξισμού.