Άρθρο
Η δημοκρατία τον καιρό του Μνημονίου

Εξώφυλλο του τευχους 91

Η όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης χτυπάει όχι μόνο τις οικονομικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης, αλλά και τα ίδια τα δημοκρατικά δικαιώματα. Ο Θανάσης Καμπαγιάννης εξετάζει τη σχέση καπιταλισμού και δημοκρατίας και αναδεικνύει την εναλλακτική λύση των εργατών.

 

Η νέα ευρωπαϊκή συνθήκη που αποφάσισαν οι ηγέτες της ΕΕ, με την καθοδήγηση της Άνγκελα Μέρκελ και του Νικολά Σαρκοζί, είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα για το σε ποιά βαλτόνερα κυλιέται στα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης η αστική δημοκρατία, και μάλιστα στο υποτιθέμενο λίκνο της, την «ενωμένη Ευρώπη».

 

Σύμφωνα με τις προβλέψεις τής υπό εκκόλαψη συνθήκης, αν ένα κράτος-μέλος της ΕΕ αποτύχει μια χρονιά να μειώσει το ποσοστό του χρέους του στο ύψος που το προσδιορίζει ένας μαθηματικός τύπος, θα υφίσταται αυτόματα συνέπειες (ποινές, πρόστιμα, κλπ) από τα ευρωπαϊκά όργανα, συγκεκριμένα όχι από την Κομισιόν, αλλά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Προφανώς, οι (διορισμένοι) Επίτροποι της Κομισιόν κρίθηκαν ύποπτοι υποχώρησης σε πολιτικές πιέσεις υπό το βάρος των αποφάσεων που θα πρέπει να παρθούν: γι’ αυτό και αρμόδιοι για την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής κρίθηκαν απ’ ευθείας – ποιοι άλλοι; – οι Δικαστές… Μια δήλωση της Μέρκελ που μετέδωσε η βρετανική εφημερίδα Guardian στις 31 Γενάρη 2012 δείχνει πόσο μεγαλόφωνα λέγονται πια οι μέχρι σήμερα μύχιες σκέψεις της ευρωπαϊκής άρχουσας τάξης: «Τα φρένα χρέους θα είναι δεσμευτικά και σε ισχύ για πάντα. Ποτέ δεν θα καταφέρουν να αλλάξουνε μέσα από κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες». Με τέτοιες δηλώσεις δεν είναι τυχαίο που διάφοροι αναλυτές άρχισαν να θυμούνται το ξεχασμένο προσωνύμιο της Ευρώπης του 20ού αιώνα: «Σκοτεινή Ήπειρος».

Αν αυτή είναι η κατάσταση στο σύνολο της ΕΕ, στον Ευρωπαϊκό Νότο το φιλμ δείχνει να κινείται δραματικά γρηγορότερα. Ήδη, στην Ιταλία και στην Ελλάδα, οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών, ο Μόντι και ο Παπαδήμος, έχουν αναλάβει τα καθήκοντά τους χωρίς εκλογές. Η νομοθέτηση των μέτρων που απαιτεί η Τρόικα των δανειστών και στις δύο χώρες γίνεται με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, πολλές φορές με διατάγματα της εκτελεστικής εξουσίας η οποία εξουσιοδοτείται από τα Κοινοβούλια με έκτακτες αρμοδιότητες. Και όταν οι αντιδράσεις των εργατικών συνδικάτων και των κινημάτων απειλούν να εμποδίσουν τις τρίμηνες επικαιροποιήσεις της Τρόικας (όπως ιδιαίτερα το έχουμε δει στην Ελλάδα), αναλαμβάνει ο κατασταλτικός πυρήνας του κράτους στην πιο «παλιομοδίτικη» μορφή του, αυτή που ο Λένιν αποκαλούσε «ειδικά ένοπλα σώματα ανδρών», για να αποκατασταθεί η «τάξη».

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι θεμιτό το ερώτημα ολοένα και περισσότερων ανθρώπων: ζούμε πλέον σε μια δημοκρατία; Είναι δόκιμο να εξακολουθούμε να αποδίδουμε τον χαρακτηρισμό «δημοκρατικό» στο κράτος της εποχής των Μνημονίων; Και τι συνέπειες έχει η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα στο κίνημα που παλεύει για την πραγματική δημοκρατία και την κοινωνική αλλαγή; Επειδή δεν είναι η πρώτη φορά που το κίνημα αντιμετωπίζει ανάλογα ερωτήματα, είναι φυσικό να αναβιώνουν και παλιότερες απαντήσεις, και μαζί τους και οι συνεπαγόμενες πολιτικές στρατηγικές. Μία άποψη λέει ότι βιώνουμε μια δημοκρατική και συνταγματική «εκτροπή», με τη μορφή ενός ιδιότυπου «κράτους έκτακτης ανάγκης». Αρκετές φορές η διαπίστωση αυτή συνοδεύεται από την αναγκαιότητα για τη δημιουργία ενός ευρύτατου δημοκρατικού λαϊκού μετώπου για την «αποκατάσταση της νομιμότητας». Μία άλλη άποψη μιλάει για τη «μετάλλαξη» της αστικής δημοκρατίας σε «χούντα». Μάλιστα, διανοούμενοι που φλερτάρουν με τέτοιες απόψεις κατάργησης των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και μια δικτατορία βάζουν ακόμα και θετικό πρόσημο σε αυτή την εξέλιξη: ίσως έτσι διαλυθούν ευκολότερα οι δημοκρατικές αυταπάτες που υπήρξαν τόσο κεντρικές στην ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία του καπιταλισμού στις κοινωνίες της Δύσης.

Καπιταλισμός και δημοκρατία

Για να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε τη σχέση ανάμεσα στον καπιταλισμό και τη δημοκρατία στις περιόδους της κανονικότητας. Βέβαια, στην Ελλάδα της Ζήμενς και του παπά-Εφραίμ, είναι εύκολο να εξηγήσεις γιατί οι καπιταλιστές έχουν πάντα πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες πρόσβασης και ελέγχου στο κράτος και στην κυβέρνηση από αυτή που μας διδάσκουν τα σχολικά εγχειρίδια της Αγωγής του Πολίτη. Παρότι το κράτος και οι υπάλληλοί του είναι τυπικά ανεξάρτητοι, στην πραγματικότητα υπάρχουν χιλιάδες κρυφά νήματα που τους συνδέουν με την οικονομική εξουσία των καπιταλιστών. Και, όπως δείχνει η ιστορία, σε στιγμές κινδύνου για την αδιατάρακτη συνέχεια της ταξικής τους κυριαρχίας, το κράτος παρεμβαίνει αποφασιστικά για να την αποκαταστήσει, ανεξάρτητα από τη θέληση της πλειοψηφίας των «πολιτών» του. Από αυτή την άποψη, οι αφορισμοί του Μαρξ και του Λένιν ότι το κράτος δεν είναι τίποτε άλλο από «όργανο για την εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης» και η κυβέρνηση είναι «η εκτελεστική επιτροπή για τη διαχείριση των υποθέσεων της κυρίαρχης τάξης» εξακολουθούν να προσφέρουν την απαραίτητη αφετηρία για την κατανόηση της σχέσης καπιταλισμού και αστικής δημοκρατίας.

Για να βαθύνουνε ωστόσο την κατανόησή μας, πρέπει να πάμε τη σκέψη μας ένα βήμα παραπέρα από την αυταπόδεικτη πραγματικότητα ότι η δημοκρατία ακυρώνεται από τους πολιτικούς που «τα παίρνουνε» και να μπούμε στη σκοτεινή σφαίρα εκείνων που «τα δίνουνε» και του πώς τα αποκτήσανε. Μόνον έτσι θα καταλάβουμε ότι η ακύρωση της δημοκρατίας στον καπιταλισμό δεν αποτελεί κάποιου είδους δυσλειτουργία του συστήματος, αλλά ένα καλά κρυμμένο δομικό συστατικό του. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα οικονομικά συστήματα, όπου η πολιτική καταπίεση αποτελούσε τον κυρίαρχο τρόπο με τον οποίο οι άρχουσες τάξεις αποσπούσαν το υπερπροϊόν από τους παραγωγούς, στον καπιταλισμό η απόσπαση της υπεραξίας πραγματοποιείται με οικονομικούς (και όχι με πολιτικούς) τρόπους. Με απλά λόγια: ενώ στο δουλοκτητικό σύστημα ένας σκλάβος δούλευε από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου για να κερδίζει ο αφέντης του επειδή ακριβώς ήταν σκλάβος, ενώ στη φεουδαρχία ο δουλοπάροικος υποχρεωνόταν να δώσει τη μισή σοδειά του στο φεουδάρχη γιατί αλλιώς θα είχε να τα βάλει με το στρατό του, στον καπιταλισμό ο εργάτης εμφανίζεται ελεύθερος να συνάψει (αν το επιθυμεί) «συμβόλαιο» με τον καπιταλιστή για να κερδίσει το μισθό του και ταυτόχρονα να παράξει γι’ αυτόν κέρδη.

Το μυστικό της «ελευθερίας» του εργάτη και της τυπικά «ισότιμης» σχέσης του με τον καπιταλιστή είναι κρυμμένο στη μεγάλη ληστεία που πραγματοποιήθηκε κάποιες εκατοντάδες χρόνια νωρίτερα, στην αυγή του καπιταλιστικού συστήματος: τότε, οι αγρότες της υπαίθρου και οι τεχνίτες της πόλης «απελευθερώθηκαν» βίαια (ληστεύτηκαν δηλαδή) από τα μέσα παραγωγής τους και απέμειναν να έχουν μονάχα ένα εμπόρευμα να πουλήσουν για να μην πεθάνουν της πείνας, την εργατική τους δύναμη. Στα πρώτα χρόνια αυτής της ληστείας, οι ειδικευμένοι τεχνίτες και οι κληρούχοι αγρότες πάλεψαν (πολλές φορές βίαια) για να μην προλεταριοποιηθούν. Περνώντας όμως ο καιρός, η σχέση της μισθωτής εργασίας ανάμεσα στον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής και τον απαλλοτριωμένο πλέον εργάτη κανονικοποιήθηκε.

Ένα νέο κράτος προέκυψε από αυτή τη διαδικασία. Σε αντίθεση με το παρελθόν, που το κράτος διακήρυσσε μεγαλόφωνα τον ταξικό του ρόλο (την προστασία της ελέω θεού εξουσίας του φεουδάρχη), το καπιταλιστικό κράτος είχε ως νομιμοποιητική βάση του την προστασία της «ισότητας» των πολιτών απέναντι στον Νόμο. Όπως το περιγράφει ο Μαρξ στα κείμενά του για το Εβραϊκό Ζήτημα, η αστική τάξη απελευθέρωσε το κράτος από τη θρησκεία και την οικονομία και το ανύψωσε πάνω από την κοινωνία, δίνοντάς του μια ψεύτικη εικόνα ανεξαρτησίας από όλες τις τάξεις. Έτσι, ο καπιταλισμός κρύβει τις σχέσεις ανισότητας και εκμετάλλευσης στο οικονομικό πεδίο πίσω από σχέσεις τυπικής ισότητας στο πολιτικό και το νομικό πεδίο.

Αντιπροσωπευτική δημοκρατία

Η περιγραφή αυτή είναι αναγκαστικά απλουστευτική. Αν και οι καπιταλιστές φρόντισαν να κρύψουν την ταξική τους κυριαρχία στην οικονομική σφαίρα (μακριά από τα λαμπερά φώτα της πολιτικής σκηνής), αυτό δεν σημαίνει ότι εγκατέλειψαν αμαχητί τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι αρχικά προόριζαν το δημοκρατικό δικαίωμα της ψήφου μονάχα στους έχοντες περιουσία, δηλαδή στους αστούς (αυτονόητα λευκούς και άντρες). Χρειάστηκαν τεράστια δημοκρατικά κινήματα και λαϊκοί αγώνες για να επεκταθούν τα πολιτικά δικαιώματα στο σύνολο του πληθυσμού. Έτσι προέκυψε η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και ο αστικός κοινοβουλευτισμός με τον τρόπο που τα γνωρίζουμε σήμερα.

Η είσοδος των μαζών στην πολιτική σκηνή από τις αρχές του 20ού αιώνα εξανάγκασε τις (εξαιρετικά μειοψηφικές) άρχουσες τάξεις να οικοδομήσουν μαζικά πολιτικά κόμματα: μ’ αυτόν τον τρόπο οι αστοί δημιούργησαν κοινωνικές συμμαχίες και ταυτόχρονα εγκόλπωσαν υλικά συμφέροντα και άλλων τάξεων στην άσκηση της κυβερνητικής και κρατικής εξουσίας (στρατηγική απαραίτητη ενόψει και της πολιτικής πρόκλησης που αντιμετώπιζαν από το ανερχόμενο εργατικό, σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό κίνημα). Μάλιστα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την εμπειρία του φασισμού στην Ευρώπη, η αστική δημοκρατία γνώρισε μια αξιοζήλευτη περίοδο σταθερότητας χάρη σε ένα μοναδικό συνδυασμό: από τη μια πλευρά υπήρξε μια τριακονταετής περίοδος οικονομικής ανάπτυξης (η «χρυσή περίοδος» του καπιταλισμού από το 1945 μέχρι το 1975). Ακόμα και όταν αυτή έληξε, τη διαδέχτηκε μια περίοδος οικονομικής κρίσης αρκετά μακρόσυρτης, ώστε να προσφέρει χώρο και χρόνο για οικονομικές και πολιτικές αναδιατάξεις. Από την άλλη πλευρά, τα σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά κόμματα που αντιπροσώπευαν πολιτικά την εργατική τάξη είχαν ουσιαστικά αποδεχτεί τους κανόνες του καπιταλιστικού παιγνιδιού, με τρόπο που η άνοδός τους στην κυβερνητική εξουσία να μην αποτελεί συστημικό κίνδυνο για την αστική κυριαρχία. Έτσι, στη Δυτική Ευρώπη η αντιπροσωπευτική δημοκρατία λειτούργησε εν πολλοίς αδιατάρακτα και χωρίς σημαντικές παραβιάσεις που θα την εξέθεταν στα μάτια των υπηκόων της (όπως για παράδειγμα συνέβη στη Χιλή του Αλιέντε το 1973 ή και σε άλλες χώρες της περιφέρειας).

Είμαστε σήμερα μάρτυρες της βίαιης αλλαγής των δύο αυτών παραμέτρων που όρισαν τη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας στην Ευρώπη τα τελευταία εξήντα χρόνια. Αφενός, ζούμε τη μεγαλύτερη καπιταλιστική κρίση, συγκρίσιμη μόνο με αυτή της δεκαετίας του ’30, γεγονός που διαρρηγνύει κάθε κοινωνική συμμαχία και κάθε προηγούμενο συμβιβασμό των αστικών τάξεων με τις δυνάμεις της εργασίας και τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα. Είναι μάλιστα τέτοια η ταχύτητα της κρίσης που οι διαδικασίες του αστικού πολιτικού συστήματος (οι μέχρι σήμερα τόσο κρίσιμες για τη νομιμοποίησή του «εθιμοτυπίες») κρίνονται υπερβολικά αργοκίνητες και γι’ αυτό παρακάμπτονται. Τυπικό παράδειγμα αυτής της εξέλιξης αποτελεί η πραξικοπηματική αντικατάσταση των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Μπερλουσκόνι και η απευθείας ανάθεση της κυβερνητικής εξουσίας σε τραπεζίτες. Αφετέρου, ζούμε το ξέσπασμα μαζικών κινημάτων (σε χώρες τόσο διαφορετικές όσο η Βρετανία, η Ισπανία ή η Ελλάδα), τα οποία όμως το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να εγκολπώσει. Τριάντα χρόνια κυριαρχίας της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης και επικράτησης του σοσιαλφιλελευθερισμού μέσα στη σοσιαλδημοκρατία έχουν σημάνει ότι το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί πια να οικοδομήσει τη συναίνεση των υποτελών τάξεων (και κρίσιμα της εργατικής τάξης) με τον τρόπο που το έκανε στο παρελθόν. Αυτό σημαίνει ξεχαρβαλωμένα πολιτικά συστήματα σε όλο και περισσότερες χώρες. Και ταυτόχρονα, σημαίνει αύξηση της καταστολής και της αυταρχικής θωράκισης του κράτους, που μοιάζει ξένη με ό,τι είχαμε συνηθίσει να αποκαλούμε αστική δημοκρατία.

Η περίπτωση της Ελλάδας

Η Ελλάδα μοιάζει να είναι το καλύτερο παράδειγμα για τις διεργασίες που περιγράφουμε, μιας και όλες τους βρίσκονται εδώ σε φάση παροξυσμού: η κρίση έχει αφανίσει σχεδόν το ένα πέμπτο του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της χώρας (νούμερο μεσοπολεμικό), η εργατική αντίσταση έχει φτάσει στις κορυφώσεις της να κινητοποιεί φυσικά το ένα δέκατο του πληθυσμού (και όχι μόνο μια φορά), ενώ η σοσιαλδημοκρατία (το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ) έχει φτάσει στο ναδίρ της εκλογικής και πολιτικής του επιρροής. Σε τέτοιες συνθήκες, χρειάζεται να είμαστε ξεκάθαροι ότι δεν υπάρχει καμία ασφαλιστική δικλείδα και καμία ιδεολογική δέσμευση της ελληνικής άρχουσας τάξης στις αρχές της δημοκρατίας, έστω και της αστικής. Για να το εξηγήσουμε αυτό καλύτερα, χρειάζεται να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στη βρώμικη ιστορία και τις αντιδημοκρατικές παραδόσεις της.

Το ελληνικό κράτος υπήρξε στην ιστορική του πορεία αρκετά αδύναμο στην οικοδόμηση συναίνεσης από τον πληθυσμό που διοικούσε. Η πιο διαρκής και συστηματική πρόκληση που αντιμετώπισε η εξουσία του προήλθε από το εργατικό κίνημα που έκανε τα πρώτα οργανωμένα του βήματα στις αρχές του 20ού αιώνα. Αν θέλαμε να κάνουμε μια χοντρική περιοδολόγηση, θα χωρίζαμε την αναμέτρηση του ελληνικού αστισμού με την εργατική τάξη σε τρεις περιόδους.

Η πρώτη είναι ο Μεσοπόλεμος: μετά από μια αρχική υποτίμηση, η αστική τάξη απάντησε συστηματικά στους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες του νεαρού προλεταριάτου με την πιο άγρια καταστολή. Μετά από τη μαζική δολοφονία εργατών στη γενική απεργία του 1923 στο Πασαλιμάνι, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο κανόνας στις μεγάλες απεργιακές συγκεντρώσεις του Μεσοπολέμου ήταν ο τουφεκισμός εργατών. Το ρεπερτόριο της καταστολής περιλάμβανε από σκληρή αντικομμουνιστική και αντισυνδικαλιστική νομοθεσία μέχρι τη στήριξη φασιστικών συμμοριών κατά της Αριστεράς απευθείας από το Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων. Στις πρακτικές αυτές επιδίδονταν αδιακρίτως τόσο αστικοδημοκρατικές κυβερνήσεις που πήραν την εξουσία με εκλογές (βλ. Βενιζέλος και Ιδιώνυμο το 1929), όσο και δικτατορίες όπως αυτή του Μεταξά το 1936. Όταν τέλος οι αστοί κινδύνευσαν να χάσουν την εξουσία τους από το ΕΑΜικό κίνημα, μαζί με τους διεθνείς συμμάχους τους δεν δίστασαν να κηρύξουν ολοκληρωτικό πόλεμο στον γενικό πληθυσμό της χώρας, βομβαρδίζοντας αεροπορικά τις εργατογειτονιές της Αθήνας και καίγοντας με ναπάλμ τους ένοπλους αγρότες στην ύπαιθρο.

Η δεύτερη φάση της αναμέτρησης υπήρξε το χρονικό διάστημα μετά τον Πόλεμο και μέχρι τη Χούντα. Την περίοδο αυτή, η άρχουσα τάξη φάνηκε να αντιμετωπίζει κάποια από τα προβλήματα υλικών στερήσεων που τροφοδοτούσαν τις γραμμές του εργατικού κινήματος και να προχωράει σε έναν ελεγχόμενο «εκσυγχρονισμό» των πολιτικών δομών του κράτους της, με κατεύθυνση τη συμμετοχή στην Ενωμένη Ευρώπη (τότε ΕΟΚ). Μόλις όμως, τη δεκαετία του ’60, χρειάστηκε να αναμετρηθεί με ένα καινούργιο εργατικό κίνημα και με μια νέα άνθιση της Αριστεράς, κατέφυγε στις παλιές αντιδημοκρατικές της μεθοδεύσεις: νόθευσε τις εκλογές, επέτεινε την καταστολή και τον χαφιεδισμό κατά της (παράνομης ακόμα) Αριστεράς και των εργατικών συνδικάτων, εξαγόρασε βουλευτές για να αντικαταστήσει τον ανεπιθύμητο πρωθυπουργό Παπανδρέου με πρόσωπο της αρεσκείας του Παλατιού. Και στο τέλος, μπροστά στο φόβο της κοινωνικής αποσταθεροποίησης, ανέστειλε τη λειτουργία του Κοινοβουλίου και στήριξε τη στρατιωτική Χούντα το 1967.

Η τρίτη και τελευταία φάση της ταξικής σύγκρουσης είναι το χρονικό διάστημα μετά τη Μεταπολίτευση. Η μεγάλη διαφορά με τις προηγούμενες δύο είναι η ένταξη στο πολιτικό σύστημα (και μάλιστα ως βασικού πυλώνα) ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (του ΠΑΣΟΚ) που συσπείρωσε τις ελπίδες και τις αυταπάτες της πλειοψηφίας των μισθωτών εργατών. Η επιλογή αυτή πέτυχε να στομώσει τη δυναμική του εργατικού κινήματος της Μεταπολίτευσης (αφήνοντας ανεκπλήρωτες τις ελπίδες του) και να διευρύνει την κοινωνική βάση και τη σταθερότητα του ελληνικού αστικού κράτους. Ωστόσο, ο συμβιβασμός της Μεταπολίτευσης σήμανε πρωτοφανείς κατακτήσεις για την εργατική τάξη, μαζί με μια Αριστερά που ποτέ δεν συντρίφτηκε και μια συλλογική μνήμη οργάνωσης και αγώνων που ποτέ δεν διακόπηκε. Είναι πάνω σ’ αυτό το βάθρο που χτίστηκε η μακροβιότερη δημοκρατική περίοδος του ελληνικού κράτους, κόντρα στις πολιτικές παραδόσεις της κυρίαρχης τάξης του.

Μετά απ’ όλα αυτά, είναι εντυπωσιακό το πόσο γρήγορα, μέσα σε δύο χρόνια οικονομικής κρίσης και πολιτικής κατάρρευσης της σοσιαλδημοκρατίας, η ελληνική κυρίαρχη τάξη επιστρέφει στο παλιό ρεπερτόριο των δύο προηγούμενων φάσεων της ταξικής σύγκρουσης με τους από κάτω: κυριολεκτικά, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Από τις 15 Ιούνη μέχρι τις 11 Νοέμβρη 2011 (που ορκίστηκε η κυβέρνηση Παπαδήμου), με τους εργαζόμενους στο δρόμο και την κυβέρνηση Παπανδρέου σε παράλυση, η κυρίαρχη τάξη γύρισε την αστική δημοκρατία της στην καμαρίλα του 1965, στην ανάδειξη πρωθυπουργών έξω από τα νόμιμα κανάλια των εθνικών εκλογών. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η αστική τάξη αναζήτησε και βρήκε τη συγκολλητική ουσία του Μεγάλου Συνασπισμού της (αν και οι κοινοβουλευτικοί αριθμοί δεν το απαιτούσαν) στους φασίστες του ΛΑΟΣ, στους θαυμαστές δηλαδή του μεταξικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, σε έναν πρωτοφανή καλπασμό πίσω στη δεκαετία του ’30. Από τις κινήσεις αυτές, το εργατικό κίνημα και η Αριστερά πρέπει να συναγάγουν τα απαραίτητα συμπεράσματα: η ελληνική αστική τάξη είναι αδίστακτη. Δεν διαθέτει καμία δημοκρατική ενοχή. Αντιμέτωπη με ένα βάθεμα της οικονομικής κρίσης και μια ένταση της ταξικής πάλης, είναι ικανή να καταφύγει στις χειρότερες μεθοδεύσεις, από τη στήριξη φασιστικών συμμοριών για την τρομοκράτηση του κινήματος (όπως αρχίζουμε να το βλέπουμε με τη Χρυσή Αυγή) μέχρι την αναστολή των δημοκρατικών ελευθεριών για λόγους «εθνικής ανάγκης» και «σωτηρίας της πατρίδας».

Τα δημοκρατικά δικαιώματα σε κίνδυνο

Μπορούμε τώρα να απαντήσουμε ασφαλέστερα στα ερωτήματα που θέσαμε στην αρχή αυτού του άρθρου. Κατά πρώτον, η δημοκρατία – έστω με τον στρεβλό και περιορισμένο τρόπο που τη γνωρίσαμε τα τελευταία τριανταπέντε χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση – είναι σε κίνδυνο. Ο μηχανισμός του Μνημονίου είναι, εκτός από οδοστρωτήρας των εργατικών κοινωνικών κατακτήσεων, ένας μηχανισμός περιορισμού και κατάλυσης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Οι διαδηλωτές που φωνάζουν «ψωμί-παιδεία-ελευθερία, η Χούντα δεν τελείωσε το ‘73» οσμίζονται σωστά την κατεύθυνση των πραγμάτων.

Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι ζούμε σε μια δικτατορία, και αυτό είναι το δεύτερο σημείο. Είμαστε ακόμα μάρτυρες της κρίσης της αστικής δημοκρατίας, που συνεπάγεται την εμφάνισή της με την αφτιασίδωτη μορφή της ωμής ταξικής κυριαρχίας. Για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά, η διάκριση αστικής δημοκρατίας και δικτατορίας δεν έχει να κάνει πρωταρχικά με τις τυπικές αρχές του αστικού πολιτικού συστήματος (που είναι ούτως ή άλλως κάλπικες), όσο με τα δικαιώματα και τον πολιτικό χώρο που έχει κατοχυρώσει η εργατική τάξη εντός της αστικής δημοκρατίας, για να οργανώνει το κίνημά της. Η ελευθερία των συγκεντρώσεων και του συνδικαλισμού, η συλλογική ύπαρξη των εργατικών οργανώσεων, το δικαίωμα της ψήφου βρίσκονται υπό αμφισβήτηση, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχουν καταργηθεί. Η μάχη για την υπεράσπιση των δημοκρατικών κατακτήσεων της εργατικής τάξης δεν είναι πίσω μας, αλλά μπροστά μας.

Το τρίτο σημείο είναι πως, μέσα στην κρίση της, η ελληνική αστική τάξη φτάνει να καταπατά την νομιμότητα της προηγούμενης περιόδου, όπως για παράδειγμα το έκανε στις 12 Φλεβάρη με την νομοθετική κατάργηση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων εργαζόμενων και εργοδοτών, που είναι κατοχυρωμένες στο Σύνταγμα. Η Αριστερά πρέπει να σηκώσει το γάντι αυτών των επιθέσεων και να καταγγείλει την αντιδημοκρατική εκτροπή: η υπεράσπιση των νομιμοποιημένων στη συνείδηση της εργατικής τάξης δημοκρατικών κατακτήσεων του παρελθόντος μπορεί να προσφέρει ένα ευνοϊκό πεδίο για την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία τους εργατικού κινήματος και της Αριστεράς στη συνολικότερη μάχη κατά του Μνημονίου.

Τέλος, στην πάλη ενάντια στις αντιδημοκρατικές εκτροπές, η Αριστερά και το εργατικό κίνημα δεν έχουν κανένα λόγο να θέσουν ως ορίζοντα των αγώνων τους την «αποκατάσταση της αστικής νομιμότητας». Για να διασωθούν τα δημοκρατικά δικαιώματα πρέπει σήμερα να ηττηθεί ο μηχανισμός του Μνημονίου. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο μέσα από ένα πρόγραμμα αντικαπιταλιστικής ρήξης, που θα αμφισβητεί τα νόμιμα δικαιώματα των εργοδοτών μέσα στους χώρους δουλειάς. Για να υπερασπιστεί τις δημοκρατικές της κατακτήσεις,

μαζί με τη δουλειά και το ψωμί της, η εργατική τάξη θα πρέπει να παρανομήσει. Όποιος την καλεί να μινιμάρει το πρόγραμμά της μέσα σε παλλαϊκά δημοκρατικά μέτωπα «αποκατάστασης της νομιμότητας», καταλήγει να εξουδετερώνει τη μοναδική δύναμη που μπορεί να πετύχει ένα αποφασιστικό χτύπημα στις συνασπισμένες δυνάμεις του Μνημονίου.

Ούτως ή άλλως, όπως προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε σε αυτό το άρθρο, η αστική νομιμότητα είναι μια φενάκη. Αποκρύβει την οικονομική ανισότητα των δύο βασικών τάξεων της καπιταλιστικής κοινωνίας, εμφανίζοντάς τες ως αθροίσματα δήθεν ισότιμων ατόμων στο πολιτικό πεδίο. Τους τελευταίους μήνες δεκάδες πλατείες σε όλον τον κόσμο δονούνται από τα συνθήματα εκατομμυρίων ανθρώπων για την «πραγματική δημοκρατία» και την «κοινωνική δικαιοσύνη». Για να γίνουν πραγματικότητα αυτά τα συνθήματα, τα κινήματα θα πρέπει να επανοικειοποιηθούν κάτι πολύ περισσότερο από το δημόσιο χώρο των κεντρικών πλατειών της κάθε πρωτεύουσας. Πρέπει να ξαναφέρουμε στη σφαίρα των «κοινών» τα προϊόντα της μεγάλης ληστείας που διέπραξαν οι καπιταλιστές στις αρχές του συστήματός τους και που συνεχίζουν να διαπράττουν κατ’ εξακολούθηση μέχρι σήμερα. Για να το κάνουμε αυτό θα χρειαστούμε μια ολόκληρη επανάσταση, που θα έχει ως βάσεις της τις εργατικές συνελεύσεις στους χώρους δουλειάς. Μόνον έτσι θα πάρουμε στα χέρια μας όλον τον κλεμμένο πλούτο και θα διαμορφώσουμε από την αρχή την κοινωνία, βασισμένη στο δημοκρατικό πλάνο των συλλογικών μας αναγκών. Και μόνον έτσι η δημοκρατία θα ξεφύγει από τον αστικό φορμαλισμό και θα αποκτήσει το ουσιαστικό και πλήρες νόημα που της αρμόζει.