Εξώφυλλο του τευχους 91
Τα συνδικάτα βρίσκονται στο στόχαστρο της πιο άγριας επίθεσης από την εργοδοσία, την συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και την Τρόικα. Αλλά οι αγώνες της βάσης ξαναζωντανεύουν τη δύναμη του συνδικαλιστικού κινήματος, γράφει ο Λέανδρος Μπόλαρης.
Στην “απόρρητη” έκθεση του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους που συζήτησε το Γιουρογκρουπ στις 19-20 Φλεβάρη, εκφράζεται ο εξής φόβος: “οι ελληνικές αρχές μπορεί να μην σταθούν ικανές να υλοποιήσουν τις δομικές μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές της πολιτικής με το ρυθμό που προβλέπει η έκθεση. Στην πράξη, η μεγαλύτερη ευελιξία στους μισθούς, μπορεί να συναντήσει την αντίσταση οικονομικών παραγόντων...”.1 Οπου “οικονομικοί παράγοντες”, στη γλώσσα των “τεχνοκρατών” του ΔΝΤ, είναι τα συνδικάτα των εργαζομένων.
Για πολλά χρόνια ακούγαμε από πολλές πλευρές ότι τα συνδικάτα έχουν χάσει πλήρως την ισχύ τους. Αριθμοί και ποσοστά παρατίθονταν για να αποδείξουν την θανάσιμη παρακμή τους. Ξαφνικά το ΔΝΤ ανακαλύπτει ότι είναι τόσο ισχυρά ώστε η αντίστασή τους μπορεί και να εκτροχιάσει τις “δομικές μεταρρυθμίσεις” και την “ευελιξία”, δηλαδή συμπίεση, των μισθών.
Γι' αυτό η άρχουσα τάξη, με τις πλάτες της “τρόικα”, έχει εξαπολύσει μια σειρά επιθέσεων εναντίον τους. Η αιχμή των επιθέσεων είναι τα ισχυρά συνδικάτα των πρώην ΔΕΚΟ, του δημόσιου τομέα, αλλά και στον ιδιωτικό. Επιθέσεις ιδεολογικές, πολιτικές, αλλά και πολύ “υλικές”.
Ψέματα και Υποκρισίες
Τους προηγούμενους μήνες είδαμε να ξετυλίγεται μια συντονισμένη εκστρατεία για το τσεκούρωμα του κατώτατου μισθού που καθορίζει από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ). Η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης του Παπαδήμου, των ΜΜΕ, και κάθε λογής ειδικών ήταν πως η περικοπή του κατώτατου μισθού σημαίνει ανακούφιση από την ανεργία. Υποτίθεται ότι τώρα, οι χειμαζόμενοι από την κρίση επιχειρηματίες καταφεύγουν στις απολύσεις ή στην “μαύρη εργασία” γιατί δεν αντέχουν το κόστος. Πρόκειται για παραμύθι. Η Ισπανία που είχε ακόμα χαμηλότερο κατώτατο μισθό και με πλήρη σχεδόν “ευελιξία” στην αγορά εργασίας, είναι πρωταθλήτρια της ανεργίας στην ΕΕ, με το ποσοστό να αγγίζει το 25%.
Η θεωρητική κάλυψη αυτής της προπαγάνδας είναι ο ισχυρισμός ότι τα προβλήματα, όπως οι κρίσεις, που αντιμετωπίζουν οι οικονομίες οφείλονται στο “μονοπωλιακό” έλεγχο που επιβάλλουν τα συνδικάτα στην αγορά εργασίας: αυξάνουν την αμοιβή εργασίας και εμποδίζουν έτσι να λειτουργήσει η προσφορά και η ζήτηση. Αυτή ήταν η λογική των κυβερνήσεων στο απόγειο της Μεγάλης Κρίσης του '30 όταν έκοβαν τα επιδόματα ανεργίας τάχα για να την αντιμετωπίσουν.
Μαζί με τις ιερεμιάδες για τους “εγωιστές βολεμένους” που δεν αφήνουν τα “νέα παιδιά” να βρουν δουλειά, πάνε κι οι “αποκαλύψεις”. Την άνοιξη του 2011 για παράδειγμα εξαπολύθηκε ένα προπαγανδιστικό μπαράζ ενάντια στην ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ με αφορμή το πόρισμα Ρακιντζή. Ο κύριος επιθεωρητής έκρινε παράνομες τις ΣΣΕ με βάση τις οποίες η ΓΕΝΟΠ έπαιρνε διάφορες επιχορηγήσεις από τη ΔΕΗ. Η “χλιδή των συνδικαλιστών” βρέθηκε στο στόχαστρο, όχι μόνο από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αλλά και από την “αντιμνημονιακή” τότε ΝΔ.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση η υποκρισία συναγωνιζόταν με την πρόκληση. Από τη δεκαετία του '90 οι κυβερνήσεις για να προωθήσουν τον τεμαχισμό και την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ είχαν επιδοθεί σε ένα όργιο εξαγοράς αλλά και εκβιασμών και πιέσεων, στις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Οι “αποκαλύψεις” ήταν και είναι ένας ξεκάθαρος εκβιασμός: αν δεν δεχτείτε όλα τα τελεσίγραφα, θα προκαλέσουμε οικονομική ασφυξία στο συνδικάτο σας. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με την κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Εστίας (μαζί με τον ΟΕΚ) απ' τον οποίο προέρχεται ένα τμήμα της χρηματοδότησης των δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Συλλογικές Συμβάσεις
Η δύναμη των συνδικάτων βρίσκεται στο στόχαστρο της εκστρατείας κατά των Συλλογικών Συμβάσεων και των αλλαγών στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας. Το πετσόκομμα της ΕΓΣΣΕ είναι μόνο μια πτυχή. Η επίθεση στις κλαδικές συμβάσεις είναι η άλλη. Εχει ξεκινήσει πολύ παλιά με την ίδια κατεύθυνση – τις ΔΕΚΟ. Πιο πρόσφατα το 2005 στο στόχαστρο του Αλογοσκούφη βρέθηκαν οι συμβάσεις της ΟΤΟΕ και των “ελλειμματικών” πρώην ΔΕΚΟ όπως οι συγκοινωνίες. Ομως, οι νόμοι μπορεί να ψηφίστηκαν, αλλά εν πολλοίς έμειναν στα χαρτιά. Τώρα οι καπιταλιστές επανέρχονται στηριγμένοι στην τροϊκα και την κυβέρνηση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Απασχόλησης, με τον κατώτατο μισθό αμείβεται το 13% των εργαζομένων, περίπου 360.000 άτομα. Η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων καλύπτεται από κλαδικές συμβάσεις και αμείβεται παραπάνω. Μια μελέτη διαπιστώνει ότι στην περίοδο μέχρι το 2009 “μόλις το 5,2% των μισθών βρίσκεται κάτω από το μισθό της ΕΓΣΣΕ. Κατά μέσο όρο οι μηνιάτικοι μισθοί είναι μεγαλύτεροι κατά 166.32 ευρώ”.2 Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, το 2009, οι μέσες πραγματικές αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα ήταν 20% ανώτερες του 1999 (παρόλο που η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν μεγαλύτερη, άρα η εκμετάλλευση των εργατών εντάθηκε). Πάλι σύμφωνα με την ίδια πηγή, το 2009, ο κατώτατος μηνιάτικος μισθός αποτελούσε το 45,2% του μέσου μισθού σε βιομηχανία, κατασκευές και υπηρεσίες.3
Τώρα η νέα επίθεση προσπαθεί να σπάσει αυτά τα επίπεδα που κέρδισε η δύναμη των συνδικάτων. Η μείωση του κατώτατου μισθού συμπαρασύρει τις κλαδικές συμβάσεις. Η “μετενέργεια”, δηλαδή η περίοδος που μια σύμβαση παραμένει σε ισχύ μετά τη λήξη της, περιορίζεται στους τρεις μήνες (από τους έξι) και καταργείται. Αυτό σημαίνει ότι την άνοιξη μια σειρά συνδικάτα θα βρεθούν μπροστά στον εκβιασμό: ή υπογράφετε ό,τι θέλουν οι εργοδότες ή μένετε με το βασικό και κάποια στοιχειώδη επιδόματα.
Οι αλλαγές στον ΟΜΕΔ έρχονται να ενισχύσουν τον εκβιασμό. Στην ουσία τους βρίσκεται η κατάργηση της “υποχρεωτικής διαιτησίας”. Το μόνο που έχουν να κάνουν οι εργοδότες είναι να λένε “όχι” στη διάρκεια της μεσολάβησης. Οταν ναυαγήσει, το συνδικάτο δεν έχει πια δικαίωμα να καταφύγει μονομερώς στη διαιτησία που η απόφασή της είχε ισχύ συλλογικής σύμβασης. Ο ΟΜΕΔ ιδρύθηκε το 1990 με ομόφωνη απόφαση όλων των κομμάτων στη τότε Βουλή και υπό τα χειροκροτήματα των “κοινωνικών εταίρων”. Η λογική του ήταν να προωθήσει τα παζάρια και τους συμβιβασμούς με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Τώρα όμως, τέτοιοι συμβιβασμοί είναι ανυπόφοροι για τους καπιταλιστές.
Στην άρχουσα τάξη δεν αρκεί ότι σε συνθήκες θηριώδους οικονομικής ύφεσης το 1/3 των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα αμείβεται με ατομικές συμβάσεις. Την ενδιαφέρει να χτυπήσει τα δυνατά συνδικάτα, αυτά που είναι “πιλότοι” και “βαθιές οχυρώσεις” του εργατικού κινήματος που η ύπαρξή τους εξασφάλιζε ότι ο κατώτατος μισθός δεν ήταν η οροφή αλλά η βάση για όλους τους εργαζόμενους. Για το μέταλλο, για παράδειγμα, η μοίρα της κλαδικής σύμβασης περνάει από το ποια θα είναι η έκβαση της απεργίας στη Χαλυβουργία, που θα γείρει το συνεχές μπρα-ντε-φερ στην Ιντρακόμ. Στις τράπεζες η εργοδοσία έκανε προσωρινά πίσω σε μια πρώτη αψιμαχία με το Σύλλογο της Εμπορικής τον Φλεβάρη μετά από δυο 24ωρες απεργίες.
Ο μύθος των ηττημένων συνδικάτων
Η επιμονή σ' αυτούς τους στόχους μπορεί να γίνει κατανοητή αν πάρουμε υπόψη την πραγματική πορεία των συνδικάτων και τη σχέση τους με τους εργαζόμενους. Η κατάρρευση της Χούντας και η Μεταπολίτευση έφερε στην επιφάνεια τις αλλαγές στον ελληνικό καπιταλισμό που με όρους ταξικής πάλης σήμαινε την εμφάνιση μιας νέας εργατικής τάξης σε μια σειρά κλάδους που έδωσαν μάχες, επέβαλαν κατακτήσεις και έφτιαξαν συνδικάτα – τα δυνατά συνδικάτα του σήμερα. Το κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού έδωσε σκληρές μάχες και έφτασε στις αρχές της δεκαετίας του '80 να επιβάλλει την κρατικοποίηση μιας σειράς “προβληματικών” επιχειρήσεων που ήθελαν να ξεφορτωθούν οι βιομήχανοι. Ο τομέας της “Κοινής Ωφέλειας-Τραπεζών” μπήκε στη μάχη στα τέλη της δεκαετίας του '70: τότε, μέσα από μεγάλες απεργίες χτίστηκαν συνδικάτα όπως η ΓΕΝΟΠ ή στα αστικά λεωφορεία της Αττικής. Το ίδιο ισχύει για το χώρο της υγείας και των νοσοκομείων. Οι κατακτήσεις είναι πρόσφατες, οι μνήμες για το πως φτάσαμε σ' αυτές είναι νωπές, σε γενιές που ακόμα δεν έχουν βγει στη σύνταξη, αποτελεί ζωντανή εμπειρία που μεταδίδεται.
Γι' αυτούς τους λόγους, η εικόνα των συνδικάτων να δίνουν μια απελπισμένη μάχη οπισθοφυλακών σε κάποιες νησίδες του ευρύτερου δημόσιου τομέα ενώ παντού αλλού επικρατεί το “ο σώζων τον εαυτό σωθήτω”, είναι αντεστραμμένη πραγματικότητα. Οι εργαζόμενοι όχι μόνο στο δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα αγκαλιάζουν τα συνδικάτα, οργανώνουν τους αγώνες τους ασκώντας τρομερή πίεση στις ηγεσίες. Ετσι μπορεί να εξηγήσει κανείς πως φτάνει το σωματείο των εργαζόμενων στο Μετρό της Αθήνας να έχει πρωτοστατήσει σε απεργίες διαρκείας και τη σύγκρουση με τα Μνημόνια. Είναι ένα συνδικάτο που έχει μόλις δέκα χρόνια ζωής σε μια επιχείρηση όπου η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ νόμιζε ότι είχε εξασφαλίσει την “εργασιακή ειρήνη”.
Ενας τρόπος για να δούμε πόσο η εικόνα της αδυναμίας και της ήττας είναι ψεύτικη, είναι η σύγκριση με άλλες χώρες όπου ξεδιπλώνονται παρόμοιες επιθέσεις. Στην Ισπανία έχει πραγματοποιηθεί μόνο μια Γενική Απεργία, τον Σεπτέμβρη του 2010. Η προηγούμενη έγινε το 2002. Και αμέσως μετά την απεργία του 2010 οι συνδικαλιστικές ηγεσίες έσπευσαν να υπογράψουν συμφωνία με την τότε κυβέρνηση που ανάμεσα στ' άλλα αυξανει το όριο συνταξιοδότησης στα 67 χρόνια.4 Στην Ιταλία, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες επιδοκίμασαν την συγκρότηση της κυβέρνησης Μόντι. Στην Πορτογαλία απεργία των δυο συνομοσπονδιών, της CGTP και της UGT έγινε τον Νοέμβρη του 2010. Σε όλες αυτές τις χώρες το εργατικό κίνημα δυναμώνει την αντίστασή του. Ομως, το παράδειγμα προς μίμηση είναι οι εργατικοί αγώνες στην Ελλάδα.
Το γεγονός για παράδειγμα ότι στα τελευταία δυο χρόνια έχουν κηρυχτεί 17 Γενικές Απεργίες. Αν γυρίσουμε πίσω στην πρώτη της σειράς, την κάπως ξεχασμένη Γενική Απεργία της 24 Φλεβάρη 2010, τα στοιχεία λένε ότι εκείνη την μέρα απέργησαν περίπου 2,5 εκατομμύρια εργαζόμενοι και εργαζόμενες. Από τότε οι απεργίες έχουν καθορίσει τις πολιτικές εξελίξεις: η Πανεργατική της 15 Ιούνη οδήγησε την κυβέρνηση Παπανδρέου στα πρόθυρα της κατάρρευσης, η 48ωρη της 28-29 Ιούνη σφράγισε τη τύχη της και η 48ωρη Πανεργατική Απεργία της 20-21 Οκτώβρη της έδωσε την χαριστική βολή. Η 48ωρη απεργία της 10-11 Φλεβάρη μαζί
με το συγκλονιστικό συλλαλητήριο της Κυριακής 12 Φλεβάρη έχουν αφήσει ανάπηρα τα κόμματα του μνημονίου και την κυβέρνηση του Παπαδήμου. Η Γαλλία είναι η χώρα που από τον Δεκέμβρη του 1995, ξεκίνησε η ανάκαμψη του εργατικού κινήματος διεθνώς και από τότε έχει ζήσει συγκλονιστικές απεργίες και κινήματα. Ακόμα και με αυτή να γίνει η σύγκριση, ο ρόλος του εργατικού κινήματος στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα είναι πιο καθοριστικός.
Οι Γενικές Απεργίες είναι η κορυφή του παγόβουνου. Αν πάλι γυρίσουμε δυο χρόνια πίσω, στους πρώτους μήνες της κυβέρνησης Παπανδρέου, θα θυμηθούμε τη στάση των ηγεσιών της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ που αρνούνταν να καλέσουν έστω ένα απογευματινό συλλαλητήριο για τον προϋπολογισμό του 2010. Αυτό που έχει αναγκάσει τέτοιες ηγεσίες να κηρύττουν την μια πανεργατική μετά την άλλη είναι η ζωτικότητα και η αυτοπεποίθηση της βάσης στους χώρους δουλειάς.
Η “μαζική απεργία” της Ρόζας
“Είναι ανόητο να φανταστούμε τη μαζική απεργία σαν μια απομονωμένη πράξη. Η μαζική απεργία είναι πολύ περισσότερο μια ένδειξη της ταξικής πάλης, είναι η ιδέα που διατρέχει μια ολόκληρη περίοδο της πάλης των τάξεων που επεκτείνεται σε πολλά χρόνια... Κάθε κύμα πολιτικής πάλης αφήνει πίσω του ένα γόνιμο λιβάδι απ' όπου αμέσως ξεπετιούνται χίλιοι νέοι οικονομικοί αγώνες. Και αντίστροφα, η αδιάκοπη οικονομική πάλη που οι εργάτες διεξάγουν ενάντια στο κεφάλαιο τους κρατούν σε εγρήγορση και μαχητική ενεργητικότητα ακόμα και στο μεσοδιάστημα της πολιτικής ηρεμίας”.5
Μ' αυτά τα λόγια η Ρόζα Λούξεμπουργκ περιέγραφε το 1906 τη σχέση πολιτικών και οικονομικών αγώνων, “μερικών” και “γενικών” απεργιών, βγάζοντας τα συμπεράσματα από την επανάσταση του 1905 στη Ρωσία. Αυτά τα λόγια – όπως και τα συμπεράσματα της Ρόζας – ταιριάζουν πολύ στη σημερινή κατάσταση.
Η Ρόζα αντιπαράθετε αυτή την κίνηση της τάξης με το ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που έπαιρνε το ρόλο του “εθελοντή νυχτοφύλακα” για να προφυλάξει τη «γερμανική εργατική τάξη από τις παρακινήσεις ορισμένων ‘ρομαντικών της επανάστασης'». Για τους γραφειοκράτες της εποχής, η μόνη μαζική απεργία που μπορούσε να υπάρξει ήταν εκείνη που έλεγχαν οι ίδιοι “σαν τον σουγιά που μπορείς να κρατάς διπλωμένο στην τσέπη”. Στην προηγούμενο περίοδο και η “δικιά μας” γραφειοκρατία είχε την ίδια αντίληψη. Την άνοιξη του 2001 άρκεσαν δυο γιγάντιες Γενικές Απεργίες για να πάρει πίσω η κυβέρνηση Σημίτη το ασφαλιστικό του Γιαννίτση. Ηταν μια μεγάλη νίκη, όμως, η συνέχεια για τους γραφειοκράτες ήταν business as usual. Σήμερα, με την κρίση να ροκανίζει όλες τις φιλοδοξίες του ελληνικού καπιταλισμού, η άρχουσα τάξη δεν έχει καμιά διάθεση για τέτοιες υποχωρήσεις, για συνδιαλλαγή με την γραφειοκρατία. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες αναγκάζονται να καλούν απεργίες που δεν τις θέλουν γιατί κινδυνεύουν να χάσουν τον έλεγχό τους.
Οι πανεργατικές έχουν λειτουργήσει ως “σχολείο” για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους: “Το να κάνεις την κόντρα με τον εργοδότη σου και να απεργήσεις, να κουβεντιάσεις με τους συναδέλφους σου για να συμμετέχουν όλοι στην απεργία και να πετάξεις στην άκρη τους διαχωρισμούς ανάμεσα στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Να ξεπεράσεις και να απαντήσεις στο φόβο που έσπερνε η αστυνομία ότι θα γίνουν επεισόδια, να οργανώσεις να κατέβουν κι άλλοι συνάδελφοι στην απεργιακή συγκέντρωση με το πανό από το χώρο ή σαν ομάδα απλά, όλα αυτά είναι πολύτιμα βοηθήματα...” .6
Εκτυλίσσεται μια διαδικασία όπου οι εργάτες και οι εργάτριες μετατρέπουν την οργή τους για τις επιθέσεις των καπιταλιστών και της κυβέρνησης της τροικας σε συλλογική δράση.
Πτυχή αυτής της δράσης είναι το στήσιμο νέων συνδικάτων και η αναζωογόννηση παλιών σε χώρους που τα αφεντικά θεωρούσαν ότι δεν πρόκειται να κουνηθεί φύλλο. Είναι κάτι που έχει φανεί και στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Ο συνδικαλισμός στα Υπουργεία για παράδειγμα τα προηγούμενα χρόνια ήταν συνήθως υπόθεση κάποιων εκλογών για την ανάδειξη συνδικαλιστικών ηγεσιών που περνούσαν περισσότερο χρόνο στις επιτροπές “διαλόγων” των γραφειοκρατών. Εφτασε όμως ο περσινός Οκτώβρης για να δούμε απεργιακές επιτροπές και συνελεύσεις που έκλειναν την πόρτα κατάμουτρα στους “κυρίους” υπουργούς και στην τρόικα. Τα νοσοκομεία είχαν χρόνια να ζήσουν μια εξέγερση σαν κι αυτή που φούντωσε το ίδιο διάστημα.
Πριν λίγα χρόνια το σωματείο της Ιντρακομ του Κόκκαλη ήταν “υπόδειγμα” καλών σχέσεων με την εργοδοσία. Σήμερα οι εργαζόμενοι της Ιντρακομ έχουν ζήσει την εμπειρία αλλεπάλληλων 24ωρων και 48ωρων απεργιών, πρόσφατα στην Ιντρακομ Ντιφενς μιας δυνατής απεργίας διαρκείας. Το τι γίνεται σε τέτοιες μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η Ιντρακομ ή η Χαλυβουργία, θα κρίνει τη τύχη των συλλογικών συμβάσεων, των μισθών, των εργασιακών σχέσεων για όλη την εργατική τάξη. Η ΕΣΗΕΑ ερχόταν αμέσως στο νου όταν γινόταν λόγος για γραφειοκρατικά συνδικάτα. Κι όμως, στα ΜΜΕ ο συνδικαλισμός δίνει συνεχώς μάχες και το Διασωματειακό είναι διαρκώς κάτω από την πίεση να συντονίσει τον αγώνα.
Μια γεύση από τα συνδικάτα της βάσης έδωσε η 17 Γενάρη. Τα Εργατικά Κέντρα του Λεκανοπεδίου της Αττικής είχαν κηρύξει 24ωρη απεργία συμπαράστασης στην απεργία των εργατών της Χαλυβουργίας. Στη συγκέντρωση συμμετείχαν μια σειρά χώροι που δίνουν τη μάχη τους ενάντια στα κλεισίματα, τις απολύσεις, την “εκ περιτροπής εργασία” με πετσόκομμα μισθών. Από την Ομοσπονδία των φυλάκων, την Alapis του Λαυρεντιάδη, την Gerolymatos Cosmetics, την Alex Pac, από το σωματείο στις ταχυμεταφορές, από το σωματείο του Ερίκος Ντυνάν, οι εργαζόμενοι του Alter, η ΕΤΕΡ, εργασιακές επιτροπές από νοσοκομεία όπως το Αγλαϊα Κυριακού μέχρι τον ΔΟΛ και την Ελευθεροτυπία.
Οι εργαζόμενοι-ες στα καταστήματα Notos δίνουν μια μακρόχρονη μάχη ενάντια στην εκ περιτροπής εργασία. Εχουν φτιάξει επιχειρησιακά σωματεία (στο χώρο του εμπορίου δρουν και κλαδικά, όπως των εμποροϋπάλληλων και των ιδιωτικών υπαλλήλων), περιφρουρούν τις απεργίες τους και ετοιμάζονται να φτιάξουν εργασιακή επιτροπή.
Αυτή η εικόνα ισχύει και πέρα από την Αθήνα, όπως δείχνει το παράδειγμα των εργατών της ΑΒΕΞ στην Πάτρα, των συνεταιριστικών εργοστασίων της Ξάνθης, ο αγώνας των εργαζόμενων στο σουπερ-μάρκετ Αριάδνη στην Κρήτη.
Η προπαγάνδα για το “τέλος των συνδικάτων” αποσπάει την προσοχή από τα μεγάλα βήματα μπροστά που έχει κάνει το εργατικό κίνημα. Οι “μικροί” εργατικοί χώροι, επιμένουν οι ίδιες αναλύσεις, είναι εκ φύσεως έξω από την επιρροή του συνδικαλισμού και της συλλογικής δράσης. Αυτό το διαψεύδουν οι εργάτες του “Λουκίσα” στο Περιστέρι για παράδειγμα που κράτησαν για μήνες την επίσχεση και ξεσήκωσαν σωματεία και φορείς σε όλη τη γειτονιά στο πλευρό τους.
Η ίδια η απεργία συμπαράστασης, όπως στις 17/1, είναι κάτι που έχει δεκαετίες να χρησιμοποιήσει σαν όπλο του το εργατικό κίνημα, συγκεκριμένα από τις απεργίες της Μεταπολίτευσης. Οι απεργίες διαρκείας όπως της Χαλυβουργίας είναι ένα ακόμα προχώρημα. Το “διαρκείας” δεν είναι μόνο ο τρόπος για να νικήσουν οι αγώνες, είναι και ο χώρος όπου μπορεί να ξεδιπλωθεί η δυναμική της βάσης: στη συνέλευση, στην πολιτική συζήτηση, στην οργάνωση του αγώνα από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Σε κάθε χώρο έχει διαμορφωθεί μια μαχητική μειοψηφία εργαζόμενων που παίρνει πάνω της τα καθήκοντα της οργάνωσης από τα κάτω.
Σε πολλούς χώρους αυτή η διαδικασία είναι πιο ορατή και συγκροτημένη με την λειτουργία απεργιακών επιτροπών, επιτροπών αγώνα, εργασιακών επιτροπών – οι ονομασίες μπορεί να ποικίλλουν αλλά η ουσία τους είναι η ίδια. Σε μια σειρά νοσοκομεία οι απεργιακές επιτροπές που έπαιξαν τόσο σημαντικό ρόλο τον προηγούμενο Οκτώβρη συνεχίζουν να υπάρχουν και να δίνουν μάχες. Σε πολλά ΜΜΕ υπάρχουν τέτοιες επιτροπές, εκλεγμένες πολλές φορές από τις συνελεύσεις στην Ελευθεροτυπία, στον ΔΟΛ, στο Αλτερ, στον Κόσμο του Επενδυτή. Οι εργαζόμενοι της Ελευθεροτυπίας – σε απεργία διαρκείας από τον Δεκέμβρη – έχουν προχωρήσει στην έκδοση δυο απεργιακών φύλλων. Στον Αλτερ, παρά τη λυσσασμένη αντίδραση της εργοδοσίας, οι εργαζόμενοι έχουν κάνει απεργιακές εκπομπές δίνοντας μια πρόγευση του πόσο πραγματική ενημέρωση μπορεί να εξασφαλίσει ο εργατικός έλεγχος στα “κάστρα” των διαπλεκόμενων βαρώνων των ΜΜΕ. Κρατάνε τόσους μήνες, με την συμπαράσταση του εργατικού κινήματος. Οταν για παράδειγμα τα δικαστήρια αποφάσισαν να διακοπεί το ρεύμα, οι συνδικαλιστές της ΓΕΝΟΠ έπεισαν το συνεργείο που είχε πάει να μην το κόψει.
Τι να κάνουμε;
Δείκτης της διάθεσης και των πολιτικών προχωρημάτων στο εργατικό κίνημα είναι και η ενίσχυση της Αριστεράς σε όλες τις εκλογές στα σωματεία που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία δυο χρόνια: από την Ιντρακόμ μέχρι την ΕΣΗΕΑ, από τη ΠΟΕΔΗΝ και τους εκπαιδευτικούς μέχρι τα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά. Η Αριστερά, όμως, δεν πρέπει να αρκεστεί σ' αυτήν την καταγραφή. Το καθήκον της είναι να στηρίξει και να διευρύνει αυτά τα προχωρήματα, τα βήματα μπροστά, σε όλα τα μέτωπα.
Πρώτα απ' όλα με το να πρωτοστατήσει στην συνέχεια και κλιμάκωση των απεργιών. Το σύνθημα “το δρόμο τον δείχνουν οι Χαλυβουργοί” έχει όλες τις δυνατότητες να γίνει πραγματικότητα σε όλους τους κλάδους. Μια γενική απεργία διαρκείας μπορεί να ρίξει την σμπαραλιασμένη κυβέρνηση Παπαδήμου. Αυτή θα είναι η εργατική απάντηση στην ΕΕ, και την άρχουσα τάξη που θέλουν να μας τη φορτώσουν επ' άπειρον στο σβέρκο.
Δεύτερον η Αριστερά πρέπει να δώσει όλες τις δυνάμεις της στη στήριξη και επέκταση των μορφών οργάνωσης από τα κάτω, των απεργιακών, εργασιακών επιτροπών σε κάθε χώρο δουλειάς. Οχι μόνο γιατί συνήθως οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, ακόμα και αυτές που καταγγέλουν τα μνημόνια, βρίσκονται μίλια μακριά από την οργή και τη διάθεση της βάσης τους. Αλλά και γιατί η οργάνωση από τα κάτω είναι η απάντηση στην πραγματική πίεση που βάζει μια απεργία διαρκείας πάνω στους εργαζόμενους που δίνουν αυτή τη μάχη: με την εργατική δημοκρατία, την ενεργή συμμετοχή όλων, το άπλωμα της συμπαράστασης.
Ο συντονισμός είναι ένα ακόμα κρίσιμο τεστ για την Αριστερά. Η κυβέρνηση και τα αφεντικά κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να ξεκόψουν τον ένα χώρο από τον άλλο, τον ένα αγώνα από τον διπλανό του. Αντίθετα,
ο συντονισμός πολλαπλασιάζει τη δύναμη κάθε εργατικού αγώνα. Γι' αυτό έχουν πολεμήσει μ' όλα τα μέσα απεργιακούς συντονισμούς όπως στις αστικές συγκοινωνίες του Λεκανοπέδιου. Ο συντονισμός των κομματιών που παλεύουν είναι και η απάντηση στους συμβιβασμούς και τις τρικλοποδιές που βάζει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία στο άπλωμα των αγώνων. Η Επιτροπή Αλληλεγγύης Συνδικάτων και Συνδικαλιστών (ΕΠΑΣΣ) – όπως δείχνει κι ο τίτλος της – έχει σαν ένα από τα βασικά κέντρα της δράσης της την συμβολή σ' αυτή την προσπάθεια.
Ο συντονισμός βάζει το ζήτημα της γενίκευσης – στα αιτήματα και στην συνολικότερη προοπτική. Δεκάδες χώροι παλεύουν ενάντια στα κλεισίματα και τις απολύσεις. Ενα κίνημα που βάζει στο κέντρο του αιτήματα όπως η κατάργηση του αντεργατικού Αρθρου 99 που χρησιμοποιούν οι εργοδότες για να αφήνουν απλήρωτους τους εργάτες και την απαγόρευση των απολύσεων δίνει δύναμη στον κάθε ξεχωριστό αγώνα και φέρνει την κυβέρνηση και την άρχουσα τάξη αντιμέτωπη με ένα πολιτικό κίνημα. Η διαγραφή του χρέους είναι η συνολική απάντηση της δικιάς πλευράς για να σώσουμε μισθούς συντάξεις, κοινωνικές υπηρεσίες.
Ο εργατικός έλεγχος απαντάει στο ερώτημα ποιος θα τα επιβάλλει όλα αυτά. Καταρχήν στο εδώ και τώρα: ο έλεγχος του χώρου δουλειάς από τους εργάτες είναι αυτό που δένει τα χέρια των αφεντικών να προχωράνε στα κλεισίματα και τις κάθε λογής κομπίνες τους. Το άνοιγμα των λογιστικών τους βιβλίων μπορεί να ξεσκεπάσει όλα τα ψέματα των “φτωχών” επιχειρηματιών που “δεν τα βγάζουν πέρα” ενώ οι καταθέσεις τους πάνε στην Ελβετία. Ταυτόχρονα, ο εργατικός έλεγχος που γεννιέται και οργανώνεται σήμερα μέσα στη φωτιά των αγώνων ανοίγει την προοπτική για μια κοινωνία όπου θα κάνουν συνολικά κουμάντο οι εργάτες, σε κάθε εργοστάσιο, σε κάθε υπηρεσία, θα έχουν την εξουσία.
Οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν πρωτοστατήσει σε όλες αυτές τις μάχες. Αυτό το ρόλο πρέπει να συνεχίζει να παίζει, ακόμα πιο αποφασιστικά και χωρίς ταλαντεύσεις: να γίνει η “ατμομηχανή” που ενώνει και ωθεί μπροστά όλο το εργατικό κίνημα – και την αριστερά – στην νικηφόρα προοπτική της σύγκρουσης με τον χρεοκοπημένο καπιταλισμό.
Σ' αυτήν την προσπάθεια χρειάζεται αισιοδοξία και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της τάξης μας και των πιο πρωτοπόρων τμημάτων της. Η κρίση στην Ελλάδα έχει πάρει διαστάσεις της δεκαετίας του '30. Αν εξετάσουμε την πορεία των εργατικών κινημάτων τότε, θα διαπιστώσουμε ότι στις ΗΠΑ η κατάσταση του συνδικαλισμού ήταν πολύ χειρότερη απ' ό,τι είναι στην Ελλάδα του σήμερα: μόλις το 9,9% των εργαζόμενων ήταν συνδικαλισμένο, σε σωματεία μικρά, γραφειοκρατικά και συντηρητικά. Πέρασε μια ολόκληρη περίοδος με μάχες – και κάμποσες ήττες – για να έρθει η έκρηξη του 1936-37 με τα εκατομμύρια των απεργών, τις καταλήψεις και τα νέα μαζικά συνδικάτα που γεννήθηκαν τότε. Στην Ελλάδα της δεκαετίας του '30, τέσσερα χρόνια πέρασαν από το 1932 όταν ο Βενιζέλος έχασε τη “μάχη της δραχμής” (το ανάλογο της μάχης του ευρώ που δίνει σήμερα ο Παπαδήμος) μέχρι τον ηρωικό Μάη του 1936. Σήμερα το εργατικό κίνημα ξεκινάει από άπειρα καλύτερες αφετηρίες, με μια πολύ πιο δυνατή αριστερά στο κέντρο του. Γι’ αυτό οδηγός πρέπει να είναι η έκκληση του Δαντών, ενός από τους ηγέτες της Γαλλικής Επανάστασης: “Τόλμη, τόλμη και πάλι τόλμη!”.
1. http://av.r.ftdata.co.uk/files/2012/02/Greece-DSA.pdf
2. Ελευθερία Βολιανάκη, “Κλαδικές διαπραγματεύσεις και κατώτατος μισθός στην Ελλάδα”, Φεβρουάριος 2011, http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/bitstream/10889/4641/1/diplwmatiki_ergasia__eleftheria_volianaki.pdf
3. ΙΝΕ-ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, “Η Ελληνική Οικονομία και η Απασχόληση – Εκθεση 2011”, σελ. 195 και 220.
4. Andy Durgan and Joel Sans, “No one represents us”: the 15 May movement in the Spanish state, International Socialism, 132, http://www.isj.org.uk/index.php4?id=757&issue=132
5. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μαζική Απεργία, Κόμμα και Συνδικάτα, εκδ. Εργατική Δημοκρατία, 1999, σελ 50 και 52.
6. Από την εισαγωγή του Τ. Αναστασιάδη, συντονιστή της ΕΠΑΣΣ, στο: Λένα Βερδέ, Το χρονικό των αγώνων ενάντια στα Μνημόνια – Η Εργατική Αντίσταση μπορεί να νικήσει, Εργατική Αλληλεγγύη, 2012.