Άρθρο
Μια πολιτική κρίση χωρίς εύκολη λύση

Εξώφυλλο του τευχους 92

Ο Πάνος Γκαργκάνας αναλύει τη νέα φάση της διπλής – οικονομικής και πολιτικής – κρίσης και αναδεικνύει τη σημασία των αντικαπιταλιστικών απαντήσεων.

Οι εκλογές της 6 Μάη άνοιξαν μια νέα φάση στη διπλή οικονομική και πολιτική κρίση, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Οι «ευρω-διασώστες» της χώρας έπαθαν σοκ ενώ οι εργαζόμενοι και η νεολαία που αντιστέκονται στη λιτότητα σε όλη την Ευρώπη πήραν νέα ορμή για τους αγώνες. Τώρα πια το ερώτημα δεν είναι αν υπάρχει εναλλακτική λύση απέναντι στην ατέλειωτη λιτότητα των επαναλαμβανόμενων μνημόνιων αλλά με ποιους τρόπους το εργατικό κίνημα θα τη διαμορφώσει και θα την επιβάλει.

Οι βεβαιότητες και οι «μονόδρομοι» των ευρω-μνημόνιων δέχτηκαν συντριπτικό πλήγμα. Πήγαμε προς τις κάλπες με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ να ισχυρίζονται ότι το δεύτερο μνημόνιο είναι καλύτερο από το πρώτο και ότι δεν υπάρχει άλλη λύση εκτός από την ενίσχυση των κομμάτων που εγγυώνται την παραμονή στο ευρώ και την «ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας». Σε αυτή τη βάση ο Σαμαράς έλεγε ότι η «βελτίωση» του μνημόνιου ήρθε χάρη στην παρουσία της ΝΔ στην κυβέρνηση Παπαδήμου και άρα η αυτοδυναμία της είναι η καλύτερη προοπτική. Ενώ ο Βενιζέλος πρόβαλε τη δική του διαπραγματευτική δεινότητα και διεκδικούσε την πρώτη θέση για το ΠΑΣΟΚ.

Η αποδοκιμασία και των δυο πήρε σαρωτικές διαστάσεις. Ποτέ άλλοτε η ΝΔ δεν βρέθηκε τόσο μακριά από «αυτοδυναμία» και τόσο κοντά στον υποβιβασμό στη δεύτερη κατηγορία. Το ΠΑΣΟΚ είχε να βρεθεί στην τρίτη θέση από τότε που ιδρύθηκε και τις εκλογές του 1974. Με τη διαφορά ότι τότε ήταν ανερχόμενη δύναμη του πολιτικού σκηνικού ενώ τώρα είναι κατερχόμενη.

Στην πραγματικότητα, το ζητούμενο και των δυο ήταν να καταφέρουν να αθροίσουν οι δυο μαζί μια πλειοψηφία στη νέα Βουλή, αλλά και σε αυτό απέτυχαν και αναγκάστηκαν να ομολογήσουν την επομένη των εκλογών ότι μια νέα συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ δεν είναι εφικτή ούτε αριθμητικά ούτε πολιτικά. Οι πυλώνες του ευρώ στην Ελλάδα, η «παράταξη που έβαλε την χώρα στην Ευρώπη» και οι «εκσυγχρονιστές της ισχυρής Ελλάδας του ευρώ» δεν μπορούν να κυβερνήσουν και αναζητούν στήριξη από μια «υπεύθυνη ευρωπαϊκή αριστερά».

Αλλά ακόμη και σε αυτόν το στόχο απέτυχαν: είχαν σπεύσει τόσο προκλητικά να αναγορεύσουν τον Κουβέλη σε εκπρόσωπο αυτής της αριστεράς ώστε τον έκαψαν. Μέσα στο σύντομο διάστημα από το Φλεβάρη μέχρι τον Μάη, τα ποσοστά της ΔΗΜΑΡ έπεσαν δραματικά χωρίς αυτό να σημάνει επαναπατρισμό ψηφοφόρων προς το ΠΑΣΟΚ. Και έτσι βρέθηκαν στη δυσάρεστη θέση να προσπαθούν να τοποθετήσουν σε αυτή τη θέση το κόμμα που μέχρι πρόσφατα έβριζαν σαν «προστάτη των κουκουλοφόρων», δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο πιο ισχυρός δείκτης της πολιτικής κρίσης που συγκλονίζει και τα δυο πρώην κυβερνητικά κόμματα είναι ίσως το θέαμα Σαμαρά και Βενιζέλου να κάνουν κριτική στον Τσίπρα γιατί «δεν δέχεται να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες»!

Αλλά ούτε οι προσπάθειες εγκλωβισμού του ΣΥΡΙΖΑ σε μια νέα συγκυβέρνηση είναι εύκολη υπόθεση. Γιατί τα εκατομμύρια των ψηφοφόρων που έστειλαν τα συνολικά ποσοστά της Αριστεράς σε πρωτοφανή επίπεδα στις 6 Μάη βρίσκονται σε μια αριστερόστροφη πορεία που δυσκολεύει τέτοιους χειρισμούς ακόμη και για ηγεσίες που θα ήταν ανοιχτές σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ακόμη και ο Κουβέλης που είναι ο πιο κατηγορηματικός ότι ανήκει στο «ευρωπαϊκό στρατόπεδο», πιέζεται από το μαζικό ρεύμα προς τα αριστερά ώστε να λέει όχι σε συγκυβέρνηση με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Η φάση των «διερευνητικών εντολών» δεν έβγαλε αποτέλεσμα και ο Παπούλιας έμεινε με μόνη εναλλακτική να προκηρύξει νέες εκλογές που όλοι ομολογούν ότι θα φέρουν νέα μεγαλύτερη ήττα για ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.

Η άρχουσα τάξη δεν έχει εύκολη λύση για την πολιτική κρίση που αντιμετωπίζει. Και αυτό έχει να κάνει με τρεις παράγοντες που οξύνουν την κατάσταση: την οικονομική κρίση που πάει προς το χειρότερο, την γενίκευση της πολιτικής αστάθειας στην Ευρώπη και τη δυναμική ριζοσπαστικοποίησης που χαρακτηρίζει τις τάσεις των εργατών και της νεολαίας όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά πανευρωπαϊκά.

Είναι χαρακτηριστικό το δημοσίευμα των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς στις 12 Μάη με τίτλο «Εφτά μέρες που συγκλόνισαν την Ευρώπη». Σε αυτό ο αρθρογράφος αναφέρεται στις μυστικές συναντήσεις του Ισπανού υπουργού οικονομικών με τον Όλι Ρεν και το Μάριο Ντράγκι λίγες μέρες μετά την ήττα του Σαρκοζί στις Γαλλικές προεδρικές εκλογές και στη σκιά των ελληνικών εκλογικών αποτελεσμάτων. Και καταλήγει με εικόνες πανικού στη Γερμανική κυβέρνηση, με τους αξιωματούχους της να κινδυνολογούν ότι μια εγκατάλειψη του Μνημόνιου ισοδυναμεί με «Χιροσίμα στην Αθήνα». Ας δούμε αυτά τα στοιχεία με τη σειρά.

Οι οικονομικές εξελίξεις δείχνουν ότι οι πιθανότητες εξόδου από την κρίση με την εφαρμογή των Μνημόνιων μειώνονται, όσο σκληρή λιτότητα και αν επιβληθεί. Δεν είναι μόνο οι οικονομίες της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας, δηλαδή των χωρών που στενάζουν κάτω από την Τρόϊκα, που βρίσκονται σε ύφεση. Η Βρετανία μπήκε σε ύφεση το πρώτο τρίμηνο του 2012. Όλες οι 20 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου αγκομαχούν και εξαρτώνται από «ενέσεις» από τις Κεντρικές Τράπεζες. Η φιλολογία περί «ανάπτυξης» παραμένει κενό γράμμα. Οι μεγαλύτερες πολυεθνικές επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο κάθονται πάνω σε βουνά από ρευστά διαθέσιμα και αρνούνται να προχωρήσουν σε επενδύσεις γιατί δεν προβλέπουν διεύρυνση των αγορών τους. Η ιδέα ότι θα «προσελκυστούν» με μείωση του εργατικού κόστους είναι διεθνώς ανεδαφική.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό έρχεται νέα επιδείνωση της τραπεζικής κρίσης. Παρά το γεγονός ότι η ΕΚΤ διέθεσε ένα τρισεκατομμύριο ευρώ για φτηνά δάνεια προς τις τράπεζες και οι ισπανικές τράπεζες ήταν από τους μεγαλύτερους αποδέκτες, η ισπανική κυβέρνηση αναγκάστηκε να προχωρήσει σε κρατική διάσωση της τρίτης μεγαλύτερης τράπεζας, της Bankia. H Ισπανία βρίσκεται ένα βήμα πιο κοντά προς τον εξαναγκασμό της να προσφύγει στην Τρόικα και να φέρει την κρίση μέσα στην ίδια την καρδιά του ευρώ.

Όσο πιο πολύ κραυγάζουν ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος υπέρ της παραμονής στο ευρώ ως απόλυτο κριτήριο για μια κυβερνητική συμφωνία, τόσο πιο σφιχτά δένουν γύρω από το λαιμό τους την πέτρα που τους οδηγεί στο βυθό. Και αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να το βλέπουν όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς.

Η γενικευμένη επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης που επιβεβαιώνει την αναποτελεσματικότητα των πολιτικών της λιτότητας απλώνει την πολιτική αστάθεια ακόμη και σε χώρες που οικονομικά διαθέτουν τα ΑΑΑ των οίκων αξιολόγησης όπως η Ολλανδία. Η κυβέρνηση εκεί κατέρρευσε και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν προοπτική πόλωσης στις εκλογές που θα ακολουθήσουν. Το ποια επίδραση θα έχει ένα ΟΧΙ των Ιρλανδών στο δημοψήφισμα για το Σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ μπορεί να το φανταστεί ο καθένας. Στο μεταξύ, όμως, η ήττα του Σαρκοζί κλόνισε τον άξονα Μερκοζί. Ο Σαρκοζί είναι ο πρώτος Πρόεδρος της Γαλλίας εδώ και δεκαετίες που χάνει εκλογές στο τέλος της πρώτης του θητείας. Και οι ανησυχίες για την αποτελεσματικότητα του διαδόχου του Φρανσουά Ολάντ βρίσκονται σε πρώτο πλάνο.

Τα αδιέξοδα του Ολάντ

Οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς της Τρίτης 8 Μάη φιλοξενούσαν άρθρο που κατέληγε ως εξής: «Ο συνδυασμός πολιτικού χάους στην Ελλάδα με ένα άκαμπτο ΔΝΤ δείχνει ότι η Ελλάδα θα βρεθεί σε μια νέα κρίση αυτό το καλοκαίρι. Σε αυτό το σημείο η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αντιμετωπίσει μια καίρια επιλογή. Θα προχωρήσει σε άλλο ένα πακέτο βοήθειας για την Ελλάδα έστω και αν το ΔΝΤ αρνηθεί να συμμετέχει; Ή θα αρνηθεί να βοηθήσει την Ελλάδα – με όλα τα οικονομικά και πολιτικά ρίσκα που συνεπάγεται μια τέτοια επιλογή; Μπροστά σε μια τέτοια κρίση, η αόριστη και εμψυχωτική ρητορική του κ. Ολάντ περί σωτηρίας της Ευρώπης από τη λιτότητα θα αποδειχθεί άσχετη».

Έστω και αν πάρουμε υπόψη τις πολιτικές σκοπιμότητες ενός Βρετανού συντηρητικού αρθρογράφου απέναντι σε έναν «σοσιαλιστή» Γάλλο πρόεδρο, το γεγονός παραμένει ότι οι ανησυχίες τρώνε τα σωθικά ακόμη και στα πιο ισχυρά κέντρα του καπιταλισμού.

Ο Άλεξ Καλλίνικος στη βδομαδιάτικη στήλη του στην εφημερίδα Socialist Worker του Λονδίνου, το διατύπωσε πιο σκληρά:

«Η πολιτική ηγεσία της Ευρώπης είναι χρεοκοπημένη. Αυτό είναι αλήθεια κυριολεκτικά όπως δείχνει η τραπεζική κρίση στην Ισπανία. Αν το ξήλωμα της Ευρωζώνης συνεχιστεί, πολύ απλά δεν έχουν αρκετά λεφτά για να τη σώσουν.

Αλλά είναι επίσης αλήθεια και από ηθική και πνευματική άποψη. Όλοι το βλέπουν αυτό και αυτό είναι το βασικό δίδαγμα των πρόσφατων εκλογών. Οι πολιτικές λιτότητας που η Μέρκελ προσπαθεί να τσιμεντάρει θεσμικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στριμώχνονται και υπάρχει πόλωση δεξιά και αριστερά. …

Φιγούρες όπως ο Μελανσόν στη Γαλλία, ο Τσίπρας στην Ελλάδα και ο Τζορτζ Γκάλογουεϊ στη Βρετανία καταφέρνουν να απευθυνθούν σε παραδοσιακούς ψηφοφόρους της σοσιαλδημοκρατίας εκφράζοντας το θυμό τους με μια οικεία ρεφορμιστική γλώσσα. Ο Μίλιμπαντ και ο Ολάντ προσπαθούν να προσαρμόσουν τα κομματικά τους μηνύματα για να επικοινωνήσουν με αυτή την οργή, αλλά η απροθυμία τους να έρθουν σε ρήξη με τον «σοσιαλφιλελευθερισμό» αφήνει ένα μεγάλο κενό στα αριστερά τους».

Η Αριστερά και το κίνημα στην Ελλάδα δεν έχουν τίποτε θετικό να περιμένουν από τους ευρωπαίους Παπανδρέου και Βενιζέλους που υπόσχονται ότι θα μεταρρυθμίσουν τη λιτότητα της ΕΕ. Το μόνο θετικό που προκύπτει από αυτή την εικόνα της πολιτικής αβεβαιότητας στην καρδιά της Ευρώπης είναι οι αυξημένες δυνατότητες για την εργατική αντίσταση μέσα σε αυτές τις χώρες. Αυτό είναι επίσης κάτι που έπρεπε να το βλέπουν όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς.

Όμως ανάμεσα στο «έπρεπε» και στην πραγματικότητα εμφανίζονται οι αδυναμίες των ρεφορμιστικών ηγεσιών. Η ηγεσία του ΚΚΕ έκανε το τραγικό λάθος να υψώσει ένα τείχος απέναντι σε κάθε αριστερό με την περιβόητη δήλωση «εμείς δεν είμαστε αριστεροί», ακριβώς τη στιγμή που εκατοντάδες χιλιάδες μετατοπίζονταν προς τα αριστερά. Το μόνο που πέτυχε με τη σεχταριστική στάση της είναι να δώσει τη δυνατότητα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να ξεγλυστράει με τον πιο εύκολο τρόπο αποδίδοντας σε κάθε κριτική που δέχεται από τα αριστερά της τη ρετσινιά του «σεχταρισμού».

Είναι άραγε «σεχταριστικό» να επισημαίνουμε τις αντιφάσεις μιας ηγεσίας που υπόσχεται απαλλαγή από τα δεσμά των μνημόνιων χωρίς ρήξη με τον ζουρλομανδύα της ευρωζώνης και με πλήρη αφοσίωση

στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες; Προφανώς όχι. Χιλιάδες αγωνιστές που έδωσαν τις μάχες των τελευταίων δυο χρόνων, που οργάνωσαν τις απεργίες, τις καταλήψεις και τα συλλαλητήρια που γονάτισαν τον ΓΑΠ και τον Παπαδήμο έχουν κάθε δικαίωμα να θέτουν τα κρίσιμα ερωτήματα: μπορούμε να απαλλαγούμε από την Τρόικα χωρίς ρήξη με τους δυο από τους τρεις κέρβερους που την αποτελούν, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Κομισιόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Τι σημαίνει δημόσιος έλεγχος στο τραπεζικό σύστημα χωρίς κρατικοποίηση των τραπεζών και επιβολή εργατικού ελέγχου; Είναι δυνατόν να διαγράψουμε το χρέος αν παραιτηθούμε προκαταβολικά από τις «μονομερείς ενέργειες» ή μήπως αυτή η παραίτηση οδηγεί σε διαπραγματεύσεις τύπου PSI; Κανένας τίμιος συνδικαλιστής δεν κάθεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την εργοδοσία αποκηρύσσοντας προκαταβολικά τα πιο ισχυρά όπλα του σωματείου του – γιατί η Αριστερά να μπει σε «αναδιαπραγμάτευση» του Μνημόνιου έχοντας αποκλείσει προκαταβολικά τη ρήξη με το ευρώ και τη μονομερή διαγραφή του χρέους;

Η παρουσία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με τη συγκροτημένη μορφή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σημαίνει ότι όλα αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα που απασχολούν τον κόσμο που ψήφισε αριστερά, τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και του ΚΚΕ, μπορούν να μπαίνουν χειροπιαστά στην ατζέντα του κινήματος και σαν διάλογος και σαν πρωτοβουλίες και να μην κρύβονται κάτω από το τραπέζι. Στόχος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι να βοηθήσει όλη την αριστερόστροφη δυναμική που καταγράφτηκε εκρηκτικά στις 6 Μάη να αξιοποιήσει αυτή την επιτυχία και να βάλει τέρμα στη λεηλασία σε βάρος της εργατικής τάξης.

Τι πρέπει να κάνουν οι αντικαπιταλιστές;

Τι σημαίνει μια τέτοια προσπάθεια συγκεκριμένα; Ένα πρώτο κρατούμενο είναι ότι η αντικαπιταλιστική αριστερά πρωταγωνιστεί για να αποκρούσει την κινδυνολογία και τους εκβιασμούς από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ με τις πλάτες της Μέρκελ. Οι χυδαιότητες του στιλ ότι η ανατροπή του Μνημόνιου θα φέρει «Χιροσίμα στην Αθήνα» απαιτούν αποφασιστική απάντηση και όχι ανταλλαγή επιστολών με τον Μπαρόζο. Μέσα σε ένα κλίμα πανηγυρισμού επειδή για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες ένας ηγέτης της Αριστεράς πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, επισκιάστηκε το γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας με την επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Κομισιόν δεσμεύεται για τη σταθερότητα της Ευρωζώνης και διαλέγει να αντικρούσει την κινδυνολογία με επιχειρήματα του τύπου «ενδιαφερόμαστε για το κοινό μέλλον».

Όταν ο αντίπαλος χτυπάει με τακτικές όπως τη μετατροπή των δηλώσεων Στρατούλη περί «εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων» σε κινδυνολογία για «κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων», η απάντηση δεν μπορεί να είναι η αναδίπλωση. Η απάντηση είναι ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα έχουν τη δύναμη να τσακίσουν κάθε κερδοσκοπικό παιχνίδι των καπιταλιστών, ντόπιων και ξένων, επιβάλλοντας εργατικό έλεγχο και στο τραπεζικό σύστημα και στις μεγάλες επιχειρήσεις. Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι κάποιο «οραματικό σχέδιο» για το μακρυνό μέλλον αλλά το πιο δυνατό εργαλείο των εργατών απέναντι στην οικονομική καταστροφή που απειλούν να μας επιβάλουν οι καπιταλιστές αν δεν καθήσουμε φρόνιμα.

Ένα δεύτερο κρατούμενο είναι η κινηματική ενεργοποίηση για την προβολή και την επιβολή αυτών των λύσεων. Η Αριστερά δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιοριστεί στην εκλαΐκευση των προτάσεών της από τα προεκλογικά μπαλκόνια. Αν η δύναμη που μας έφερε μέχρι την επιτυχία της 6 Μάη, δηλαδή το κίνημα και οι δυναμικοί αγώνες των εργατών και της νεολαίας τα τελευταία χρόνια, περιοριστεί στο ρόλο παθητικής αναμονής μιας νέας μεγαλύτερης εκλογικής επιτυχίας, τότε οι πιθανότητες υλοποίησης ακόμη και των καλύτερων υποσχέσεων απομακρύνονται.

Ένας τρόπος για να το δούμε αυτό είναι να αναλογιστούμε πώς θα σταματήσουμε την απειλητική άνοδο των νεοναζί της Χρυσής Αυγής. Πιστεύει κανείς ότι μπορούμε να αφήσουμε αυτό το ζήτημα να λυθεί από κάποιον υπουργό μιας μελλοντικής κυβέρνησης της Αριστεράς που θα στείλει τα ΜΑΤ να διώξουν τους Χρυσαυγίτες από τον Άγιο Παντελεήμονα; Δεν είναι φανερό ότι πρέπει να προχωρήσουμε σε αντιφασιστικές κινητοποιήσεις εδώ και τώρα και ότι κάθε τέτοια κινητοποίηση θα είναι διπλή επιτυχία που και απομονώνει τους νεοναζί και ενισχύει το ρεύμα προς την Αριστερά;

Με την ίδια συλλογιστική, η Αριστερά πρέπει να είναι στις πύλες της κάθε Χαλυβουργίας, να ξεσηκώνει απεργίες και καταλήψεις ενάντια στη διάλυση των Συλλογικών Συμβάσεων και τις περικοπές στις συντάξεις, ενάντια στο νέο μνημονιακό «πακέτο» ύψους 11 δις που μας ετοιμάζουν για τον Ιούνιο και όχι να παγώνει τις κινητοποιήσεις περιμένοντας ότι τα βάρβαρα μέτρα θα τα ακυρώσει μια εκλογική νίκη. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι το τμήμα της Αριστεράς που μπαίνει μπροστά για να συνεχιστεί και να κλιμακωθεί η κινηματική δράση χωρίς προεκλογικές αναμονές και αναστολές.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν θα δώσει τη μάχη και των νέων εκλογών. Τα τμήματα εκείνα της αριστεράς που φαντασιώνονται έναν «καταμερισμό εργασίας» όπου ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η χρήσιμη δύναμη για την ψήφο και όλες οι άλλες δυνάμεις της αριστεράς είναι χρήσιμες για τους αγώνες κάνουν ένα τραγικό λάθος. Τέτοιοι «καταμερισμοί» αποδυναμώνουν συνολικά και το κίνημα και την Αριστερά.

Η δυναμική του κόσμου προς τα αριστερά δεν είναι ούτε μονοπώλιο της δύναμης που προηγείται στα εκλογικά αποτελέσματα, ούτε «μηδενικό άθροισμα» όπου η άνοδος μιας δύναμης σημαίνει την πτώση μιας άλλης. Το ρεύμα που εκτίναξε τον ΣΥΡΙΖΑ από το 5 στο 17 τοις εκατό δεν δημιουργήθηκε από κάποια «χαρισματική ηγεσία» όπως θέλουν οι αστοί αναλυτές. Γεννήθηκε από την κοινή δράση χιλιάδων εργατών και νεολαίων που πάλεψαν, απέργησαν, μάτωσαν κυριολεκτικά για να φτάσουμε στην ήττα των κυβερνήσεων Καραμανλή, Παπανδρέου και Παπαδήμου διαδοχικά, πρώτα στους δρόμους και ύστερα στις κάλπες. Η συνέχιση αυτής της δυναμικής απαιτεί ισχυρή ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όχι εξαφάνισή της «για να μην κόβει ψήφους από την προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ να γίνει πρώτο κόμμα».

Αν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κάνει το λάθος να μετατρέψει την νέα προεκλογική περίοδο σε ενδοαριστερό εμφύλιο με επιθέσεις στο ΚΚΕ «επειδή δεν είναι ενωτικό» και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ «επειδή είναι πολύ μικρή εκλογικά», θα υπονομεύσει την ίδια τη δυναμική προς τα αριστερά. Οι μόνοι που θα ωφεληθούν από μια τέτοια εξέλιξη είναι οι όποιοι επίδοξοι νέοι Κουβέληδες καραδοκούν για να ισχυριστούν ότι η μόνη προοπτική είναι οι συμβιβασμοί.

Η ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι εγγύηση ότι θα αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο τρόπο την επιτυχία της 6 Μάη, χτίζοντας πάνω σε αυτήν ένα πιο γερό εργατικό κίνημα.