Ο Νίκος Λούντος ξεδιπλώνει το νήμα των πανευρωπαϊκών αγώνων ενάντια στη λιτότητα και βγάζει κρίσιμα συμπεράσματα.
Οι προσπάθειες να περιγραφεί η οικονομική κρίση ως “ελληνικό φαινόμενο” έχουν πλέον χάσει κάθε αξιοπιστία. Μαζί τους όμως τα τελευταία δύο χρόνια συνυπάρχει μια δίδυμη εκτίμηση, που λέει πως η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση, αν όχι για το χαρακτήρα της κρίσης, σίγουρα όμως για το επίπεδο των αγώνων. Είναι βέβαιο πως η ένταση και ο ριζοσπαστισμός του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή του κινήματος όλης της Ευρώπης και γι' αυτό είμαστε περήφανοι. Όμως, πρέπει να είμαστε επίσης βέβαιοι πως ακριβώς επειδή η οικονομική κρίση δεν κάνει εξαιρέσεις, αντίστοιχες δυναμικές με αυτές της Ελλάδας εξελίσσονται παντού, ακόμα κι αν το σημείο αφετηρίας ή οι ρυθμοί είναι διαφορετικοί.
Η εξέγερση των PIGS...
Η Ισπανία είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Όχι μόνο είναι τόσο εμφανείς οι ομοιότητες, αλλά μας δείχνει ότι εκεί που τα πράγματα ίσως μοιάζουν πιο πίσω, η εξέλιξη μπορεί να έρθει με άλματα. Όταν το δεξιό Λαϊκό Κόμμα (PP) κέρδισε τις εκλογές μόλις στα τέλη του περασμένου Νοέμβρη, οι “αγορές” και τα ΜΜΕ πανηγύριζαν ότι επέρχεται η σταθεροποίηση, μιας και υποτίθεται οι λαοί της Ισπανίας είχαν ψηφίσει υπέρ της λιτότητας και υπέρ των περικοπών. Ούτε καν τα αποτελέσματα των εκλογών δεν διάβασαν προσεκτικά. Το εντυπωσιακό 44,5% που κέρδισε το PP ήταν αποτέλεσμα της απώλειας 4 εκατομμυρίων ψήφων για το PSOE (το αδελφό κόμμα του ΠΑΣΟΚ) που βρισκόταν στην κυβέρνηση από το 2004. Η δεξιά πήρε μόλις μισό εκατομμύριο παραπάνω από τις προηγούμενες εκλογές.
Όλη η βιτρίνα της σταθερότητας έσπασε οριστικά στις 29 Μάρτη, τη μέρα που τα συνδικάτα οργάνωσαν γενική απεργία. Τα γρήγορα αντανακλαστικά δεν είναι κάτι που χαρακτηρίζει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία στην Ισπανία. Η προηγούμενη γενική απεργία είχε οργανωθεί ενάμισυ χρόνο πριν, το Σεπτέμβρη του 2010. Η 29 Μάρτη ήταν πολύ πιο πετυχημένη. Όχι μόνο λόγω της πλειοψηφικής συμμετοχής και των πολύ ψηλών ποσοστών στους σημαντικούς τομείς της οικονομίας. Αλλά γιατί όπως εξηγούν οι σύντροφοι της En Lucha (της αδελφής οργάνωσης του ΣΕΚ): “Μπήκαν σε κίνηση και οργάνωσαν απεργιακές φρουρές και διαδηλώσεις, ακτιβιστές που δεν είχαν συμμετάσχει ούτε στην απεργία του 2010, ούτε στις επιμέρους απεργίες που προετοίμασαν τη γενική απεργία”.
Ένα γνωστό μας επιχείρημα που στην Ισπανία όμως είχε πάρει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις είναι ότι οι απεργίες δεν είναι πλέον λειτουργικός τρόπος αγώνα, λόγω της μεγάλης ανεργίας, των ελαστικών σχέσεων εργασίας, της έλλειψης συνδικαλισμού και της ευκολίας που έχουν τα αφεντικά να απολύουν. Η απεργία ήταν μια δυνατή απάντηση σε μια χώρα που η ανεργία είναι υψηλότερη σε σχέση με όλη την Ευρώπη, κοντά στο 25%. Οι σύντροφοι γράφουν: “Όσον αφορά τη δυσκολία να οργανωθεί απεργία σε τομείς που παραδοσιακά δεν έχουν συνδικαλισμό, ιδιαίτερα στα μικρά εμπορικά καταστήματα, τα νούμερα δείχνουν ότι στην απεργία συμμετείχαν δέκα εκατομμύρια άνθρωποι, περίπου 4-5 φορές περισσότεροι από όσους ανήκουν επισήμως σε κάποιο συνδικάτο”.
Το κίνημα στην Ισπανία κατάφερε μέσα σε 100 μέρες διακυβέρνησης της Δεξιάς να πάρει όλη την ενέργεια που είχε συσσωρευτεί από τις καταλήψεις των Αγανακτισμένων στις πλατείες όλης της χώρας και να τη μετασχηματίσει σε γενική απεργία. Με ακόμη πιο εντυπωσιακό ρυθμό εξελίχθηκε η πολιτική φθορά της κυβέρνησης Ραχόι. Στις εκλογές της Ανδαλουσίας που έγιναν λίγες μέρες πριν από την απεργία, το PP έχασε πάνω από 400 χιλιάδες ψήφους σε σχέση με τις πρόσφατες εθνικές εκλογές και δεν κατάφερε να πάρει τον έλεγχο στην αυτόνομη περιφέρεια.
Στην Ιταλία τα πράγματα επίσης εξελίχθηκαν με πρωτοφανείς ρυθμούς. Η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι μπορεί να βασανιζόταν για χρόνια από τα σκάνδαλα, αλλά τελικά κατέρρευσε από τις απεργίες και τις κινητοποιήσεις. Μάλιστα κατέρρευσε όχι μόνο από τις πραγματοποιημένες απεργίες αλλά από το φόβο του τι θα σήμαινε το εργατικό κίνημα να ξεδιπλώσει όλη τη δυναμική του. Τα αφεντικά, εγχώρια και ευρωπαϊκά, ασκούσαν κριτική για καιρό στον Μπερλουσκόνι ότι αργεί να προχωρήσει σε σημαντικές επιθέσεις και αφήνει το χρέος να εκτοξεύεται. Ο Μπερλουσκόνι προσπαθούσε να προχωρήσει βήμα βήμα, εξασφαλίζοντας συναίνεση από συνδικαλιστικές ηγεσίες και καταφέρνοντας να κρατάει πολιτικά το πάνω χέρι. Όταν τελικά προχώρησε σε πιο γενικευμένες κινήσεις, όπως η αύξηση της συνταξιοδότησης των γυναικών στον ιδιωτικό τομέα από τα 60 στα 65 ή το ΦΠΑ από 20 στο 21%, δεν άντεξε για πολύ. Η μεγαλύτερη συνομοσπονδία της χώρας, η CGIL, κάλεσε απεργία στις 6 του Σεπτέμβρη, ενώ τις ίδιες μέρες ερχόταν στο φως ιδιωτική συνομιλία του Μπερλουσκόνι που έλεγε πως θέλει να εγκαταλείψει “αυτήν την σκατο-χώρα”. Με τις πτήσεις να ακυρώνονται, τη συγκοινωνία παγωμένη, τα νοσοκομεία να αντιμετωπίζουν μόνο τα επείγοντα, η CGIL οργάνωσε ταυτόχρονες απεργιακές συγκεντρώσεις σε 100 πλατείες της Ιταλία. Ακόμα και εκείνη την ώρα, ο Μπερλουσκόνι προσπαθούσε να κάνει βήματα συμβιβασμού επαναφέροντας καταργημένες αργίες.
Η απεργία όμως έγινε η αρχή για ένα κύκλο επιμέρους απεργιών σε διάφορους κλάδους για τουλάχιστον δύο μήνες. Στις 15 Οκτώβρη, μέρα πανευρωπαϊκής δράσης ενάντια στη λιτότητα η συμμετοχή των εργαζόμενων στην Ιταλία ήταν σημαντική. Όμως, όντας Σάββατο, τα συνδικάτα επέλεξαν να διοχετεύσουν την οργή του κόσμου σε περικυκλώσεις κτιρίων και σε διαδηλώσεις και όχι σε απεργίες. Στις 28 του Οκτώβρη υπήρξε ένα νέο σημείο κλιμάκωσης, με την συνομοσπονδία UIL να κηρύττει 8ωρη απεργία και να μένουν κλειστά νοσοκομεία, μουσεία, Πανεπιστήμια και υπηρεσίες. Η αφορμή ήταν οι περιορισμοί που στα δικαιώματα διαπραγμάτευσης των συλλογικών συμβάσεων στους δημόσιους υπάλληλους. Την ώρα που οι δημόσιοι υπάλληλοι προχωρούσαν σε απεργία, 100 χιλιάδες συνταξιούχοι είχαν συγκεντρωθεί στην Πιάτσα ντελ Πόπολο για να αντιπαλέψουν την άνοδο της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 (μέχρι το 2026 ήταν ο στόχος της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι) και τις χαμηλές συντάξεις.
Το κίνημα μπήκε στο Νοέμβρη με άγριες διαθέσεις. Οι φοιτητές συγκρούονταν με την αστυνομία στις Πανεπιστημιουπόλεις, συνεχίζοντας μια μάχη με μεγάλη διάρκεια. Οι συγκοινωνίες έκαναν 24ωρη απεργία στις 7 Νοέμβρη. Τα συνδικάτα βάσης COBAS κήρυξαν 24ωρη γενική απεργία στις 17 Νοέμβρη. Ακόμα και η συνομοσπονδία CISL που δεν είχε προχωρήσει σε απεργία, άρχισε να απειλεί ότι θα το κάνει αν προχωρούσαν οι “ευέλικτες απολύσεις” του Μπερλουσκόνι. Οι συνθήκες όμως αγρίευαν και από την άλλη πλευρά. Η 31η Οκτώβρη αποδείχθηκε μια ακόμη “μαύρη Δευτέρα” για την ιταλική οικονομία. Οι “αγορές” φάνηκε πως ούτε έδιναν την έγκρισή τους στη μέθοδο Μπερλουσκόνι, ούτε πίστευαν πως μπορεί να αντιμετωπίσει το κίνημα. Το αποτέλεσμα ήταν πως όταν οι COBAS προχώρησαν στην απεργία τους, στις 17 Νοέμβρη, δεν έγινε κόντρα στον Μπερλουσκόνι, αλλά σε έναν νέο πρωθυπουργό, τον Μάριο Μόντι.
Ο Μόντι έστησε μια εντελώς “τεχνοκρατική” κυβέρνηση με στόχο να περάσει ολόκληρο το πακέτο λιτότητας, χωρίς να παρεμβαίνουν οι “δισταγμοί” των κομμάτων. Τον πρώτο δισταγμό που κατάφερε να σπάσει ο Μόντι ήταν των συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών να προχωρήσουν σε κοινή απεργία. Στις 12 Δεκέμβρη, η CGIL, η CISL και η UIL, οι οποίες για έξι χρόνια δεν είχαν κάνει το παραμικρό από κοινού, προχώρησαν σε τρίωρη απεργία σε όλη τη χώρα. Οι εργάτες στο μέταλλο, με τη FIAT στην πρώτη γραμμή μετέτρεψαν την απεργία σε 8ωρη. Ακολούθησαν απεργίες στις συγκοινωνίες (15-16 Δεκέμβρη), στο δημόσιο (19 Δεκέμβρη). Στα τέλη του Γενάρη κλιμακώθηκε η μάχη στις μεταφορές, με φορτηγατζήδες και ταξιτζήδες να αποκλείουν ολόκληρες περιοχές. Η FIAT και άλλα εργοστάσια συνέχισαν τις μάχες τους. Μέσα στο Μάρτη, εργοστασιακοί εργάτες προχώρησαν σε αποκλεισμούς δρόμων στην Πίζα και το Τορίνο, ενώ έγινε και κατάληψη στα ναυπηγεία Φινκαντιέρι στη Λιγουρία. Ο Μόντι πέρασε τις πρώτες δέσμες μέτρων, όμως με τη μεγάλη μάχη για την αναθεώρηση του άρθρου 18 (ώστε να διευκολύνονται οι απολύσεις) να βρίσκεται μπροστά, η συζήτηση στα συνδικάτα άναψε. Στα τέλη Απρίλη οι συγκοινωνίες ξαναβγήκαν σε 24ωρη απεργία και η CGIL κάλεσε προειδοποιητικές συγκεντρώσεις. Η προοπτική μια νέας δυνατότερης γενικής απεργίας είναι στην ατζέντα. Το Σάββατο, 2 Ιούνη, τα συνδικάτα έχουν ήδη αποφασίσει να προχωρήσουν σε πανεθνική πανεργατική συγκέντρωση στη Ρώμη, η οποία θα είναι κοινή και για τις τρεις συνομοσπονδίες.
Η Ισπανία και η Ιταλία είναι οι χώρες που τρομοκρατούν την ΕΕ για το τι θα σήμαινε να αναγκαστούν να προσφύγουν στους μηχανισμούς στήριξης. Στην Πορτογαλία, την τρίτη χώρα στη σειρά (μετά την Ελλάδα και την Ιρλανδία) που βρέθηκε στην μέγκενη της Τρόικας, το εργατικό κίνημα δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να βγαίνει στην αντεπίθεση. Από τον περασμένο Ιούνη, μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Σόκρατες, πρωθυπουργός είναι ο δεξιός Κοέλιο, με τη στήριξη των δύο κομμάτων της Δεξιάς, αλλά και με την ανοχή του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Το αδελφό κόμμα του ΠΑΣΟΚ στην Πορτογαλία έχει δεσμευτεί ότι θα στηρίζει τη λιτότητα της Δεξιάς, απέχοντας από διάφορες ψηφοφορίες. Στις 100 μέρες της κυβέρνησης Κοέλιο, η CGTP-IN (η μεγαλύτερη συνδικαλιστική συνομοσπονδία, που υποστηρίζεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα) προχώρησε σε μαζικές εργατικές συγκεντρώσεις στις μεγάλες πόλεις. Στα τέλη του Οκτώβρη ακολούθησε βδομάδα δράσης σε όλους τους χώρους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Μέσα στο Νοέμβρη, ακινητοποιήθηκαν τα μέσα μαζικής μεταφοράς από απεργίες, ενώ μαζική διαδήλωση έκαναν και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Οι συνομοσπονδίες (και στην Πορτογαλία είναι διασπασμένο από την κορυφή το συνδικαλιστικό κίνημα) μέσα από αυτούς τους αγώνες άρχισαν να συντονίζονται και έφτασαν σε γενική απεργία από κοινού, στις 24 Νοέμβρη. Τη μέρα της απεργίας πάγωσαν όλα στη χώρα με πάνω από τρία εκατομμύρια εργάτες και εργάτριες να παίρνουν μέρος. Όπως περιγράφαμε στην Εργατική Αλληλεγγύη εκείνες τις μέρες: “Στα αεροδρόμια ακυρώθηκαν όλες οι διεθνείς πτήσεις, ενώ έγιναν ελάχιστες εγχώριες μόνο για τα νησιά. Το μετρό παρέμεινε κλειστό. Ελάχιστα λεωφορεία κινήθηκαν, μόνο με προσωπικό ασφαλείας. Κανένα πλοίο από τα 70 που αναμένονταν δεν έπιασε λιμάνι. Άλλα κατευθύνθηκαν στην
Ισπανία, άλλα έμειναν στα ανοιχτά. Τα σκουπίδια δεν μαζεύτηκαν, τα σχολεία ήταν κλειστά, και στα νοσοκομεία εξυπηρετούνταν μόνο τα επείγοντα”. Στις 22 Μάρτη, όταν η Τρόικα έκανε την τακτική της επίσκεψη στην Πορτογαλία, τα συνδικάτα την υποδέχτηκαν ξανά με γενική απεργία.
...και όχι μόνο
Η Γαλλία είναι η μόνη χώρα που μπαίνει συχνά στην ίδια μοίρα με την Ελλάδα, όσον αφορά το επίπεδο του κινήματος. Και όντως το εργατικό κίνημα στη Γαλλία είχε ήδη πίσω του μια σειρά μεγάλες μάχες και επιτυχίες, πριν φτάσουμε στο ξέσπασμα της κρίσης, από τις εξεγέρσεις στα προάστια μέχρι τους αγώνες των φοιτητών ενάντια στην ελαστική εργασία. Το τελευταίο κύμα γενικευμένων αγώνων που συγκέντρωσε τα φώτα της δημοσιότητας διεθνώς ήταν αυτό στα τέλη του 2010, ενάντια στη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού. Ο Σαρκοζί αποφάσισε να παίρνουν πλήρη σύνταξη μόνο όσοι δουλεύουν ως τα 67 χρόνια. Εκατομμύρια εργάτες πήραν μέρος και στις απεργίες και στις ταυτόχρονες διαδηλώσεις που οργάνωναν τα συνδικάτα. Την ίδια στιγμή όμως, ξέσπαγαν απεργίες διαρκείας στο σιδηρόδρομο και στα διυλιστήρια. Στη μάχη μπήκαν και οι φοιτητές και οι μαθητές που ξεχύθηκαν στους δρόμους με συνθήματα υπέρ των απεργών και σε υπεράσπιση των συντάξεων. Η μάχη στα διυλιστήρια μπήκε ουσιαστικά και συμβολικά στο κέντρο της προσοχής. Οι εργάτες είχαν καταλάβει διυλιστήρια, οργανώνοντας απεργιακές φρουρές. Συμπαραστάτες, κάτοικοι και άλλοι συνδικαλιστές έρχονταν για να πυκνώσουν τις γραμμές τους. Ο Σαρκοζί έβαλε στο στόχαστρο τα διυλιστήρια λέγοντας πως θα στείλει τα ΜΑΤ να “καθαρίσουν τους δρόμους”. Τις πρώτες συγκρούσεις τα γαλλικά ΜΑΤ τις έδωσαν με τους μαθητές που έστηναν οδοφράγματα στους δρόμους κόντρα στην αστυνομία. Μαθητές που διαδήλωναν τραυματίστηκαν σοβαρά από πλαστικές σφαίρες.
Το κύμα αυτό δεν ήταν στιγμιαίο. Είχε αναπτυχθεί μέσα από μήνες αγώνων από επιμέρους συνδικάτα αλλά και τις συνομοσπονδίες. Οι συνδικαλιστές για καιρό έλεγαν πως το κλίμα δεν είναι έτοιμο και γι'αυτό δίσταζαν να προχωρήσουν σε κάλεσμα για γενίκευση της μάχης. Η μαχητικότητα, ιδιαίτερα στα διυλιστήρια, απέδειξε πως έπεσαν έξω. Ίσα ίσα που όσο πιο πολύ η μάχη έπαιρνε χαρακτήρα πολέμου, τόσο περισσότερο πείσμωναν οι εργάτες. Οι οδηγοί φορτηγών βγήκαν σε απεργία ενάντια στην προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν σαν απεργοσπαστικός μηχανισμός. Ένα μέλος της CGT στην πετρελαιοβιομηχανία δήλωνε εκείνες τις μέρες: «Βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή των απεργιών και είμαστε περήφανοι γι’αυτό. Ξέρουμε ότι όλος ο κόσμος έχει τα μάτια του στραμμένα σε μας. Ομως, οι απεργοί στην πετρελαιοβιομηχανία, στον σιδηρόδομο και αλλού χρειάζεται να δουν ότι το κίνημα απλώνεται. Αυτό θέλουμε να δούμε από τις ηγεσίες των συνδικάτων που μέχρι τώρα καθυστέρησαν πολύ να δώσουν το σύνθημα για κλιμάκωση. Ελπίζω ότι αυτή τη βδομάδα θα καλέσουν σε γενική απεργία τους πάντες».
Αυτό το κάλεσμα δεν ήρθε ποτέ. Η συνδικαλιστική ηγεσία, με καθαρή δήλωση του Μπερνάρ Τιμπό, του επικεφαλής της CGT, το θεώρησε “πολύ αφηρημένο”. Η ηγεσία της CGT εκτιμούσε ότι αν προχωρήσει σε κατά μέτωπον επίθεση στον Σαρκοζί, θα χάσει δυνάμεις. Αντίθετα επένδυε σε μια λογική αγώνων που θα φθείρουν τη Δεξιά, η οποία θα έπεφτε σαν ώριμο φρούτο. Έτσι ολόκληρο το 2011 τα μεγάλα συνδικάτα στη Γαλλία δεν πήραν πρωτοβουλιές κλιμάκωσης, από φόβο μην τους προκύψει πάλι κάτι αντίστοιχο με τα διυληστήρια. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συνεχίστηκαν οι αγώνες. Οι εργάτες στις μεταφορές, οι εκπαιδευτικοί, οι εργαζόμενοι της Air France, αλλά και οι ίδιοι οι εργάτες στα διυλιστήρια συνέχισαν να οργανώνουν και να απεργούν. Στα διυλιστήρια αλλά και στα καράβια, οι εργάτες συνέχισαν να δίνουν ακόμη και συγκρούσεις σώμα με σώμα με την αστυνομία του Σαρκοζί ολόκληρη τη χρονιά. Επιμέρους μάχες στον ιδιωτικό τομέα, σε εργοστάσια που έκλειναν ή απέλυαν (μεταλλουργία, υφαντουργία, τρόφιμα) αλλά καταλήφθηκαν από τους εργαζόμενους και σε πολλές περιπτώσεις κατάφεραν να σώσουν τις δουλειές τους, μπορεί να μην έφταναν ως μεγάλες ειδήσεις. Αλλά από την ελληνική εμπειρία όμως ξέρουμε πόσο σημαντικοί είναι για τη συνείδηση και τη μαχητικότητα της εργατικής τάξης τέτοιοι αγώνες.
Χιλιάδες φοιτητές βγήκαν στους δρόμους του Λονδίνου την περασμένη Τετάρτη ενάντια στις επιθέσεις της συγκυβέρνησης Συντηρητικών - Φιλελεύθερων στην εκπαίδευση. Η συμμετοχή και η μαχητικότητα των φοιτητών ήταν μια έκπληξη ακόμα και για τους πιο αισιόδοξους.
Οι εξελίξεις στο εργατικό κίνημα της Βρετανίας δείχνουν ότι κινούνται ακόμα και αυτοί που θεωρούνται κοιμισμένοι γίγαντες. Και όταν κάτι τέτοιο γίνεται, τα αποτελέσματα είναι απροσδόκητα. Η απεργία στις 30 Νοέμβρη υπολογίζεται ότι ήταν η μεγαλύτερη από την ιστορική απεργία του 1926. Απήργησαν 2,5 εκατομμύρια εργάτες. Οι διαδηλώσεις αθροιστικά έφτασαν το μισό εκατομμύριο. Δεν ήταν μια τυπική απεργία, αλλά για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια οργανώθηκαν συντονισμένες απεργιακές φρουρές με τη γνώση ότι η κυβέρνηση είχε επιλέξει να επιτεθεί ολομέτωπα απέναντι στους απεργούς που “ταλαιπωρούν” την οικονομία και τη χώρα.
Και στη Βρετανία, κάθε άλλο παρά για στιγμιαίο ξέσπασμα ήταν η απεργία του Νοέμβρη. Είχε προηγηθεί επίμονη προσπάθεια για να δημιουργηθεί το κλίμα, να έρθουν στο προσκήνιο οι μαχητικές παραδόσεις και να καταλάβει τις δυνάμεις της η εργατική τάξη. Η απεργία στο δημόσιο τομέα τον Ιούλη του 2011 ήταν σταθμός σε αυτή την πορεία. Με τις ηγεσίες των συνδικάτων στη Βρετανία να στέκονται παραδοσιακά αντίθετες σε οποιονδηποτε συντονισμό μεταξύ των κλάδων, και με το συνδικαλιστικό κίνημα να στραγγαλίζεται από πολύ γραφειοκρατικές διαδικασίες (ατομική επιστολική ψήφος για να μπορέσει να προταθεί και στη συνέχεια με πλειοψηφία να εγκριθεί απεργία σε κάθε ξεχωριστό τμήμα συνδικάτου), το γεγονός ότι βγήκαν σε κοινή απεργία εκπαιδευτικοί, υπάλληλοι σε υπουργεία και οργανισμούς, μαζί με εργάτες των δήμων ήταν ένα τεράστιο βήμα μπροστά. Στις 10 Μάη του 2012, η συγκυβέρνηση των Τόριδων με τους Φιλελεύθερους ξαναβρήκε μπροστά της τους δημόσιους υπάλληλους που κατέβηκαν σε απεργία. Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο για το τι σημαίνει πως οι αγώνες δεν εξελίσσονται σαν στιγμιότυπα είναι ότι από τότε που το συνδικάτο Unison (των δημόσιων υπάλληλων) αποφάσισε να συμμετάσχει στην απεργία του Νοέμβρη, οι αιτήσεις για νέα μέλη που θέλουν να συνδικαλιστούν έχουν αυξηθεί κατά 126%.
Το Βέλγιο μάς δίνει ένα παράδειγμα για το ότι οι μαχητικοί αγώνες δεν διαχωρίζουν ανάμεσα σε Βορρά και Νότο. Σε μια χώρα με τεράστιο δημόσιο χρέος και σε μέρες που ακόμη δεν είχε σχηματιστεί κυβέρνηση, η γενική απεργία που οργανώθηκε στις 30 του Γενάρη ήταν πολύ πετυχημένη, αγγίζοντας το 100% σε πολλά σημεία. Από τη Volvo και την Audi μέχρι τα αεροδρόμια και τον δημόσιο τομέα, η συμμετοχή στην απεργία που καλέστηκε και από τις τρεις μεγάλες συνομοσπονδίες ήταν εντυπωσιακή. Ενώ όλοι ασχολούνταν με τις κόντρες μεταξύ Βαλόνων και Φλαμανδών για τις μοιρασιές των υπουργείων και την πιθανή διάσπαση της χώρας, οι εργάτες στις Βρυξέλες έκαναν μια μαζική κοινή απεργιακή συγκέντρωση.
Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς επιπλέον περιγραφές από τις υπόλοιπες χώρες, είτε την Ιρλανδία είτε ακόμη και την Γερμανία, όπου η αντίσταση στη λιτότητα θα φτάσει στα μέσα Μάη στη φωλιά των αρχιτραπεζιτών, με το κίνημα Blockupy που θα περικυκλώσει τις τράπεζες στη Φρανκφούρτη.
Όμως αξίζει να βγάλουμε κάποια γενικά συμπεράσματα.
Μια κρίση πολυεπίπεδη
Το πρώτο είναι ότι η εκτίμηση πως πάνω στο υπόβαθρο της οικονομικής κρίσης, εξελίσσεται ταυτόχρονα μια πολιτική κρίση, μια κρίση ιδεολογική και μια κρίση θεσμών, δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά στοιχεία της βλέπουμε σε όλη την Ευρώπη.
Δεν είναι συνηθισμένη κατάσταση να κυβερνάνε “τεχνοκράτες” στην Ιταλία, ούτε να δίνουν στήριξη στη Δεξιά οι Σοσιαλιστές στην Πορτογαλία. Δεν είναι συνηθισμένο επίσης, οι εργατικοί αγώνες να ξεσπάνε με το καλημέρα ακόμη και απέναντι σε φαινομενικά παντοδύναμες κυβερνήσεις όπως της Βρετανίας ή της Ισπανίας. Αν τα κόμματα της Σοσιαλδημοκρατίας έφαγαν τα μούτρα τους προσπαθώντας να ισορροπήσουν απέναντι στις υποσχέσεις τους, την εργατική τους βάση και τις πιέσεις της καπιταλιστικής κρίσης, τα κόμματα της Δεξιάς αποδεικνύονται εξίσου ανίκανα να πειθαρχήσουν τα κινήματα. Η πρόσφατη κατάρρευση της κυβέρνησης της Ολλανδίας δείχνουν ότι η πολιτική κρίση αφορά και τις χώρες στις οποίες οι αγορές δίνουν ΑΑΑ. Το δημοψήφισμα που έχουμε μπροστά μας στην Ιρλανδία θα είναι μια σημαντική στιγμή σε αυτό τον κύκλο πολιτικής αποσταθεροποίησης.
Η αδυναμία των από πάνω να κυβερνήσουν “όπως παλιά” έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για πρωτοφανή φαινόμενα. Τα κινήματα των Αγανακτισμένων που γέμισαν πλατείες από το Λονδίνο μέχρι την Βαρκελώνη και την Αθήνα είναι προϊόν αυτής της διπλής διαδικασίας: ριζοσπαστικοποίηση στο δικό μας στρατόπεδο, παράλυση στους αντιπάλους. Πρόκειται για μια διαδικασία που βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με το εργατικό κίνημα. Οι μάχες του εργατικού κινήματος, οι κόντρες με το νεοφιλελευθερισμό και με τον πόλεμο την περασμένη δεκαετία έχουν διαμορφώσει μια γενιά που ψάχνει τρόπους να συγκρουστεί με το σύστημα. Αυτή η δύναμη επιστρέφει στο εργατικό κίνημα, όταν αυτό παίρνει τις πρωτοβουλίες και δείχνει ότι θέλει να πάει τη μάχη ως το τέλος. Η ταχύτητα με την οποία απλώθηκε το μήνυμα της πλατείας Ταχρίρ στην Ευρώπη είναι αποκαλυπτική για το πόσο εύφορο είναι το κλίμα και στη νεολαία και στους εργαζόμενους για επαναστατικές απαντήσεις. Ο κόσμος που γέμισε τις πλατείες το έκανε με την εκτίμηση ότι κάνει κάτι πιο προχωρημένο από ό,τι έκαναν μέχρι τώρα τα συνδικάτα. Η περίπτωση της Ισπανίας, όπως και αυτή της Ελλάδας δείχνουν ότι κινήματα που σε ένα πρώτο επίπεδο έμοιαζαν ή αυτοπαρουσιάζονταν ως αντιθετικά ως προς τον οργανωμένο συνδικαλισμό, προσανατόλιστηκαν προς το εργατικό κίνημα όταν έγινε ξεκάθαρο πού εξελίσσεται η σύγκρουση. Μ'αυτήν την έννοια, το σύνθημα “Είμαστε όλοι Έλληνες” που ακούστηκε στην Ευρώπη είναι σημαντικό από δύο πλευρές. Δείχνει τη διάθεση για κλιμάκωση, αλλά και το πόσο ο δρόμος του εργατικού κινήματος, οι απεργίες, οι καταλήψεις και ο εργατικός έλεγχος μπορούν να λειτουργήσουν ως φάρος.
Στη Βρετανία η σχέση αυτή εκφράστηκε κυρίως μέσα από τη μάχη του φοιτητικού κινήματος. Οι συγκρούσεις των φοιτητών με την αστυνομία επανέφεραν την πολιτική του πεζοδρομίου και αποκάλυψαν την κρίση νομιμοποίησης όλων των μεγάλων κομμάτων. Η εξέγερση στις φτωχογειτονιές αγγλικών πόλεων τον περασμένο Αύγουστο ήταν καμπανάκι κινδύνου για τους καπιταλιστές όλης της Ευρώπης. Αν η βρετανική άρχουσα τάξη δεν έχει έλεγχο πάνω στη νεολαία της, πώς μπορεί να απαιτούν κάτι τέτοιο για την άνεργη και άγρια νεολαία της Βαρκελώνης και της Αθήνας;
Η επανεμφάνιση της Αριστεράς
Μια σημαντική εξέλιξη πάνω στο υπόβαθρο της πολιτικής κρίσης είναι η επανεμφάνιση της Αριστεράς, ακόμη και σε χώρες που είχε μπει το περιθώριο. Μάλιστα σε αυτό το επίπεδο, υπάρχουν παραδείγματα που η πολιτική έκφραση της σύγκρουσης με τη λιτότητα προηγείται των πολύ μεγάλων αγώνων και άλλα όπου έπεται. Οι εκλογές στην Ανδαλουσία, που αναφέραμε, εκτός από την αποτυχία της Δεξιάς, είχαν σαν χαρακτηριστικό την άνοδο της Ενωμένης Αριστεράς, κάτι που εκφράστηκε και στις εθνικές εκλογές της Ισπανίας. Στην Ολλανδία έχουμε την δημοσκοπική μέχρι τώρα αλλά εκρηκτική άνοδο του Σοσιαλιστικού Κόμματος (έχει τις ρίζες του στην επαναστατική Αριστερά αλλά ανήκει στο Ευρωπαϊκό Κόμμα της Αριστεράς). Αν το φαινόμενο Μελανσόν στην Γαλλία είναι πιο ευεξήγητο χάρη στους αγώνες, η εκδίκηση που πήρε ο Τζορτζ Γκάλογουεϊ επανεκλεγόμενος βουλευτής στη Βρετανία, σε συνδυασμό με τα καλά αποτελέσματα που είχαν πολλοί αριστεροί υποψήφιοι στις τοπικές εκλογές, μοιάζουν να έχουν πέσει από τον ουρανό. Στη Γερμανία η Die Linke (Αριστερά) συνεχίζει να αποτελεί πόλο του πολιτικού σκηνικού, παρότι οι επιτυχίες των Πράσινων και των Πειρατών είναι για την Αριστερά δεν αρκεί ούτε η γενική επίκληση στην ενότητα, ούτε η σιγουριά ότι καλύπτει ένα πολιτικό κενό.
Η επιστροφή της Αριστεράς πραγματοποιείται με πολύ πιο προχωρημένους όρους σε σχέση με τα μέσα της δεκαετίας του '90 όταν ξαναϋπήρξε ένα τέτοιο κύμα. Πρώτον είναι πλέον φανερό ότι ο “αντινεοφιλελευθερισμός” δεν φτάνει. Σε όλες τις χώρες μπαίνει η πίεση πάνω στην Αριστερά να απαντήσει στην καρδιά του προβλήματος, όχι απλά στον τρόπο διαχείρισης, αλλά πάνω στην ουσία ότι ο καπιταλισμός σαν σύστημα δεν λειτουργεί. Η σοσιαλδημοκρατία είναι πλέον πολύ πιο αδύναμη, έχει αποδεχθεί ολόκληρη την ατζέντα της Δεξιάς και δεν είναι σε θέση να σπείρει αυταπάτες. Η Αριστερά που δέθηκε στο άρμα της σοσιαλδημοκρατίας καταβαραθρώθηκε. Τώρα βγαίνει στην επιφάνεια εκεί που κάνει μικρά ή μεγάλα βήματα προς την αμφισβήτηση του συστήματος.
Το βασικό χαρακτηριστικό της σημερινής επανεμφάνισης της Αριστεράς είναι ότι έρχεται σαν δύναμη ενός ανερχόμενου εργατικού κινήματος. Αυτό είναι ένα κομβικό δεδομένο για τα ερωτήματα στρατηγικής που είναι πιο ανοιχτά από ποτέ. Το εργατικό κίνημα κάνει μεγάλα βήματα σε όλες τις χώρες και όπως πάντα οι μεγάλες αλλαγές δεν είναι ομοιογενείς. Στη Γαλλία υπήρχε ο κόσμος που καταλάβαινε πως οι απεργίες στα διυλιστήρια πρέπει να μετατραπούν σε κέντρο και να οργανωθεί γενική απεργία διαρκείας για να πέσει ο Σαρκοζί. Υπήρχαν και οι φωνές της “λογικής” που επικράτησαν. Στην Ισπανία οι ηγεσίες των συνδικάτων τώρα προσανατολίζονται σε εκκλήσεις για δημοψηφίσματα αντί για κλιμάκωση των απεργιών. Στην Ιταλία, μόλις το περασμένο καλοκαίρι τα συνδικάτα είχαν προχωρήσει σε συναίνεση με τον Μπερλουσκόνι, και, μόνο κάτω από την πίεση των πιο προχωρημένων κλάδων (αλλά και της ΕΕ), η συναίνεση ξεχάστηκε.
Η Αριστερά που ελπίζει πως θα αξιοποιήσει την πολιτική κρίση και την άνοδο του εργατικού κινήματος για να αυξήσει τα ποσοστά της βλέπει ανάποδα το φιλμ των εξελίξεων. Τα όρια της εκλογικής επιτυχίας του Μελανσόν στη Γαλλία δείχνουν πού μπορούν να οδηγήσουν αυτές οι λογικές. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά πιέστηκε αφόρητα, εισπράττοντας λάσπη για το “σεκτάρισμό” της. Ολόκληρα τμήματα του NPA (του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος) στήριξαν τον Μέτωπο του Μελανσόν ή αποχώρησαν εντελώς από το NPA. Η “καλή πρόθεση” ήταν ότι ο Μελανσόν θα μπορούσε να περάσει στο δεύτερο γύρο. Τελικά, ούτε ο Μελανσόν τα κατάφερε και τα γεγονότα άφησαν πίσω τους μια πιο αδύναμη επαναστατική Αριστερά.
Πουθενά οι εξελίξεις στο εργατικό κίνημα δεν ήρθαν αυτόματα, ούτε ήρθαν από πρωτοβουλία της ηγεσίας των συνδικάτων. Στη Βρετανία χρειάστηκαν σκληρές συγκρούσεις για να βγει η απεργία στο Δημόσιο, όχι μόνο κόντρα στη γραφειοκρατία, αλλά και σε τμήματα του κινήματος που δήλωναν φόβο να προχωρήσουν “ακάλυπτα”. Οι μειοψηφίες της εργατικής τάξης που δημιουργούν μαχητικά παραδείγματα είναι που συνεχίζουν να τραβάνε ολόκληρο το τρένο προς τα εμπρός. Μπροστά μας, η ένταση της κρίσης θα αυξήσει τις πιέσεις και προς τις δύο κατευθύνσεις, και προς την υποταγή και προς τη ριζοσπαστικοποίηση. Τα διλήμματα για το ευρώ που μπαίνουν πάνω στην Αριστερά είναι ένας συγκεκριμένος και χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο προσπαθούν να την κρατήσουν στο στρατόπεδο των υποστηρικτών της σταθερότητας του συστήματος. Γι'αυτό η ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι απαραίτητος και αδιαπραγμάτευτος όρος για τη συνέχεια. Το εργατικό κίνημα σε όλη την Ευρώπη γίνεται το νέο φάντασμα που στοιχειώνει τον καπιταλισμό. Χρειάζεται απαραίτητα μια Αριστερά που δεν θα το βλέπει σαν δυνητικούς ψηφοφόρους, αλλά σαν δύναμη που μπορεί να απελευθερώσει τον εαυτό της και ταυτόχρονα ολόκληρη την κοινωνία από τον ζουρλομανδύα του καπιταλισμού.