Άρθρο
Κοινός αγώνας ενάντια στους νεοναζί

Αντιφασιστική συναυλία στην Καλλιθέα, 25/03/1

Ο Θανάσης Καμπαγιάννης εξηγεί την άνοδο της Χρυσής Αυγής και πώς μπορούμε να την καταπολεμήσουμε.

Οι 440.894 ψήφοι της Χρυσής Αυγής ήταν ένα σοκ για εκατομμύρια ανθρώπους στην Ελλάδα. Ακόμα και μέχρι λίγο πριν να κλείσουν οι κάλπες, η πλειοψηφία του κόσμου αρνούταν να πιστέψει ότι η Χρυσή Αυγή θα κατόρθωνε να μπει στη Βουλή. Το τελικό όμως ποσοστό της ήταν υπερδιπλάσιο ακόμα και από το κατώφλι της εισόδου, το περίφημο 3%. Η εικόνα του Φύρερ Νίκου Μιχαλολιάκου να μπαίνει το βράδυ των εκλογών στη συνέντευξη τύπου, με τους τραμπούκους-βουλευτές της οργάνωσης να ουρλιάζουν στρατιωτικά παραγγέλματα στους δημοσιογράφους, ήταν η καλύτερη εκκίνηση για την κοινοβουλευτική «θητεία» της Χρυσής Αυγής. Τα χειρότερα είναι σίγουρα μπροστά μας.

Ξεκινώντας την προσπάθεια να αναλύσουμε και να καταπολεμήσουμε την άνοδο αυτή του νεοφασισμού, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν χρειάζεται ούτε εφησυχασμός ούτε πανικός. Δεν χρειάζεται εφησυχασμός: η Χρυσή Αυγή είναι μια ναζιστική συμμορία, είναι ο πιο ορκισμένος εχθρός του εργατικού κινήματος, της δημοκρατίας, της ελευθερίας όλων μας. Η κυρίαρχη αντίληψη στα ΜΜΕ θέλει να πιστέψουμε ότι η είσοδός της στην Βουλή και τους αστικούς θεσμούς θα την «εξευγενίσει». Είναι μια άποψη δημοφιλής και μέσα στην Αριστερά, αν κρίνουμε από τις δηλώσεις πχ της Αλέκας Παπαρήγα, που προέβλεψε ότι οι Χρυσαυγίτες «θα φορέσουν γρήγορα γραβάτες» όπως το έκανε και το ΛΑΟΣ. Είναι μια ριζικά λάθος αντίληψη. Και υποκειμενικά και αντικειμενικά: υποκειμενικά η Χρυσή Αυγή είναι νεοναζί του δρόμου, είναι δηλαδή σαφώς στα δεξιά του Καρατζαφέρη, της Λεπέν, του Βίλντερς ή οποιουδήποτε ακροδεξιού πολιτικού έχουμε δει στην Ευρώπη. Αντικειμενικά, η ανικανότητα του αστικού πολιτικού συστήματος να τιθασεύει τη «ριζοσπαστική» δεξιά σε περιόδους οξείας οικονομικής κρίσης είναι ιστορικά αποδεδειγμένη. Και σήμερα, με την βαθιά καπιταλιστική κρίση παγκοσμίως και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, οι τάσεις στο πολιτικό σύστημα δεν είναι κεντρομόλες αλλά φυγόκεντρες. Την Χρυσή Αυγή δεν θα την τιθασεύσουν οι θεσμοί, θα την τσακίσει ένα δυνατό εξωθεσμικό αντιφασιστικό κίνημα.

Αν ο εφησυχασμός είναι ο ένας κακός σύμβουλος, ο άλλος είναι ο πανικός. Χρειάζεται να επιμείνουμε στο γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού στην Ελλάδα σιχαίνεται τους φασίστες. Ακόμα και αυτοί που ψήφισαν τη Χρυσή Αυγή, το έκαναν στην πλειοψηφία τους αγνοώντας ή παραβλέποντας το «πρόγραμμά» της. Οι μνήμες του αντιναζιστικού αγώνα της δεκαετίας του ’40 και της επταετούς αντιδικτατορικής πάλης είναι ακόμα ενεργές και – με τις κατάλληλες πρωτοβουλίες – μπορούν να παράξουν πολιτικά αποτελέσματα. Η ελληνική αστική τάξη θα επιθυμούσε να έχει ένα εθνικιστικό δεκανίκι που να ψαρεύει σε θολά αντισυστημικά νερά στα δεξιά του πολιτικού της συστήματος (το επιχείρησε εξάλλου με το ΛΑΟΣ και τώρα με το κόμμα του Καμμένου): αλλά η κατάληψη αυτού του χώρου από μια ναζιστική οργάνωση προδιαγράφει μια τεράστια αποτυχία που μπορεί να γιγαντώσει την Αριστερά, αντί να την εξουδετερώσει. Για να γίνει όμως αυτό, χρειάζεται να ερμηνεύσουμε σωστά την άνοδο της Χρυσής Αυγής και να δράσουμε αναλόγως.

Η ψήφος στη Χρυσή Αυγή

Οι αναλύσεις για το αποτέλεσμα της Χρυσής Αυγής κυμαίνονται από την πλήρη υποτίμηση (ότι πρόκειται δηλαδή για μια παροδική «ψήφο χαβαλέ») μέχρι την απαισιόδοξη εκτίμηση περί ραγδαίας «φασιστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας». Πρόκειται για ανεπαρκείς αναλύσεις. Για να καταλάβουμε το αποτέλεσμα της Χρυσής Αυγής πρέπει να το διαβάσουμε σε πολλαπλά επίπεδα, χωρίζοντας το χοντρικά σε τρεις ομόκεντρους κύκλους.

Ο πρώτος κύκλος – που είναι και ο ευρύτερος – είναι αυτός της πλατιάς αντιμνημονιακής-αντισυστημικής ψήφου από όπου κατόρθωσε να ψαρέψει η Χρυσή Αυγή. Για την μεγάλη πλειοψηφία όσων ψήφισαν Χρυσή Αυγή, η ψήφος τους είχε το νόημα της καταδίκης του πολιτικού συστήματος, των πολιτικών που έβαλαν χέρι στο δημόσιο ταμείο, των δημοσιογράφων που «τα παίρνουνε», των κομμάτων που «είναι όλα ίδια» και ούτω καθεξής. Σε περιόδους κρίσης, φασιστικά κόμματα έχουν συχνά ποζάρει σαν «αντισυστημικά κινήματα» που στρέφονται «εναντίον όλων» και έχουν κατορθώσει να ανεβάσουν τα εκλογικά τους ποσοστά. Στο μεγαλύτερο κομμάτι της, η ψήφος στη Χρυσή Αυγή ήταν αρνητική και όχι θετική: δεν πήγαζε από την ταύτιση των ψηφοφόρων με τις θέσεις της οργάνωσης, με τη δράση της ενάντια στη «λαθρομετανάστευση», με την «συνοδεία των γιαγιάδων του Άγιου Παντελεήμονα στα ΑΤΜ για να πάρουν τη σύνταξή τους», όπως μας λένε τα κυρίαρχα ΜΜΕ που όψιμα ανακάλυψαν τους νεοναζί. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται και από την κατανομή της ψήφου πανελλαδικά, σε περιοχές όπου δεν υπάρχει ψηλή συγκέντρωση μεταναστών και δεν δραστηριοποιείται καν η Χρυσή Αυγή.

Ο δεύτερος ομόκεντρος κύκλος είναι στενότερος και αφορά την «δεξιά πολυκατοικία». Ο πολιτικός χώρος για την Χρυσή Αυγή διευρύνθηκε απότομα μέσα από την φιλομνημονιακή κωλοτούμπα της Νέας Δημοκρατίας και την κατάρρευση του ΛΑΟΣ. Η ραγδαία δημοσκοπική ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής ξεκινάει τον Οκτώβρη του 2011: μέχρι τότε τα ποσοστά της κυμαίνονταν μεταξύ 0,5%-1%. Τον Οκτώβρη, ο Σαμαράς στηρίζει το Μνημόνιο-2 και το ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη μπαίνει στη συγκυβέρνηση. Όσο πιο πολύ αποτυχαίνει η κυβέρνηση Παπαδήμου και μεγαλώνει η οργή εναντίον της, τόσο πιο πολύ κερδίζει η Χρυσή Αυγή από απογοητευμένους δεξιούς ψηφοφόρους, μάλιστα σε μια περίοδο που ακόμα δεν έχει δημιουργηθεί το κόμμα του Καμμένου. Επαναλαμβάνεται έτσι το μοτίβο των δημοτικών εκλογών του 2010 στην Αθήνα, όπου το μοναδικό ψηφοδέλτιο στα δεξιά του αποτυχημένου δεξιού δημάρχου Νικήτα Κακλαμάνη (με ομόθυμη στήριξη Σαμαρά, Ντόρας και Καρατζαφέρη) είναι αυτό του Μιχαλολιάκου της Χρυσής Αυγής. Η δημιουργία του κόμματος του Καμμένου ήρθε αργοπορημένη, όταν ήδη η Χρυσή Αυγή είχε κατοχυρώσει το δημοσκοπικό της ρεύμα. Στο σημείο αυτό, η οργάνωση έκανε σαφή στροφή για να αξιοποιήσει την πολιτική ευκαιρία: τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας της είχαν πια σαν βασικό στόχο όχι τους «λαθρομετανάστες», αλλά το Μνημόνιο και τους συμβιβασμένους ηγέτες της Δεξιάς που το ψήφισαν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Χρυσή Αυγή καπάρωσε την ψήφο ενός αγανακτισμένου δεξιού ακροατηρίου (υπαρκτού στην ελληνική κοινωνία, φιλοχουντικού, φιλοβασιλικού, ανοιχτά ρατσιστικού κοκ, που μέχρι τώρα εκφραζόταν μέσα από τη ΝΔ και το ΛΑΟΣ) και πάνω σε αυτήν έχτισε την «αντισυστημική» διεύρυνση που κατέληξε στο 7%.

Τέλος, ο τρίτος ομόκεντρος κύκλος είναι ο στενός ναζιστικός πυρήνας που συγκροτεί η Χρυσή Αυγή και οι επιρροές της. Η Χρυσή Αυγή είναι μια οργάνωση που δημιουργήθηκε από τα ερείπια της φιλοχουντικής ΕΠΕΝ, με καθαρά εθνικοσοσιαλιστικές θέσεις και ανοιχτά συμμορίτικη δράση. Το πεδίο δράσης της ήταν τα σώματα ασφαλείας, η νύχτα, οι οπαδικοί σύνδεσμοι, τα σχολεία και βέβαια ο δρόμος. Ωστόσο ο χαρακτηρισμός της ως συμμορίας δεν σημαίνει ότι στο κέντρο της οργάνωσης δεν υπήρχε πολιτική. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, η Χρυσή Αυγή έμοιαζε να παραπαίει από τις εσωτερικές διαμάχες, τις αποχωρήσεις και την πολιτική απομόνωση: όλα αυτά οδήγησαν κάποια στιγμή στην ανακοίνωση αναστολής της δράσης της οργάνωσης. Κι όμως, ο ναζιστικός πυρήνας που συγκροτούσε την Χρυσή Αυγή δεν εγκατέλειψε ποτέ την προσπάθεια της αυτοτελούς οικοδόμησης, επιλέγοντας μπροστά στο αδιέξοδο μια νέα στρατηγική: όχι την ένταξη στο ΛΑΟΣ και το δημοκρατικό της ξέπλυμα, όπως έκαναν οι «ομοϊδεάτες» Βορίδης, Ζαφειρόπουλος, κ.α., αλλά το άνοιγμα της δράσης της στις γειτονιές με την μεταμφίεσή της σε εθνικιστές «αγανακτισμένους» με τη «λαθρομετανάστευση». Αυτό ήταν το πείραμα του Αγίου Παντελεήμονα, που στέφθηκε με επιτυχία και λειτούργησε σαν βατήρας για την περαιτέρω ανάπτυξη της οργάνωσης, με κομβικό σημείο την είσοδο του Μιχαλολιάκου στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας. Ταυτόχρονα, η Χρυσή Αυγή έκανε για πρώτη φορά συγκροτημένη οργανωτική προσπάθεια να χτίσει πυρήνες στους εργατικούς χώρους (όπως φάνηκε εντυπωσιακά με την περίπτωση των οδηγών της ΕΘΕΛ).

Στην πορεία αυτή, ο ναζιστικός πυρήνας έχει αναμφισβήτητα μεγαλώσει: η Χρυσή Αυγή έχει στρατολογήσει, έχει αποκτήσει πιο πανελλαδική δικτύωση (όπως φαίνεται από το άνοιγμα γραφείων σε δεκάδες πόλεις) και το άφθονο χρήμα που θα ρεύσει στα ταμεία της μετά την είσοδό της στην Βουλή θα σημάνει ακόμα μεγαλύτερες οργανωτικές δυνατότητες ανάπτυξης. Η Χρυσή Αυγή δεν κατάφερε βέβαια στις τελευταίες εκλογές να σχηματίσει πλήρεις εκλογικές λίστες (συμμετείχε με περίπου 220 υποψήφιους, δεν κατόρθωσε δηλαδή να παρουσιάσει 440 ονόματα που είναι και ο μάξιμουμ αριθμός). Ωστόσο, πολλά από τα ψηφοδέλτιά της ήταν σταυρωμένα, γεγονός που δείχνει υπαρκτή οργανωτική δικτύωση. Ταυτόχρονα με την μεταμφίεση των ναζιστών συμμοριτών σε «αξιότιμους εθνικιστές βουλευτές», η Χρυσή Αυγή θα συνεχίσει και θα εντείνει την προσπάθειά της να μεγαλώσει τον σκληρό ναζιστικό πυρήνα των μελών της, με στόχο να ελέγξει τους δρόμους. Είναι η μεγαλύτερη ευκαιρία στην ιστορία της και δεν θα την αφήσει να πάει χαμένη.

Ήταν αναπόφευκτη η άνοδος της Χρυσής Αυγής;

Πριν δούμε πώς θα χρειαστεί να κινηθεί η Αριστερά για την καταπολέμηση της ανόδου της Χρυσής Αυγής, είναι καλό να εκτιμήσουμε αν η άνοδος αυτή ήταν αναπόφευκτη. Η άποψη αυτή κυκλοφορεί πολύ, και μάλιστα εις διπλούν. Αφενός λέγεται ότι η οικονομική κρίση συνεπάγεται αναπόφευκτα την άνοδο της ακροδεξιάς (σχεδόν σαν να είναι αυτή ένα φυσικό φαινόμενο), αφετέρου υποστηρίζεται ότι η ψηλή συγκέντρωση μεταναστών σε μια χώρα οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα. Αυτού του είδους οι φτηνές αναγωγές του πολιτικού στο κοινωνικό και το οικονομικό λειτουργούν σαν το καλύτερο πλυντήριο των ευθυνών που έχουν τα ενεργά υποκείμενα στο δυνάμωμα ή στο τσάκισμα του φασισμού. Η δημοφιλία αυτού του είδους των απόψεων οφείλεται στο ότι προωθούνται συνειδητά για να βγάλουν λάδι τις τεράστιες ευθύνες της ελληνικής κυρίαρχης τάξης, των μέσων ενημέρωσης που κατέχει και των πολιτικών της κομμάτων στην άνοδο της Χρυσής Αυγής, για την οποία την ίδια στιγμή όλοι εκφράζουν τον «αποτροπιασμό» και την «καταδίκη» τους.

Η ελληνική αστική τάξη και τα κόμματα του Μνημονίου φέρουν απόλυτη την ευθύνη για την είσοδο των νεοναζί στη Βουλή και κανένα κροκοδείλιο δάκρυ για την δήθεν «ασθενική μνήμη των κατοίκων του Διστόμου και των Καλαβρύτων» δεν μπορεί να το κρύψει αυτό. Δημιούργησαν τις συνθήκες, έστρωσαν το έδαφος και ζέσταναν το αβγό του ναζιστικού φιδιού μέχρι την επώασή του, βήμα το βήμα: επέλεξαν την πολιτική του Μνημονίου ως απάντηση στην κρίση, έστω κι αν ήξεραν ότι αυτή θα δημιουργήσει εξαθλίωση που θα μπορεί να την εκμεταλλευτεί ο κάθε φασίστας δημαγωγός. Οργάνωσαν μια τερατώδη ρατσιστική καμπάνια ως προσπάθεια αποπροσανατολισμού της λαϊκής οργής, διάσπασης της εργατικής τάξης και χτυπήματος της Αριστεράς, την οποία συστηματικά βάφτισαν «άκρο» τσουβαλιάζοντάς την με την ακροδεξιά. Και τέλος επέτρεψαν στους νεοναζί να εκμεταλλευτούν την ρατσιστική υστερία, αφήνοντάς τους ανενόχλητους να δρουν στο κέντρο της Αθήνας ως δήθεν «αγανακτισμένοι Έλληνες κάτοικοι», με πλήρη κάλυψη της Αστυνομίας και των δυνάμεων καταστολής.

Στις επιλογές αυτές, κυρίαρχο ρόλο έπαιξαν σε διατεταγμένη υπηρεσία τα κόμματα του Μνημονίου και τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Το ρατσιστικό ΛΑΟΣ και η εκλογή του το 2007 άνοιξε το δρόμο στην είσοδο της Χρυσής Αυγής στην πολιτική σκηνή. Δικαιώθηκε έτσι η άποψη ότι αντί να αφομοιώνουν την ριζοσπαστική δεξιά, οι εκλογικές επιτυχίες τής δίνουν χώρο για να αναπτυχθεί και να σκληρύνει. Η Νέα Δημοκρατία βοήθησε πολυποίκιλα τη Χρυσή Αυγή: τα στελέχη της στην Α’ Αθήνας κάλυψαν την παρουσία των νεοναζί στις συγκεντρώσεις «αγανακτισμένων Ελλήνων κατοίκων», ενώ ο μηχανισμός της βοήθησε την Χρυσή Αυγή ως αντίβαρο και πλαγιοκόπηση στο ΛΑΟΣ (δύο πρώην υπαρχηγοί της Χρυσής Αυγής, ο Κουσουμβρής και ο Ζαφειρόπουλος έχουν ομολογήσει ανοιχτά ότι η Νέα Δημοκρατία τύπωνε φυλλάδια της ναζιστικής συμμορίας). Και βέβαια, η προεκλογική καμπάνια του Σαμαρά για την «ανακατάληψη του κέντρου των πόλεων» ήταν μια ανοιχτή νομιμοποίηση της συμμορίτικης δράσης των νεοναζί, που έκαναν πράξη αυτό που η Νέα Δημοκρατία πρότεινε μονάχα στα λόγια.

Ωστόσο, τον πιο βρώμικο ρόλο στην άνοδο της Χρυσής Αυγής τον έπαιξε το ΠΑΣΟΚ. Από τις αντιρατσιστικές υποσχέσεις του Οκτώβρη του 2009 φτάσαμε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τον φράκτη στον Έβρο. Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε τον μηχανισμό παραγωγής της ρατσιστικής πολιτικής: δεν είχε να κάνει σε τίποτα με την ανταπόκριση του πολιτικού συστήματος στα «νόμιμα παράπονα των κατοίκων του κέντρου», αλλά με την επιβολή των μέτρων του Μνημονίου. Ήδη από τον νόμο για την ιθαγένεια, ο Ραγκούσης συμβιβάστηκε με το ΛΑΟΣ και πετσόκοψε το αρχικό νομοσχέδιο, για να πάρει ως αντάλλαγμα τις ψήφους του Καρατζαφέρη στο πρώτο Μνημόνιο. Όσο πιο πολύ αγρίευαν τα οικονομικά μέτρα, τόσο πιο χυδαία γινόταν η ρατσιστική στροφή. Ο Λοβέρδος κλιμάκωνε την ρητορεία για την «υγειονομική βόμβα» και τις «σπατάλες του ΕΣΥ για τους λαθρομετανάστες» όσο περισσότερες περικοπές προωθούσε στα νοσοκομεία. Ο Καμίνης ξεσάλωνε για την «παράνομη μετανάστευση που πνίγει τις πλατείες της Αθήνας», όσο περισσότερους συμβασιούχους απέλυε και δημοτικές υπηρεσίες καταργούσε.

Στην διάρκεια της ρατσιστικής αυτής καμπάνιας, υπήρχε και απευθείας ενίσχυση των νεοναζί: ο Παπουτσής ως Υπουργός Δημόσιας Τάξης ομολόγησε ότι, για να λυθεί το «πρόβλημα» στον Άγιο Παντελεήμονα, συνομιλούσε και με την Χρυσή Αυγή. Η «συνομιλία» ήταν το λιγότερο (έστω και αν μάλλον γινόταν με τον υπεύθυνο πυρήνα της Χρυσής Αυγής στην περιοχή και μετέπειτα «πολιτευτή» Χρήστο Ρήγα, ιδιοκτήτη μπαρ στον Άγιο Παντελεήμονα, μπράβο της νύχτας, τώρα στη φυλακή για την δολοφονία δύο ανθρώπων κατόπιν εκτέλεσης συμβολαίου θανάτου): η ΕΛΑΣ τον Μάη του 2011, μετά την δολοφονία του Μανώλη Καντάρη, συνόδευσε τους νεοναζί τραμπούκους από την πλατεία Βικτωρίας στην πλατεία Κοτζιά και ξανά πίσω, την ώρα που αυτοί εξαπέλυαν ένα αιματηρό πογκρόμ με συνέπεια πάνω από 100 τραυματίες μετανάστες με σπασμένα κεφάλια και τσακισμένα κόκκαλα στα νοσοκομεία της Αθήνας. Για το πογκρόμ αυτό, δεν έγινε ούτε μία σύλληψη, δεν κινήθηκε καμία ποινική δίωξη, δεν πραγματοποιήθηκε καμία εισαγγελική παρέμβαση. Ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός χόρευε στους ρυθμούς των νεοναζί. Την ίδια στιγμή, τα ΜΜΕ μετέδιδαν ότι γίνονταν «επεισόδια μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών» στο κέντρο της Αθήνας, συγκαλύπτοντας τη δράση της Χρυσής Αυγής.

Πώς να παλέψουμε την φασιστική απειλή

Για να καταπολεμήσουμε την άνοδο της Χρυσής Αυγής, θα πρέπει καταρχάς να αντιληφθούμε την μοναδικότητα του κινδύνου που αυτή θέτει για το κίνημα και την Αριστερά. Ο φασισμός διαφοροποιείται από όλες τις υπόλοιπες μορφές αστικής κυριαρχίας στο ότι χτίζει στη βάση της κοινωνίας ένα μαζικό αντιδραστικό κίνημα, με ταξικό του κορμό τα μικροαστικά στρώματα, το οποίο συγκρούεται πολιτικά και στρατιωτικά με το εργατικό κίνημα και την Αριστερά (σε όλες τις εκδοχές της, μεταρρυθμιστικές ή επαναστατικές) μέχρι να φτάσει στο οριστικό τσάκισμα κάθε ανεξάρτητης οργάνωσης της εργατικής τάξης. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια εντατικοποίηση της καταστολής ούτε για μια αυταρχικοποίηση του κράτους, αλλά για μαζικό αντεπαναστατικό κίνημα που ξεκινά ως «αντισυστημικό» και από κάποιο σημείο μπαίνει στην υπηρεσία της αστικής τάξης για τη διάσωση του συστήματός της, σε στιγμές ακραίας κρίσης και κοινωνικής πόλωσης. Γι’ αυτό και οι απόψεις που λένε ότι η επικέντρωση στη Χρυσή Αυγή αποπροσανατολίζει το κίνημα από, παραδείγματος χάριν, την κρατική καταστολή, τις κυρίαρχες αστικές πολιτικές δυνάμεις και ούτω καθεξής, χάνουν την ουσία του ζητήματος. Η καταπολέμηση του φασισμού, και συγκεκριμένα της Χρυσής Αυγής, αποτελεί αυτόνομο πεδίο δράσης που δεν υποκαθίσταται ούτε από τους οικονομικούς αγώνες της εργατικής τάξης, ούτε από την γενική πολιτική δράση της Αριστεράς.

Δεν ξέρουμε ποιά θα είναι η άμεση εξέλιξη των πραγμάτων στην φάση της τρέχουσας πολιτικής κρίσης (αν θα γίνουν εκλογές, ποιά θα είναι τα νέα αποτελέσματα της Χρυσής Αυγής, κλπ). Το μόνο που είναι βέβαιο είναι ότι το αντιφασιστικό μέτωπο κατά της Χρυσής Αυγής πρέπει να ξεκινήσει χωρίς καμία αναμονή τη δράση του. Βασικοί πυλώνες του θα πρέπει να είναι τέσσερα σημεία:

1. Η Χρυσή Αυγή θα πρέπει να τσακιστεί οργανωτικά με κάθε απαραίτητο μέσο. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται να σπάσουμε την σύνδεση ανάμεσα στον σκληρό ναζιστικό πυρήνα και τον ευρύτερο κύκλο των ανθρώπων που την ψήφισαν χωρίς να υιοθετούν τις ιδέες της, ακόμα και αν μπερδεύονται από αυτές. Η Χρυσή Αυγή θα επιχειρήσει πλέον να πάρει αποστάσεις από το σκληρό ναζιστικό της πρόσωπο και να εμφανιστεί σαν «ελληνική εθνικιστική οργάνωση», νομιμοποιούμενη έτσι σαν άλλο ένα πολιτικό κόμμα. Βασικό στοιχείο κάθε πετυχημένης αντιφασιστικής δράσης είναι να ξεσκεπάζει τη Χρυσή Αυγή σαν αυτό που πραγματικά είναι: νοσταλγοί του Χίτλερ και του Ολοκαυτώματος, απόγονοι των Ταγματασφαλιτών και των Γερμανοτσολιάδων, συνεχιστές των βασανιστών της Χούντας, κοκ. Μόλις βρεθούν απομονωμένοι, οι νεοναζί θα νιώσουν τον συντριπτικό συσχετισμό που υπάρχει σε βάρος τους στην κοινωνία και θα είναι πολύ ευκολότερο να τσακιστούν από την μαζική δράση του αντιφασιστικού κινήματος.

2. Η αποκάλυψη πάει χέρι-χέρι με την προσπάθεια να κόψουμε κάθε δυνατότητα των νεοναζί να σπέρνουν το φασιστικό τους δηλητήριο και να οργανώνουν πυρήνες και νέα μέλη, στις γειτονιές, στα σχολεία και τις σχολές, στους εργατικούς χώρους, στη Βουλή, παντού. Οι νεοναζί δεν έχουν δικαίωμα λόγου, επειδή ακριβώς ο ναζισμός δεν είναι ιδεολογία, είναι έμπρακτο κάλεσμα σε ρατσιστική και φασιστική βία. Υπάρχει η άποψη (και σε πολύ κόσμο που σιχαίνεται τους φασίστες) ότι το σύνθημα «καμία ελευθερία στους εχθρούς της ελευθερίας» είναι αντιδημοκρατικό ή ότι τελικά καταλήγει αντιπαραγωγικό γιατί «μετατρέπει τους φασίστες σε θύματα». Η κουβέντα όμως πρέπει να γίνει πολύ πιο συγκεκριμένη από μια συζήτηση γύρω από την «ελευθερία του λόγου»: χτίσιμο πυρήνα της Χρυσής Αυγής σε μια γειτονιά, άνοιγμα γραφείων σε μια πόλη, δικαίωμα λόγου σε ένα ραδιόφωνο ή μία τηλεόραση συνεπάγονται άμεσα δεκάδες κρούσματα επιθέσεων σε μετανάστες, τρόμο για τους αγωνιστές της Αριστεράς και των κινημάτων και λιγότερο χώρο να οργανώνουν τους αγώνες τους, δυναμίτισμα των αρμονικών σχέσεων των κατοίκων μιας γειτονιάς, και ούτω καθεξής. Οι ρίζες του ναζισμού ξεριζώνονται πολύ ευκολότερα στην αρχή τους, όταν είναι αδύναμες: κάθε καθυστέρηση (και η «δημοκρατική αβροφροσύνη» μόνο καθυστέρηση σημαίνει) μπορεί να αποβεί μοιραία.

3. Αν και το αντιφασιστικό μέτωπο αποτελεί αυτόνομο μέτωπο πάλης, οι φασίστες τρέφονται από την ρατσιστική πολιτική των κυβερνήσεων και την μετατροπή των μεταναστών σε αποδιοπομπαίους τράγους της κρίσης. Γι’ αυτό και η αντιφασιστική πάλη χωρίς αντιρατσιστικά επιχειρήματα είναι ανεπαρκής. Η καλύτερη απάντηση στη ρατσιστική βρωμιά κατά των μεταναστών και την εξαθλίωση που έχουν να αντιμετωπίσουν είναι η νομιμοποίηση και η κοινή πάλη όλων των εργαζόμενων, ντόπιων και μεταναστών, ενάντια στην φτώχεια και τα Μνημόνια. Όσοι προτείνουν την υποχώρηση της Αριστεράς στις αντιρατσιστικές της αιχμές για να «συνδεθεί με το λαϊκό αίσθημα», βλάπτουν το αντιφασιστικό μέτωπο. Το ΚΚ Γαλλίας την δεκαετία του ’80 ακολούθησε αυτή την πολιτική, βάζοντας τους δημάρχους του να καταστρέφουν με μπουλντόζες καταυλισμούς μεταναστών για να αντιμετωπίσουν δήθεν το «πρόβλημα»: η συνέχεια ήταν η σαρωτική άνοδος του Εθνικού Μετώπου του Λεπέν στις κόκκινες εργατογειτονιές.

4. Για να γίνουν αυτά, χρειάζονται πλατιές αντιφασιστικές επιτροπές δράσης σε κάθε γειτονιά και κάθε χώρο: οι επιτροπές πρέπει να συσπειρώνουν πολιτικά όλα τα κομμάτια της αντιμνημονιακής Αριστεράς, τα εργατικά σωματεία της περιοχής, συλλόγους, νεολαίους από τις σχολές και τα σχολεία, κοκ. Το μέτωπο θα πρέπει να είναι ριζοσπαστικό, να μην επιτρέπει δηλαδή στους νεοναζί να λαϊκίζουν δήθεν αντισυστημικά, την ίδια στιγμή που θα συσπειρώνει όλες τις αντιφασιστικές ευαισθησίες από οποιαδήποτε αφετηρία και αν ξεκινάνε.

Σε συνθήκες κρίσης σαν τη σημερινή, η πάλη ενάντια στον φασισμό δεν μπορεί να είναι μόνο αμυντική. Αν το εργατικό κίνημα και η Αριστερά δεν προσφέρουν μια αντισυστημική-αντικαπιταλιστική απάντηση, η λύση θα έρθει από τα δεξιά. Αυτή είναι η βασική προειδοποίηση αυτών των εκλογών. Ο χρόνος που έχουμε μπροστά μας δεν είναι πια απεριόριστος. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να αφήσουμε ούτε μια ώρα να πάει χαμένη.