Άρθρο
Η άνοδος της αριστεράς στις εκλογές. Η πρωτοβουλία στην αντικαπιταλιστική αριστερά

Η πρώτη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Η ορμητική άνοδος της Αριστεράς στις εκλογές άνοιξε τη συζήτηση για τις ελπίδες αλλά και τα όρια των αριστερών κυβερνήσεων. Η Μαρία Στύλλου δίνει απαντήσεις, αξιοποιώντας την ιστορική εμπειρία.

Τα αποτελέσματα των εκλογών είναι συγκλονιστικά. Κατακόρυφη πτώση ΠΑΣΟΚ – Ν.Δ., τα δυο κόμματα που κυβέρνησαν τα τελευταία 38 χρόνια, από τη μεταπολίτευση του 1974 μέχρι σήμερα. Κατακόρυφη άνοδος της Αριστεράς που κέρδισε το ένα τρίτο των ψηφοφόρων και έχει το ένα τρίτο των βουλευτών.

Είναι η δεύτερη μεγάλη εκλογική άνοδος της Αριστεράς μεταπολεμικά στην Ελλάδα. Η προηγούμενη ήταν στις εκλογές του 1958, τότε που η ΕΔΑ βγήκε δεύτερο κόμμα παίρνοντας το 1/4 των ψήφων, 24,45% και το ένα τέταρτο των βουλευτών, 79 βουλευτές. (Η αναλογία ποσοστών και εδρών δεν είναι ποτέ ακριβής λόγω των εκλογικών συστημάτων που πριμοδοτούν πάντοτε το πρώτο κόμμα με στόχο να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση).

Αυτό που κάνει την κυρίαρχη τάξη διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα να ανησυχεί, δεν είναι μόνο τα αποτελέσματα, αλλά ότι αυτά ήρθαν μετά από δυο χρόνια απεργιών, εργατικών συγκρούσεων, και μαζικής συμμετοχής της νεολαίας και της εργατικής τάξης στις μάχες.

Παρά τις προσπάθειες που κάνουν για να εξηγήσουν αυτά τα αποτελέσματα σαν «προσωρινά», σαν έκφραση θυμού και οργής, ξέρουν πολύ καλά ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η ψήφος στα αριστερά δεν είναι μόνο η απόφαση τιμωρίας στα κόμματα του Μνημονίου, αλλά και η αυτοπεποίθηση των εργατών ότι μπορούν να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Όχι μόνο μέσα στους χώρους δουλειάς, αλλά και έξω. Όχι μόνο στις διαδηλώσεις, αλλά και στις πολιτικές εξελίξεις. Μπορεί να μην είναι ξεκάθαρο για την πλειοψηφία που ψήφισε αριστερά ότι η δύναμη τους φτάνει μέχρι την ανατροπή αυτού του συστήματος και την οργάνωση της κοινωνίας από τους ίδιους, όμως υπάρχει κόσμος που συζητάει και θέλει να παλέψει σ’ αυτή την προοπτική.

Είναι ενδεικτική η μετακίνηση που έγινε ανάμεσα στα κόμματα της αριστεράς μέσα σ’ αυτή την σύντομη προεκλογική περίοδο. Ενώ αρχικά τη μερίδα του λέοντος του κόσμου που προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ (και το στήριξε ακόμα και το 2009 για να πάρει την κυβέρνηση με 44%), την έπαιρνε το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς, αυτό ανατράπηκε μέσα από δυο γεγονότα. Το πρώτο ήταν οι φήμες περί συνεργασίας του Κουβέλη με το ΠΑΣΟΚ μετεκλογικά και το δεύτερο η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για κυβέρνηση αριστεράς που θα ανατρέψει το Μνημόνιο.

Επιβεβαίωση ότι η ψήφος στα αριστερά είναι ψήφος ταξική και όχι απλής αγανάκτησης, προκύπτει από τρία πράγματα. Το πρώτο είναι τα ποσοστά που πήρε η αριστερά στη Β’ Αθήνας, ιδιαίτερα στους δήμους και στις περιοχές που μένει η εργατική τάξη. Μέχρι πρόσφατα το ποσοστό που έπαιρναν τα κόμματα της Αριστεράς στη Β’ Αθήνας ήταν λίγο πάνω από το πανελλαδικό τους ποσοστό. Τα τωρινά αποτελέσματα δείχνουν τα ποσοστά τους στη Β’ Αθήνας να έχουν εκτιναχθεί στο 40%. Άρα να ξεπερνούν κατά 7,5% περίπου μονάδες το πανελλαδικό της ποσοστό. Πιο συγκεκριμένα σε μια σειρά από δήμους της Β’ Αθήνας ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε πρώτος και το ΚΚΕ δεύτερο, και μετά ακολουθούσαν Καμμένος, Ν.Δ., κλπ. Συνολικά στη Β’ Αθήνας πήραν ΣΥΡΙΖΑ 21,82%, ΚΚΕ 9,64%, ΔΗΜΑΡ 6,6% και ΑΝΤΑΡΣΥΑ 1,49%.

Το γεγονός ότι τα αποτελέσματα δεν είναι «ευκαιριακά», των τελευταίων 15 ημερών, αλλά μια μετατόπιση που γινόταν σε μια μεγάλη χρονική περίοδο, με τις εξελίξεις μέσα στην τελευταία διετία, φαίνεται και από άλλα δυο πράγματα. Το πρώτο είναι τα αποτελέσματα των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών του 2010. Σ’ αυτές το ΠΑΣΟΚ έχασε ένα εκατομμύριο εκατό χιλιάδες ψήφους (1.128.063) και η Ν.Δ. μισό εκατομμύριο. Το δεύτερο είναι οι εκλογές στα συνδικάτα. Στα πρωτοβάθμια σωματεία και στις ομοσπονδίες τα ψηφοδέλτια της ΠΑΣΚΕ είχαν μεγάλη πτώση. Μέσα από την πτώση βγήκε ενισχυμένη παντού η αριστερά. Η στροφή αριστερά έχει ρίζες μέσα στην εργατική τάξη και στους αγώνες της. Αυτή η εικόνα μας χρειάζεται σήμερα για να δούμε πώς εξελίσσονται τα πράγματα, για να δούμε ποια είναι τα καθήκοντα συνολικά της αριστεράς και ιδιαίτερα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Τα όρια των αριστερών κυβερνήσεων

Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για κυβέρνηση της αριστεράς, μοιάζει ριζοσπαστική και γεμίζει ελπίδες έναν κόσμο που έβλεπε τόσα χρόνια να κυβερνάνε τα κόμματα της αστικής τάξης και με τόσο μεγάλη ευκολία να ψηφίζουν Μνημόνια, και να παίρνουν μέτρα που καταστρέφουν τις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων εργατών. Μοιάζει ότι μ’ αυτόν τον τρόπο ανοίγει ένας δρόμος για να γίνουν καθοριστικές αλλαγές μέσα στην κοινωνία.

Δεν είναι η πρώτη φορά που τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς γνωρίζουν ξαφνική εκλογική άνοδο, και παίρνουν την πρωτοβουλία να μπουν και να καθορίσουν τις κυβερνητικές εξελίξεις.

To 1958 η ΕΔΑ έγινε αξιωματική αντιπολίτευση με ένα ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από του ΣΥΡΙΖΑ, πού κανένας δεν περίμενε. Μετά το ξάφνιασμα και τους πανηγυρισμούς μπήκε το ζήτημα στην ηγεσία της ΕΔΑ για το πώς θα συνέχιζε. Η επιλογή που έκανε ήταν η συνεργασία της με την Ένωση Κέντρου. Έφτασε μάλιστα μέχρι του σημείου να την βοηθήσει να βγει πρώτο κόμμα στις εκλογές του 1963, και στη συνέχεια να την στηρίξει στην κυβέρνηση. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η ΕΔΑ να βάζει φρένο και όρια στις κινητοποιήσεις που ξέσπαγαν. Το φοιτητικό κίνημα δεν έπρεπε να ξεπεράσει τα όρια (πολιτικά, ιδεολογικά και οικονομικά) της μεταρρύθμισης του Παπανούτσου-Γεωργίου Παπανδρέου, και οι εργατικοί αγώνες χρειάζονταν να αυτοπεριοριστούν, στη συμφωνία Ε.Κ. και ΕΔΑ για μοιρασιές στην ηγεσία της ΓΣΕΕ.

Αυτή δεν είναι η μοναδική εμπειρία τι σημαίνει αυτοπεριορισμός των δυνατοτήτων μιας αριστεράς που η εργατική τάξη τη σπρώχνει μπροστά. Οι τελευταίες δεκαετίες είναι γεμάτες από τέτοια παραδείγματα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη.

Η ύφεση του κινήματος μετά την έξρηξη που είχε γνωρίσει τον Μάη του ’68, τα σημάδια της οικονομικής κρίσης που άρχισαν να φαίνονται από τις αρχές του ’70, έσπρωξαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα της Ευρώπης να διαμορφώσουν ένα πιο «ρεαλιστικό» πρόγραμμα και μια στροφή προς τις κυβερνήσεις συνεργασίας με την σοσιαλδημοκρατία.

Στις αρχές του ’70, το γαλλικό Κ.Κ. έβαλε στο τραπέζι την πρόταση για το «Κοινό Πρόγραμμα της Αριστεράς», μια πρόταση συγκυβέρνησης με το Σοσιαλιστικό Κόμμα που μιλούσε για το «τσάκισμα του μεγάλου κεφαλαίου», για έλεγχο στο τραπεζικό σύστημα και για εθνικοποιήσεις. Το πρόγραμμα αυτό έγινε κυβερνητικό πρόγραμμα όταν εκλέχτηκε ο Φρανσουά Μιτεράν πρόεδρος της Δημοκρατίας το 1981 (λίγους μήνες πριν τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της ίδιας χρονιάς). Η κοινή κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού και Κομμουνιστικού Κόμματος που έγινε την ίδια χρονιά είχε σαν βάση το “Κοινό Πρόγραμμα”. Μέσα σε δυο χρόνια η «ρήξη με τα μονοπώλια» και η «κρατικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων» κατάληξε στη μεγαλύτερη υποταγή της κυβέρνησης στις πιέσεις του κεφαλαίου και τις μεγαλύτερες επιθέσεις στους εργάτες.

Η αριστερά και ιδιαίτερα το ΚΚ δεν διδάχτηκε από εκείνη την εμπειρία και προχώρησε για δεύτερη φορά σε κοινή κυβέρνηση το 1997, δυο χρόνια από το μεγάλο απεργιακό Δεκέμβρη το 1995. Οι απεργίες του Δεκέμβρη έριξαν τη δεξιά κυβέρνηση του Ζυπέ, και έδωσαν τη δυνατότητα ξανά στο Σοσιαλιστικό Κόμμα να κερδίσει τις εκλογές. Πρωθυπουργός τότε έγινε ο Ζοσπέν, που προερχόταν από την αριστερή πτέρυγα. Το αποτέλεσμα των εκλογών οδήγησε στο να σχηματιστεί κυβέρνηση Σοσιαλιστών, Κομμουνιστών και Πράσινων. Ο ενθουσιασμός δεν ήταν μεγάλος μόνο στη Γαλλία, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Ο Συνασπισμός τάχθηκε υπέρ μιας «κυβέρνησης της πληθυντικής Αριστεράς» και δεν σταμάτησε να υποστηρίζει ότι αυτή ήταν η προοπτική και στην Ελλάδα, εάν το ΠΑΣΟΚ ήταν λίγο πιο ανοιχτό και προωθούσε τη συνεργασία. Ο πιο προχωρημένος στόχος της κυβέρνησης του Ζοσπέν ήταν «η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μέσα από την καθιέρωση του 35ωρου σε όλους τους κλάδους». Μετά απ’ αυτό, το 35ωρο μπήκε στο πρόγραμμα όλων των συνδικάτων και στην Ελλάδα το σύνθημα που φωναζόταν ήταν: «35 ώρες εργασία ενάντια στη λιτότητα και την ανεργία». Η ευκαιρία δεν κράτησε για πολύ.

Λίγες μέρες μετά τις εκλογές, ο Ζοσπέν, πρωθυπουργός και μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, υπόγραψε το Σύμφωνο Σταθερότητας του Άμστερνταμ, ένα σύμφωνο που λίγο καιρό πιο πριν ο ίδιος κατάγγελλε σαν ένα καινούργιο «υπέρ-Μάαστριχτ». Και στη συνέχεια όταν η αυτοκινητοβιομηχανία της Ρενό έκλεισε εργοστάσια απολύοντας 3 χιλιάδες εργάτες, δεν έκανε τίποτα για να το εμποδίσει.

Παρά την κοινή συμφωνία που έγινε από το Κομμουνιστικό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα να μπει ένα τέλος στο ξεπούλημα των κρατικών επιχειρήσεων, η κυβέρνηση του Ζοσπέν έκανε περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις απ’ ό,τι έκαναν οι κυβερνήσεις της δεξιάς που είχαν προηγηθεί. Μια από τις μεγαλύτερες ιδιωτικοποιήσεις ήταν της Air France (η Ολυμπιακή της Γαλλίας). Ο υπουργός συγκοινωνιών που συμμετείχε στην ιδιωτικοποίηση του γαλλικού αερομεταφορέα, ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος που προεκλογικά είχε κάνει την δήλωση ότι «Όσο είμαι υπουργός η Air France δεν πρόκειται να ιδιωτικοποιηθεί».

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας είναι σήμερα η σκιά του εαυτού του. Στις περασμένες προεδρικές εκλογές πήρε κάτω από 2% και αυτό το ανάγκασε να συνεργαστεί με το “Κόμμα της Αριστεράς” του Ζαν-Λυκ Μελανσόν. Τόσο ο Μελανσόν όσο και το Κομμουνιστικό Κόμμα συμμετέχουν στο Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς μαζί με το ΣΥΡΙΖΑ και το Die Linke από τη Γερμανία. Στο ίδιο κόμμα συμμετέχει και η Κομμουνιστική Επανίδρυση.

Η συμμετοχή της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην κυβέρνηση Πρόντι που διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές του Απρίλη του 2006 στην Ιταλία, την έχει ουσιαστικά διαλύσει. Η μεγαλύτερη δύναμη σε εκείνη την κυβέρνηση που δημιουργήθηκε μετά την πτώση του Μπερλουσκόνι το 2006, ήταν το πάλαι ποτέ Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας, το κόμμα που είχε ηγέτη τον Ενρίκο Μπερλίγκουερ, το ίνδαλμα κάθε μεγάλου και μικρού Τσίπρα. Τα ποσοστά που έπαιρνε το Κ.Κ.Ιταλίας στις μεγάλες του στιγμές έφταναν στο 35%. Σήμερα έχει αλλάξει όνομα και από Κ.Κ, ονομάζεται Δημοκρατικό Κόμμα Ιταλίας, δείχνοντας έτσι και συμβολικά τη δεξιά του πορεία.

Οι εξελίξεις στην αριστερά της Ιταλίας απαντάνε και στο ερώτημα εάν η συμμετοχή των επαναστατικών οργανώσεων σε κυβέρνηση της Αριστεράς είναι εγγύηση ότι θα σπρώξει τις εξελίξεις προς τα αριστερά και όχι προς

τα δεξιά. Η εμπειρία του ιταλικού παραδείγματος στις εκλογές του 1976 μπορεί να δώσει απάντηση στα ερωτήματα που υπάρχουν σήμερα.

Το 1976 το Ιταλικό Κ.Κ. κατέβηκε στις εκλογές με στόχο να βγει πρώτο και να σχηματίσει κυβέρνηση (μόνο του ή με συνεργασίες). Τα τρία κόμματα της Επαναστατικής Αριστεράς – η Εργατική Πρωτοπορία (Avanguarda Operaia), το Μανιφέστο και η Lotta Continua (Διαρκής Πάλη), που αριθμούσαν πάνω από 30.000 μέλη και έβγαζαν καθημερινές εφημερίδες – αποφάσισαν ότι έπρεπε να στηρίξουν το εγχείρημα. Υποστήριξαν ότι έπρεπε να φτιαχτεί μια κυβέρνηση της αριστεράς από το Κομμουνιστικό Κόμμα και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, με πιθανότητα να συμμετέχουν και τα κόμματα της επαναστατικής αριστεράς. Το Μανιφέστο ήταν το πιο ένθερμο γι’ αυτή τη συμμετοχή. Η συνέχεια, όμως, ήταν ο περιβόητος «ιστορικός συμβιβασμός» του ιταλικού Κ.Κ. με τους Χριστιανοδημοκράτες. Το τέλος των οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς, και η μεγάλη δεξιά κολοτούμπα του Κ.Κ. σφράγισε το εγχείρημα. Η κυβέρνηση της αριστεράς ποτέ δεν σχηματίστηκε. Το Κ.Κ. ποτέ δεν πήρε τα απαιτούμενα ποσοστά για να κάνει κυβέρνηση. Αποφάσισε όμως να αλλάξει το όνομα του για να συμμετέχει πολύ πιο εύκολα σε κυβέρνηση μαζί με τον Πρόντι και τα κόμματα του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού.

Μια νέα σοσιαλδημοκρατία;

Τι σημαίνουν αυτές οι ιστορικές εμπειρίες για το σήμερα στην Ελλάδα; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μετατραπεί σε ένα νέο ΠΑΣΟΚ; Σ’αυτό το ερώτημα υπάρχουν δυο απαντήσεις. Η μια είναι αυτή που εξηγεί τις πολιτικές εξελίξεις με συνομωσιολογικά κριτήρια. Η κυρίαρχη τάξη έχει χάσει τη δυνατότητα να ελέγχει το εργατικό κίνημα, το ΠΑΣΟΚ έπαιζε αυτό το ρόλο, τώρα έχει πάψει να τον παίζει, άρα τους χρειάζεται ένα άλλο κόμμα που να αναλάβει αυτό το ρόλο. Αρχικά αυτό ήταν η ΔΗΜΑΡ, αλλά τώρα έχει προστεθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή την άποψη την υποστηρίζει και η ηγεσία του ΚΚΕ, και γι’αυτό προεκλογικά προσπάθησε να διαχωρίσει τον εαυτό του από το χώρο της Αριστεράς. Η δήλωση ότι η διάκριση αριστερά-δεξιά είναι αστική δεν ξάφνιασε μόνο εμάς αλλά και τα μέλη του. Τόσες μάχες και τόσες θυσίες για το τιμημένο λάβαρο της αριστεράς και τώρα ξαφνικά η ηγεσία του το απαρνιέται. Η δήλωση αυτή δείχνει πόσο μακριά είναι το κόμμα των εργατών από τους ίδιους τους εργάτες, και δεν καταλαβαίνει το πώς η ξαφνική εκτίναξη των ποσοστών της αριστεράς μπορεί να εκφράζει τις ελπίδες και τους πόθους και την απόφαση να αλλάξουν την ζωή τους.

Όμως η θεωρία της συνομωσίας ήταν προσφιλής στο ΚΚΕ και σε άλλες περιπτώσεις. Του πήρε χρόνο να καταλάβει ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται στην πιο βαθιά κρίση μετά την δεκαετία του ’30 και υποστήριζε ότι αυτό είναι παιχνίδι των καπιταλιστών. Πήρε χρόνο να καταλάβει πώς η πίεση του εργατικού κινήματος ανάγκαζε ακόμα και τη ΓΣΕΕ του Παναγόπουλου να προχωρήσει σε πανεργατικές απεργίες, και ότι το απεργιακό κύμα δεν είναι κόλπο της ηγεσίας της ΓΣΕΕ για να ξεφουσκώσει τους αγώνες.

Μια δεύτερη απάντηση εξετάζει την ιστορική πορεία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Είναι αυτή που προσπαθεί να δείξει το πώς το ΠΑΣΟΚ, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ισπανίας, το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Πορτογαλίας, που δημιουργήθηκαν μέσα από ανατροπή των δικτατοριών και μέσα σε επαναστατικές εκρήξεις, είχαν σαν κατάληξη να γίνουν τα πιο δυνατά δεκανίκια του συστήματος.

Όταν το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές το 1981, τα συνθήματα του και οι στόχοι του ήταν στα αριστερά αυτών που βάζει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ. «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» φώναζε ο κόσμος στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ το 1981, στηρίζοντας αυτά που υποσχόταν ο Αντρέας από την εξέδρα. Το προεκλογικό του πρόγραμμα το 1981 ήταν γεμάτο από υποσχέσεις για κρατικοποιήσεις των επιχειρήσεων, για έλεγχο των τραπεζικών κεφαλαίων, για δημόσιες επενδύσεις, για τη δημιουργία της κοινωνίας των “μη προνομιούχων”.

Η στροφή των 180 μοιρών ήρθε πολύ γρήγορα γιατί οι πιέσεις από τις κυρίαρχες τάξεις στην Ελλάδα και στην Ευρώπη ήταν τεράστιες, και γιατί το ΠΑΣΟΚ ποτέ δεν είχε εναλλακτικό σχέδιο που να στηρίζεται στους εργάτες απέναντι σ’ αυτές τις πιέσεις. Ένα κόμμα που έχει αποκλείσει την εργατική εξουσία και ψάχνει τους όρους συνύπαρξης με το κεφάλαιο γίνεται, ιδιαίτερα εάν βρίσκεται στην κυβέρνηση, ευάλωτο σε όλες τις πιέσεις. Από τους καπιταλιστές που απειλούν ότι θα τραβήξουν τα κεφάλαια τους από τις ελληνικές τράπεζες και επιχειρήσεις, από το κράτος που υπεράσπιζε τα προνόμια των ιεραρχιών του στο στρατό, στην αστυνομία, στη δικαιοσύνη και από την κυρίαρχη τάξη που έχει όλα τα μέσα να εξαγοράσει και να ενσωματώσει την ηγεσία του καινούργιου κόμματος.

Το ΠΑΣΟΚ είχε δημιουργηθεί μόλις το Σεπτέμβρη του 1974, επτά μόνο χρόνια πριν κερδίσει τις εκλογές και σχηματίσει την πρώτη κυβέρνηση της Αλλαγής τον Οκτώβρη του 1981. Στην ιδρυτική συνδιάσκεψη του ΠΑΣΟΚ συμμετείχε ένας μεγάλος αριθμός φοιτητών που ήταν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου το ’73, εργάτες από τα νέα πρωτοβάθμια σωματεία της μεταπολίτευσης, αριστεροί διανοούμενοι, αλλά και άτομα και κινήσεις από ό,τι πιο ριζοσπαστικό μπορεί να φανταστεί κανείς για εκείνη την εποχή.

Αριστερή κυβέρνηση ή κυβέρνηση των εργατών

Μια Αριστερή κυβέρνηση δεν δημιουργείται μόνο γιατί κέρδισε τις εκλογές, γιατί η πλειοψηφία των εργατών την ψήφισε, αλλά εξαρτάται και από το αν οι καπιταλιστές της δίνουν την έγκριση τους. Όταν ο Δασκαλόπουλος, ο πρόεδρος τους ΣΕΒ, δηλώνει ότι δεν μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ, δίνει μ’ αυτόν τον τρόπο την συγκατάθεση του σε μια τέτοια προοπτική. Ο λόγος που το κάνει είναι διπλός: από τη μια γιατί θεωρεί ότι δεν συμφέρει στη συγκεκριμένη στιγμή να την σταματήσουν με έκτακτα μέτρα (το κόστος τότε μπορεί να είναι πολύ μεγάλο), και το δεύτερο γιατί πιστεύουν ότι έτσι μπορούν να σταματήσουν τα χειρότερα, δηλαδή την εξέγερση των εργατών. Παρόλ’ αυτά, αυτό που παραχωρεί η κυρίαρχη τάξη σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι μόνο ένα κομμάτι, μόνο την κυβέρνηση. Αντίθετα οι ίδιοι κρατούν όλα τα υπόλοιπα: τον έλεγχο της οικονομίας και του κρατικού μηχανισμού, όλα τα κρίσιμα κλειδιά στις επιχειρήσεις και στις τράπεζες, τους θεσμούς και στις επικοινωνίες. Με άλλα λόγια υποχωρούν από «την πρώτη γραμμή», προσωρινά, αλλά ταυτόχρονα ανασυντάσσουν τις δυνάμεις τους για να ξαναπάρουν και τον κυβερνητικό έλεγχο στην πρώτη ευκαιρία.

Κι αυτό γιατί η αριστερή κυβέρνηση δεν είναι η επαναστατική κυβέρνηση που δημιουργήθηκε από το τσάκισμα του αστικού κράτους, αλλά ένα “πολιτικό μόρφωμα” που συνυπάρχει με ένα σύστημα που στην οικονομία και στο κράτος διατηρεί τον πλήρη έλεγχο.

Γι’ αυτό και η εξέλιξη τέτοιων κυβερνήσεων μπορεί να είναι προς τρεις κατευθύνσεις. Η μια, να την ανατρέψουν όπως το έκαναν στη Χιλή το 1973. Η δεύτερη, να προσαρμοστεί κάτω από τις πιέσεις και τότε να γίνει ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ. Και η τρίτη, να αναγκαστεί να παραδώσει την εξουσία στους εργάτες. Είναι δύσκολη η ισορροπία, και γι’ αυτό καθοριστικό ρόλο παίζουν οι αγώνες των εργατών και η στάση που κρατάνε και οι πρωτοβουλίες που παίρνουν οι επαναστάτες.

Η εναλλακτική προοπτική

Πριν ένα χρόνο αυτή ήταν μια συζήτηση που περιοριζόταν ανάμεσα στους επαναστάτες. Σήμερα τα αποτελέσματα των εκλογών την έχουν φέρει σε όλους τους χώρους. Το ΠΑΣΟΚ μαζί με τη Ν.Δ. δεν μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση, τα νέα γκάλοπ δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να καταλάβει την πρώτη θέση στις επόμενες εκλογές, η προοπτική να πέσουν κι άλλο τα ποσοστά ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είναι ανοιχτή. Χιλιάδες εργαζόμενοι και νεολαίοι συζητούν για τα σενάρια που μπορεί να ακολουθήσουν.

Πώς αντιμετωπίζουν οι επαναστάτες και η αντικαπιταλιστική αριστερά μια τέτοια προοπτική;

Το πρώτο που χρειάζεται να ξεκαθαρίσουν είναι ότι η κοινωνία δεν αλλάζει επειδή με μια κυβέρνηση της αριστεράς κάποια στελέχη της θα μπουν στα υπουργεία. Ότι ακόμα και η ανατροπή του Μνημονίου, που είναι η πιο στοιχειώδης προεκλογική υπόσχεση, δεν θα έρθει μέσα από συμφωνίες κορυφής ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κανένας κύριος Ολάντ δεν πρόκειται να βοηθήσει. Η μόνη που μπορεί να το ανατρέψει είναι η δύναμη της εργατικής τάξης.

Όπως ξεκίνησε μέχρι τώρα, έτσι χρειάζεται και να συνεχίσει. Μέσα από τους αγώνες της η εργατική τάξη κατάφερε να ανατρέψει δυο κυβερνήσεις, να φτάσει το ΠΑΣΟΚ στα πρόθυρα της διάλυσης, το ποσοστό της Ν.Δ. στο 19%, και να ανεβάσει τα κόμματα της αριστεράς σε ποσοστά ανήκουστα μέχρι σήμερα. Οι εργάτες έχουν πηδήξει το πρώτο εμπόδιο σ’ αυτόν τον αγώνα, αλλά δεν έχουν πάρει την εξουσία. Μπορεί να στηρίξουν μια νέα κυβέρνηση, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει υποκατάστατο της δικής τους δράσης. Εάν αφήσουν να συμβεί, τότε η πρωτοβουλία θα περάσει στα χέρια των υπουργών, και όχι σε ένα απεργιακό κίνημα που μπορεί να σταματήσει τα κέντρα του καπιταλισμού να λειτουργήσουν και ταυτόχρονα να πάρει το ίδιο κάτω από τον έλεγχο του την οικονομία.

Αυτό σημαίνει ότι ο ρόλος των επαναστατών δεν είναι να στηρίξουν μια τέτοια κυβέρνηση, αλλά να οργανώσουν μαζί με τους εργάτες τα προχωρήματα στις επόμενες μάχες. Ο ρόλος των επαναστατών είναι να σπάσουν τις αυταπάτες που οι εργάτες έχουν στις «αριστερές κυβερνήσεις» και να τους βοηθήσουν να εμπιστευτούν τις δικές τους δυνάμεις.

Να τους θυμίσουν ότι το ΠΑΣΟΚ του σήμερα, ξεκίνησε από την κυβέρνηση του 1981. Η μετεξέλιξη και η κατρακύλα του δεν οφείλεται ούτε στους «κακούς συμβούλους του Αντρέα», ούτε στις προσωπικές αδυναμίες των διαδόχων του. Οφείλεται στο ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος ακόμα και για τις βασικές μεταρρυθμίσεις υπέρ των εργατών από το δυνάμωμα του εργατικού κινήματος και των αγώνων του.

Αυτό ήταν αλήθεια και στην Ελλάδα του 1981 και στη Γαλλία του 1997 και στην Ιταλία του 2006, αλλά είναι ακόμη πιο αληθινό μέσα στη σημερινή βαθιά κρίση του καπιταλισμού. Οι συμβιβασμοί με την άρχουσα τάξη γίνονται ακόμη πιο σκληροί σε βάρος των εργατών, η «αριστερή λιτότητα» παίρνει τη θέση των παλιών παραχωρήσεων του «κοινωνικού κράτους». Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να συγκρουστούμε ασυμβίβαστα για να τους ανατρέψουμε.

Μέσα σ’ αυτή τη μάχη χρειάζεται οι επαναστάτες να κρατήσουν τρεις βασικές αρχές.

Η πρώτη είναι ότι η συνείδηση της τάξης αλλάζει μέσα από την εμπειρία της και τους αγώνες που δίνει. Τα κηρύγματα στους εργάτες «να διορθώσουν την ψήφο τους» είναι αναποτελεσματικά. Μόνο μέσα στην κοινή συλλογική δράση, στο «πεζοδρόμιο» έρχονται τα προχωρήματα.

Η δεύτερη είναι ότι σ’ αυτή την προσπάθεια η τάξη χρειάζεται να κτίζει τις εργατικές μορφές εξουσίας που μπορούν να αντιπαρατεθούν μ’ αυτές τους αστικού κράτους. Στην Ρωσία του 1917 τα λέγαν σοβιέτ, στη Χιλή του 1973 τα λέγαν κορντόνες, το όνομα δεν έχει σημασία, η ουσία είναι ότι χρειάζεται να φτιάχνονται οργανωμένες μορφές άμεσης εργατικής δημοκρατίας από τα κάτω, ικανές να απαντήσουν σε όλους τους καπιταλιστικούς εκβιασμούς.

Και τέλος ότι για τους επαναστάτες είναι απαραίτητη η κοινή δράση με τους εργάτες που έχουν τις αυταπάτες στην ρεφορμιστική στρατηγική και στις κυβερνήσεις της αριστεράς. Οι επαναστάτες δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τον κόσμο που παλεύει έστω κι αν έχει αυταπάτες και οι εργάτες που παλεύουν έχουν ανάγκη τους επαναστάτες γιατί είναι το πιο γνήσιο στήριγμα των ελπίδων τους ως το τέλος.

Όσοι διαλέγουν να γίνουν ουρά στην ρεφορμιστική στρατηγική, στην πραγματικότητα καθορίζονται από τους συμβιβασμούς και τον ψεύτικο «ρεαλισμό» τους. Αυτό σημαίνει ότι παραιτούνται από την προσπάθεια για να δυναμώσουν την επαναστατική στρατηγική και στο επίπεδο της αυτοοργάνωσης της τάξης και στο επίπεδο της πολιτικής. Δεν είναι ώρα για παραίτηση. Είναι ώρα για την ανάπτυξη και το δυνάμωμα της επαναστατικής αριστεράς.

Και επειδή τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε νέες εκλογές, χρειάζεται αυτή η μάχη να είναι συγκεκριμένη. Να μεγαλώνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.