Οι ανεπαρκείς «θεωρίες της εξάρτησης»
Ο ιμπεριαλισμός είναι μια έννοια απαραίτητη για το θεωρητικό και πολιτικό οπλοστάσιο της Αριστεράς, είτε συζητάει την στάση της απέναντι στην ΕΕ είτε απέναντι στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Την χρειαζόμαστε αυτή την έννοια, αν θέλουμε να χαράξουμε μια σωστή στρατηγική. Αλλιώς πορεύεσαι όταν εκτιμάς ότι η Ε.Ε είναι μια ιμπεριαλιστική λυκοσυμμαχία και αλλιώς αν εκτιμάς ότι μπορεί να γίνει «των λαών».
Η ανάλυση που υπερασπίζει ο συγγραφέας είναι ότι η θέση της Ελλάδας στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας παραμένει μιας «εξαρτημένης» καπιταλιστικής χώρας με «μέσο επίπεδο ανάπτυξης». Ασκεί κριτική στις σημερινές θέσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ για τον χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού, που κατά τη γνώμη του συνιστούν υποχώρηση στον «νεοτροτσκισμό». Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου, τέλος, αφιερώνεται στην κριτική αυτού που ο Λιόσης ονομάζει «σχήμα της αλληλεξάρτησης» στο οποίο εντάσει και τις αναλύσεις του ΣΕΚ για τον ελληνικό «υποϊμπεριαλισμό».
Υποτίθεται ότι αυτές οι αναλύσεις και οι κριτικές στηρίζονται στη λενινιστική ανάλυση για τον ιμπεριαλισμό. Όμως, από το βιβλίο απουσιάζει, ουσιαστικά, μια μαρξιστική ερμηνεία για το ποιες διεργασίες ώθησαν το σύστημα στη νέα, ιμπεριαλιστική του, φάση στα τέλη του 19ου αιώνα. Σε κάποια σημεία φαίνεται ότι την αποδίδει στις τεχνολογικές καινοτομίες (πχ, σελ. 30). Ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρήκε στην αποικιοκρατία την προσωρινή απάντηση στη «Μεγάλη Ύφεση» των δεκαετιών του 1870-80. Η εκμετάλλευση των αποικιών μείωσε προσωρινά την πίεση που οδηγούσε στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Ο Κρις Χάρμαν στο βιβλίο του «Καπιταλισμός Ζόμπι» έχει δώσει μια συμπυκνωμένη παρουσίαση της πορείας του ιμπεριαλισμού στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Χωρίς μια τέτοια ερμηνεία, τα πέντε χαρακτηριστικά που αποδίδει ο Λένιν στον ιμπεριαλισμό των αρχών του 20ού αιώνα απονεκρώνονται σε ένα σχήμα στο οποίο η πραγματικότητα πρέπει να πετσοκοφτεί για να χωρέσει.
Αυτό αποδεικνύεται όταν ο συγγραφέας προσπαθεί να παρουσιάσει τα «σύγχρονα χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού». Διαβάζοντας αυτά τα κεφάλαια μένει κανείς με την εντύπωση ότι δεν άλλαξαν και πολλά στον καπιταλισμό από τότε που ο Λένιν έγραφε την μπροσούρα του. Απλά οι αποικίες έγιναν «νεοαποικίες» και οι «εξαρτημένες» χώρες περισσότερο εξαρτημένες. Από που προκύπτει για παράδειγμα η θέση ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα του «σύγχρονου ιμπεριαλισμού» είναι: «η μαζική τοποθέτηση των πιο ισχυρών κεφαλαίων σε χώρες κυρίως της Ασίας και εν γένει σε χώρες με χαμηλά ημερομίσθια και απελευθερωμένες εργασιακές σχέσεις» (σελ. 70); Αντίθετα, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι ο συντριπτικός όγκος των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων και των επενδυτικών ροών διεξάγεται ανάμεσα στο τρίγωνο Βόρεια Αμερική, Ευρώπη, Ιαπωνία.
Ο συγγραφέας δεν μπορεί να παρακολουθήσει αυτές τις αλλαγές γιατί κοιτάει τη μαρξιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό, και την «προσέγγιση» του Λένιν, μέσω του παραμορφωτικού φακού της θεωρίας της «εξάρτησης». Τι κι αν για παράδειγμα, η Βραζιλία έγινε από μια αγροτική χώρα που εξήγαγε πρώτες ύλες στη δεκαετία του ’30 σε «νέα βιομηχανική χώρα» στη δεκαετία του ’70 και σε περιφερειακή πολιτική και οικονομική δύναμη σήμερα; Υπάρχει η μυστηριώδης κατηγορία των χωρών με «μέσο επίπεδο ανάπτυξης» για να τσουβαλιαστεί.
Στην προσπάθειά του να στηρίξει το σχήμα του «εξαρτημένου» ελληνικού καπιταλισμού ο συγγραφέας εξαπολύει σφοδρές επιθέσεις στις επεξεργασίες του Πουλιόπουλου για τον ελληνικό καπιταλισμό της δεκαετίας του ’30 και στις επεξεργασίες του ΣΕΚ για τον ελληνικό «υποϊμπεριαλισμό». Το πρώτο που χρειάζεται να σημειώσουμε είναι ότι καταφεύγει σε λαθροχειρίες. Και μόνο το γεγονός ότι τσουβαλιάζει ακόμα και τον Τρότσκι ως οπαδό της λεγόμενης «αλληλεξάρτησης» βγάζει μάτι. Ο Τρότσκι έγραψε για το νόμο της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης στον καπιταλισμό. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα όταν αξιολογεί το περιοδικό «Θέσεις» ως «η πιο συγκροτημένη έκφραση του τροτσκισμού στην υπεράσπιση του ‘αλληλεξαρτησιακού’ σχήματος» (σελ. 316)
Επί της ουσίας, η κριτική του συμπυκνώνεται σε δυο σημεία. «Κράτη που είναι εξαρτημένα διεκδικούν καλύτερο μερίδιο για τον εαυτό τους, αυτό είναι στη φύση του καπιταλισμού... αυτό όμως δεν τα κάνει ιμπεριαλιστικά για τον απλούστατο λόγο ότι δεν διαθέτουν τα χαρακτηριστικά των ιμπεριαλιστικών κρατών (τα πιο ισχυρά μονοπώλια, χάραξη οικονομικής πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο, επιβολή πολιτικών λύσεων σε άλλες χώρες ή ομάδες χωρών)». Αναφερόμενος στη διείσδυση του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια (που υποτίθεται είναι το βασικό μας επιχείρημα) «έχει σημασία ή όχι, για την επιχειρηματολογία του τροτσκισμού, αν στον ‘ελληνικό’ ΟΤΕ υπάρχουν ξένα ή ελληνικά κεφάλαια όπως και στις ‘ελληνικές’ τράπεζες; διότι αν τα κεφάλαια δεν είναι ελληνικά ή δεν είναι εξ’ ολοκλήρου ελληνικά τότε τα συμπεράσματα του τροτσκισμού καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος» (σελ. 309).
Πρόκειται για πολύ αδύναμα επιχειρήματα. Και οι αμερικάνικες πολυεθνικές έχουν «ξένα κεφάλαια». Ο πιο σημαντικός ξένος επενδυτής στην γαλλική οικονομία είναι το γερμανικό κεφάλαιο. Αποδεικνύει αυτό ότι η Γαλλία
είναι «εξαρτημένη»; Ο ελληνικός καπιταλισμός δεν διαθέτει τα «πιο ισχυρά μονοπώλια» είναι αλήθεια, αλλά χαράζει πολιτική σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ελληνικό κεφάλαιο δεν έχει τη στρατιωτική ισχύ να προστατέψει τα συμφέροντα των εφοπλιστών του στον Ειρηνικό ή στον Αραβικό Κόλπο ή τις επενδύσεις του στη Μέση Ανατολή. Γι’ αυτό συντάσσεται αναφανδόν με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και την ΕΕ. Αλλά όταν είναι να επιβάλλει τις θελήσεις του εκεί που φτάνει το χέρι του, το κάνει. Τι άλλο είναι τα βέτο για το «όνομα της Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ; Εκτός αν ο Καραμανλής ήταν αντιμπεριαλιστής όταν τα έβαζε.
Στις αρχές του 20ού αιώνα οι μαρξιστές βρέθηκαν μπροστά στην πρόκληση να ερμηνεύσουν μια σειρά νέες εξελίξεις. Η κούρσα των εξοπλισμών, το μοίρασμα του κόσμου σε σφαίρες επιρροής και αποικίες από τις «Μεγάλες Δυνάμεις», ο ίδιος ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Για κάποιους όπως ο Κάουτσκι, ο πιο έγκυρος μέχρι τότε θεωρητικός της Β’ Διεθνούς, ο «ιμπεριαλισμός» ήταν πολιτική ενός τμήματος της αστικής τάξης, της βιομηχανίας όπλων και κυρίως του «χρηματιστικού κεφαλαίου» που σκοπό είχαν να λεηλατήσουν χώρες στην αγροτική περιφέρεια εξάγοντας τα κεφάλαιά τους.
Αντίθετα, για τον Λένιν, όπως και για την Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Μπουχάριν, οι αποικίες, ο πόλεμος και οι στρατιωτικοί ανταγωνισμοί ήταν προϊόν της εξέλιξης του καπιταλισμού, της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου σε μονοπωλιακούς ομίλους και του δεσίματός τους με το κράτος στο κυνήγι για κυριαρχία στην παγκόσμια αγορά. Γι’ αυτό για παράδειγμα ο Λένιν στην μπροσούρα του Ιμπεριαλισμός Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού επεσήμαινε ότι ο ανταγωνισμός των κεφαλαίων δεν αφορά μόνο τις αποικίες αλλά και την καρδιά του ευρωπαϊκού καπιταλισμού (π.χ τα ορυχεία και τη βιομηχανία της Λωραίνης και του Βελγίου).
Ο Νικολάι Μπουχάριν στο βιβλίο του Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια Οικονομία (κυκλοφόρησε το 1915 με πρόλογο του Λένιν και στα ελληνικά από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο) έδωσε μια πιο γενική, θεωρητική εκτίμηση για το φαινόμενο του ιμπεριαλισμού. Διέκρινε δυο αλληλοσυμπληρούμενες τάσεις: προς τον «κρατικό καπιταλισμό» τη μια, την πλήρη συγχώνευση του κράτους και των μονοπωλιακών ομίλων που καταργούσε τον «ελεύθερο ανταγωνισμό» στα πλαίσια της εθνικής οικονομίας. Η δεύτερη ήταν η διεθνοποίηση του κεφαλαίου και οι συγκρούσεις ανάμεσα στα «κρατικοπιταλιστικά εθνικά τραστ» για παγκόσμια κυριαρχία. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός έπαιρνε τη μορφή του μιλιταρισμού και των πολεμικών αναμετρήσεων.
Στις δυο δεκαετίες που ακολούθησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μεγάλες αποικιακές αυτοκρατορίες διαλύθηκαν. Οι πρώην αποικίες έγιναν ανεξάρτητα κράτη. Το σύστημα έμπαινε στην περίοδο της «χρυσής τριακονταετίας». Όμως, για πολλές χώρες, είτε ήταν ανεξάρτητες πριν είτε πρώην αποικίες, σύντομα έγινε φανερό ότι η νέα φάση του συστήματος σήμαινε και φτώχεια για την πλειοψηφία και πολιτικά καθεστώτα δεμένα με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, κυρίως τις ΗΠΑ. Μια σειρά διανοούμενοι, πήραν την ανάλυση του Λένιν για να ερμηνεύσουν τη νέα κατάσταση, κρατώντας το «γράμμα» της και ξεχνώντας το «πνεύμα» της. Το αποτέλεσμα ήταν οι διάφορες θεωρίες της «εξάρτησης» που πρόσφεραν το θεωρητικό οπλοστάσιο σε μια σειρά αντιμπεριαλιστικά και αριστερά κινήματα σε όλον τον κόσμο.
Αυτό που προσπάθησαν να κάνουν οι μαρξιστές που χρησιμοποίησαν την έννοια των «υποϊμπεριαλισμών» ήταν να ερμηνεύσουν τις αλλαγές που γνώρισε το σύστημα μεταπολεμικά και τις οποίες δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν ικανοποιητικά τα σχήματα της «εξάρτησης». Να δείξουν δηλαδή πως συγκεκριμένοι καπιταλισμοί βρέθηκαν στη θέση να αξιοποιήσουν το ξεκίνημα της «διεθνοποίησης» του κεφαλαίου στα πλαίσια της μεταπολεμικής «τριακονταετούς άνθησης» του παγκόσμιου συστήματος. Δεν το έκαναν όλοι με τον ίδιο τρόπο, από την ίδια αφετηρία ούτε το ίδιο επιτυχημένα. Η ανάλυσή μας για τον ελληνικό καπιταλισμό πάντοτε υπογράμμιζε τους σκόπελους που έβρισκαν οι φιλοδοξίες του οι οποίες ήταν πάντα μεγαλύτερες απ’ το μπόι του, και σε ένα σύστημα που χτυπιόταν πλέον, από τη δεκαετία του ’70, από την κρίση. Τα κείμενα που είναι συγκεντρωμένα στην έκδοση του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου Ο ελληνικός καπιταλισμός, η παγκόσμια οικονομία και η κρίση, είναι απόδειξη γι’ αυτό.
Ίσως τεθεί το ερώτημα: πόσο σημαντικές είναι από πολιτικής άποψης αυτές οι διαφορές; Μήπως οι διαφωνίες για το αν ο ελληνικός καπιταλισμός είναι «εξαρτημένος» ή «υποϊμπεριαλισμός» ή αν αιτήματα όπως η διαγραφή του χρέους και η ρήξη με το ευρώ-ΕΕ είναι αντιμπεριαλιστικά-αντιμονοπωλιακά ή αντικαπιταλιστικά, αφορούν απλά την ορολογία;
Η άποψη ότι ο ελληνικός καπιταλισμός ήταν «εξαρτημένος» είχε παρελθόν ήδη από τη δεκαετία του ’30. Το ΚΚΕ στήριζε όλη την στρατηγική των «σταδίων» και των συμμαχιών με «προοδευτικά» ή «πατριωτικά» τμήματα της αστικής τάξης στην άποψη ότι ο καπιταλισμός στην Ελλάδα ήταν «καθυστερημένος» με «μισοφεουδαρχικά υπολείμματα».
Ο συγγραφέας δηλώνει ότι τα ζητήματα που αναδεικνύει δεν αποτελούν «υπονόηση για δυνατότητα συμμαχίας με τμήματα της αστικής τάξης. Αυτά τα ζητήματα είναι λυμένα» (σελ. 143). Όμως, όταν αφιερώνει σελίδες επί σελίδων (πχ 184-188) για να υπογραμμίσει την «υποχωρητικότητα» της ελληνικής αστικής τάξης στο Αιγαίο και στην εκμετάλλευση των περιβόητων πλέον ενεργειακών κοιτασμάτων, ξεχνάει αυτή τη δήλωση. Η αστική τάξη, υποστηρίζει, λόγω της θέσης της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, είναι υποχωρητική. Αν αύριο μια κυβέρνηση Σαμαρά-Καμένου υψώσει τις γαλανόλευκες για την ΑΟΖ θα είναι «αντιμπεριαλιστική»; Ο Χριστόφιας του ΑΚΕΛ στην Κύπρο που προχώρησε σε συμμαχία με το Ισραήλ για την ΑΟΖ κόντρα στην Τουρκία, συγκρούστηκε με τον ιμπεριαλισμό; Ο τονισμός της «υποτέλειας» της «εξαρτημένης άρχουσας τάξης» δεν πλαταίνει τις δυνατότητες του εργατικού κινήματος. Τις στενεύει, γιατί το κάνει ουρά αστικών στρατηγικών.
Στο τμήμα του βιβλίου που αναφέρεται στις απόψεις του Λένιν, ο Β.Λ. παραθέτει ένα απόσπασμα από κείμενο του 1916 που γράφει ότι: «το προλεταριάτο, όμως, που δεν διαπαιδαγωγείται στην πάλη για την δημοκρατία δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιήσει την οικονομική ανατροπή...». Αυτές οι γραμμές γράφτηκαν ενάντια σε απόψεις μέσα στους μπολσεβίκους που απέρριπταν την προβολή δημοκρατικών αιτημάτων όπως την υποστήριξη του δικαιώματος των αποικιών στην αυτοδιάθεση. Διατηρούν και σήμερα την επικαιρότητά τους.
Όμως, ο Λένιν έλεγε και με ποιο τρόπο και ποια προοπτική γίνεται αυτή η πάλη: «Να διατυπώνονται και να πραγματοποιούνται όλες αυτές οι διεκδικήσεις όχι ρεφορμιστικά αλλά επαναστατικά, χωρίς να περιοριζόμαστε στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας, αλλά σπάζοντάς τα, χωρίς να ικανοποιούμαστε με την κοινοβουλευτική δράση και τις διαμαρτυρίες στα λόγια, αλλά τραβώντας στην ενεργό δράση τις μάζες, επεκτείνοντας και υποδαυλίζοντας την πάλη για κάθε ζωτική δημοκρατική διεκδίκηση ως την άμεση επίθεση του προλεταριάτου στην αστική τάξη, δηλ ως την σοσιαλιστική επανάσταση που απαλλοτριώνει την αστική τάξη» (Λένιν, Κριτικά σημειώματα πάνω στο εθνικό ζήτημα, Σύγχρονη Εποχή 1992, σελ. 108).
Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές καταλαβαίνει κανείς πόσο πιο κοντά ήταν ο Τρότσκι στον Λένιν απ’ ό,τι λέει για δεκαετίες η προπαγάνδα του σταλινισμού. Μ’ αυτήν την στρατηγική πορεύεται το ΣΕΚ και σ’ αυτήν αναφέρονται οι θεωρητικές του επεξεργασίες για τον ελληνικό καπιταλισμό.
Τιμή 15€, 381 σελίδες
Εκδόσεις ΚΨΜ
Λέανδρος Μπόλαρης