Άρθρο
Καμιά ανοχή στους δολοφόνους μεταναστών

Σύσκεψη στο Δημαρχείο της Νίκαιας

Μετά την εκλογική επιτυχία των νεοναζί της Χρυσής Αυγής, τα καθήκοντα για την αντιμετώπιση της φασιστικής απειλής γίνονται πιο επείγοντα, γράφει ο Λέανδρος Μπόλαρης.

Οι ναζί της Χρυσής Αυγής διατήρησαν τα ποσοστά και τις ψήφους τους στις εκλογές της 17 Ιούνη. Έχασαν μόλις 15.000 ψήφους, παίρνοντας 426.000 (6,92%) από 441.00 (6,97%) και πήραν τρεις έδρες λιγότερες, 18 από 21 στις 6 Μάη. Το αποτέλεσμα αυτό ήρθε μετά από ένα μήνα συνεχών αποκαλύψεων για το ποιον της ναζιστικής συμμορίας, με αποκορύφωμα την επίθεση του Κασιδιάρη στην Ρ. Δούρου και Λ. Κανέλλη, βουλευτίνες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ αντίστοιχα, σε ζωντανή μετάδοση από την τηλεόραση. Είχε προηγηθεί ένα κύμα βίαιων επιθέσεων της συμμορίας σε μετανάστες με αποκορύφωμα το ρατσιστικό πογκρόμ στην Πάτρα στα τέλη του Μάη με πανελλαδική κινητοποίηση των ομάδων κρούσης των ναζί.

Πριν τις 6 Μάη ακουγόταν συχνά η άποψη ότι η όποια άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν σηματοδοτεί κάτι το ιδιαίτερα επικίνδυνο, είναι προιόν μιας δεξιάς «λαϊκίστικης» δημαγωγίας που θα ξεφουσκώσει γρήγορα. Μετά τις 17 Ιούνη τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το ερώτημα ποιά πρέπει να είναι η απάντηση στη Χρυσή Αυγή δεν μπορεί να το αποφύγει κανείς. Για να είναι σωστές οι απαντήσεις, χρειάζεται μια εκτίμηση για τις αιτίες της «σταθερότητας» της Χρυσής Αυγής.

Το θερμοκήπιο του ρατσισμού...

Η άρχουσα τάξη χρησιμοποιεί τον ρατσισμό σαν ιδεολογικό και πολιτικό όπλο ενάντια στο κίνημα συστηματικά τις δυο τελευταίες δεκαετίες. Μέσα σ’ αυτό το θερμοκήπιο διαμορφώθηκε ο σκληρός πυρήνας των φασιστών της Χ.Α και η δυνατότητά τους να απλώνουν την επιρροή τους με τον τρόπο που παρουσίασε το προηγούμενο τεύχος του περιοδικού μας.1 Στην περίοδο των διπλών εκλογών, η προπαγάνδα του Σαμαρά και της ΝΔ για το νόμο και την τάξη τους νομιμοποίησε ακόμα περισσότερο.

Η ΝΔ με τον Μητσοτάκη το 1991 ψήφισε τον πρώτο νόμο περί «λαθρομετανάστευσης» και ξεκίνησε τις «επιχειρήσεις-σκούπα» στο κέντρο της Αθήνας, τότε στόχος ήταν οι μετανάστες από την Αλβανία. Το 1994, επί Σημίτη, η αστυνομία μάζευε τους «παράνομους» μετανάστες σε γήπεδα για να τους απελάσει και οι εφημερίδες ήταν γεμάτες με «αντικειμενικά» ρεπορτάζ για τις δολοφονίες μεταναστών από νοικοκυραίους που προστάτευαν το βιός τους.

Το 2005 το αντιπολεμικό και αντιρατσιστικό κίνημα χρειάστηκε να αντιμετωπίσει μια πολυπλόκαμη ρατσιστική σκευωρία σε βάρος του Τζαβέντ Ασλάμ του προέδρου της Πακιστανικής Κοινότητας. Είχε καταγγείλει τις απαγωγές Πακιστανών από κλιμάκια της αγγλικής μυστικής υπηρεσίας, στα πλαίσια του «αντιτρομοκρατικού πολέμου». Ήταν τότε που ο Β. Πολύδωρας έκανε τη χυδαία δήλωση για τις απαγωγές που είναι εθνικο σπόρ των Πακιστανών.

Μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 η υστερία για «νόμο και τάξη» χρωματίστηκε έντονα από τον ρατσισμό και την ισλαμοφοβία. Οι προπαγανδιστικές εκστρατείες για τα «γκέτο του κέντρου», φυτώρια εγκληματικότητας και ισλαμικού φονταμενταλισμού, έδιναν και έπαιρναν. Το Μάη του 2009 ειδικοί φρουροί σε περιπολία στον Αγ. Παντελεήμονα έσχισαν το Κοράνι που κρατούσε ένας Σύριος μετανάστης. Οι φασίστες έκαψαν τζαμιά σε πολυκατοικίες της γειτονιάς.2 Ήταν οι εναρκτήριες ομοβροντίες για την εδραίωση της συμμορίας στη γειτονιά με τις πλάτες της αστυνομίας.

Όσο το ΠΑΣΟΚ βυθιζόταν περισσότερο στην πολιτική των Μνημονίων, τόσο σήκωνε περισσότερο τις ρατσιστικές εκστρατείες, έδινε πράσινο φως για τα πογκρόμ της αστυνομίας και κάλυπτε την συνεργασία της με τους φασίστες της Χ.Α.

Όταν προεκλογικά, και στις δυο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις και με ιδιαίτερη λύσσα στη δεύτερη, ο Σαμαράς εξαπόλυε μια μανιασμένη εκστρατεία με συνθήματα όπως «θα ανακαταλάβουμε το κέντρο των πόλεων» από τους «λαθρομετανάστες», δεν εφεύρισκε μια καινούργια τακτική. Αντέγραφε την τακτική που είχε ακολουθήσει για χρόνια ο Σαρκοζί στη Γαλλία. Μια πολιτική που από τη μια επιφύλασσε χυδαίες επιθέσεις στους μετανάστες και από την άλλη σήκωνε τα λάβαρα της «εθνικής κληρονομιάς» απέναντι στους πολυπολιτισμικούς «λαπάδες».

...και οι δηλητηριώδεις καρποί του

Η ρατσιστική πολιτική του Σαρκοζί δεν τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια της Μαρί Λεπέν του Εθνικού Μετώπου, αντίθετα έδωσε αέρα στα πανιά της, φέρνοντας τη ρατσιστική ατζέντα της στο κέντρο της επίσημης πολιτικής σκηνής. Στην περίπτωση της Ελλάδας, διαψεύστηκαν οι απόψεις που έλεγαν ότι μια τέτοια εκστρατεία θα ξανακάνει την Νέα Δημοκρατία αποκλειστικό ιδιοκτήτη της «δεξιάς πολυκατοικίας». Η «κοινή λογική» των ΜΜΕ υποστήριζε ότι οι δεξιοί ψηφοφόροι που είχαν εγκαταλείψει τον «κωλοτούμπα» Σαμαρά θα επανακάμψουν εγκαταλείποντας τα «άκρα».

Το μόνο που χρειάζονταν να κάνουν οι φασίστες ήταν να πουν και, πιο σημαντικό, να δείξουν ότι αυτό που λέει ο Σαμαράς το κάνουν οι ίδιοι στην πράξη, χωρίς καθυστερήσεις και ανησυχίες για τη λεγόμενη νομιμότητα. Μαζικές απελάσεις «παράνομων λαθρομεταναστών» υποσχόταν ο Σαμαράς; Οι συμμορίες της Χ.Α «απέλαυναν» μετανάστες με τα στυλιάρια, τη φωτιά και το μαχαίρι. Στην Πάτρα, στα Βασιλικά της Εύβοιας, στο Πέραμα πρόσφατα. «Πόλεμο στο παραεμπόριο» φώναζε από το «Κέντρο Ελληνικού Κόσμου» στις 12 Ιούνη;3 Οι κρανοφόροι της Χ.Α με τη συνδρομή των μπάτσων της «Δίας» είχαν ήδη αναλάβει να το κάνουν πράξη με επιθέσεις στους μικροπωλητές έξω από την ΑΣΟΕΕ και σε φοιτητές που τους υπεράσπιζαν. Κατάργηση του νόμου Ραγκούση που δίνει μια κουτσουρεμένη και μίζερη υπηκοότητα στα παιδιά των μεταναστών υποσχόταν ο Σαμαράς; Θα πετάξουμε τους μετανάστες από τα νοσοκομεία και τα παιδιά τους από τους παιδικούς σταθμούς, κραύγαζε ο “Καιάδας”.

Η διαφορά είναι ότι η ΝΔ υποσχόταν να τα κάνει όλα αυτά «διά της νομίμου οδού» αλλά οι φασίστες κόντρα στο «κατεστημένο» που «δένει τα χέρια της αστυνομίας». Όσο για την αστυνομία, που τα χέρια της λύνονται ακόμα περισσότερο κάθε μέρα που περνάει, αντάμοιψε σε είδος το σφιχταγκάλιασμα ψηφίζοντας μαζικά, και στις εκλογές του Ιούνη, τους φασίστες.

Πολλοί σοκαρίστηκαν όταν μετά την επίθεση του Κασιδιάρη διαπίστωσαν ότι «λαϊκός κόσμος» επικροτούσε. Δεν θα έπρεπε. Όχι μόνο γιατί «λαϊκό κόσμο» έχει και η Δεξιά, που ένα κομμάτι του εγκατέλειψε το ναυαγισμένο ΛΑΟΣ, ακόμα και τη ΝΔ για να προσχωρήσει, εκλογικά καταρχήν, στους φασίστες. Αλλά και γιατί όλο το προηγούμενο διάστημα η υστερία των Σαμαράδων ενάντια στην «Αριστερά που κυβερνάει από την μεταπολίτευση» που είναι «υπεύθυνη για τα χάλια της χώρας» νομιμοποίησε πολιτικά τον ορκισμένο εχθρό της αριστεράς και του εργατικού κινήματος, τους φασίστες, και τους όπλισε το χέρι.

Εκφασισμός της κοινωνίας;

Η άποψη αυτή ακούγεται όλο και δυνατότερα το τελευταίο διάστημα. Επιγραμματικά, στηρίζεται σε δυο σκέλη. Το πρώτο, το πιο πολιτικό, ξεκινώντας από τη θέση ότι η Χ.Α είναι «το μακρύ χέρι του μνημονιακού κράτους», περιγράφει ένα ακροδεξιό τόξο που ξεκινάει από τις παρυφές του ΠΑΣΟΚ, περνάει στη ΝΔ και στο κόμμα του Καμμένου για να καταλήξει στην Χ.Α. Σ’ αυτό το σχήμα οι φασίστες έχουν απλά το ρόλο του «λαγού» του «μαύρου μετώπου». Το δεύτερο σκέλος βλέπει τον φασισμό να γεννιέται αυτόματα σε κάθε ρατσιστική και συντηρητική αντίληψη που είναι διαδεδομένη στην κοινωνία (π.χ βία ενάντια στις γυναίκες) σε συνδυασμό με την απελπισία που γεννάει η κρίση. Το πρόβλημα και με τις δυο αυτές αντιλήψεις είναι ότι χάνουν από τα μάτια τους τα γεγονότα.

Η Χ.Α δεν γεννήθηκε σήμερα, έχει πίσω της τουλάχιστον είκοσι χρόνια «ανοιχτής» δράσης. Η πρώτη απόπειρα ανοίγματός της σε μαζικά ακροατήρια ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στα πλαίσια της εθνικιστικής υστερίας για το όνομα της Μακεδονίας. Η απόπειρα απέτυχε μερικά χρόνια αργότερα, όχι μόνο γιατί το κύμα των εργατικών αγώνων που έριξε τη δεξιά και πάλεψε τον Σημίτη της στερούσε το «οξυγόνο» αλλά και γιατί βρήκε μπροστά της ένα μπαράζ αντιφασιστικών κινητοποιήσεων. Από τις αντιφασιστικές διαδηλώσεις χιλιάδων μαθητών από κατειλημμένα σχολεία το 1993 μέχρι την κινητοποίηση που της απαγόρευσε να γιορτάσει την «εθνικιστική Πρωτομαγιά» το 1998 στην Κλαυθμώνος και ένα μήνα μετά με τα οργισμένα συλλαλητήρια διαμαρτυρίας για τη δολοφονική επίθεση στο Δ. Κουσουρή.

Οι ναζί, τώρα αλλά και πάντα, είναι μισθοφόροι του κεφαλαίου. Η «ιδεολογία» τους είναι ένα αηδιαστικό μείγμα από όλες τις ιδέες της κυρίαρχης τάξης τονισμένες σε σημείο παροξυσμού (εθνικισμός, περιφρόνηση των «κατωτέρων», σεξισμός, ρατσισμός). Όπως έλεγε ο Τρότσκι: «κάθε τι που μέσα από μια κανονική ανάπτυξη της κοινωνίας θα αποβαλλόταν από τον εθνικό οργανισμό σαν περίττωμα ξεπετιέται τώρα από το λαρύγγι: ο καπιταλιστικός πολιτισμός ξερνά μια βαρβαρότητα που δεν χωνεύτηκε, αυτή είναι η φυσιολογία του εθνικοσοσιαλισμού».4 Όμως, μαζικές φασιστικές οργανώσεις και κινήματα γεννιούνται και μεγαλώνουν σε συγκεκριμένες συνθήκες. Επίσης, δεν υπάρχει τίποτα αυτόματο σε αυτή την πορεία τους. Ο αμερικάνος ιστορικός Ρόμπερτ Πάξτον έχει επισημάνει ότι στην Ευρώπη των αρχών του 20ου αιώνα υπήρχαν πολλές «πρωτοφασιστικές» κινήσεις ή ιδεολογικές συσπειρώσεις, λίγες όμως κατόρθωσαν να κάνουν το επόμενο βήμα στη πολιτική, ακόμα λιγότερες να αναπτυχθούν και λίγες, μετρημένες στα δάκτυλα να πάρουν την εξουσία.5

Απόψεις που δεν διακρίνουν την ειδοποιό διαφορά του φασισμού και τις δοκιμασίες που πρέπει να αντιμετωπίσει πριν φτάσει να διεκδικήσει την εξουσία, καταλήγουν στο τέλος να υπερτιμούν τη δύναμή του. Υιοθετούν μια στάση ηττοπαθή, αφού υποτίθεται οι φασίστες εκφράζουν πλειοψηφικά ρεύματα στην κοινωνία. Τα πρακτικά συμπεράσματα από τέτοιες εκτιμήσεις κινούνται σε δυο κατευθύνσεις: είτε προς μια ηρωική αναμέτρηση των «αποφασισμένων» που θα αντιμετωπίσουν τους φασίστες στρατιωτικά, μιας και οι μαζικές διαδηλώσεις και άλλες μορφές δράσης είναι μάταιες. Η δεύτερη, εσωτερικεύει την προπαγάνδα των ΜΜΕ ότι ο «κόσμος τους θέλει», γιατί υποτίθεται δίνουν πρακτικές απαντήσεις στα καθημερινά προβλήματα (μια εικόνα που εν πολλοίς είναι δημιούργημα των ΜΜΕ) και προσανατολίζεται στη συγκρότηση «δικτύων αλληλεγγύης» εκεί που αποσύρεται το κράτος.

Ένας τέτοιος προσανατολισμός οδηγεί από μια άλλη διαδρομή στο ίδιο αποτέλεσμα με τον προηγούμενο: την υποκατάσταση της μαζικής δράσης από ομάδες που προσπαθούν να λύσουν τα ζητήματα για «λογαριασμό» των εργατών, της νεολαίας, των φτωχών. Είναι επίσης υποχώρηση από την πάλη για την υπεράσπιση των δημόσιων

σχολείων, νοσοκομείων, δημοτικών υποδομών, από τα συνδικάτα. Είναι αναποτελεσματικός γιατί κανένα «δίκτυο» δεν μπορεί να λύσει κεντρικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα την προμήθεια φαρμάκων για συνταξιούχους και αρρώστους.

Μας «παίρνει»; Μια σύγκριση με την Δημοκρατία της Βαϊμάρης

Το κίνημα σήμερα έχει το πλεονέκτημα απέναντι στους φασίστες, παρά το ανατριχιαστικό ποσοστό που πήραν στις εκλογές. Έχει τους συσχετισμούς να τους πετάξει στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Ένας τρόπος για να το δούμε αυτό είναι η σύγκριση με την «κλασική» περίοδο της δεκαετίας του ’30 στην Γερμανία της Βαϊμάρης.

Το ναζιστικό κόμμα του Χίτλερ εκτινάχτηκε από το 2,4% στις εκλογές του Μάη 1928 στο εντυπωσιακό 18,5% στις εκλογές του 1930. Ποτέ δεν κατόρθωσε να εισχωρήσει στον σκληρό πυρήνα της εκλογικής επιρροής των δυο αριστερών κομμάτων, του SPD και του KPD στην εργατική τάξη. Σε πείσμα, επίσης, ενός διαδεδομένου μύθου, η κύρια δεξαμενή του δεν ήταν οι άνεργοι εργάτες, οι οποίοι ψήφιζαν όπως η υπόλοιπη εργατική τάξη. Αντλούσε ψήφους και μέλη από την συρρίκνωση των κομμάτων της δεξιάς και από μεσαία στρώματα, όχι άνεργους και περιθωριοποιημένους (παρόλο που τέτοια στρώματα υπεραντιπροσωπεύονταν στις παραστρατιωτικές οργανώσεις του).

Όμως, η «αριστερά» της Βαϊμάρης, παρά την αντοχή της, ποτέ δεν κατόρθωσε να διευρύνει την επιρροή της. Στις εκλογές του Σεπτέμβρη 1930 τα δυο κόμματα απέσπασαν το 38,1%. Τον Ιούλη του 1932 (όταν οι ναζί έφταναν στο απόγειο της εκλογικής επιρροής τους) το ποσοστό τους υποχώρησε ελαφρά στο 36,4% για να ανέβει ξανά τον Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς στο 37,8%. Αυτό που άλλαζε ήταν η εσωτερική κατανομή των ψήφων, με το Κομμουνιστικό Κόμμα να αυξάνει σταθερά τα ποσοστά του σε βάρος των Σοσιαλδημοκρατών.

Η καθήλωση της εκλογικής επιρροής είχε να κάνει με πολλούς παράγοντες, που αφορούν στον τρόπο με τον οποίο γεννήθηκε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Όμως, αν μιλάμε για την περίοδο από το 1929 και μετά, την περίοδο δηλαδή όπου η γερμανική κοινωνία βυθίστηκε απότομα στη δίνη της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, ο υποκειμενικός παράγοντας, η πολιτική των ηγεσιών έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Και τα δυο κόμματα θεωρούσαν ουσιαστικά ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να παλέψει αποτελεσματικά σε συνθήκες κρίσης. Για την σοσιαλδημοκρατία αυτό σήμαινε την πολιτική του «μικρότερου κακού», την «ανοχή» προς τις κυβερνήσεις που εφάρμοζαν την πιο άγρια λιτότητα στο όνομα της υπεράσπισης των «θεσμών» και την αδράνεια. Για το ΚΚ, σήμαινε την πολιτική του «σοσιαλφασισμού». Οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες ήταν βολεμένοι «αριστοκράτες», η «αριστερή πτέρυγα του φασισμού», όλες οι κυβερνήσεις ήταν «φασιστικές». Η αντίσταση στον φασισμό, ιδιαίτερα το 1931-32, σήμαινε απλά σύγκρουση στο δρόμο. Οι αγωνιστές του ΚΚ βρέθηκαν να δίνουν τη μάχη εκεί που δεν μπορούσαν να την κερδίσουν, μιας κι οι ναζί είχαν πίσω τους την ισχύ του κράτους.

Ο Τρότσκι καλούσε τους κομμουνιστές να επιβάλλουν την τακτική του «ενιαίου μετώπου» στην ηγεσία του κόμματος. Το κριτήριό του δεν ήταν μια αφηρημένη «ενότητα». Το ενιαίο μέτωπο ήταν ο τρόπος να μπει η ίδια η τάξη σε κίνηση, και τσακίζοντας τη φασιστική απειλή να βάλει στην ημερήσια διάταξη τη σύγκρουση με τον καπιταλισμό. Γι’ αυτό επέμενε για παράδειγμα ότι η εκλογική αριθμητική είναι παραπλανητική, και πως «χίλιοι εργάτες που δουλεύουν σε ένα μεγάλο εργοστάσιο αξίζουν εκατό φορές πιο πολύ απ’ όσο χίλιοι κρατικοί υπάλληλοι, γραφιάδες, μαζί με τις γυναίκες και τις πεθερές τους».6

Είναι επίσης λάθος η εκτίμηση που υποστηρίζει ότι από τη στιγμή που το «αυγό του φιδιού» επωάστηκε ήταν πολύ αργά να αντιμετωπιστεί. Η φράση έχει γίνει κοινός τόπος από την ομώνυμη ταινία του Μπέργκμαν το 1977, αλλά είναι λάθος και για τότε και για σήμερα. Συνήθως, η αναφορά γίνεται στα λόγια του Χίτλερ ότι η μόνη ευκαιρία να τσακιστεί το κόμμα του ήταν ενόσω ήταν μικροσκοπικό. Είναι περίεργο γιατί δίνεται βάση σε αυτόν τον ισχυρισμό, απ’ όλες τις τερατολογίες και ασυναρτησίες του «φύρερ».

Η αλήθεια είναι ότι οι ναζί πέρασαν τη μεγαλύτερη κρίση τους λίγο πριν τους ανεβάσουν στην εξουσία κι ότι τα στελέχη τους έτρεμαν μέχρι τη τελευταία στιγμή την αναμέτρηση με τις δυνάμεις της αριστεράς. Τα SA ήταν συμμορίες, όχι στρατός. Ακόμα και για τη μεγαλύτερη επίδειξη δύναμής τους, την παρέλαση μπροστά από το αρχηγείο του KPD στο Βέντινγκ, την πιο κόκκινη γειτονιά του Βερολίνου, στις 22 Γενάρη 1933, χρειάστηκαν την υποστήριξη δώδεκα χιλιάδων βαριά οπλισμένων αστυνομικών και την επίσημη απαγόρευση κυκλοφορίας. Η ενωτική δράση των εργατικών οργανώσεων που θα έκανε αντιφασιστικά κάστρα και ορμητήρια τα εργοστάσια, μπορούσε να τσακίσει τους ναζί ακόμα και στις παραμονές της ανόδου τους στην εξουσία.

Η δυναμική είναι πολύ διαφορετική σήμερα στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στο εργατικό κίνημα δεν πέρασαν οι απόψεις που λένε ότι η κρίση μας κάνει ανίσχυρους. Αντίθετα, οι εργατικοί αγώνες έριξαν δυο μνημονιακές κυβερνήσεις και έχουν δώσει στην Αριστερά ποσοστά ανεπανάληπτα στην ιστορία της. Οι μεγάλες πλειοψηφίες που απέσπασε σε εργαζόμενους δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, νεολαία, άνεργους, στις εργατογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, υπογραμμίζουν ακόμα περισσότερο αυτή τη δυναμική. Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 η γερμανική εργατική τάξη δεν μπόρεσε να σπάσει τον «ζουρλομανδύα» που της είχαν φορέσει οι ηγεσίες της. Δεν ήταν καθόλου «μοιραίο». Στις σημερινές συνθήκες, αντίθετα, υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις να επικρατήσει η «επαναστατική ελπίδα» απέναντι στην «αντεπαναστατική απελπισία».

Η στάση της Αριστεράς

Βέβαια, ο Τρότσκι στα ίδια κείμενα για την Γερμανία προειδοποιούσε ότι: «Η ιστορία, ακόμα και η πιο πρόσφατη, δεν μπορεί να πάρει τη θέση της ενεργού πολιτικής». Η Αριστερά έχει χρέος να χαράξει μια τέτοια ενεργό πολιτική απέναντι στη φασιστική απειλή.

Οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ μέχρις στιγμής υποτιμάνε αυτό το καθήκον. Μπορεί να αλληλοβρίζονται για το κάθε τι με κάθε δυνατό τρόπο, όμως, φαίνεται ότι συμφωνούν σε ένα πράγμα: η ανοιχτή κόντρα με τη ρατσιστική υστερία του Σαμαρά και τα πογκρόμ της Χρυσής Αυγής, απομακρύνει ψηφοφόρους και άρα δεν πρέπει να είναι προτεραιότητα. Τήρησαν σιγή ιχθύος όταν τα τάγματα εφόδου της Χ.Α οργίαζαν στην Πάτρα. Η απάντηση στην επίθεση του Κασιδιάρη ήταν μερικές πλατωνικές καταδίκες. Τα αντιφασιστικά συλλαλητήρια της 8 Ιούνη, μια μέρα μετά την επίθεση, ήταν η ευκαιρία να καλέσουν τον κόσμο στο δρόμο, σε μαζική επίδειξη αντιφασιστικής δύναμης. Ούτε το ΚΚΕ ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ το έκαναν. Τα συλλαλητήρια ήταν μαζικά και οργισμένα, και αυτό οφείλεται στην παρέμβαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΚΕΕΡΦΑ.

Στις 13/6, μια μέρα μετά την επίθεση φασιστοειδών σε στέλεχος του ΚΚΕ στην Αγ. Παρασκευή, η Α. Παπαρήγα δήλωνε στην συνέντευξή της: «Αν ήταν κανένα άλλο κόμμα θα είχε κάνει σήμερα. Θα είχε βγει στα κανάλια, ‘μας σκοτώσανε’, ‘στείλανε τον άνθρωπο μας στο νοσοκομείο’. Βεβαίως το καταγγείλαμε και δε θα έχουν καλή άκρη με μας αυτοί. Μη νομίζετε τώρα ότι θα μας φοβίσουν, αλλά ας πάμε τώρα στις εκλογές με ηρεμία, να σκεφτεί ο κόσμος τι θα ψηφίσει».7 Πάλι, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σήκωσε το γάντι της απάντησης στη φασιστική επίθεση με μια πορεία εκατοντάδων στους δρόμους της Αγ. Παρασκευής. Στο τέλος της πορείας ο κόσμος του ΚΚΕ που ήταν συγκεντρωμένος στο περίπτερο χειροκροτούσε τους διαδηλωτές. Ένα δείγμα ότι οι διαθέσεις της βάσης δεν ταυτίζονται με την πολιτική της ηγεσίας.

Απ’ την άλλη, ο Α. Τσίπρας αναζητάει απάντηση στη φασιστική βία στην συμπαράταξη με τον …Σαμαρά και τον Βενιζέλο. Στις δηλώσεις του μετά τη συνάντηση με τον Σαμαρά στις 18/6 είπε: «Του έθεσα ως ένα σημαντικό ζήτημα που απαιτεί τη συνεννόηση μεταξύ μας, και αφορά τον περιορισμό των κρουσμάτων βίας, δυστυχώς από δυνάμεις που εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο. Η δημοκρατία πρέπει να αντισταθεί απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα και τουλάχιστον εμείς θα βρεθούμε απέναντι σε κάθε τέτοια προσπάθεια, σε κάθε προσπάθεια που στην πραγματικότητα συρρικνώνει τη δημοκρατία και απειλεί τον ίδιο τον πολίτη θα βρεθούμε απέναντι. Κι εδώ χρειάζεται η συνεργασία όλων των πολιτικών δυνάμεων».8

Κάθε φορά που η Αριστερά υπεκφεύγει αυτή τη μάχη, ή αναζητάει «δημοκρατικά μέτωπα» με τους κήρυκες του ρατσιστικού μίσους, δεν κερδίζει ψηφοφόρους και υποστηρικτές. Αφήνει το έδαφος στη δεξιά, και εν τέλει στους φασίστες, να δημαγωγούν και να ψαρεύουν στα θολά νερά.

Όμως, η βάση, της αριστεράς είναι μίλια πιο μπροστά και αριστερά από τις ηγεσίες και σ’ αυτό το ζήτημα όπως και σε όλα τα άλλα. Χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες έχουν συγκρουστεί με τον ρατσισμό και το φασισμό όλα τα τελευταία χρόνια, σε χώρους δουλειάς, γειτονιές, συνδικάτα, φοιτητικούς συλλόγους. Αυτή η δύναμη μπορεί να μπει σε κίνηση. Ο ρόλος των επαναστατών και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι αποφασιστικός για να γίνει πράξη.

Το πρώτο κρατούμενο σε μια τέτοια προσπάθεια είναι ότι η μάχη ενάντια στους φασίστες είναι αναπόσπαστα δεμένη με τη μάχη ενάντια στον ρατσισμό. Οι λέξεις στον τίτλο της ΚΕΕΡΦΑ – ενάντια στον Ρατσισμό και την Φασιστική Απειλή – δεν είναι τυχαίες. Ο ρατσισμός είναι η αιχμή του δόρατος της ιδεολογικής επίθεσης της αστικής τάξης και το έδαφος που οργανώνουν οι φασίστες σε γειτονιές. Οι δολοφονικές επιθέσεις σε μετανάστες είναι ο προάγγελος των επιθέσεων στην αριστερή, στους απεργούς και τους διαδηλωτές. Οι σύγχρονοι Γκοτζαμάνηδες εκπαιδεύονται στα κορμιά των μεταναστών.

Η πάλη ενάντια στον ρατσισμό, σημαίνει πάλη για τη νομιμοποίηση των μεταναστών, ενάντια στα κλειστά σύνορα, στους φράχτες στον Έβρο, ενάντια στην Frontex. Αυτή η πάλη δεν αδυνατίζει τον αγώνα για την ανατροπή της κυβέρνησης «εθνικής ευθύνης» του Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη. Αντίθετα, τη δυναμώνει. Όταν απαντάμε στις χυδαιότητες ότι τάχα οι μετανάστες βουλιάζουν το ΕΣΥ, δυναμώνουμε την πάλη για δημόσια δωρεάν υγεία για όλους κόντρα στις «συγχωνεύσεις» και τις ιδιωτικοποιήσεις.

Η απάντηση στη φασιστική απειλή πρέπει να είναι μαζική. Η ΚΕΕΡΦΑ έχει πρωτοστατήσει στη διοργάνωση ενωτικών διαδηλώσεων-απάντηση σε φασιστικές επιθέσεις και συγκεντρώσεις όλους τους τελευταίους

μήνες, όπως εκείνες που κατευθύνθηκαν στον Αγ. Παντελεήμονα. Είναι μια πρακτική που πρέπει να κλιμακωθεί, να οργανωθεί καλύτερα, να αποκτήσει ακόμα μαζικότερες διαστάσεις. Οι αντιφασίστες είναι παντού πλειοψηφία. Πρέπει να δείξουν τη δύναμή τους. Κάθε φορά που οι φασίστες προκαλούν, πρέπει να παίρνουν άμεσα απάντηση. Είτε πρόκειται για μια θρασύδειλη νυχτερινή επίθεση, είτε για γράψιμο εμετικών συνθημάτων σε γειτονιές και σχολεία, είτε για απόπειρες να μιλήσουν σε τοπικούς ραδιοφωνικούς ή τηλεοπτικούς σταθμούς, πρέπει να βρίσκουν μπροστά τους εκατοντάδες αγωνιστές και αγωνίστριες. Έτσι χτίζουμε τις προϋποθέσεις για να ηττηθούν και «στρατιωτικά»: όταν οι ομάδες κρούσης τους βρίσκονται πολιορκημένες από χιλιάδες διαδηλωτές, είναι ανίσχυρες.

Η κινητοποίηση της οργανωμένης εργατικής τάξης είναι ο αποφασιστικός παράγοντας σε αυτή την προσπάθεια. Οι ναζί προσπαθούν να βάλουν οργανωμένα πόδι στις γειτονιές, με το άνοιγμα γραφείων τους. Οι τοπικές ΕΛΜΕ και σύλλογοι δασκάλων, τα σωματεία των εργαζόμενων στους δήμους, στα τοπικά νοσοκομεία, ΔΕΚΟ, είναι απαραίτητες συμμετοχές σε κάθε αντιφασιστική καμπάνια που θέλει να είναι νικηφόρα. Μπορούν όχι μόνο να κάνουν πράξη με απεργίες και διαδηλώσεις το «έξω οι φασίστες από τη γειτονιά» αλλά και να συνδέσουν τη μάχη με τις ανάγκες των εργαζομένων και της νεολαίας. Για παράδειγμα, όταν ο Καμίνης έδωσε γραφεία στη Χ.Α στο Παγκράτι, στέρησε το χώρο από τις σχολικές επιτροπές και τους συλλόγους της γειτονιάς.

Για να γίνουν τα παραπάνω πράξη, χρειάζεται η αντιφασιστική-αντιρατσιστική δράση να είναι ενωτική αλλά και αιχμηρή. Στις πρωτοβουλίες και δράσεις σε γειτονιές, σχολές, χώρους δουλειάς, πρέπει να υπάρχει χώρος για τους πάντες, από τους αναρχικούς μέχρι τον κόσμο της ΔΗΜΑΡ που νόμιζε ότι είναι σε ένα αντιρατσιστικό κόμμα και τώρα το βλέπει να στηρίζει μια κυβέρνηση που έχει στο πρόγραμμά της την κατάργηση ακόμα και του νόμου Ραγκούση. Όμως, αυτές οι πρωτοβουλίες πρέπει να είναι για δράση, όχι για γενικόλογα ευχολόγια ενάντια στο ρατσισμό και τον φασισμό. Δεν πρέπει να υποκύπτουν στον «ρεαλισμό» και την «υπευθυνότητα» της αντιπολίτευσης αριστερών ηγεσιών που περιμένουν απλά τις επόμενες εκλογές. Η ενεργητική συμμετοχή του δυναμικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αυτές τις προσπάθειες είναι η εγγύηση για τον ανοιχτό, ενωτικό, αλλά και μαχητικό προσανατολισμό τους.

Η αντικαπιταλιστική αριστερά σήμερα έχει τη δύναμη να παίξει αυτό τον πρωτοπόρο ρόλο. Είναι μια ακόμα διαφορά από τη σκοτεινή δεκαετία του ’30. Το ΣΕΚ δίνει όλες του τις δυνάμεις σ’ αυτή τη μάχη με την αισιοδοξία της νίκης.

1. Θανάσης Καμπαγιάννης «Κοινός αγώνας ενάντια στους νεοναζί» ΣαΚ νο 92, http://www.socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=346:i92&Itemid=1

2. Εργατική Αλληλεγγύη, 868, http://www.sek-ist.gr/EA/home.php?article_ID=2249

3. «Ο Δωδεκάλογος της ΝΔ για Ασφάλεια-Λαθρομετανάστευση» στο www.nd.gr

4. Λέον Τρότσκι «Τι είναι εθνικοσοσιαλισμός;»

στο: Η Πάλη ενάντια στο φασισμό στην Γερμανία, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 268.

5. Βλέπε Ρόμπερτ Ο. Πάξτον, Η Ανατομία του Φασισμού.

6. Λ. Τρότσκι, «Η Γερμανία το κλειδί της διεθνούς κατάστασης», ο.π, σελ. 76.

7. http://www.kke.gr (Διακαναλική συνέντευξη).

8. Στο http://www.syriza.gr