Η Μαρία Στύλλου αναλύει τα αποτελέσματα των εκλογών και προβάλλει το ρόλο που έχει να παίξει η αντικαπιταλιστική αριστερά.
Την επόμενη της 17 Ιούνη, τα χαμόγελα άνθισαν στις ηγεσίες της Ευρωζώνης με την ελπίδα ότι στην Ελλάδα θα σχηματιστεί μια κυβέρνηση σταθερή, με ραχοκοκαλιά τη Ν.Δ. και τη δυνατότητα να ξαναβάλουν μπροστά τα Μνημόνια. Τέσσερις μήνες προεκλογικής περιόδου χωρίς την εφαρμογή μέτρων που είχαν συμφωνηθεί με τη δανειακή σύμβαση, είναι μια χαλάρωση που χαλάει την πιάτσα, γκρίνιαζαν η Μέρκελ και ο Σόιμπλε. Όμως οι πολιτικές εξελίξεις από τις πρώτες κιόλας μέρες, δεν ήταν αυτές που έλπιζαν. Η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ σε δεύτερο και όχι σε πρώτο κόμμα, η συμφωνία Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ να προχωρήσουν σε κυβέρνηση συνεργασίας, δεν εξασφαλίζουν ούτε σταθερότητα, ούτε δυνατότητα να ελέγξουν τις αντιστάσεις.
Μαζική φυγή από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ
Τα ίδια τα αποτελέσματα των εκλογών είναι η πρώτη πηγή αυτής της αστάθειας. Η Ν.Δ. βγήκε πρώτο κόμμα αλλά με ποσοστό που είναι το χαμηλότερο από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Είναι ακόμα μικρότερο και από το 33% που πήρε στις εκλογές του 2009 και θεωρήθηκε τότε σαν ιστορικό χαμηλό. Αυτή είναι μια παρατήρηση που αποφεύγουν να τη θυμούνται και να τη θυμίζουν οι διάφοροι δημοσκόποι και δημοσιογράφοι, που περιορίζονται μόνο στη καταβαράθρωση της δύναμης του ΠΑΣΟΚ. Από τις πρώτες εκλογές στις 6 Μάη μέχρι τις 17 Ιούνη, μέσα σε πέντε βδομάδες το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να χάσει άλλη μιάμιση μονάδα, φτάνοντας σε μικρότερο ποσοστό κι απ’ αυτό του 1974, που ήταν η πρώτη φορά που το ΠΑΣΟΚ κατέβηκε στις εκλογές. Όταν τα δυο αυτά κόμματα καταφέρνουν μόλις και μετά βίας να φτάσουν το 42%, τότε μπορεί κανείς με σιγουριά να υποστηρίζει ότι βρισκόμαστε σε μαζική φυγή από τα κόμματα της κυρίαρχης τάξης, που καταγράφτηκε εκλογικά και στις 6 Μάη και στις 17 Ιούνη.
Αυτές οι εξελίξεις είναι αποτέλεσμα δυο παραγόντων.
Ο πρώτος είναι η οικονομική κρίση που συνεχίζεται διεθνώς, και μάλιστα στην ευρωζώνη έχει πάρει διαστάσεις που απειλούν τη διάλυσή της. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, η ελληνική οικονομία έχει μπει σε πιο βαθιά ύφεση, που φέτος τα επίσημα στοιχεία προβλέπουν να φτάσει το 6,7%, και να είναι η μεγαλύτερη της πενταετίας.
Ο δεύτερος είναι η εργατική εξέγερση που ζήσαμε τα τελευταία δυο χρόνια. Οι εκλογές της 6 Μάη έγιναν πάνω στα δυο χρόνια από την Πανεργατική σεισμό στις 5 Μάη του 2010, όταν περνούσε το πρώτο Μνημόνιο, και οι εκλογές στις 17 Ιούνη στην επέτειο της πανεργατικής πέρσι στις 15 Ιούνη, όταν οι απεργοί μαζί με τον κόσμο που είχε καταλάβει το Σύνταγμα, μετρούσαν τις ώρες ζωής της κυβέρνησης του ΓΑΠ. Και είχαν δίκιο – τότε ήταν που ο ΓΑΠ έκανε για πρώτη φορά πρόταση στον Σαμαρά να προχωρήσουν σε κυβέρνηση συνεργασίας γιατί ούτε το 44% που πήρε στις εκλογές του 2009, ούτε η πλειοψηφία των 155 βουλευτών που είχε ακόμα στη Βουλή, του έδιναν τη δυνατότητα να κυβερνήσει.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες αναγκάστηκαν να προχωρήσουν στη δημιουργία κυβέρνησης συνεργασίας με συμμετοχή του ΛΑΟΣ και πρωθυπουργό τον Παπαδήμο. Αλλά και πάλι οι ελπίδες για πολιτική σταθερότητα διαψεύστηκαν και η κυβέρνηση Παπαδήμου κατάρρευσε.
Εάν κάποιος χάσει από τα μάτια του αυτές τις εξελίξεις, τότε κινδυνεύει να θεωρήσει ότι τα αποτελέσματα των εκλογών, η δημιουργία νέας κυβέρνησης συνεργασίας και η συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ σε αυτήν, δίνουν περίοδο ανάσας στην άρχουσα τάξη, τής εξασφαλίζουν τη δυνατότητα να ελέγξει τις αντιδράσεις, να καθορίσει την επόμενη ατζέντα και για την αριστερά και για το κίνημα.
Αυτό είναι τεράστιο λάθος. Κανένα κόμμα από τη νέα Τρόικα εσωτερικού δεν είναι σταθερό, πολύ περισσότερο η κοινή κυβέρνηση. Στη Ν.Δ. λειτουργούν τουλάχιστον δυο κομμάτια, το ένα του Σαμαρά και το άλλο της Μπακογιάννη, με ένα συρφετό αξιωματούχων, βουλευτών και παραγόντων να μετατοπίζονται ανάλογα με τις εξελίξεις. Νωπές είναι και οι μεταγραφές φασιστών από το ΛΑΟΣ, όπως και οι διασπάσεις προς το κόμμα του Καμμένου. Μια πολυσυλλεκτική κινούμενη άμμος είναι η ΝΔ του Σαμαρά που με δυσκολία κρατάει τη δική της συνοχή και ακόμη πιο δύσκολα της κυβέρνησης.
Ίδια και χειρότερη είναι η εικόνα και στο ΠΑΣΟΚ. Η συμμετοχή του στη νέα κυβέρνηση με «ακαδημαϊκούς» και «επιχειρηματίες» φίλους, δεν εκφράζει μόνο την προσπάθεια να μην λουστεί ο Βενιζέλος τις αποτυχίες της νέας κυβέρνησης, αλλά και τον αποκλεισμό από τα υπουργικά πόστα των ανταγωνιστών του στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ. Ο Βενιζέλος προετοιμάζει συνέδριο το φθινόπωρο, και μέσα απ’ αυτό ελπίζει να πάρει τον έλεγχο του όλου ΠΑΣΟΚ. Φαντάζεται τον εαυτό του, σαν τον Αντρέα Παπανδρέου στις 3 Σεπτέμβρη του 1974, μόνο που εδώ η παρατήρηση του Μαρξ στη «18η Μπρυμαίρ» ότι «η ιστορία την πρώτη φορά εμφανίζεται σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα» ταιριάζει γάντι.
Η ΔΗΜΑΡ δεν φέρνει την άνοιξη
Η συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ, σαν αριστερό άλλοθι της νέας συγκυβέρνησης, σε αντίθεση με το ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου, είναι επιβεβαίωση για το πόσο χρειάζονται την αριστερά για να συνεχίσουν. Ο Σαμαράς δεν θα μπορούσε να διαλέξει σαν δεκανίκι τη Χρυσή Αυγή που αντικατέστησε το ΛΑΟΣ στη Βουλή, όχι γιατί δεν έχει συγκοινωνούντα δοχεία με τη ΧΑ, αλλά γιατί έχει ανάγκη για κάλυψη από τα αριστερά. Η ΔΗΜΑΡ με το 6,5% πήρε κομμάτι από τον κόσμο που μετατοπίστηκε μαζικά στα αριστερά, εγκαταλείποντας τα δυο μεγάλα κόμματα, και γι’ αυτό μπόρεσε να επιβιώσει και στις εκλογές στις 17 Ιούνη. Η συμμετοχή του Κουβέλη στη νέα συγκυβέρνηση είναι η αναγνώριση της κυρίαρχης τάξης, ότι τα κόμματά της δεν μπορούν να κυβερνήσουν χωρίς τη συμμετοχή της αριστεράς. Αυτό δείχνει πόσο δραματικά έχει αλλάξει η πολιτική κατάσταση.
Η συμμετοχή στη συγκυβέρνηση δεν είναι χωρίς κόστος για τη ΔΗΜΑΡ. Μόνο το 70% της ηγεσίας της στήριξε αυτή την επιλογή, ενώ το 30% διαφώνησε. Οι διαφωνίες έφτασαν μέχρι την παραίτηση του Μπαγιώργου από το κόμμα. Ακόμα και ο Χατζησωκράτης παραιτήθηκε από υπεύθυνος της οικονομικής πολιτικής, εκφράζοντας τη διαφωνία του για τη μη εκλογή του στη Βουλή. Όλα αυτά είναι σημάδια των πιέσεων που δέχεται η ΔΗΜΑΡ όχι μόνο από τα δεξιά αλλά και από τα αριστερά της: και από μέσα αλλά και απ’ έξω. Τα προβλήματά της θα μεγαλώνουν όσο η συμφωνία για «επαναδιαπραγμάτευση» του Μνημόνιου θα αποδεικνύεται φούσκα.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει η νέα συγκυβέρνηση είναι η κρίση στη σχέση της με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Από τη Ν.Δ. ένα μεγάλο κομμάτι συνδικαλιστών της ΔΑΚΕ έχει φύγει και συνεργάζεται με το κόμμα των «Ανεξαρτήτων Ελλήνων» του Καμμένου. Αυτό καταγράφεται και στις εκλογές των συνδικάτων, όπου συνδικαλιστές της ΔΑΚΕ κατεβαίνουν σε ξεχωριστά ψηφοδέλτια. Ακόμα χειρότερη είναι η εξέλιξη στην ΠΑΣΚΕ. Ο Βενιζέλος απειλεί να διαλύσει την ΠΑΣΠ και την ΠΑΣΚΕ, γιατί δεν ελέγχει καμιά από τις δυο. Μέσα στην τελευταία διετία μια σειρά από ηγεσίες σωματείων που ανήκαν στην ΠΑΣΚΕ, έκαναν δηλώσεις αποχώρησης από το ΠΑΣΟΚ και ανεξαρτητοποιήθηκαν, ενώ στις πρόσφατες εκλογές η πλειοψηφία των εκλεγμένων συνδικαλιστών της ψήφισε αριστερά.
Αυτές οι αλλαγές καταγράφονται και στις εκλογές που γίνονται στα συνδικάτα, και πριν και μετά τις βουλευτικές εκλογές. Στις εκλογές του σωματείου στο Μετρό τα αποτελέσματα έδειξαν στροφή 180 μοιρών. Το 2009 η ΠΑΣΚΕ είχε πάρει 6 έδρες, και αυτή τη φορά οι 6 έδρες κερδήθηκαν από το «Ενιαίο» ψηφοδέλτιο με επικεφαλής τον Αντώνη Σταματόπουλο. Ό,τι είχε απομείνει από την πρώην ΠΑΣΚΕ συνεργάστηκε με κομμάτι της ΔΑΚΕ και έβγαλαν μόνο 2 έδρες. Το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ πήρε 48 ψήφους και 1 έδρα. Το ΚΚΕ μόνο 12 ψήφους.
Αυτή η συνολική εικόνα για τις αστάθειες και τις δυσκολίες των «νικητών» της 17 Ιούνη είναι απαραίτητη για την αριστερά για να μπορέσει να αντιμετωπίσει και να καθορίσει τα καθήκοντά της στη νέα περίοδο. Και είναι πραγματικά μια περίοδος γεμάτη προκλήσεις που ανοίγουν και δυνατότητες για μεγάλους αγώνες πολιτικούς και κοινωνικούς, αλλά και για την συζήτηση και προβολή της εναλλακτικής προοπτικής.
Ο ιστορικός συμβιβασμός
Η πιο τρανταχτή εξέλιξη σ’ αυτές τις εκλογές, αυτή που συζητήθηκε περισσότερο αλλά και είναι καθοριστική για τη συνέχεια, είναι η εκτίναξη των ποσοστών της αριστεράς. Στον πρώτο γύρο έφτασαν στο 33% (άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΔΗΜΑΡ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και στον δεύτερο χτύπησαν 38%. Στις εκλογές του 2007 το ΚΚΕ είχε πάρει 8,15% και ο ΣΥΡΙΖΑ 5,04%, δηλαδή μαζί 13,19%. Τότε είχε θεωρηθεί σαν το μεγαλύτερο ποσοστό μετά τον Ιούνιο του 1989, όταν ο ενιαίος τότε Συνασπισμός είχε πάρει 13,13%.
Η προηγούμενη φορά που η αριστερά στην Ελλάδα είχε φτάσει σε ποσοστά αντίστοιχα με τα σημερινά και είχε γίνει αξιωματική αντιπολίτευση ήταν το 1958. Τότε η ΕΔΑ «τελείως απροσδόκητα» πήρε σχεδόν 25% και έβγαλε 79 βουλευτές. Σε αυτή τη θέση έμεινε για τρία χρόνια μέχρι τις εκλογές βίας και νοθείας που οργάνωσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1961.
Η ΕΔΑ είχε δημιουργηθεί το 1951, δυο χρόνια από τη λήξη του εμφύλιου και με το ΚΚΕ εκτός νόμου. Ήταν ένα μέτωπο συνεργασίας του ΚΚΕ και μιας σειράς κινήσεων και οργανώσεων που συμμετείχαν στο ΕΑΜικό κίνημα. Η κοινοβουλευτική ομάδα των 79 της ΕΔΑ του 1958 ήταν όλων των αποχρώσεων, από το ανοιχτό ροζ μέχρι το κόκκινο. Στην πραγματικότητα, όχι και πολύ διαφορετική από τη σύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Στις εκλογές του 1961 τα ποσοστά της ΕΔΑ έπεσαν στο μισό και τη θέση της σαν αξιωματική αντιπολίτευση την πήρε η Ένωση Κέντρου.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’60, τα Κομμουνιστικά Κόμματα της Ευρώπης κάνουν στροφή στον «ευρωκομμουνισμό». Τον ξεκίνησε το Ιταλικό Κόμμα αλλά γρήγορα ακολούθησαν και τα άλλα. Η στροφή αυτή ξεκίνησε σαν κριτική μιας σειράς από κομμουνιστικά κόμματα στην επέμβαση των ρώσικων τανκς στην «Άνοιξη της Πράγας» το καλοκαίρι του 1968. Δεν περιορίστηκε όμως στην κριτική στα ανατολικά καθεστώτα, αλλά προχώρησε να ξεκαθαρίσει και ζητήματα στρατηγικής. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα στη Δύση, είχαν από πολύ καιρό εγκαταλείψει την προοπτική της ανατροπής του καπιταλισμού και της σοσιαλιστικής επανάστασης. Στην περίοδο που ακολούθησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο το ιταλικό όσο και το Γαλλικό Κ.Κ., τη δύναμή τους που είχαν χάρη στα κινήματα της Αντίστασης την μετέτρεψαν σε συμμετοχή ή στήριξη των μεταπολεμικών κυβερνήσεων.
Ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ – ο γραμματέας του Ιταλικού Κ.Κ. –, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της Χιλής το 1973, δήλωσε ανοιχτά ότι βρισκόμαστε στο τέλος των αριστερών κυβερνήσεων και ότι τα Κ.Κ. έπρεπε να συνεργαστούν στην κυβέρνηση με τη δεξιά. Στην Ιταλία αυτό σήμαινε με την Χριστιανοδημοκρατία. Στην Ελλάδα, αυτή η γραμμή εφαρμόστηκε για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά μετά τις εκλογές του Ιούνη του 1989. Τότε που ο ενιαίος Συνασπισμός συνεργάστηκε με τη Ν.Δ. και σχημάτισαν την κυβέρνηση της «κάθαρσης» από τα σκάνδαλα του ΠΑΣΟΚ. Η συνέχεια ήταν το φθινόπωρο του ’89, όταν σχηματίστηκε για πρώτη φορά οικουμενική κυβέρνηση με συμμετοχή και του ΠΑΣΟΚ. Αυτή την ιστορία χρειάζεται να τη θυμόμαστε, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που γίνεται ξανά συζήτηση για οικουμενικές κυβερνήσεις με συμμετοχή της αριστεράς μέσα σ’ αυτές.
Πόσο διαφορετικός είναι ο ΣΥΡΙΖΑ;
Η απότομη εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ έχει γεννήσει θεωρίες και απόψεις ότι τα παραδοσιακά ρεφορμιστικά κόμματα στην Ελλάδα περιορίζονται πια στη ΔΗΜΑΡ (που είναι δεξιά) και το ΚΚΕ (που είναι σεχταριστικό), ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα νέο κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Είναι δύσκολο να εξηγήσει ο καθένας τι εννοεί με τον όρο «ριζοσπαστική», αλλά αυτό που έχει σημασία είναι να απαντήσει κανένας εάν οι όποιες διαφορές του ΣΥΡΙΖΑ από το ΚΚΕ και τη ΔΗΜΑΡ τον τοποθετούν σε διαφορετική κατηγορία: η απάντηση είναι όχι.
Μια πρώτη παρατήρηση είναι οι διεθνείς του συνεργασίες. Το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς που στεγάζει και τον ΣΥΡΙΖΑ, και μια σειρά άλλα κόμματα και οργανώσεις, υποστηρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να αλλάξει εάν οι προοδευτικές και αριστερές δυνάμεις πάρουν το πάνω χέρι. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι το Γαλλικό Κ.Κ. συνεργάστηκε επανειλημμένα με τους σοσιαλδημοκράτες της Γαλλίας για να το προσπαθήσει και τα αποτελέσματα τα θυμόμαστε. Ο κατάλογος τέτοιων συνεργασιών συνεχίζει στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για τυχαία επιλογή, αλλά για επανάληψη της κλασικής ρεφορμιστικής στρατηγικής του κοινοβουλευτικού δρόμου.
Η προεκλογική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα στο δεύτερο γύρο, ήταν η «στήριξη του Ευρώ» πάνω απ’ όλα. Για να γίνει πιστευτός το πόσο σοβαρός ήταν σ’ αυτήν την προοπτική, άνοιξε μέτωπο με όλη την αριστερά, ακόμα και με το δικό του αριστερό ρεύμα. Ο Παπαδημούλης δήλωσε επανειλημμένα ότι ο Λαφαζάνης στην Ίσκρα εκφράζει δικές του απόψεις, και η Αυγή δεν κουράζεται να δημοσιεύει άρθρα γιατί ο Αλαβάνος, το ΚΚΕ, και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προβοκάρουν τη νίκη της αριστεράς με τις απόψεις τους για ρήξη με το Ευρώ.
Είναι εντυπωσιακό ότι καμιά από τις «αριστερές» συνιστώσες, ούτε και άτομα που «ανέβηκαν» την τελευταία περίοδο στο βαγόνι του νικητή, δεν άνοιξαν το στόμα τους για να εκφράσουν αντιρρήσεις ούτε καν ανησυχίες. Προφανώς τις είχαν, αλλά τις σιγοψιθύριζαν στις εσωτερικές συνάξεις, για να μη διαταράξουν την εκλογική καμπάνια όπως την είχε χαράξει η «προεδρική φρουρά».
Ακόμα και στο στοιχειώδες ζήτημα της αντιπαράθεσης με τη φασιστική απειλή, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προτίμησε να αποφύγει την πόλωση. Μέσα στην προεκλογική περίοδο οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής έκαναν επίδειξη δύναμης στην Πάτρα καπηλευόμενοι μια δολοφονία. Ο ΣΥΡΙΖΑ με τον αέρα του εκλογικού ρεύματος στα πανιά του θα μπορούσε να καλέσει τον κόσμο να βγει στους δρόμους ενάντια στο πογκρόμ των φασιστών. Αρνήθηκε να το κάνει.
Όποιος θεωρεί ότι αυτές οι υποχωρήσεις είναι προσωρινές, δεν έχει παρά να διαβάσει τις δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που λειτουργούν δίπλα στον Τσίπρα. Στα ΝΕΑ της 23 Ιούνη, ο Νίκος Παππάς, βασικός συνεργάτης του, δήλωνε ότι «υπάρχουν τα περιθώρια για να μεταρρυθμίσουμε τον καπιταλισμό… και ότι η προοπτική της ανατροπής και του σοσιαλισμού ανήκει στον προηγούμενο αιώνα». Είναι άλλη μια δήλωση που η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ βιάζεται να κάνει, προς αποφυγή «παρεξηγήσεων» για τη συνέχεια.
Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση
Μέσα στις συνθήκες οικονομικής κρίσης, πολιτικής πόλωσης και μαζικής στροφής στα αριστερά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποφάσισε να μην μετατραπεί σε μια ακόμα συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ. Η Επαναστατική Αριστερά και οι αντικαπιταλιστές έχουν κρίσιμο ρόλο να παίξουν σαν ανεξάρτητη πολιτική δύναμη που μπορεί να καθορίσει τις εξελίξεις. Όχι μόνο γιατί αντιπροσωπεύουν μια διαφορετική στρατηγική, για την ανατροπή και όχι τη βελτίωση του καπιταλισμού, αλλά και γιατί αυτή η στρατηγική κάνει διαφορά στους αγώνες εδώ και τώρα.
Όπως υποστήριζε και ο Τρότσκι στα κείμενα του για τη Γερμανία της δεκαετίας του ’30, οι επαναστάτες μπορεί να μην έχουν την ίδια δύναμη στις κάλπες με τους ρεφορμιστές, αλλά έχουν τεράστιες δυνατότητες να επηρεάσουν τους αγώνες και τους αγωνιστές του εργατικού κινήματος. Αυτή τη διαπίστωση, την έχουμε σαν εμπειρία και από τα τελευταία δυο χρόνια των απεργιών και των καταλήψεων, αλλά και για τη νέα περίοδο που διαμορφώνεται.
Οι υποσχέσεις για αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου και πολύ περισσότερο περί ανατροπής του μέσα από τη Βουλή, ανήκουν ήδη στο παρελθόν. Κι αυτό ισχύει όχι μόνο για την συγκυβέρνηση αλλά και για τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ενδεικτικό ότι μετά την απόφαση της Συνόδου Κορυφής να προχωρήσουν στην επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών της Ιταλίας και της Ισπανίας, απ’ ευθείας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας και όχι μέσω μιας νέας δανειακής σύμβασης με τα αντίστοιχα κράτη, η ελληνική κυβέρνηση ζητάει να μπει κι αυτή στην ίδια ρύθμιση. Δηλαδή ζητάει τα 50 δις της νέας δανειακής σύμβασης που προορίζονται για τις ελληνικές τράπεζες να μην επιβαρύνουν το δημόσιο. Παρόμοια δήλωση έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ μέσω Παπαδημούλη και είναι ανοιχτή η προοπτική να οργανώσουν όλοι μαζί ένα κοινό διάβημα. Τα πράγματα δεν έχουν προχωρήσει σε οικουμενική κυβέρνηση, αλλά προχωρούν σε οικουμενικές συμμαχίες, χάριν του ευρώ και της Ευρωζώνης.
Ότι αυτό το αίτημα δεν έχει καμιά σχέση με την ανατροπή των επαχθών μέτρων του Μνημονίου, ούτε καν με την αποκατάσταση του κατώτατου μισθού, το σταμάτημα των απολύσεων, το να μην προχωρήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις, την αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων κ.α., επιβεβαιώνεται και από την καινούργια επίσκεψη της Τρόικα. Για την ακρίβεια, η νέα ρύθμιση που εμφανίζεται σαν νίκη του Μόντι απέναντι στη Μέρκελ, στην πραγματικότητα προβλέπει μόνιμη «τρόικα» για όλες τις χώρες της ΕΕ.
Είναι σαφές ότι ο κόσμος που εγκατέλειψε μαζικά το ΠΑΣΟΚ, και στράφηκε προς τα αριστερά, περίμενε απ’ αυτά τα κόμματα να μπουν μπροστά και να ανοίξουν ένα νέο γύρο αγώνων, σαν αυτούς που το κίνημα έδωσε και δίνει από την πρώτη στιγμή.
Το εάν θα ξεκινήσουν οικονομικοί και πολιτικοί αγώνες μετά τις εκλογές θα καθορίσει τι θα γίνει με τα Μνημόνια, και τα παλιά και τα καινούργια. Όποιος περιμένει το φθινόπωρο για να δράσει αφήνει τα περιθώρια στην συγκυβέρνηση και στην κυρίαρχη τάξη να ανασυνταχτούν. Δεν τους αφήνουμε ούτε στιγμή.
Αυτό σημαίνει οικονομικές μάχες που μπορούν να αρχίσουν άμεσα. Αυτά που υποσχέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ για αποκατάσταση του κατώτατου μισθού, για την αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων, για ανατροπή όλων των επιθέσεων του Μνημονίου, μπορεί να μπει μπροστά το εργατικό κίνημα και να τα επιβάλει.
Σημαίνει ταυτόχρονα και πολιτικές μάχες. Από την σύγκρουση με την Τρόϊκα, από τη στήριξη και αλληλεγγύη σε όλους τους μετανάστες, μέχρι τη μάχη για να τσακίσουμε τους φασίστες της Χρυσής Αυγής. Τώρα όσο ποτέ η Αριστερά πρέπει να πρωτοστατήσει για να νομιμοποιηθούν όλοι οι μετανάστες, για να γραφτούν στα συνδικάτα, για να μην τολμήσουν να καταργήσουν το νόμο για την ιθαγένεια, αντίθετα να παλέψουμε για να πάρουν ιθαγένεια όλα τα παιδιά χωρίς προϋποθέσεις.
Αυτά δεν θα μας τα χαρίσει κανένας. Όποιος πριν την κρίση είχε αυταπάτες ότι ο καπιταλισμός διορθώνεται, οι εξελίξεις τον διαψεύδουν. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο η αντικαπιταλιστική αριστερά να κρατήσει την ανεξάρτητη παρουσία της και παράλληλα με τις μάχες να προβάλει το πρόγραμμα της.
Μπροστά μας ανοίγεται μια περίοδος όπου η αστάθεια των από πάνω, ο συνδυασμός της οικονομικής με την πολιτική κρίση, βάζει το εργατικό κίνημα σε μια φάση γεμάτη σκληρές συγκρούσεις αλλά και μεγάλες δυνατότητες. Για να τις αξιοποιήσουμε χρειαζόμαστε καθαρές επιλογές. Χρειαζόμαστε δυνατή ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα κάνει παράλληλα δυο πράγματα. Θα παλεύει για μαχητική αντιπολίτευση εδώ και τώρα ενάντια στις απόπειρες της νέας Τρόικας Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη να νεκραναστήσει τα Μνημόνια, χωρίς αυταπάτες ότι θα κερδίσουμε αυτές τις άμεσες μάχες αν «τους ταράξουμε στη νομιμότητα» όπως είπε ο Παπαδημούλης μιμούμενος τον ηγέτη της ΕΔΑ, τον Πασαλίδη. Και ταυτόχρονα θα εξηγεί γιατί η δικαίωση των αγώνων μπορεί να έρθει μόνο με ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που περιλαμβάνει τη ρήξη με το ευρώ, τη διαγραφή του χρέους και τον εργατικό έλεγχο. Αυτά είναι βήματα που έχει τη δύναμη να επιβάλει το εργατικό κίνημα, αρκεί να σταθούμε σαν Αριστερά αντάξιοι των απαιτήσεών του.