Βιβλιοκριτική
Συλλογικό: Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και οι σημερινές «αναβιώσεις» της

Εξώφυλλο του βιβλίου

Η Γερμανία του Μεσοπολέμου

Οι αναφορές στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης πληθαίνουν. Ο Σαμαράς έδωσε στις 22 Αυγούστου συνέντευξη στην γερμανική εφημερίδα Bild όπου σείοντας το σκιάχτρο του «εφιάλτη» της επιστροφής στη δραχμή: «Στο τέλος θα ήταν σαν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης». Βέβαια, η οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων της Βαϊμάρης από το 1930 μέχρι το 1933 έχει πολλά και όχι τυχαία κοινά με την πολιτική που εφαρμόζει η «τρόικα» και οι κυβερνήσεις εδώ, βαθαίνοντας την κρίση και προκαλώντας κυριολεκτικά καταστροφή. Την ίδια επιμονή στην «δημοσιονομική πειθαρχία» και στις γιγάντιες περικοπές, για να εξευμενιστούν οι «διεθνείς πιστωτές», για παράδειγμα. Παρεμπιπτόντως, κομμάτι αυτής της πολιτικής ήταν και η επιμονή στο «ισχυρό νόμισμα».

Η συζήτηση στην Αριστερά βρίσκεται σε πολύ πιο σοβαρό επίπεδο. Η έκδοση του Ινστιτούτου Πουλαντζάς συγκεντρώνει κείμενα βασισμένα στις εισηγήσεις που έγιναν στην ημερίδα που είχε οργανώσει φέτος τον Απρίλη με θέμα την Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το κείμενο που δεσπόζει στην συλλογή είναι γραμμένο από τον Χρ. Χατζηιωσήφ. Από τον τίτλο του τίθεται ο κεντρικός του άξονας: «Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η απειλή των ‘’’άκρων’: το ατελέσφορο των ιστορικών ‘αναλογιών’». Τα «άκρα» της Βαϊμάρης ήταν οι κομμουνιστές και οι φασίστες. Και οι δυο ήθελαν την ανατροπή της. Άρα, σύμφωνα με μια διαδεδομένη άποψη, τα «δυο άκρα» έχουν περίπου ίσο μερίδιο για την κατάλυση της δημοκρατίας. Αυτό το σχήμα χρησιμοποιείται σήμερα για να μας πείσουν ότι αν αμφισβητούμε τα ιερά και τα όσια του συστήματος ανοίγουμε το δρόμο στην ακροδεξιά. Το βιβλίο του Χ. Βίνκλερ «Βαϊμάρη – Η Ανάπηρη Δημοκρατία» αναπαράγει αυτή την άποψη.

Ο Χ. Χατζηιωσήφ απαντάει πειστικά σε αυτή την επιχειρηματολογία. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης που ιδρύθηκε το 1919 έπασχε από τα πρώτα της βήματα από την «υπερσυνέχεια» με το καθεστώς του Κάιζερ που είχε ανατραπεί με την επανάσταση του 1918. Ανάμεσα σε άλλα αυτή η υπερσυνέχεια αποτυπώνοταν στο άρθρο 48 του Συντάγματος «που επέτρεπε στον Πρόεδρο να νομοθετεί με διατάγματα παρακάμπτοντας την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο Ράιχσταγκ» (το κοινοβούλιο).

Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 1929 χτύπησε ιδιαίτερα σκληρά τον γερμανικό καπιταλισμό. Για την άρχουσα τάξη η διέξοδος ήταν η συντριβή του εργατικού κινήματος και το πισωγύρισμα όλων όσων είχαν κατακτήσει οι εργάτες τη δεκαετία του ’20. Οπως σημειώνει ο Χρ. Χατζηιωσήφ: «Οι εχθροί της δημοκρατίας ήταν φυσικό να δουν στην κρίση μια ευκαιρία για να ανατραπεί η κοινωνική πολιτική της πρώτης περιόδου της δημοκρατίας και να αλλάξουν προς όφελός τους οι πολιτικοί συσχετισμοί. Σ΄αυτή την συγκυρία ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας υπήρξε καθοριστικός. Σε κατ’ ιδίαν συνομιλία με αντιδημοκράτη πολιτικό, ο στρατάρχης Χίντεμπουργκ που είχε εκλεγεί πρόεδρος το 1925, φέρεται να είπε ότι η κρίση ήταν ευκαιρία για να διοριστεί μια ‘αντικοινοβουλευτική και αντιμαρξιστική κυβέρνηση’».

Το πρόβλημα ήταν ότι οι «αντιμαρξιστικές» κυβερνήσεις του Μπρύνιγκ, του φον Πάπεν και του στρατηγού Σλάιχερ που διόρισε ο Χίντεμπουργκ από το 1930 μέχρι το 1932 απέτυχαν παταγωδώς να αποσπάσουν ευρεία κοινωνική νομιμοποίηση. Στο τέλος, το «περιβάλλον» του Χίντεμπουργκ αποφάσισε να βάλει τους ναζί στην κυβέρνηση με τους όρους που έθετε ο Χίτλερ, δηλαδή να διοριστεί Καγκελάριος. Ήταν μια απόφαση, όπως σημειώνει ο Χ. Χατζηιωσήφ, την οποία: «την είχε εισηγηθεί μια ομάδα επιχειρηματιών με επιστολή τους στον Χίντεμπουργκ... με την πρόταση αυτή συμφώνησαν όλα τα αστικά κόμματα εκτός από το κόμμα του Κέντρου» (το κόμμα της Καθολικής Εκκλησίας). «Μερικές βδομάδες αργότερα, στις 23 Μαρτίου, και αφού μεσολάβησαν στις 5 Μαρτίου, μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας και με καταργημένα όλα τα πολιτικά δικαιώματα, οι τελευταίες εκλογές του Μεσοπολέμου, όλα τα κόμματα πλην του SPD υπερψήφισαν τον νόμο που μετέφερε όλη τη νομοθετική εξουσία στην κυβέρνηση». Το συμπέρασμα του Χ. Χατζηιωσήφ είναι σωστό: «Η στήριξη λοιπόν στον Χίτλερ δεν αποτελούσε αμυντική κίνηση των αστικών, μετριοπαθών και μη μετριοπαθών, κομμάτων, αλλά επιθετική».

Γιατί το εργατικό κίνημα, δεν μπόρεσε να υπερασπίσει τις δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις του απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου και στην φασιστική απειλή; Ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος στο κείμενό του (“Δημοκρατία στα Άκρα – Εκσυχρονισμός και ναζισμός στη μεσοπολεμική Γερμανία”) αναφέρεται στις ευθύνες της Σοσιαλδημοκρατίας και στις ανεπάρκειες και τραγικά λάθη του σταλινικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

Όμως αναζητάει την τελική αιτία σε αλλαγές στον καπιταλισμό του μεσοπολέμου που αφαίρεσαν τη δύναμη από την εργατική τάξη. Γράφει για παράδειγμα ότι: «ο εκσυγχρονισμός που προηγήθηκε της ανοδου των Ναζί είχε ως συνέπεια τον ακραίο κατακερματισμό της εργατικής τάξης, την ανεργία και την αποδυνάμωση των συνδικάτων της συνεπώς την απουσία της ‘υλικής βάσης’ που θα της επέτρεπε τη μαζική αντιπαράθεσή της με τον εθνικοσοσιαλισμό».

Αυτή η ανάλυση, όμως, είναι προβληματική γιατί, ανάμεσα σε άλλα, πολύ απλά δεν υπήρχαν ερμητικά κλειστά σύνορα ανάμεσα στο σοσιαλδημοκρατικό και το κομμουνιστικό κόμμα. Για παράδειγμα, ανάμεσα στον Μάη του 1928 και μέχρι τον Νοέμβρη του 1932 σε κάθε εκλογική αναμέτρηση οι Σοσιαλδημοκράτες έχαναν ψήφους προς τους κομμουνιστές (το ποσοστό του KPD αυξήθηκε από 10,6% σε 16,9%). Το εργατικό κίνημα παρέλυσε επειδή οι πολιτικές του ηγεσίες, τα κόμματα που είχε χτίσει επί δεκαετίες, αποδείχτηκαν το κάθε ένα για διαφορετικούς λόγους ανίκανα να οργανώσουν την αντίσταση των εργατών στις πολιτικές και οικονομικές επιθέσεις μιας άρχουσας τάξης σε βαθιά κρίση.

Το κείμενο του Μανόλη Αγγελίδη «Βαϊμάρη: Σύνταγμα και έκτακτη ανάγκη» παίρνει σαν αφετηρία ένα γεγονός καμπή στη πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης: τον «βιασμό της Πρωσίας», δηλαδή την καθαίρεση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του μεγαλύτερου κρατιδίου της Γερμανίας (πρωτεύουσα το Βερολίνο) τον Ιούλη του 1932 από τον πρόεδρο Χίντεμπουργκ που στηρίχτηκε γι’ αυτό στις υπερεξουσίες που του έδινε το Σύνταγμα. Ο συγγραφέας εξετάζει τα «βασικά νομικοπολιτικά επιχειρήματα της κάθε πλευράς» και εξετάζει την «πολιτικοθεωρητική τους προέλευση».

Η Κατερίνας Καρακάση στο κείμενο «Πολιτικοποίηση της αισθητικής και αισθητικοποίηση της πολιτικής: Η τέχνη στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης» σκιαγραφεί τους παράγοντες που οδήγησαν στην ριζοσπαστικοποίηση της καλλιτεχνικής έκφρασης στην Γερμανία του μεσοπολέμου. «Ο λόγος περί κρίσης στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν συντηρεί μόνο μια αίσθηση τέλους, η οποία εκφράζεται ως νοσταλγία και προσκόλληση στο παρελθόν, αλλά δίνει και το χώρο και την ώθηση για ρήξη με την παράδοση, χώρο και ώθηση για νέες επαναστατικές ιδέες, το σχηματισμό νέων συλλογικοτήτων».

Υπάρχει μια απουσία που διατρέχει όλη την έκδοση και γενικότερα τη συζήτηση περί Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Σωστά τονίζεται η «υπερσυνέχεια» με το Ράιχ του Κάιζερ, για παράδειγμα. Όμως, γιατί υπήρξε; Η αποδοχή και η υπεράσπισή της ήταν απλά ένα λυπηρό λάθος μιας άτολμης σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας; Η απάντηση είναι ότι όχι, ήταν το προϊόν της συντριβής της επανάστασης του 1918-19 και του χασίματος της επαναστατικής ευκαιρίας του 1923. Διαβάζοντας κανείς τα κείμενα της έκδοσης, μένει με την εντύπωση ότι το 1918-19 και 1923 στην Γερμανία ξέσπασαν κάποιες αναταραχές, υπήρχε αριστερή ριζοσπαστικοποίηση αλλά τίποτε περισσότερο.

Κι όμως, είναι αδύνατο να κατανοήσουμε ιστορικά τις πολιτικές εξελίξεις στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, την πορεία των «επίσημων» κομμάτων της, τις ιδεολογικές και πολιτισμικές ανακατατάξεις χωρίς να παίρνουμε σε κάθε βήμα υπόψη το γεγονός ότι η γερμανική εργατική τάξη έφτασε στα πρόθυρα της εξουσίας και έχασε όχι μια, αλλά δυο φορές σε πέντε χρόνια. Ακόμα και η ταχύτατη άνοδος των ναζί δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς να παίρνουμε υπόψη τη δεκαετία αντεπαναστατικών πολιτικών της γερμανικής άρχουσας τάξης. Γι’ αυτό διαβάστε τα κείμενα της έκδοσης, αλλά μην παραλείψετε να προμηθευτείτε και να μελετήσετε το βιβλίο του Κρις Χάρμαν Γερμανία 1918-1923 – Η Χαμένη Επανάσταση.

Τιμή 8€, 104 σελίδες

Εκδόσεις Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς