Άρθρο
Η “Αραβική Άνοιξη” σε σταυροδρόμι. Πού πηγαίνει η Συρία;

Ακόμα και τα παιδιά συμμετέχουν στην εξέγερση

Ο Θανάσης Καμπαγιάννης επιχειρεί μια επισκόπηση της συριακής επανάστασης και των πολιτικών προκλήσεων που αυτή αντιμετωπίζει, μπροστά στην καταστολή της δικτατορίας και την επέμβαση των ιμπεριαλιστών.

Η “Αραβική Άνοιξη”, το κύμα των εξεγέρσεων και των επαναστάσεων που σαρώνει τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, βρίσκεται αντιμέτωπη με τις μεγαλύτερες δοκιμασίες τής περίπου εικοσάμηνης ύπαρξής της.

Στη Συρία, η επανάσταση ενάντια στον Άσαντ έχει μετατραπεί σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο με αβέβαιη έκβαση. Στην Αίγυπτο, η Χούντα των στρατηγών του Μουμπάρακ αναγκάστηκε κάτω από την πίεση του μαζικού κινήματος να δεχτεί την εκλογή του Μούρσι, του υποψήφιου της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, στη θέση του Προέδρου, αλλά αρνείται να εγκαταλείψει την πολιτική εξουσία. Στη Λιβύη, ο Καντάφι μπορεί να ανατράπηκε, αλλά η ιμπεριαλιστική επέμβαση μετέτρεψε τη χώρα σε ένα άθροισμα καντονιών με τις ένοπλες ομάδες να δρουν ανεξέλεγκτες. Και στην Τυνησία, τη μητέρα της αραβικής επανάστασης, οι διαδηλωτές συγκρούονται τώρα με τη νέα κυβέρνηση του ισλαμικού κόμματος Ενάχντα, που συνεχίζει την ίδια νεοφιλελεύθερη πολιτική φτώχειας, την πολιτική δηλαδή που ώθησε τον νεαρό Μοχάμεντ Μπουαζίζι να αυτοκτονήσει βάζοντας φωτιά στον εαυτό του στις 17 Δεκέμβρη του 2010. Η πρόσφατη σύλληψη της μητέρας του Μπουαζίζι έξω από τα δικαστήρια της πόλης Σίντι Μπουζίντ, για “ανάρμοστη συμπεριφορά προς τις αρχές”, είναι ίσως η πιο γλαφυρή συμπύκνωση της φάσης στην οποία βρίσκεται η Αραβική Άνοιξη.

Οι εξελίξεις αυτές κάνουν διάφορους αναλυτές να μιλάνε απαισιόδοξα για έναν “Αραβικό Χειμώνα”. Ακόμα χειρότερα, οι θεωρίες συνωμοσίας γνωρίζουν νέες δόξες: οι επαναστάσεις, λένε οι θεωρίες αυτές, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα οργανωμένο σχέδιο των ιμπεριαλιστών για να ξανασχεδιάσουν τον χάρτη της Μέσης Ανατολής σύμφωνα με τα συμφέροντά τους, στο πρότυπο των “έγχρωμων επαναστάσεων” που έχουμε δει στην Ουκρανία, στη Γεωργία και αλλού. Χρειάζεται να ξεκινήσουμε από την αφετηρία ότι αυτές οι θεωρίες είναι θεμελιακά λαθεμένες. Οι επαναστάσεις δεν είναι μονόπρακτα έργα με προσυνεννοημένο σενάριο και προσχεδιασμένο τέλος. Είναι ανοιχτές ιστορικές διαδικασίες, που κατορθώνουν να πετυχαίνουν τους σκοπούς τους στο μέτρο που τα κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα που αναδεικνύονται μέσα από αυτές βρίσκουν τις σωστές απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει η ζωντανή τους εξέλιξη. Αξίζει να χρησιμοποιήσουμε εδώ μια σχετική περιγραφή αυτής της δυναμικής διαδικασίας που έκανε ο Κρις Χάρμαν, σε ένα κείμενό του για το αντικαπιταλιστικό κίνημα στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, πολύ ταιριαστό και για την Αραβική Άνοιξη:

“Κάθε πετυχημένο κίνημα διαμαρτυρίας περνάει από δύο φάσεις. Η πρώτη είναι όταν ξεσπάει στο παγκόσμιο σκηνικό, πιάνοντας τους αντιπάλους του προ εκπλήξεως και φέρνοντας χαρά σ' αυτούς που συμφωνούν με τους στόχους του. Όσο μεγαλύτερο ήταν το χρονικό διάστημα που πέρασε από το τελευταίο μεγάλο κίνημα διαμαρτυρίας, τόσο μεγαλύτερη και η χαρά. Και φαίνεται λες και το μομέντουμ και μόνο του κινήματος μπορεί να το οδηγεί μπροστά, από νίκη σε νίκη. Αυτή η κατάσταση συσπειρώνει τους υποστηρικτές του κινήματος και τους ωθεί να υποβαθμίσουν τις παλιές διαφορές απόψεων και τις προηγούμενες τακτικές διαφωνίες.

Αλλά αυτοί έναντι των οποίων στρέφονται οι διαμαρτυρίες δεν τα παρατάνε έτσι εύκολα. Όταν το αρχικό σοκ περάσει, δυναμώνουν τις άμυνές τους, γυρεύουν να εξασφαλίσουν ότι δεν θα βρεθούν ποτέ ξανά προ εκπλήξεως, και προσπαθούν να σταματήσουν τη δυναμική του κινήματος προς τα μπροστά. Σ' αυτό το σημείο, οι διαφορές σχετικά με την τακτική αναγκαστικά αναδύονται μέσα στο κίνημα, ακόμα και μεταξύ ανθρώπων που έχουν ορκιστεί να ξεχάσουν τις παλιές διαμάχες για χάριν της ομοφωνίας... Η αδυναμία να επιλυθούν αυτές οι διαφορές μπορεί πολύ εύκολα να οδηγήσει τα κινήματα στον κατακερματισμό και την κατάρρευση τη στιγμή ακριβώς που φτάνουν στην κορύφωσή τους” (“Αντικαπιταλισμός, Θεωρία και Πρακτική”, ISJ 88, Φθινόπωρο 2000).

Είναι στη Συρία που η αντιμετώπιση αυτή, της επανάστασης ως μιας ανοιχτής ιστορικής διαδικασίας με κρίσιμα σταυροδρόμια και αβέβαιο αποτέλεσμα, αποκτά τη μεγαλύτερή της χρησιμότητα.

Το πλαίσιο

Η επανάσταση στη Συρία ξέσπασε τον Μάρτιο του 2011. Υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη σοφία στη χρονική διαδοχή των αραβικών επαναστάσεων: αντίθετα με τις θελήσεις της Δύσης, οι επαναστάσεις ξέσπασαν αρχικά στα πιο φιλικά προς τους ιμπεριαλιστές καθεστώτα, όπως ήταν η Τυνησία του Μπεν Αλί και η Αίγυπτος του Μουμπάρακ. Αλλά, από τη στιγμή που ολόκληρη η περιοχή σειόταν από λαϊκές εξεγέρσεις, ήταν εξίσου αδιαμφισβήτητο ότι η Συρία θα γινόταν και αυτή κομμάτι τους.

Όπως έχουμε ήδη επιχειρηματολογήσει από τις στήλες αυτού του περιοδικού, η κρίση των αραβικών καθεστώτων έχει κοινές οικονομικές και κοινωνικές ρίζες, που πηγαίνουν πιο βαθιά από τις τρέχουσες πολιτικές τους επιλογές και τις διακρατικές τους συμμαχίες. Το σημερινό συριακό καθεστώς είναι ο γερασμένος απόγονος των αραβικών εθνικιστικών κινημάτων που αναδύθηκαν στη Μέση Ανατολή μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήδη βέβαια, η ανάληψη της εξουσίας από τον Χάφεζ-αλ-Άσαντ (τον πατέρα του σημερινού Μπασάρ) το 1970 ήταν ένα εσωτερικό πραξικόπημα μέσα στο εθνικιστικό κόμμα Μπάαθ για το ψαλίδισμα των πιο ριζοσπαστικών τάσεων του κόμματος. Ο πατέρας Άσαντ εγκατέστησε ένα δικτατορικό καθεστώς, χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις καταστολής – και ιδίως το στρατό – εναντίον των αντιπάλων του: τόσο της κομμουνιστικής Αριστεράς όσο και των ισλαμιστών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας (με πιο γνωστό παράδειγμα τη σφαγή της εξέγερσης στη Χάμα το 1982 με πάνω από 20.000 νεκρούς).

Η Συρία πέρασε από ένα γνώριμο για πολλά αραβικά καθεστώτα ιστορικό μονοπάτι: από την ταχεία οικονομική ανάπτυξη των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, με κέντρο το κράτος, μοντέλο τον κρατικό καπιταλισμό της Σοβιετικής Ένωσης και μπόλικη σοσιαλιστική ρητορική, στην οικονομική στασιμότητα και την κρίση της δεκαετίας του '80 και μετά, που οξύνθηκε λόγω της κατάρρευσης των σύμμαχων σταλινικών καθεστώτων το 1989-1991. Το άνοιγμα στην αγορά προβλήθηκε ως η μόνη διέξοδος γι' αυτά τα καθεστώτα, τόσο όσον αφορά την οικονομική τους ανάπτυξη όσο και την αλλαγή της αυταρχικής πολιτικής δομής τους. Η άνοδος στην εξουσία του γιου Άσαντ το 2000 προσέφερε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για μια συριακή “περεστρόικα”, ένα άνοιγμα προς την αγορά, σε συνδυασμό με μια από τα πάνω φιλελεύθερη μεταρρύθμιση του καθεστώτος. Έντεκα χρόνια πριν την “Αραβική Άνοιξη”, η Συρία βίωσε μια έκρηξη ελευθερίας από τα κάτω που έμεινε γνωστή ως η “Άνοιξη της Δαμασκού”. Ωστόσο, πολύ γρήγορα ο νεαρός Άσαντ φοβήθηκε τις συνέπειες που θα είχε για τη σταθερότητα του καθεστώτος ένα ανεξέλεγκτο δημοκρατικό κίνημα, γι' αυτό και προχώρησε στη γρήγορη καταστολή του.

Το μόνο που υλοποιήθηκε από την συριακή “περεστρόικα” ήταν η νεοφιλελεύθερη στροφή στην αγορά. Το καθεστώς προχώρησε σε ιδιωτικοποιήσεις, περιέκοψε κρατικές δαπάνες και μείωσε τις παροχές του κοινωνικού κράτους, με αποτέλεσμα την μαζική αύξηση της φτώχειας. Αντίθετα όμως από τις διαβεβαιώσεις των νεοφιλελεύθερων γκουρού, η περισσότερη αγορά δεν έφερε περισσότερη δημοκρατία. Για την ακρίβεια, η οικογενειοκρατία και η διαφθορά αυξήθηκαν: πολλές δημόσιες επιχειρήσεις που ιδιωτικοποιήθηκαν κατέληξαν στα χέρια μελών της οικογένειας του Άσαντ, πού έφτασε έτσι να ελέγχει ακόμα εντονότερα την οικονομική και κοινωνική ζωή. Κομμάτι αυτής της ενίσχυσης ήταν και η ενδυνάμωση των μηχανισμών καταστολής.

Όμως η Συρία δεν έφτασε ποτέ να γίνει κράτος-πελάτης των ΗΠΑ και της Δύσης. Όχι γιατί το Συριακό καθεστώς ήταν αντι-ιμπεριαλιστικό: ο συριακός στρατός δεν δίστασε να σφαγιάσει την παλαιστινιακή Αριστερά το 1976 στο Λίβανο σε συνεργασία με τους ακροδεξιούς Φαλαγγίτες, ενώ και το 1991 η Συρία συντάχτηκε με τις ΗΠΑ κατά του Ιράκ στον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου. Αλλά γιατί η συριακή άρχουσα τάξη είχε συμφέροντά ανταγωνιστικά με τους πιστότερους συμμάχους των αμερικάνων ιμπεριαλιστών – και γείτονές της – στην περιοχή: τη Σαουδική Αραβία, την Τουρκία (πριν τη στροφή του Ερντογάν) και βέβαια το Ισραήλ, που εξακολουθεί να κατέχει παράνομα τμήμα της Συρίας, τα υψώματα του Γκολάν.

Ως αποτέλεσμα, η Συρία αναζήτησε συμμαχίες με κράτη ανταγωνιστικά προς τις ΗΠΑ με πρώτο το Ιράν, ενώ δεν δίστασε να βοηθήσει έμπρακτα το κίνημα της λιβανέζικης Αντίστασης, με κορμό του τη Χεζμπολά, ενάντια στην επίθεση του Ισραήλ το 2006. Με δεδομένο ότι οι υπόλοιποι Άραβες ηγέτες ανταγωνίζονταν για το ποιός θα είναι το πιο πουλημένο τσιράκι των ιμπεριαλιστών στην περιοχή, ο Μπασάρ-αλ-Άσαντ μπορούσε να προβάλλει για τον εαυτό του την εικόνα του “τελευταίου Άραβα ηγέτη” που αντιστέκεται, αξιοποιώντας πάντοτε και την υπόθεση της απελευθέρωσης της Παλαιστίνης. Ωστόσο, η πεποίθηση ότι η εικόνα αυτή θα προστάτευε το καθεστώς του από το ξέσπασμα του μαζικού κινήματος, ιδίως τη στιγμή που ολόκληρη η περιοχή είχε πάρει φωτιά, αποδείχτηκε μια οικτρή αυταπάτη.

Η επανάσταση

Η επανάσταση ξεκίνησε στη Ντεραά, στα νότια της Δαμασκού, με αφορμή τη σύλληψη από τις δυνάμεις ασφαλείας κάποιων ανήλικων παιδιών που έγραφαν στους τοίχους συνθήματα εμπνευσμένα από την Αραβική Άνοιξη. Στις συγκεντρώσεις που ακολούθησαν για την απελευθέρωσή τους, οι δυνάμεις καταστολής χτύπησαν τους διαδηλωτές. Αλλά αντί το κίνημα να ξεφουσκώσει, απλώθηκε με μαζικές διαδηλώσεις και σε άλλες πόλεις, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Συρίας.

Στην αρχή το κίνημα δεν διεκδικούσε την ανατροπή του Άσαντ. Ο Άσαντ είχε κατορθώσει να συντηρήσει για τον εαυτό του την ιδέα ενός ηγέτη που είναι “μεταρρυθμιστής”, αλλά περιορίζεται ασφυκτικά από το οικογενειακό του περιβάλλον. Γι' αυτό και στις πρώτες διαδηλώσεις το αίτημα ήταν οι μεταρρυθμίσεις, με την ελπίδα – και την αυταπάτη – ότι ο Άσαντ θα ξαναπιάσει το νήμα της “Άνοιξης της Δαμασκού” και θα συγκρουστεί με τις πιο διεφθαρμένες και καταπιεστικές όψεις του καθεστώτος, ενισχυμένος πλέον και από τον αέρα της ευρύτερης δημοκρατικής αλλαγής που έπνεε στην περιοχή. Οι ελπίδες αποδείχτηκαν φρούδες. Η απάντηση στο μαζικό κίνημα ήταν η με κάθε τρόπο καταστολή του, που έπρεπε να είναι τόσο αιματηρή ώστε να σκοτώσει εν τη γενέσει της μια πιθανή εξέγερση, σαν κι αυτή που ανέτρεψε τον Μουμπάρακ και τον Μπεν Αλί.

Για να καταλάβουμε τη στρατηγική του καθεστώτος και την εξέλιξη της επανάστασης θα πρέπει εδώ να κάνουμε μια παρένθεση και να αναφερθούμε στο εθνοτικό και θρησκευτικό μωσαϊκό που συνθέτει τη συριακή κοινωνία. Το καθεστώς του Άσαντ αποτελείται κυρίως από Αλεβίτες: οι Αλεβίτες (μια εκδοχή του σιίτικου Ισλάμ) ήταν για πολλά χρόνια μια καταπιεσμένη αγροτική μειονότητα στην πλειοψηφικά σουνιτική συριακή κοινωνία. Ο αραβικός εθνικισμός του Μπάαθ ήταν για τους Αλεβίτες το όχημα μέσω του οποίου έσπασαν την περιθωριοποίησή τους και κατάφεραν να αποκτήσουν κεντρικό ρόλο στην κοινωνική και πολιτική ζωή: η άνοδος των Άσαντ στην εξουσία σήμανε την υπερεκπροσώπηση των Αλεβιτών στον κρατικό μηχανισμό, και ιδίως στον συριακό στρατό. Εκτός από τους σιίτες και τους σουνίτες μουσουλμάνους, στη Συρία ζουν ακόμα αρκετοί χριστιανοί που συνυπάρχουν αρμονικά με το Ισλάμ εδώ και αιώνες, καθώς και μια μειοψηφία Κούρδων στο βόρειο τμήμα της χώρας (στα σύνορα με την Τουρκία). Η επιτυχία του καθεστώτος των Άσαντ βασιζόταν στην ειρηνική συνύπαρξη αυτού του πολύχρωμου πληθυσμού (σε μια περιοχή που μαστίζεται από εμφυλίους, όπως στον γειτονικό Λίβανο ή το Ιράκ): κλειδί της σταθερότητας ήταν η συμμαχία των Αλεβιτών του κρατικού μηχανισμού και της στρατιωτικής γραφειοκρατίας με την αστική τάξη των Σουνιτών εμπόρων στη Δαμασκό και στο Χαλέπι (τις δύο μεγαλύτερες πόλεις της χώρας). Κάθε επαναστατική απόπειρα στη Συρία ήταν βέβαιο ότι θα απειλούσε αυτές τις εύθραυστες ισορροπίες.

Το καθεστώς αντέδρασε στο ξέσπασμα του κινήματος χρησιμοποιώντας διπλή γλώσσα: δημόσια, παρουσίασε τους διαδηλωτές σαν εγκάθετους και πράκτορες ξένων υπηρεσιών που ήθελαν να αποσταθεροποιήσουν τη Συρία και να την οδηγήσουν στο χάος και τον εμφύλιο. Το επιχείρημα αυτό ήταν “εθνικής εμβέλειας” και επιχειρούσε να κερδίσει υποστηρικτές από όλες τις ταξικές, θρησκευτικές και εθνοτικές ομάδες. Υπόγεια, όμως, το καθεστώς εξαπέλυσε μια σεκταριστική εκστρατεία: απευθύνθηκε στους Αλεβίτες, αλλά και στις υπόλοιπες μειονότητες, με το επιχείρημα ότι τυχόν ανατροπή του Άσαντ θα σήμαινε το διωγμό και την εκ νέου περιθωριοποίηση των μειονοτήτων από την σουνίτικη πλειοψηφία. Παρακρατικές συμμορίες νεαρών Αλεβιτών, υποστηρικτών του καθεστώτος (γνωστών ως Σαμπίχα), εισέβαλλαν σε σπίτια και εκτελούσαν Σουνίτες υποστηρικτές της επανάστασης, πετώντας στη συνέχεια τα πτώματα σε κοινή θέα για παραδειγματισμό. Όπως ήταν φυσικό, σύντομα συνέβη και το αντίστροφο. Στο μεταξύ ο στρατός συνέχιζε την αιματηρή καταστολή των μαζικών διαδηλώσεων, προχωρώντας σε σφαγές αμάχων.

Το δημοκρατικό κίνημα που διαδήλωνε εναντίον του Άσαντ συσπείρωνε υποστηρικτές από όλες τις θρησκευτικές και εθνοτικές ομάδες της χώρας. Αλλά όταν το κίνημα χρειάστηκε να βρει πόρους για να αντιμετωπίσει την καταστολή ήταν η σουνίτικη πλειοψηφία, και κυρίως οι φτωχοί της υπαίθρου, αυτοί που επιστρατεύτηκαν για να το υπερασπίσουν. Η λέξη “επιστρατεύτηκαν” δεν είναι υπερβολή. Καταρχάς ταιριάζει με το ίδιο το κοινωνικό προφίλ αυτών που “επιστρατεύτηκαν”: η επανάσταση βρήκε στην συριακή ύπαιθρο μια δεξαμενή νέων μουσουλμάνων αντρών, αγροτικής καταγωγής, χτυπημένων από την οικονομική κρίση (γι' αυτό και πολλών άνεργων), αρνητικά διακείμενων στο καθεστώς Άσαντ και ριζοσπαστικοποιημένων από τις εικόνες των ομοίων τους στην επαναστατημένη Ταχρίρ. Στη Δαμασκό και στο Χαλέπι, η αστυνομία και ο στρατός μπορούσαν εύκολα να διαλύουν τις αντι-καθεστωτικές συγκεντρώσεις. Στη Χόμς και τη Χάμα, όμως, οι άντρες του Άσαντ έμοιαζαν με κατοχικά στρατεύματα που έπρεπε να ανακαταλάβουν ολόκληρες πόλεις. Ήταν αυτή η ανισομέρεια της συριακής επανάστασης, μαζί με τη θηριωδία της καταστολής, που οδήγησε στην πρόωρη στρατιωτικοποίησή της σε μεγάλο μέρος της χώρας. Οι αποσκιρτήσεις φαντάρων από τον συριακό στρατό, μαζί με τη μνημειώδη ευκολία να βρεθούν όπλα στην περιοχή του Λεβάντε, σήμαναν την έναρξη μιας ανοιχτής στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ του καθεστώτος και των επαναστατών.

Οι πρωταγωνιστές

Στο μεταξύ, η πιο ενδιαφέρουσα εξέλιξη ήταν η δημιουργία των Τοπικών Συντονιστικών Επιτροπών, των επιτροπών βάσης (με κεντρικό και εδώ τον ρόλο της νεολαίας) που οργανώνουν το μαζικό κίνημα ανά πόλη και γειτονιά, καλούν τις διαδηλώσεις και επιχειρούν να συντονίσουν την επανάσταση. Οι τοπικές ΣΕ δεν έχουν συγκεκριμένο πολιτικό στίγμα: συσπειρώνουν όλους τους υποστηρικτές της επανάστασης που παλεύουν για την ανατροπή του Άσαντ. Πολιτικά, όμως, δεν άργησαν να εμφανιστούν και οι οργανώσεις που επιχειρούν να εκπροσωπήσουν την επανάσταση. Οι δυνάμεις της Αριστεράς συσπειρώνονται κατά βάση στην Εθνική Συντονιστική Επιτροπή: επιμένουν στην ανάγκη του μαζικού κινήματος, στην άρνηση του θρησκευτικού σεχταρισμού και της οποιαδήποτε ξένης επέμβασης, αλλά διαθέτουν περιορισμένη επιρροή. Οι δυνάμεις αυτού που θα αποκαλούσαμε “αστική αντιπολίτευση”, από τους φιλελεύθερους μέχρι τους ισλαμιστές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, συγκρότησαν το Συριακό Εθνικό Συμβούλιο: όμως το ΣΕΣ δεν έχει στην πραγματικότητα οργανική σχέση με τις εξελίξεις στη Συρία. Επέλεξε για έδρα του την Τουρκία και για στρατηγική του το κάλεσμα στη Δύση για στρατιωτική επέμβαση, στο πρότυπο της Λιβύης. Το κύρος του Συμβουλίου στις συριακές μάζες είναι αυτή τη στιγμή στο ναδίρ.

Στο τέλος του Ιουλίου του 2011, ανακοινώθηκε η συγκρότηση του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, που προσπαθεί να συντονίσει τις σκόρπιες ένοπλες ομάδες που συγκρούονται στρατιωτικά με τις δυνάμεις του καθεστώτος. Η δημιουργία του ΕΣΣ ήταν αποτέλεσμα μιας αντίφασης: αφενός της απογοήτευσης και της σύγκρουσης με την ηγεσία του Συριακού Εθνικού Συμβουλίου. Αφετέρου, της προσπάθειας να ενοποιηθούν – και το κρισιμότερο να ελεγχθούν – οι διάσπαρτες κατά τόπους ένοπλες ομάδες επαναστατών από τα πάνω, από τους αποσκιρτήσαντες από το καθεστώς στρατηγούς που ετοιμάζουν το ρόλο τους στη μετάβαση σε μια μετά-Άσαντ εποχή. Η δράση του ΕΣΣ σήμανε τη σταδιακή μετατροπή της επανάστασης από μαζικό κίνημα σε στρατιωτική εμφύλια σύγκρουση: είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με τα ελεγχόμενα στοιχεία της Αντιπολίτευσης, από τον Μάρτη του 2011 υπάρχουν 24.000 νεκροί, από τους οποίους οι 6.000 είναι στρατιώτες του συριακού στρατού. Η στρατιωτικοποίηση της επανάστασης απαιτεί πολεμοφόδια και ανοίγει διάπλατα τη δυνατότητα επέμβασης εξωτερικών δυνάμεων. Είναι σ' αυτό το σημείο που πρέπει να εντάξουμε στην ανάλυσή μας την κρίσιμη γεωπολιτική παράμετρο της συριακής επανάστασης.

Η γεωπολιτική

Υπάρχουν αναλύσεις που αντιμετωπίζουν τη συριακή επανάσταση σαν κομμάτι μιας αμερικανο-ισραηλινής συνωμοσίας, με στόχο την ανατροπή του Άσαντ και την αντικατάστασή του από ένα πιο πειθήνιο προς τους ιμπεριαλιστές καθεστώς. Οι πιο εκλεπτυσμένες θεωρίες υποστηρίζουν ότι, ακόμα και αν ο Άσαντ δεν είναι γνήσιος αντι-ιμπεριαλιστής, μια ανατροπή του θα σήμαινε τη διάσπαση του “άξονα της Αντίστασης” στη Μέση Ανατολή, της συνεργασίας δηλαδή του Ιράν, της Συρίας, της λιβανέζικης Χεζμπολά και της παλαιστινιακής Χαμάς. Ο άξονας αυτός τείνει αυτή τη στιγμή να λάβει και θρησκευτικό χαρακτήρα, αφού το Ιράν, το καθεστώς Άσαντ και η Χεζμπολά είναι σιίτες, σε αντίθεση με τα σουνίτικα φιλο-ιμπεριαλιστικά καθεστώτα του Αραβικού Κόλπου, με πρώτη τη Σαουδική Αραβία. Η συριακή επανάσταση, λένε, ρίχνει “αντικειμενικά” νερό στον μύλο της αντίδρασης, για να θυμηθούμε μια οικεία μας έκφραση...

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ θέλουν να σπάσουν τον “άξονα της Αντίστασης”. Αλλά αυτή η καταρχήν συμφωνία συνοδεύεται από ένα πλήθος διαφωνιών για το πώς θα γίνει κάτι τέτοιο με δεδομένες τις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στη Μέση Ανατολή. Το πρώτο κρίσιμο στοιχείο είναι η υποχώρηση της αμερικάνικης ηγεμονίας, μετά από μια δεκαετία καταστροφικών ηττών για τις ΗΠΑ εξαιτίας της αποτυχημένης στρατηγικής των νεοσυντηρητικών του Μπους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ιράκ, που θα ήταν το πρότυπο της αμερικανικής δημοκρατίας στη Μέση Ανατολή και ο μοχλός του ευρύτερου επανασχεδιασμού της, βρίσκεται αυτή τη στιγμή (υπό την ηγεσία του σιίτη Μαλίκι) εγγύτερα στον άξονα Ιράν-Συρίας παρά στη φιλο-δυτική συμμαχία. Το δεύτερο κρίσιμο στοιχείο είναι οι ίδιες οι αραβικές επαναστάσεις που δυσκολεύουν την ιμπεριαλιστική κυριαρχία στην περιοχή, η οποία τις προηγούμενες δεκαετίες βασιζόταν στις ντόπιες δικτατορίες και σε τελική ανάλυση στην κτηνώδη χρήση βίας από το μαντρόσκυλό τους στην περιοχή, το Ισραήλ. Σήμερα, οι κραυγές του Ισραήλ για πόλεμο κατά του Ιράν συναντάνε την επιφυλακτικότητα της πλειοψηφίας του αμερικανικού κατεστημένου και, σίγουρα, της ηγετικής του ομάδας γύρω από τον Ομπάμα. Οι ΗΠΑ δεν είναι παντοδύναμες. Η σημερινή στρατηγική τους συνίσταται πολύ περισσότερο στο να στήνουν με προσοχή συμμαχίες με τους τοπικούς υπο-ιμπεριαλισμούς και να επεμβαίνουν “από το πίσω κάθισμα”, με άλλον στη θέση του οδηγού.

Επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, οι εξωτερικές επεμβάσεις στη Συρία έχουν να κάνουν περισσότερο με τις τοπικές ανερχόμενες δυνάμεις. Πρώτη και καλύτερη φιγουράρει η Σαουδική Αραβία που αποτελεί την κοιτίδα της αραβικής αντεπανάστασης. Οι Σαουδάραβες, αφού τσάκισαν διά της στρατιωτικής εισβολής την επανάσταση στο Μπαχρέην και μεθόδευσαν την ελεγχόμενη μετάβαση από το καθεστώς Αλ-Σάλεχ στην Υεμένη, θέλουν να μετατρέψουν τη συριακή επανάσταση σε μια σουνίτικη σεκταριστική υπόθεση ανατροπής του “αιρετικού” καθεστώτος του Άσαντ, με σκοπό την αποδυνάμωση του μεγάλου αντιπάλου τους στην περιοχή, του Ιράν. Γι' αυτό, η Σαουδική Αραβία, μαζί με το Κατάρ, προμήθευσαν από την αρχή χρήματα και όπλα σε τμήματα της συριακής αντιπολίτευσης (στα πιο συντηρητικά και σεκταριστικά κομμάτια των εξεγερμένων), ευνοώντας την στρατιωτικοποίηση της επανάστασης και επιζητώντας την εμπλοκή των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στη σύγκρουση στη Συρία. Δεν είναι τυχαίο ότι οι υψηλά ιστάμενοι πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες (κατά κύριο λόγο σουνίτες) που αυτομολούν από το καθεστώς Άσαντ βρίσκουν σχεδόν πάντα καταφύγιο στο Ριάντ και στη Ντόχα.

Ο άλλος μεγάλος παίκτης στη συριακή υπόθεση είναι η Τουρκία, η οποία προσπαθεί να αναδειχτεί σε προστάτη των δημοκρατικών κινημάτων της Αραβικής Άνοιξης και σε μοντέλο μετριοπαθούς ισλαμικής δημοκρατίας (το κόμμα του Ερντογάν ανήκει στην ίδια οικογένεια με τα κόμματα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας που ισχυροποιούνται πολιτικά σε ολόκληρη την περιοχή). Το ενδιαφέρον της για τη Συρία ενισχύεται και από την ύπαρξη της εκεί κουρδικής μειονότητας, γεγονός που μπορεί να αφυπνίσει το κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα και να απειλήσει την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας. Έτσι, η Άγκυρα φιλοξενεί στο έδαφός της τις ηγεσίες του Συριακού Εθνικού Συμβουλίου και του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, μαζί με περίπου 100.000 Σύριους πρόσφυγες που ο αριθμός τους ανεβαίνει αλματωδώς όσο βαθαίνει ο εμφύλιος πόλεμος στη χώρα. Οι κινήσεις αυτές, όσο πιο ελκυστικές φαντάζουν για τις ΗΠΑ, τόσο πιο ενοχλητικές γίνονται για το Ισραήλ, που επιχειρεί να αποδείξει τη χρησιμότητά του χτίζοντας δικούς του άξονες επιρροής στην περιοχή, με πρόθυμους ηλίθιους την Κύπρο και την Ελλάδα.

Με τη σκακιέρα έτσι διαμορφωμένη, οι ΗΠΑ και οι δυτικοί σύμμαχοί τους προσπαθούν να βρουν τον καλύτερο τρόπο να παρέμβουν στην περιοχή και να ξαναστήσουν στα πόδια της την κλονισμένη ηγεμονία τους. Θέλουν να εμφανιστούν ως σύμμαχοί των δημοκρατικών κινημάτων της Αραβικής Άνοιξης και να ανατρέψουν τον Άσαντ, κρατώντας όμως στη θέση του ανέπαφο τον κρατικό μηχανισμό του καθεστώτος, για να μην επαναληφθεί το φιάσκο του Ιράκ. Μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε μια ήττα για τον νούμερο ένα στρατηγικό τους εχθρό στην περιοχή, το Ιράν, και – το σημαντικότερο – μια αποδυνάμωση των άσπονδων συμμάχων τους, της Ρωσίας και της Κίνας, που έχουν τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή, πρώτα και κύρια το πολυτιμότερο αγαθό για κάθε καπιταλιστική οικονομία, το πετρέλαιο.

Αλλά οι ΗΠΑ δεν μπορούν να τα καταφέρουν μόνες τους και κάθε επιλογή είναι ναρκοθετημένη με κινδύνους. Η υπεργολαβία της ιμπεριαλιστικής επέμβασης στη Σαουδική Αραβία μπορεί να οδηγήσει σε ενίσχυση ριζοσπαστικών ισλαμικών στοιχείων σε σύνδεση με την Αλ Κάιντα (που είναι ήδη ενεργή στη Συρία), πολιτική που μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ όπως το βίωσαν τραυματικά οι ΗΠΑ με τους Ταλιμπάν και την 11η Σεπτέμβρη. Η συνεργασία με την Τουρκία φαντάζει αυτή τη στιγμή ως η ασφαλέστερη στρατηγική: αλλά μια πολεμική ανάφλεξη, προϊόν της σύνθετης πραγματικότητας στην περιοχή (για παράδειγμα μια σύγκρουση της Τουρκίας με τους Κούρδους ή ένας τυχοδιωκτισμός του Ισραήλ) μπορεί να οδηγήσει σε συνολικότερη αποσταθεροποίηση. Προς το παρόν, οι δισταγμοί των ΗΠΑ και της Δύσης να επέμβουν στρατιωτικά δείχνει ότι δεν έχουν τον έλεγχο στο έδαφος της Συρίας, όπως συνέβη στην περίπτωση της Λιβύης.

Οι προοπτικές

Το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Το καθεστώς Άσαντ μοιάζει με παγόβουνο που λιώνει. Οι αυτομολήσεις στελεχών του καθεστώτος, που καταλαβαίνουν ότι οι μέρες του είναι μετρημένες, συνεχίζονται. Στο Χαλέπι, υπάρχουν οι πρώτες ενδείξεις ότι οι σουνίτες αστοί αρχίζουν να εγκαταλείπουν τον Άσαντ και να ρίχνουν το βάρος τους προς την πλευρά της αντιπολίτευσης. Αν ο Άσαντ επιμείνει, τότε η στρατιωτική σύγκρουση θα βαθύνει. Ωστόσο, η εξέγερση δεν μπορεί να νικήσει στρατιωτικά, όσα όπλα και αν πάρει από εξωτερικές πηγές. Η Δαμασκός και το Χαλέπι δεν μπορούν να “απελευθερωθούν” από τα έξω, όπως λέει η ηγεσία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού. Η στρατιωτικοποίηση της επανάστασης έχει μετατραπεί πλέον σε συνειδητή στρατηγική της ηγεσίας της Αντιπολίτευσης (κυρίως της Μουσουλμανικής Αδελφότητας) με απώτερο στόχο τη διάσπαση στα ανώτερα κλιμάκια του καθεστώτος και την πρόκληση κάποιου είδους εξωτερικής επέμβασης. Μια τέτοια επέμβαση θα αποτελέσει και το τέλος της συριακής επανάστασης ως ανεξάρτητου πολιτικού παράγοντα και τη μετατροπή της σε εργαλείο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για τους δικούς τους σκοπούς. Οι αγωνιστές που παλεύουν για τη δημοκρατία στη Συρία πρέπει να επιμείνουν στην αναγκαιότητα του μαζικού κινήματος στις πόλεις, στην κινητοποίηση της εργατικής τάξης που δεν έχει παρέμβει ακόμα συλλογικά στην εξέλιξη της επανάστασης: μόνο έτσι θα καταπολεμηθούν οι κίνδυνοι του θρησκευτικού σεχταρισμού και της ξένης επέμβασης, ώστε η ανατροπή του καθεστώτος να ξημερώσει καλύτερες μέρες για το συριακό λαό. Και μόνον από μια τέτοια διαδικασία θα χτιστεί μέσα από το κίνημα για τη δημοκρατία μια νέα Αριστερά, που θα παίξει ρόλο στη Συρία της επόμενης μέρας μετά τον Άσαντ και στη νέα Μέση Ανατολή.

Το κίνημα στη Δύση χρειάζεται να προσφέρει στις αραβικές επαναστάσεις που παλεύουν ενάντια στα δικτατορικά καθεστώτα έμπρακτη αλληλεγγύη. Η αλληλεγγύη αυτή δεν μπορεί να είναι απλές δηλώσεις υποστήριξης, σαν κι αυτές που κάνει υποκριτικά ο Αβραμόπουλος την ίδια στιγμή που κλείνει συμφωνίες με το Ισραήλ, ούτε μπορεί να είναι η συμμετοχή της Αριστεράς στην ψυχροπολεμική κατακραυγή των αστικών ΜΜΕ κατά της Ρωσίας και του Ιράν. Η καλύτερη έμπρακτη αλληλεγγύη προς τον συριακό λαό είναι η αντίσταση στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις της δικιάς μας άρχουσας τάξης που ως αποτέλεσμα θα έχουν την ακύρωση της επανάστασης. Αυτό σημαίνει πάλη ενάντια σε οποιαδήποτε ελληνική συμμετοχή σε επέμβαση στη Μέση Ανατολή: να πάψουν τα ελληνικά λιμάνια να φιλοξενούν τα αεροπλανοφόρα των Μεγάλων Δυνάμεων που πλέουν για την Ανατολική Μεσόγειο, να κλείσει η βάση της Σούδας, να σταματήσει κάθε συνεργασία με το κράτος του Ισραήλ. Έμπρακτη αλληλεγγύη σημαίνει ακόμα την απαίτηση να ανοίξουν τα σύνορα για τους Σύριους πρόσφυγες και να βάλουμε φραγμό στην ισλαμοφοβική υστερία που ήδη σπέρνουν οι φασίστες ενάντια στον ερχομό τους. Είμαστε μαζί με τα αδέλφια μας στην Μέση Ανατολή που παλεύουν για δημοκρατία, ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Και ο καλύτερος τρόπος για να τους συμπαρασταθούμε είναι να ανατρέψουμε τα αφεντικά στην ίδια μας τη χώρα.