Άρθρο
Η άνοδος της Αριστεράς

Ο Τσίπρας στα Προπύλαια το βράδυ των εκλογών

Ο Πάνος Γκαργκάνας παρεμβαίνει στη συζήτηση για την σχέση ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Η εκρηκτική άνοδος της Αριστεράς στο διπλό γύρο εκλογών του Μάη και του Ιούνη στην Ελλάδα γέννησε ελπίδες διεθνώς. Η προοπτική ότι μια Αριστερά που τοποθετείται πέρα από τη νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία μπορεί να βρεθεί στην κυβέρνηση μιας χώρας, όχι κάπου στη Λατινική Αμερική αλλά μέσα στο σκληρό πυρήνα της ΕΕ, την Ευρωζώνη, κέντρισε τη φαντασία και ανέβασε τους ορίζοντες χιλιάδων αγωνιστών.

Ζητήματα που μπορεί να θεωρούνταν «κλειστά», ακόμη και μέσα στις σημερινές συνθήκες βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού, ξαφνικά απέκτησαν χειροπιαστή επικαιρότητα. Μέχρι πού μπορούν να φτάνουν οι φιλοδοξίες της Αριστεράς; Ποιοί είναι άμεσοι και ποιοί πιο μακρινοί στόχοι; Πώς πρέπει να είναι οργανωμένη η Αριστερά; Ποιές είναι οι σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα ρεύματά της; Όλα αυτά τα ερωτήματα, παλιά και νέα, ξαναμπήκαν στο τραπέζι. Και φυσιολογικά αυτό ζωντανεύει τη συζήτηση στους κόλπους του κόσμου που παλεύει.

Μοιραία, στο κέντρο της συζήτησης βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ χάρη στην εκτίναξή του από το 4 στο 27%. Αυτό μπορεί να δημιουργεί δυσκολίες για τους συντρόφους στα διάφορα μήκη και πλάτη του πλανήτη που αναζητούν πληροφόρηση για την προέλευση, την ιστορία και τη στάση των διαφόρων ρευμάτων της Αριστεράς στην Ελλάδα. Λειψή πληροφόρηση, δημοσιογραφικά στερεότυπα και πολλά άλλα εμπόδια στέκονται ανάμεσα στις αναζητήσεις συντρόφων του διεθνούς κινήματος και στα πραγματικά δεδομένα της συζήτησης που ανοίγει.

Στο εσωτερικό, όμως, πολλά από αυτά τα εμπόδια δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Εδώ, οι διαφωνίες και οι συμφωνίες μπορούν να ξεδιπλωθούν σε πιο στέρεο έδαφος. Ας σταθούμε, λοιπόν, σε αυτό το κομμάτι. Και πιο συγκεκριμένα στο τμήμα εκείνο που θεωρεί ότι η υπόλοιπη αριστερά θα έπρεπε να συσπειρωθεί στον ΣΥΡΙΖΑ, μιας και αυτός πήρε το προβάδισμα στις εκλογές.

Τι επιχειρήματα ακούγονται από αυτές τις απόψεις;

Ο Ευτύχης Μπιτσάκης σε ομιλία που έκανε σε φεστιβάλ στη Γεωπονική και δημοσιεύτηκε και στο Πριν, μιλάει με τον εξής τρόπο:

«Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με τη σειρά της, θέτει ως όρο συνεργασίας την έξοδο από το ευρώ και την Ε.Ε. Αρνείται τη συνεργασία στο όνομα του μεσοπρόθεσμου στόχου. Και παραπέρα. Στο χώρο αυτό κυριαρχεί η άποψη ότι μια τέτοια συνεργασία θα είχε ως συνέπεια να αφομοιωθούν επαναστατικές δυνάμεις, από τη σοσιαλδημοκρατία, ειδικά από τη δεξιόστροφη ηγεσία του ΣΥΝ.

Τόσο τρομερός είναι λοιπόν αυτός ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ και τόση λίγη εμπιστοσύνη έχουν οι οπαδοί της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις δυνάμεις τους και στη δύναμη των επιχειρημάτων τους; Τόσο πολύ αγνοούν τη δύναμη της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ; Τι είναι δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ; Το άμεσο πρόγραμμα του είναι ρεφορμιστικό. Υπάρχει όμως ρεφορμισμός και ρεφορμισμός. Κατ’ αρχήν, στρατηγικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ, πολλάκις διατυπωμένος προφορικά και γραπτά είναι ο σοσιαλισμός: «σοσιαλισμός με δημοκρατία», πλεονασμός έστω ο δεύτερος όρος, σοσιαλισμός σχεδόν εξίσου αόριστος με τον σοσιαλισμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αλλά: ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια παγιωμένη κατάσταση; Ακόμα χειρότερα: βαδίζει προς την αγκαλιά της σοσιαλδημοκρατίας; Θα γίνει το νέο ΠΑΣΟΚ; Οι Κασσάνδρες ξεχνούν και στην περίπτωση αυτή τη διαλεκτική: Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα πολυτασικό μόρφωμα. Πεδίο δυνατοτήτων. Υπάρχει η δεξιόστροφη τάση. Αλλά στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ενταγμένοι ή τον ψηφίζουν αγωνιστές της Αντίστασης, του εμφυλίου, της ΕΔΑ, των Λαμπράκηδων, του αντιδικτατορικού κινήματος, των μετέπειτα κοινωνικών αγώνων. Πού θεμελιώνεται λοιπόν η άποψη της σύγχρονης Κασσάνδρας, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει το Νέο ΠΑΣΟΚ, η σημερινή σοσιαλδημοκρατία;».

Και σε άλλο σημείο προσθέτει:

«Ποιοι θα μπορούσαν σήμερα να είναι οι ενδιάμεσοι στόχοι; Ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα; Ένας από αυτούς: έξω από το ευρώ. Έξω από την Ε.Ε. Εδώ αρχίζουν οι διαφωνίες. Το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι υπέρ της εξόδου. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ξεπέρασε τη νεκρή πλέον ιδεολογία του ευρωκομμουνισμού, είναι υπέρ της παραμονής στο ευρώ και στην Ε.Ε., με στόχο το μετασχηματισμό της σε «Ευρώπη των Λαών». Ούτε η πρώτη, ούτε η δεύτερη θέση δεν έχει θεμελιωθεί συγκεκριμένα, επιστημονικά».

Εδώ το κυρίαρχο επιχείρημα μοιάζει να είναι η ρευστότητα του εγχειρήματος και το αόριστο των ζητημάτων. Ο σοσιαλισμός δεν έχει προσδιοριστεί, το μέσα ή έξω από την ΕΕ δεν έχει τεκμηριωθεί, ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ είναι κόσμος των αγώνων και ανήκει σε ένα σχήμα που είναι «πεδίο δυνατοτήτων».

Είναι, όμως, έτσι;

Βάση και ηγεσία

Ο κόσμος που τοποθετείται στον ΣΥΡΙΖΑ και τον ψηφίζει έχει αναμφίβολα τη σύνθεση που αναφέρει ο σύντροφος Ευτύχης. Αλλά το ίδιο ισχύει και για τον κόσμο του ΚΚΕ. Αμφιβάλει κανείς ότι εκεί «είναι ενταγμένοι ή τον ψηφίζουν αγωνιστές της Αντίστασης, του εμφυλίου, της ΕΔΑ, των Λαμπράκηδων, του αντιδικτατορικού κινήματος, των μετέπειτα κοινωνικών αγώνων»; Μπορούμε, όμως, από αυτό να συμπεράνουμε ότι το ΚΚΕ είναι «πεδίο δυνατοτήτων»; Όχι βέβαια. Γιατί ένα κόμμα δεν είναι μόνο ο κόσμος της βάσης του, αλλά και η ηγεσία του, η δομή του, το πρόγραμμα και η ιδεολογία του.

Το ΠΑΣΟΚ για πολλά χρόνια μπορούσε να ισχυρίζεται εξίσου πειστικά ότι η σύνθεση των ψηφοφόρων του είχε ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά και πολλές φορές χρησιμοποιούσε τις ίδιες ή παρόμοιες εκφράσεις για τις γενιές της Αντίστασης, του 114 και του Πολυτεχνείου. Αλλά όλοι ξέρουμε ότι η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ έφτασε στο σημείο να κάνει αυτή τη βάση να φεύγει με κατάρες από αυτό το κόμμα.

Σημαίνει αυτό ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει την ίδια τύχη; Κανένας δεν το εύχεται αυτό. Αρκετά πληρώσαμε τόσες δεκαετίες μια εμπειρία που κατάστρεψε το κίνημα της Μεταπολίτευσης. Αλλά για να μην επαναληφθεί η εμπειρία χρειάζονται ισχυρές εγγυήσεις στον χαρακτήρα του “νέου εγχειρήματος”. Υπάρχουν;

Εδώ οι ασάφειες και οι αγνωστικισμοί δεν βοηθούν. Το «πολυτασικό» του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί απλά να είναι το αντίστοιχο του «πολυσυλλεκτικού» ΠΑΣΟΚ. Κλασικά, ο Ανδρέας Παπανδρέου παραμονές των εκλογών του 1981 καλούσε ταυτόχρονα τον Γεώργιο Μαύρο και τον Μανώλη Γλέζο να στρατευτούν μαζί για τη νίκη του «Σοσιαλισμού στις 18». Δεν είναι ο πλουραλισμός, λοιπόν, που θα μας λύσει το πρόβλημα. Χρειάζεται πολιτική ουσία.

Χρειάζεται η αναφορά στο Σοσιαλισμό να μην είναι φορτισμένη με τα βαρίδια του «δημοκρατικού» κοινοβουλευτικού δρόμου. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι η σοσιαλιστική προοπτική έχει ανάγκη από περισσότερη επεξεργασία, δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι η «αοριστία» του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό το θέμα είναι ίδια με της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Γιατί αναζητούν την συγκεκριμενοποίηση σε διαφορετικές κατευθύνσεις: οι μεν στα πλαίσια του κοινοβουλευτισμού, οι δε στα πλαίσια μιας εργατικής δημοκρατίας. Έχουμε να κάνουμε με δυο στρατηγικά διακριτά ρεύματα και δεν έχει νόημα να κουκουλώσουμε αυτή τη διαφορά συγχωνεύοντάς τα αυθαίρετα. Μπορούμε να μιλάμε για κοινή δράση και συνεργασία, αλλά όχι για ενιαίο φορέα.

Σε αυτή τη βάση μπορεί να προχωρήσει η συζήτηση για τους πιο άμεσους στόχους. Εδώ, χρειάζεται το μέσα ή έξω από την ΕΕ να μην είναι ζήτημα ανοιχτό «προς επιστημονική τεκμηρίωση» σε κάποιο μέλλον. Γιατί, ως προς αυτό το ζήτημα τουλάχιστον, το μέλλον είναι ήδη εδώ. Η δεύτερη προεκλογική περίοδος από τον Μάη στον Ιούνη κυριαρχήθηκε από το σφυροκόπημα της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη ακριβώς σε αυτό το σημείο. «Ευρώ ή θάνατος» ήταν το λάβαρο του Σαμαρά, της Μέρκελ και των φίλων τους. Και να ήθελε η Αριστερά να το αφήσει ανοιχτό, οι αντίπαλοι δεν είχαν, ούτε έχουν, καμιά διάθεση να την αφήσουν.

Στο σημείο αυτό, έρχεται να παρέμβει μια άλλη σειρά επιχειρημάτων. Γράφει ο Στάθης Κουβελάκης στην «Ανοιχτή Επιστολή» που έστειλε στην εφημερίδα Socialist Worker του Λονδίνου στις 29 Μάη 2012:

«Παραμένει σωστό ότι μοιάζει εξαιρετικά απίθανο να μην αντιδράσει η ΕΕ, η οποία εκπροσωπεί τα συμφέροντα των δανειστών της Ελλάδας και γενικότερα του Ευρωπαϊκού χρηματιστικού κεφάλαιου, σε μια μονόπλευρη έξοδο από το πλαίσιο της λιτότητας που βασίζεται στο Μνημόνιο.

Πρόσφατες δηλώσεις ηγετών του ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν ότι υπάρχει συναίσθηση για την αναγκαιότητα ενός σχεδίου για αυτή την περίπτωση, αλλά το περίγραμμά του παραμένει πολύ ασαφές, καθώς θα συνεπαγόταν σχεδόν αναπόφευκτα την έξοδο από το ευρώ και την άμεση αθέτηση πληρωμής του χρέους.

Τα δύο λογικά ενδεχόμενα που προκύπτουν σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει τις εκλογές και ηγείται στην επόμενη κυβέρνηση είναι είτε υποταγή και υπαναχώρηση από τις δεσμεύσεις για ακύρωση του Μνημονίου, πράγμα που θα σήμαινε απέραντη καταστροφή όχι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά για όλη τη ριζοσπαστική αριστερά και επιπλέον για τον ελληνικό λαό, είτε η εμπλοκή σε μια παρατεταμένη μάχη η οποία θα οδηγούσε σχεδόν βέβαια σε αποτελέσματα πέρα από τους τρέχοντες στόχους που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Μια τέτοια εξέλιξη θα αντιστοιχούσε, νομίζω, σε αρκετά γνωστά στην ιστορία σχήματα διαδικασιών κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής, όπου η δυναμική των καταστάσεων, εξωθούμενη βέβαια από την πίεση λαϊκών κινητοποιήσεων, σπρώχνει πρωταγωνιστές (ή τουλάχιστον ορισμένους από αυτούς) πέρα από τις αρχικές τους προθέσεις. Αυτό είναι που τρομάζει πάνω απ’ όλα τις κυρίαρχες δυνάμεις στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και εξηγεί την υστερική εκστρατεία κατά του ΣΥΡΙΖΑ και κατά της προοπτικής που ανοίγει μια πιθανή άνοδός του στην εξουσία».

Ρεφορμιστική αριστερά

Αν ο σύντροφος Μπιτσάκης αφήνει ανοιχτό το τι είναι και τι δεν είναι τεκμηριωμένο για την ΕΕ, ο σύντροφος Κουβελάκης θεωρεί (σωστά) δεδομένη τη σύγκρουση και ευελπιστεί ότι η δυναμική της θα σπρώξει τον ΣΥΡΙΖΑ να κάνει το καθήκον του. Είναι βάσιμη μια τέτοια ελπίδα; Και πόσο έχουμε θετικές ενδείξεις από τη μέχρι τώρα πορεία των πραγμάτων;

Οι απαντήσεις είναι δυστυχώς αρνητικές. Ιστορικά, ηγεσίες σημαδεμένες από τον ρεφορμισμό, ακόμη και όταν έχουν βρεθεί στη δίνη συγκρούσεων πέρα από τα αναμενόμενά τους, έχουν παίξει αρνητικό ρόλο. Αυτό υπάρχει σαν εμπειρία από τα «μικρά καθημερινά» μέχρι καταστάσεις επαναστατικές. Σχεδόν κάθε εργάτης ξέρει ότι ακόμη και όταν ξεπεραστούν οι γραφειοκρατικές αναστολές και φτάσει η ώρα της απεργίας, μια συμβιβαστική ηγεσία αναζητάει τον τρόπο για να την κλείσει και όχι τον τρόπο για να νικήσει. Και αν πάμε στη μεγάλη κλίμακα των επαναστάσεων, σχεδόν κάθε αριστερός ξέρει ότι άλλο Λένιν και άλλο Κερένσκι, άλλο Έμπερτ και άλλο Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Το ζήτημα του σωστού χαρακτηρισμού ενός πολιτικού σχηματισμού, αν έχει ρεφορμιστικό χαρακτήρα ή όχι, δεν είναι μια σχολαστική αναζήτηση κάποιων κολλημένων. Είναι ζωτικής σημασίας για την προοπτική του εργατικού κινήματος. Δεν μπορούμε να υπεκφύγουμε το ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σχηματισμός της ρεφορμιστικής αριστεράς ή όχι.

Η απάντηση βρίσκεται πρώτα απ’ όλα στην καταγωγή του. Όσο κι αν κάποιες συνιστώσες του προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τη δική τους συμβολή, γεγονός παραμένει ότι κορμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο Συνασπισμός, ένα κόμμα συνώνυμο με τη μεταρρυθμιστική στρατηγική στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Το κόμμα που οι ιδρυτικές του αρχές οφείλονται στον Λεωνίδα Κύρκο, ο οποίος ποτέ δεν ντράπηκε για τον ρεφορμισμό του. Υπάρχει, ναι ή όχι, μια ιστορική συνέχεια ανάμεσα στον Κύρκο, τη Δαμανάκη, τον Κωνσταντόπουλο, τον Αλαβάνο και τον Τσίπρα; Η απάντηση είναι ναι και η ηγεσία του ΣΥΝ τιμάει αυτή την ιστορική προέλευσή της. Όσο για ορισμένες συνιστώσες που θεωρούν ότι αυτή η συνέχεια διακόπτεται από κάποια αριστερή στροφή, πού τοποθετούν τον Τσίπρα σε σύγκριση με τον Αλαβάνο; Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι ο Αλαβάνος βρίσκεται στα αριστερά του Τσίπρα; Η θεωρία ότι ένα ασχημόπαπο μεταμορφώθηκε σε έναν όμορφο κύκνο ανήκει στον κόσμο των παραμυθιών, όχι της πολιτικής.

Και αν έρθουμε στην πιο πρόσφατη εξέλιξη, στον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, η προσθήκη στελεχών που (προς τιμή τους) έσπασαν από το ΠΑΣΟΚ δεν αναιρεί, αλλά ενισχύει τον μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα του εγχειρήματος. Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι π.χ. ο Αλέξης Μητρόπουλος έφερε μαζί του μια πτέρυγα που είναι πιο ριζοσπαστική από τον παραδοσιακό ΣΥΝ, ούτε ότι είναι αμελητέος και δεν επηρεάζει τον χαρακτήρα της κοινής προσπάθειας. Άλλωστε, φρόντισε ο ίδιος να δώσει στίγμα με την πρόσφατη επιστολή του που διαμαρτύρεται για τις δηλώσεις Λαφαζάνη περί χρεοκοπίας. Η δεξιά πτέρυγα εντός του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ενισχύεται και το δείχνει με πολλούς τρόπους.

Πολλοί βιάζονται να ξεχάσουν (ή να ξεχάσει ο κόσμος) ότι τμήμα της αριστερής κυβερνητικής πρότασης Τσίπρα ήταν και η ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη. Ποιόν άραγε θα ενίσχυε η παρουσία αυτής της δύναμης που τόσο πρόθυμα στηρίζει σήμερα Σαμαρά και Βενιζέλο;

Δικαιολογημένα ο Ευτύχης Μπιτσάκης μιλάει για ρεφορμισμό, έστω κι αν τον θεωρεί (λαθεμένα) αναστρέψιμο. Δικαιολογημένα ο Στάθης Κουβελάκης γράφει ότι το ένα ενδεχόμενο είναι η υποταγή και η αθέτηση των υποσχέσεων, γιατί αυτές οι τάσεις είναι ορατές ήδη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Ας αφήσουμε προς το παρόν τις χειρονομίες της προεκλογικής περιόδου, όταν ο Τσίπρας έδινε συγχαρητήρια στη ΓΑΔΑ για την «ηπειρώτικη ψυχραιμία» της ηγεσίας της, ή όταν αρθρογραφούσε στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς για να καθησυχάσει τους τραπεζίτες. Ας πούμε ότι εκείνα ήταν ολισθήματα κάτω από την πίεση της υστερικής επίθεσης εκείνων των ημερών.

Μετά τις εκλογές, σε ποια λογική λογοδοτούν οι δηλώσεις στο Ρόιτερς ότι «δεν θα καλέσει τους υποστηρικτές του να βγουν στους δρόμους» αν όχι σε μια κλασική ταχτική κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης που παραπέμπει τα πάντα στο «όταν γίνουμε κυβέρνηση»; Η συλλογιστική αυτή επιβεβαιώθηκε και με την περιβόητη δήλωση Σκουρλέτη ότι τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να είναι προσεκτικά στις δηλώσεις τους, γιατί αλλιώς μιλάς σαν κόμμα του 4% και αλλιώς από τα ύψη του 27%. Τι άλλο εκτός από δεξιά προσαρμογή υποδηλώνει αυτή η τοποθέτηση; Η προσπάθεια να πέσει σιωπητήριο σε κάθε αριστερή φωνή έχει γίνει συστηματικά και από τον Παπαδημούλη και από τη Δούρου σε κάθε ευκαιρία.

Αν αυτά μοιάζουν «διαδικαστικά» ή «τακτικίστικα», εξίσου ανησυχητικά είναι τα κρούσματα στο πολιτικό περιεχόμενο της στάσης του ΣΥΡΙΖΑ. Η συνάντηση του Τσίπρα με τον Πρόεδρο του Ισραήλ Σιμόν Πέρες όχι μόνο έγινε χωρίς επίσημες δηλώσεις και ανακοινώσεις, αλλά σοκάρισε δικαιολογημένα όλο τον κόσμο της αριστεράς που δίνει τις μάχες του ενάντια στον αποκλεισμό της Γάζας και τα άλλα εγκλήματα του Ισραήλ και ενάντια στις κοινές ελληνοϊσραηλινές ασκήσεις και «ενεργειακές» συνεργασίες.

Στην οικονομική πολιτική, ο Σταθάκης έχει τη δυνατότητα να δίνει συνεντεύξεις υπέρ των σχεδίων της ΕΕ για «τραπεζική ένωση» (στην La Tribune, βλέπε http://www.latribune.fr/actualites /economie/union-europeenne/20120629 trib000706497/-syriza-est-favorable-a-une-union-bancaire-en-europe-.html) και όχι μόνο δεν τον ανακαλεί κανείς στην τάξη, αλλά γίνεται βασικός ομιλητής στην ημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ για τις τράπεζες. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει κατ’ επανάληψη προτείνει κοινή δράση για την κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος χωρίς ούτε ένα ευρώ αποζημίωση για τους μεγαλομέτοχους που το έχουν καταστρέψει. Αλλά βρίσκουμε απέναντι απόψεις που βλέπουν πλεονεκτήματα στη διάσωση του τραπεζικού συστήματος από την ΕΕ, έστω κι αν η ΕΕ «εκπροσωπεί τα συμφέροντα των δανειστών της Ελλάδας και γενικότερα του Ευρωπαϊκού χρηματιστικού κεφάλαιου», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Στάθη Κουβελάκη.

Δεν έχει νόημα να μακρύνουμε κι άλλο την απαρίθμηση τέτοιων κρουσμάτων. Το πραγματικό ζήτημα που αναδεικνύεται είναι ποιος και πώς μπορεί να σταματήσει αυτές τις τάσεις. Εδώ, η κλασική απάντηση που έρχεται από μέσα ή γύρω από τις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ είναι «ελάτε κι εσείς να ενισχύσετε τις αριστερές φωνές». Πρόκειται για αυταπάτη. Η δυνατότητα να αντιδρούμε από κοινού σε δεξιά ολισθήματα του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ενισχυθεί υποτάσσοντας και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο εσωτερικό του. Αντίθετα, η ύπαρξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως ανεξάρτητου πόλου διευκολύνει τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ (και όλης της Αριστεράς) που θέλει να παλέψει.

Κοινή αντίσταση

Αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Ήδη στο μικρό διάστημα που έχει μεσολαβήσει από τις εκλογές οι δυνάμεις που συγκροτούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ (και πρώτο-πρώτο το ΣΕΚ) έχουν δώσει δείγματα γραφής σε αυτή την κατεύθυνση. Ας σταθούμε σε τρία μόνο παραδείγματα.

Περίπτωση πρώτη, η απεργία στη Χαλυβουργία. Στις κρίσιμες τελευταίες μέρες της απεργίας ποιές δυνάμεις καλούσαν όλο τον κόσμο να σταθεί στο πλευρό των απεργών και να τους βοηθήσει να συνεχίσουν; Το ΠΑΜΕ καλούσε για συμπαράσταση, αλλά πρότεινε τη λήξη της απεργίας. Εμείς ήμασταν και στον Ασπρόπυργο και στην Ομόνοια στις 23 Ιούλη διαδηλώνοντας πλάι στους απεργούς και στην κρίσιμη συνέλευση με πρόταση συνέχισης του αγώνα. Οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ πού ήταν;

Περίπτωση δεύτερη, η απεργία ενάντια στο ξεπούλημα της ΑΤΕ. Οι εργαζόμενοι έδειξαν την αποφασιστικότητά τους μέσα στο καμίνι των πρώτων δυο βδομάδων του Αυγούστου. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ συμφώνησαν στο κλείσιμο της απεργίας. Το μόνο στήριγμα για τον κόσμο που ήθελε να συνεχίσει ήταν οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Περίπτωση τρίτη, η αντίσταση στο κοινό πογκρόμ Δένδια-Χρυσής Αυγής μέσα στον Αύγουστο. Ποιές δυνάμεις πρωτοστάτησαν και στήριξαν το μαζικό συλλαλητήριο στις 24 Αυγούστου που έβγαλε χιλιάδες διαδηλωτές στην Ομόνοια και το Σύνταγμα;

Ο ρόλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σαν πρωτοπόρας δύναμης που μπαίνει μπροστά για να ενώσει και να δώσει σάρκα και οστά στην κοινή διάθεση για αντίσταση στις επιθέσεις είναι καταγραμμένος και δοκιμασμένος. Και δεν είναι χτεσινός. Όσο πίσω κι αν γυρίσουμε, θα βρούμε τις δυνάμεις που συγκρότησαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να ανοίγουν δρόμους για το κίνημα και να προσπαθούν να συσπειρώσουν σε αυτή την κατεύθυνση και τον κόσμο του ΣΥΝ και του ΚΚΕ και του ΠΑΣΟΚ. Θυμηθείτε τις φοιτητικές καταλήψεις του 2006-7 και το ρόλο των ΕΑΑΚ, το αντιπολεμικό κίνημα του 2003 και το ρόλο της Συμμαχίας Σταματήστε τον Πόλεμο, την πολιορκία των G8 το 2001 και το ρόλο της Πρωτοβουλίας Γένοβα, για να μην πάμε πιο πίσω. Είμαστε τμήμα ενός ιστορικού ρεύματος που έχει τις ρίζες του στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και συμπεριλαμβάνει τις ρήξεις της νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού με το κόμμα της το 1979 και της ΚΝΕ με το ΚΚΕ το 1989.

Υπάρχουν χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές από όλο το φάσμα της Αριστεράς και από τον κόσμο που έσπασε με το ΠΑΣΟΚ, που έχουν εμπειρίες και δεσμούς κοινής δράσης με τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αποτελούν έναν κορμό που όταν μπαίνει σε κίνηση μπορεί να ξεσηκώνει δυνατά κινήματα αντίστασης στις κάθε λογής επιθέσεις αλλά και στις συμβιβαστικές τάσεις. Εδώ βρίσκεται η ελπίδα, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία. Αυτή είναι μια κατάκτηση πολύτιμη για το κίνημα που χρειάζεται να την υπερασπίσουμε. Εδώ βρίσκεται ο πραγματικός λόγος που κάνει παράγοντες σαν τον Παπαχελά να γράφουν για εφιαλτικά σενάρια:

«Το εφιαλτικό σενάριο θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να κατηγορεί τον κ. Σαμαρά και τη σημερινή κυβέρνηση για «προδοσία» και «κακή επαναδιαπραγμάτευση», η κυβέρνηση να μην αντέξει, να έλθει όντως ο κ. Τσίπρας στην εξουσία και να προσγειωθεί και εκείνος πολύ απότομα, οπότε πλέον θα έχει έλθει η ώρα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των άλλων πιο «αυθεντικών» αντιμνημονιακών πολιτικών δυνάμεων» (http://news.kathimerini.gr/ 4dcgi/_w_articles_columns_2_01/07/2012_487558).

Είναι τελείως εξωπραγματικές οι αιτιάσεις που χρεώνουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ με σεχταρισμό «σαν μικρό ΚΚΕ». Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει το μέγεθος του ΚΚΕ και δεν θα μπορούσε να έχει τόσο έντονη παρουσία μέσα στο κίνημα αν δεν λειτουργούσε ανοιχτά και ενωτικά, στον αντίποδα του πραγματικού σεχταρισμού. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η ηγεσία του ΚΚΕ εξαπολύει μύδρους κατά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ακριβώς σε αυτό το σημείο. Το μετεκλογικό τεύχος της ΚΟΜΕΠ αφιερώνει πάνω από είκοσι σελίδες σε αυτή την πολεμική καταγγέλλοντας ότι: «Οι δυνάμεις ΝΑΡ/ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ συνεργάστηκαν στενά στο κίνημα, πρώτα απ’ όλα στο εργατικό συνδικαλιστικό, αλλά και στα πανεπιστήμια, στους χώρους εκπαίδευσης γενικότερα και αλλού. Σε πολλές περιπτώσεις η συνεργασία φτάνει μέχρι και τη συγκρότηση κοινών σχημάτων». Είναι γνωστό ότι η ηγεσία του ΚΚΕ συνηθίζει να χτυπάει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως «13η συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ».

Ματαιοπονούν, λοιπόν, όσοι προσπαθούν να απομονώσουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ με το επιχείρημα «αφού δεν μπαίνει στον ΣΥΡΙΖΑ είναι σέκτα». Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και διατηρεί την ανεξαρτησία της και κινείται ενωτικά με τον κόσμο που θέλει να παλέψει, γι’ αυτό και δέχεται τα πυρά και από τις δυο παραδοσιακές - ρεφορμιστικές ηγεσίες.

Κλείνοντας αυτό το άρθρο, ας επιστρέψουμε ξανά στα ζητήματα προοπτικής. Το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ κεντράρει στην προοπτική μιας κυβέρνησης της αριστεράς και υποτάσσει τα πάντα στο κέρδισμα των επόμενων εκλογών, όποτε προκύψουν. Υπάρχουν μάλιστα απόψεις (που αυτοτοποθετούνται πέρα από τους παραδοσιακούς θιασώτες του κοινοβουλευτικού δρόμου) οι οποίες θεωρητικοποιούν αυτή την αντιμετώπιση ως εξής: αν δεν έχουν την κυβέρνηση με το μέρος τους, οι εργάτες δεν μπορούν ούτε τις συλλογικές συμβάσεις να υπερασπίσουν, αφού οι εργοδότες επικαλούνται τα μνημόνια που επιβάλλουν οι κυβερνήσεις. Ή, λένε κάποιοι άλλοι, το όπλο της απεργίας έχει εξασθενίσει μέσα σε συνθήκες τόσο άγριας κρίσης, άρα ο κόσμος στρέφεται στην αναζήτηση κυβερνητικής λύσης.

Αν θεωρήσουμε ότι η μαζική στροφή του κόσμου προς τα αριστερά οφείλεται σε αδυναμία πάλης στους χώρους δουλειάς, θα κάνουμε το μεγαλύτερο λάθος. Διπλό λάθος. Η μαζική ψήφος για την Αριστερά είναι έκφραση ριζοσπαστικοποίησης, καρπός των συγκλονιστικών αγώνων της τελευταίας τουλάχιστον διετίας, οι οποίοι ανέβασαν (και όχι κατέβασαν) την αυτοπεποίθηση της εργατικής τάξης. Αλλά πέρα από το πώς φτάσαμε ως εδώ, πιο σημαντικό θα είναι το λάθος να φανταζόμαστε ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς μπορεί να στηριχτεί σε χώρους δουλειάς που έχουν παραιτηθεί από το όπλο της απεργίας. Η αθέτηση των προεκλογικών υποσχέσεων θα ήταν περίπατος σε μια τέτοια περίπτωση. Αλλά, ευτυχώς, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι.

Όχι αναμονή

Υπάρχει, λοιπόν, μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε αυτούς που καλλιεργούν την αναμονή μέχρι τις επόμενες εκλογές και σε αυτούς που οργανώνουν τις μάχες εδώ και τώρα, από εργοστάσιο σε εργοστάσιο, από σχολείο σε νοσοκομείο, από γειτονιά σε γειτονιά.

Σε αυτή τη διαχωριστική γραμμή, η ηγεσία του ΚΚΕ βρίσκεται από την ίδια μεριά με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, όσους όρκους κι αν δίνει στην «εργατική-λαϊκή εξουσία». Η βασική θέση του ΚΚΕ είναι ότι οι συσχετισμοί είναι αρνητικοί (όπως φάνηκε και από το εκλογικό αποτέλεσμα που ήταν αρνητικό για το κόμμα), και άρα η προοπτική της ανατροπής είναι μακρινή. Μέσα από άλλη διαδρομή, και αυτή η ηγεσία φτάνει στο ίδιο συμπέρασμα: «για την ώρα, δεν μας παίρνει».

Έχουμε σύγκλιση των παραδοσιακών ηγεσιών στη γραμμή της αναμονής: στην προσδοκία της κάλπης, λένε οι μεν, στην αλλαγή των συσχετισμών λένε οι δε. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Το ΚΚΕ δεν είναι απλά ένα σεχταριστικό κόμμα. Είναι ένα κόμμα της ρεφορμιστικής αριστεράς που περνάει σεχταριστική περίοδο. Στην ιστορία του από τη δεκαετία του 1930 και μετά έχει πολλές εναλλαγές ανάμεσα στο σεχταρισμό και τις πιο πλατιές συνεργασίες. Αλλά είτε στη μια εκδοχή, είτε στην άλλη, ο ρεφορμισμός είναι το κυρίαρχο στοιχείο που πάντα παραπέμπει το ζήτημα της εξουσίας των εργατών σε κάποιο άλλο στάδιο.

Το ζητούμενο, δηλαδή, δεν είναι να ξορκίζουμε το σεχταριστικό ΚΚΕ και να εξωραϊζουμε τον ενωτικό ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να επιδιώκουμε την κοινή δράση με όλο τον κόσμο της Αριστεράς. Η προοπτική του σοσιαλισμού, της ανατροπής του καπιταλισμού και της εργατικής εξουσίας χτίζεται μέσα από την ενιαιομετωπική δράση των εργατών ενάντια στις καπιταλιστικές επιθέσεις ξεπερνώντας τις αναστολές των ρεφορμιστικών ηγεσιών. Κάθε απεργία αυτή την περίοδο, κάθε συλλογική μάχη ενάντια στις περικοπές και τις ιδιωτικοποιήσεις είναι ταυτόχρονα ένα καρφί για την συγκυβέρνηση του Σαμαρά και ένα βήμα στην πορεία της εργατικής τάξης προς τη δική της εναλλακτική λύση. Εδώ μετριέται η συμβολή των επαναστατών και γύρω από αυτό θα κριθούν οι κρίσιμες μάχες που έχουμε μπροστά μας σήμερα.