Ο Λέανδρος Μπόλαρης, με αφορμή τη συζήτηση για τα «δίκτυα αλληλεγγύης», επιχειρηματολογεί για το ποιά πρέπει να είναι η κλιμάκωση του κινήματος.
Οι αναφορές στα «δίκτυα αλληλεγγύης» πυκνώνουν το τελευταίο διάστημα. Ακούγεται όλο και πιο συχνά η άποψη ότι εκεί πρέπει να ρίξει το βάρος της η Αριστερά, αν θέλει να διατηρήσει και να επεκτείνει τους δεσμούς της με τους εργαζόμενους και τη νεολαία που υποφέρουν.
Κάτω από τις λέξεις «δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης» συμπεριλαμβάνονται πρωτοβουλίες από ομάδες, από φορείς, ακόμα και δήμους. «Κοινωνικά» παντοπωλεία, συσσίτια, ιατρεία, φαρμακεία, ανταλλακτικά παζάρια, στέκια που διοργανώνονται εκδηλώσεις, δίνονται δωρεάν μαθήματα κλπ. Υποτίθεται ότι αυτές οι πρωτοβουλίες απλώνουν ένα εναλλακτικό δίχτυ προστασίας εκεί που οι πολιτικές του μνημονίου διαλύουν τις κοινωνικές υπηρεσίες και γεννάνε τη φτώχεια και την απελπισία.
Όπως γράφει ο Π. Χριστοδούλου από το «Κοινωνικό Ιατρείο Αλληλεγγύης Πάτρας»: «Μετά από 8 μήνες, διαπιστώνουμε ότι το να λειτουργεί μια δομή κοινωνικής αλληλεγγύης είναι πολύ πιο δύσκολο απ’ ό,τι φαίνεται. Ίσως είναι η πιο επίπονη κινηματική διαδικασία, καθώς χρειάζεται προσωπική αφιέρωση, συνέπεια, οργανωτικότητα και την ισότιμη συμμετοχή όλων. Πρόκειται, ωστόσο, για μια διαδικασία που προσφέρει ένα διαφορετικό παράδειγμα κοινωνικών και ανθρώπινων σχέσεων, οι οποίες δεν υπακούουν στην λογική της αγοράς και του κέρδους. Αλλά και για μια διαδικασία αποτελεσματική ως εμπόδιο στον ερχομό μιας κοινωνίας της ζούγκλας».1
Προπαγάνδα και πραγματικότητα
Υπάρχουν οργανώσεις και θεσμοί της άρχουσας τάξης με πολύ μεγαλύτερη εμπειρία και υλικά μέσα στην οργάνωση «δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης», στο παιχνίδι της «κοινωνικής ευαισθησίας», όπως η Εκκλησία, τα ΜΜΕ, οι σύνδεσμοι επιχειρηματιών. Συνοδεύουν τη δραστηριότητά τους όχι μόνο με διαφήμιση για τους ίδιους, αλλά και με μια ολόκληρη ιδεολογική εκστρατεία γύρω από το πόσο τέτοιες πρωτοβουλίες δίνουν τη δυνατότητα στη «κοινωνία των πολιτών» να οργανωθεί, να δώσει άμεσες λύσεις σε καυτά προβλήματα.
Μέσα στον Ιούλη για παράδειγμα ο Ιερώνυμος εγκαινίασε το 3ο κοινωνικό παντοπωλείο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών στη Δάφνη απ’ όπου θα εφοδιάζονται «κάθε βδομάδα 200 οικογένειες με τα απαραίτητα».2 Όλους τους προηγούμενους μήνες το ΣΚΑΙ μας βομβάρδιζε με ρεπορτάζ για την πρωτοβουλία που πήρε μαζί με την Εκκλησία και τις αλυσίδες μεγάλων σούπερ-μάρκετ με τίτλο «Όλοι μαζί μπορούμε». Προφανώς, η φτώχεια δεν μειώθηκε ούτε εκατοστό με τέτοιες φιλανθρωπίες για το θεαθήναι. Αλλά και, το σημαντικότερο, ούτε η επιρροή της Εκκλησίας – για να μην πούμε του ΣΚΑΙ – πήρε τα πάνω της. Η ιδεολογία της άρχουσας τάξης βρίσκεται σε κρίση και αυτό συμπεριλαμβάνει και τους συγκεκριμένους μηχανισμούς.
Υπάρχει ένα ιστορικό προηγούμενο. Τα «δίκτυα» της Εκκλησίας και γενικότερα της άρχουσας τάξης και μιας σειράς επίσημων και «ανεπίσημων» θεσμών της απέτυχαν παταγωδώς στη μεγάλη δοκιμασία του χειμώνα της πείνας και του θανάτου το 1941-42. Τότε η πείνα είχε πάρει εφιαλτικές διαστάσεις στις εργατογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά ιδιαίτερα, αλλά και άλλων πόλεων. Σε δεκάδες χιλιάδες μετριούνται οι νεκροί. Οι αιτίες της συμφοράς ήταν πολλές, αλλά αυτό που μας ενδιαφέρει είναι πώς αντιμετωπίστηκε. Ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ γράφει στο βιβλίο “Στην Ελλάδα του Χίτλερ”:
“Στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, φιλανθρωπικές και θρησκευτικές οργανώσεις παράστεκαν τους πρόσφυγες, τους άστεγους κληρωτούς και τους ανέργους. Εύπορες νοικοκυρές στο λιμάνι του Βόλου προπαγάνδιζαν λίστες συμμετεχόντων σ’ ένα σχέδιο «υιοθεσίας» και διατροφής παιδιών από τις φτωχογειτονιές... Σε αντίθεση με την κυβέρνηση, δεν είχαν φορολογικές ούτε κατασταλτικές εξουσίες και δεν διέθεταν τα μέσα για να αγοράσουν τρόφιμα σε ευρεία κλίμακα. «Καμιά οργάνωση δημόσιας αρωγής ή κοινωνικής πρόνοιας», έλεγε μια έκθεση του Ερυθρού Σταυρού, «δεν θα μπορούσε να σώσει όλους όσοι υπέφεραν από το λιμό». Στα συσσίτια απόρων της πρωτεύουσας λιγότερο από το ένα τέταρτο του πληθυσμού που είχαν ανάγκη από τέτοια αρωγή έβρισκαν τροφή. Οι μερίδες τους είχαν ελάχιστη θρεπτική αξία ή λίπη”.3
Εργατικοί αγώνες στην Κατοχή
Το Εργατικό ΕΑΜ ήταν αυτό που πράγματι οργάνωσε τη μάχη για να μην υπάρξει ξανά χειμώνας όπως του 1941-42. Με τον εφοδιασμό σε τρόφιμα να βελτιώνεται, το Εργατικό ΕΑΜ οργάνωσε τους συλλογικούς αγώνες των εργατών ώστε αυτά να καταλήγουν σε εκείνους που τα είχαν πράγματι ανάγκη και να μην γίνουν όπλα στα χέρια των αρχών κατοχής και της μεγάλης μαύρης αγοράς. Το μέσο ήταν πολλές φορές οι απεργίες.
«Στις 14 Απρίλη 1942 ένας ταχυδρομικός λιποθυμάει από την πείνα στο Κεντρικό Ταχυδρομείο στην Αθήνα. Και όπως περιγράφει το σχετικό χρονικό, το απόγευμα, όταν το νέο έκανε το γύρο όλων των βαρδιών: “Κάποιος φωνάζει στο προαύλιο: ‘Τι καθόμαστε παιδιά! Θα πεθάνουμε στα πόδια μας!’. Και μια δεύτερη φωνή απαντάει: ‘Απεργία!', ‘Ζήτω η Απεργία!' ξεσπάει το συγκεντρωμένο στο προαύλιο πλήθος και μ' ενθουσιασμό πλημμυρίζει τους δρόμους αψηφώντας τους κινδύνους”.
Απεργία, λοιπόν, σε ένα νευραλγικό τομέα σε καιρό πολέμου, όπως ήταν τα ΤΤΤ, Ταχυδρομεία-Τηλέγραφοι-Τηλέφωνα. Η απεργία απλώθηκε σε όλους τους δημόσιους υπάλληλους. Οι απεργοί συγκρότησαν μια Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή και παρά τις πιέσεις και τους κινδύνους κράτησαν για μέρες. Στο τέλος νίκησαν.
Τον Σεπτέμβρη του 1942 το Εργατικό ΕΑΜ οργάνωσε ένα ακόμα κύμα απεργιών που απλώθηκε σε πολλούς κλάδους. Συμμετείχαν οι “τριατατικοί”, οι τραπεζικοί, οι εργάτες της Ούλεν (ύδρευση), του Ηλεκτρικού Εργοστάσιου, του ΦΙΞ, τα Λιπάσματα στην Δραπετσώνα, οι λιγνιτωρύχοι της Καλογρέζας, πολλοί υφαντουργοί, λιμενεργάτες και σιδηροδρομικοί. Το σύνθημα: “Οχι άλλος χειμώνας σαν του 1941-42”.
Τα αιτήματα αυτών και άλλων απεργιών ή κινητοποιήσεων που θα ακολουθούσαν, ήταν αυξήσεις στους μισθούς και επειδή το χρήμα δεν είχε αξία, συσσίτια και εφοδιασμός με είδη πρώτης ανάγκης. Η οργάνωση που εξασφάλιζε ότι αυτά τα αγαθά θα πήγαιναν πράγματι στους εργάτες και τις οικογένειές τους ήταν οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί».4
Οι συνεταιρισμοί δεν ήταν «δίκτυα αλληλεγγύης», ήταν ουσιαστικά η νόμιμη κάλυψη του παράνομου συνδικαλιστικού κινήματος (τα συνδικάτα βρίσκονταν στα χέρια των διορισμένων εργατοπατέρων της δικτατορίας του Μεταξά που συνεργάζονταν με τις κυβερνήσεις των δωσιλόγων). Το χρήμα γινόταν κουρελόχαρτο από τον υπερπληθωρισμό που προκαλούσε η λεηλασία της φασιστικής κατοχής και η κερδοσκοπία των καπιταλιστών. Γι’ αυτό οι εργατικές κινητοποιήσεις έβαζαν στόχους, μαζί με αυξήσεις στους μισθούς και συγκεκριμένα πράγματα σε είδη πρώτης ανάγκης, τρόφιμα, ρουχισμό.
Η εικόνα ενός ΕΑΜ οργανωτή συσσιτίων είναι απλουστευτική. Στην πραγματικότητα, οι οργανώσεις του Εργατικού ΕΑΜ οργάνωσαν τη διεκδίκηση από την εργοδοσία και το κράτος. Τον Αύγουστο του 1942 η Επιτροπή Συνεργασίας Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων σε ανακοίνωσή της αφού κατάγγελλε ότι «οι επισιτιστικές συνθήκες έχουν χειροτερεύσει με τη διαρκή ύψωσι των τιμών και την ελάττωσι της μερίδος του ψωμιού» και ότι, επίσης, «στις περισσότερες τράπεζες συσσίτια δεν λειτουργούν και σε άλλες λειτουργούν κατά τρόπον που δεν εξυπηρετούν ούτε τας πραγματικάς ανάγκας των υπαλλήλων», διατύπωνε μια σειρά αιτήματα για την στήριξη και επέκτασή τους. Τα τρία τελευταία αιτήματα (από τα έξι) ήταν τα εξής:
«4. Συμμετοχή εις την διοίκησιν και διαχείριν των συσσιτίων των εργαζομένων διά των Συλλόγων τους. 5. Καθορισμός διά νόμου κατωτάτου ορίου συντηρήσεως εις είδη βιωτικής ανάγκης (τρόφιμα, είδη ρουχισμού και υποδήσεως, φάρμακα κτλ) 6. Παροχή αδειών συγκλήσεως Γενικών Συνελεύσεων και εν γένει παροχή πάσης ευχερείας εις την ελευθέραν λειτουργίαν των αντιπροσωπευτικών οργάνων μας (Συλλόγων, Συνεταιρισμών, Ταμείων Υγείας κτλ)».5
Ταυτόχρονα κεντρικό σημείο της πάλης ήταν ενάντια στην ανεργία: η κυβέρνηση Ράλλη προσπάθησε να καταργήσει το διάταγμα της πρώτης κυβέρνησης των δωσιλόγων σύμφωνα με το οποίο οι εργοδότες ήταν υποχρεωμένοι να κρατάνε το «πλεονάζον» προσωπικό. Αν απολυόσουν, έχανες τις δυνατότητες που έδιναν οι συνεταιρισμοί και έμενες με τα ψίχουλα του «δελτίου» της πείνας. Δηλαδή, η κυβέρνηση του Ράλλη προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει το όπλο της πείνας ενάντια στην Αντίσταση και το εργατικό κίνημα. Αυτή η σύγκρουση κορυφώθηκε το 1944.
Αν κάτι δείχνει η εμπειρία του ΕΑΜ –στο συγκεκριμένο θέμα – είναι πόσο αποφασιστικό ρόλο παίζει η παρέμβαση της οργανωμένης εργατικής τάξης σε στιγμές βαθιάς κοινωνικής κρίσης. Η συλλογική δράση των εργατών είναι η δύναμη που μπορεί και τα άμεσα συμφέροντά τους να προστατέψει και να κερδίσει τις μάχες για τις πιο πιεστικές τους ανάγκες αλλά και να ανοίξει το δρόμο για μια άλλη κοινωνία.
Η εμπειρία της Αργεντινής
Η Αργεντινή της εξέγερσης του 2001-2 είναι συχνή αναφορά σήμερα: οι λαϊκές συνελεύσεις, τα δίκτυα ανταλλαγής προϊόντων, τα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια. Επρόκειτο για μορφές οργάνωσης που ξεπήδησαν από τη μαζική πρωτοβουλία και απέδειξαν ότι οι «ανώνυμοι» άνθρωποι μπορούν να παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους. Όμως, δέκα χρόνια μετά, οι περισσότερες από αυτές τις συλλογικότητες είτε έχουν εξαφανιστεί είτε φυτοζωούν.
Όπως έχει εξηγήσει ο Αργεντινός μαρξιστής Κλαούντιο Κατζ:
«Πολλές εκδοχές οικονομικής οργάνωσης που πρότεινε η αυτονομία άνθισαν στη διάρκεια της εξέγερσης. Από αυτές, τα δίκτυα ανταλλαγής προϊόντων ήταν η πλέον βραχύβια, γιατί γύριζε το εμπόριο πίσω σε πρωτόγονες μορφές. Η ανταλλαγή διήρκεσε μόνο όσο οι συγκεκριμένες συνθήκες που δημιούργησε η υποτίμηση του πέσο και η έκδοση διαφορετικών νομισμάτων στις επαρχίες. Όταν αποκαταστάθηκε η κυκλοφορία των αγαθών και η χρηματική οικονομία τα δίκτυα ανταλλαγής εξαφανίστηκαν.
Πολλά αρτοποιία, συσσίτια, και ‘λαϊκοί κήποι’ [στις πόλεις για καλλιέργεια τροφίμων] συνεχίζουν να υπάρχουν επειδή ήταν δημιουργήματα του μαζικού αγώνα. Αναπτύχθηκαν χωρίς κυβερνητική βοήθεια, μόνο με την υποστήριξη της κοινότητας. Τώρα είναι τμήμα μιας παράδοσης αντίστασης… Όμως, δεν έχουν δημιουργήσει μεγάλης κλίμακας απασχόληση ούτε δίνουν εισόδημα στη πλειοψηφία του πληθυσμού».6
Έτσι κι αλλιώς, οι αναφορές στις λατινοαμερικάνικες εμπειρίες «δικτύων αλληλεγγύης» ή στα – ακόμα σημαντικότερα – μορφώματα «κοινοτικής οργάνωσης»
σε παραγκουπόλεις, λαϊκά προάστια κλπ, όταν αποκόβονται από τις συνθήκες που τα γέννησαν, χάνουν τη σοβαρότητά τους. Στην Αργεντινή τα γέννησε μια εξέγερση, εδώ τα προτείνει ως προτεραιότητα ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα που διακηρύσσει ότι θα «τους ταράξουμε στην νομιμότητα».
Ο ρεαλισμός της αντίστασης
Τα «δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης» ακόμα και αν περάσουν από τη φάση της φιλολογίας και των συμβολικών κινήσεων στη φάση της πραγμάτωσης δεν έχουν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν ούτε τα πιεστικά προβλήματα που γεννά η «καθημερινότητα» της κρίσης ούτε να λειτουργήσουν ως διαφορετικό παράδειγμα ανθρώπινων και κοινωνικών σχέσεων.
Η δωρεάν δημόσια εκπαίδευση, ιδιαίτερα η τριτοβάθμια, το ΕΣΥ, το δίκτυο των παιδικών σταθμών, η κοινωνική ασφάλιση, όλα αυτά τα στοιχεία του λεγόμενου «κοινωνικού κράτους», είναι αποτέλεσμα των αγώνων που έχει δώσει η εργατική τάξη και η νεολαία από τη δεκαετία του ’60 και ιδιαίτερα από τη μεταπολίτευση και μετά. Είναι υλικά αποτυπώματα των ταξικών συσχετισμών στην κοινωνία.
Για περισσότερα από είκοσι χρόνια, στην Ελλάδα, η άρχουσα τάξη προσπαθεί να πάρει πίσω τις κατακτήσεις της προηγούμενης περιόδου. Οι ιδιωτικοποιήσεις, οι περικοπές, η επιβολή «κριτηρίων της αγοράς» σε μια σειρά οργανισμούς κοινής ωφέλειας ή πρόνοιας, είναι πλευρές της προσπάθειας που κάνει το αστικό κράτος για λογαριασμό της κυρίαρχης τάξης να μειώσει τον «κοινωνικό μισθό», να βάλει τους εργάτες να πληρώνουν γι’ αυτές τις υπηρεσίες αυξάνοντας έτσι έμμεσα το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Η διάρκεια των επιθέσεων δείχνει, όμως ότι δεν είναι εύκολο ακόμα και για την πιο «ακραία» νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση να ξεθεμελιώσει αυτές τις κατακτήσεις. Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά ο πιο σημαντικός είναι η πεισματική, σκληρή αντίσταση των εργατών σε αυτές τις επιθέσεις.
Τα «δίκτυα αλληλεγγύης» δεν μπορούν καν να συγκριθούν σε μέγεθος και αποτελεσματικότητα με όλα όσα είχε κερδίσει η εργατική τάξη. Ακόμα χειρότερα, γίνονται η κερκόπορτα μέσω της οποίας η Αριστερά καλείται να εγκαταλείψει κάθε πραγματική μάχη στο κίνημα ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, στις περικοπές και σε όλες τις επιθέσεις των καπιταλιστών.
Όταν εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχοι εξευτελίζονται στις «τηλεφωνικές γραμμές» του ΕΟΠΠΥ για να γράψουν κάποια στοιχειώδη φάρμακα ή μια εξίσου στοιχειώδη εξέταση, κανένα κοινωνικό ιατρείο ή δίκτυό τους δεν μπορεί να ανταπεξέλθει. Όταν το υπουργείο Υγείας βάζει μπρος να πετσοκόψει μονάδες εντατικής θεραπείες, κλίνες, νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό καταδικάζοντας χιλιάδες φτωχούς, το «παράδειγμα» δεν λέει και πολλά.
Η συλλογική, απεργιακή δράση της εργατικής τάξης έχει πολύ μεγαλύτερη δύναμη από κάθε συμβολικό «παράδειγμα» γιατί μπορεί να μπλοκάρει τη συγκεντρωμένη δύναμη του κράτους και των καπιταλιστών. Οι αγώνες των νοσηλευτών και των γιατρών του ΕΣΥ έχουν σώσει το σύστημα από τη πλήρη διάλυση των «συγχωνεύσεων» και περικοπών. Αν ο φτωχός κόσμος στα Πατήσια και τις γύρω περιοχές, από τις πιο υποβαθμισμένες του κέντρου της Αθήνας, έχει ακόμα κάποιο νοσοκομείο να πάει, το οφείλει στους εργαζόμενους του νοσοκομείου στα Πατήσια, τις απεργίες, τις διαδηλώσεις, τον αγωνιστικό συντονισμό τους με άλλα νοσοκομεία και με σωματεία και φορείς της γειτονιάς.
Κάθε απεργία ενάντια στις απολύσεις, την εκ περιτροπής εργασία, τις περικοπές, τις ιδιωτικοποιήσεις, δεν είναι μόνο ασπίδα προστασίας για τις κατακτήσεις των εργαζόμενων του κάθε συγκεκριμένου χώρου αλλά και για όλη την τάξη, για όλους εκείνους που υφίστανται τη βαρβαρότητα των μνημονίων.
Εργατικός Έλεγχος
Οι «διαφορετικές κοινωνικές και ανθρώπινες σχέσεις» δεν γεννιούνται στον εργαστηριακό σωλήνα κάποιων εναλλακτικών νησίδων κοινωνικής οργάνωσης. Ο δρόμος για να ανθίσουν νέες κοινωνικές σχέσεις, απαλλαγμένες από τα στίγματα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, είναι η συνειδητή, συλλογική πάλη της εργατικής τάξης για την ανατροπή του καπιταλισμού. Δηλαδή, για την κατάργηση των παραγωγικών σχέσεων του καπιταλισμού και το άνοιγμα της δυνατότητας να μπουν οι τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας στην υπηρεσία της.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήδη στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ασκούσαν ανελέητη κριτική στους «συντηρητικούς σοσιαλιστές». Ήταν «οικονομολόγοι, φιλάνθρωποι, ανθρωπιστές, άνθρωποι που ασχολούνται με τη βελτίωση της κατάστασης των εργαζόμενων τάξεων, οργανωτές αγαθοεργιών, προστάτες των ζώων, ιδρυτές συλλόγων υπέρ της μετριοπάθειας, οι πιο παρδαλοί ψευτομεταρρυθμιστές». Επεσήμαναν, επίσης, ότι: «Μια δεύτερη, λιγότερο συστηματική, αλλά πιο πρακτική μορφή αυτού του σοσιαλισμού, δοκίμασε να αποτρέψει την εργατική τάξη από κάθε επαναστατικό κίνημα, αποδείχνοντας ότι δεν μπορεί να την ωφελήσει αυτή ή εκείνη η πολιτική αλλαγή, αλλά μονάχα μια αλλαγή των υλικών συνθηκών ζωής, των οικονομικών σχέσεων. Όμως, ο σοσιαλισμός αυτός, με την αλλαγή των υλικών συνθηκών ζωής δεν εννοεί καθόλου την κατάργηση των αστικών σχέσεων παραγωγής, που μπορεί να γίνει μονάχα με επαναστατικό τρόπο, αλλά διοικητικές βελτιώσεις που πραγματοποιούνται πάνω στο έδαφος αυτών των σχέσεων παραγωγής και επομένως δεν θα αλλάξει τίποτα στη σχέση του κεφαλαίου και της μισθωτής εργασίας, αλλά στην καλύτερη περίπτωση θα μειώσει για την αστική τάξη τα έξοδα της κυριαρχίας της και θα απλοποιήσει τον κρατικό της προϋπολογισμό».
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ επεσήμανε από τις αρχές του αιώνα, στο «Μαζική Απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα», ότι δεν υπάρχουν σινικά τείχη ανάμεσα στους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες της τάξης. Η αιχμή αυτής της πολεμικής μπροσούρας, γράφτηκε το 1906, στρεφόταν ενάντια στους γραφειοκράτες των συνδικάτων και των άλλων «αντι-θεσμών» που είχε οικοδομήσει η γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Ήταν ένα τεράστιο δίκτυο οργανώσεων που έχει ωθήσει κάμποσους κοινωνιολόγους και ιστορικούς από τότε να τις ονομάσουν «κοινότητες αλληλεγγύης».
Γι’ αυτούς τους γραφειοκράτες η εργατική τάξη ποτέ δεν ήταν «έτοιμη» για αποφασιστικές μάχες: τα συνδικάτα ήταν πάντοτε «μειοψηφικά», τα αποθεματικά τους ήταν πάντοτε ανεπαρκή, οι δυνατότητες των συνεταιρισμών πάντοτε πιο κάτω από τις ανάγκες μιας σύγχρονης κοινωνίας. Αντίθετα για τη Ρόζα, η τάξη δημιουργεί τις μορφές οργάνωσης της ζωής της μέσα στους ίδιους τους αγώνες της, στα μεγάλα κινήματά της έχει τη τάση να γενικεύει εμπειρίες, να περνάει από το μερικό στο συνολικό, να βλέπει τους αγώνες της όχι απλά ως κόντρα με τον ένα ή άλλο εργοδότη αλλά ως πολιτική σύγκρουση με την άρχουσα τάξη και το κράτος της.
Είναι μια διαδρομή που έχει επιβεβαιωθεί ξανά και ξανά από την ιστορική εμπειρία του εργατικού κινήματος. Λόγω της θέσης που κατέχει η εργατική τάξη στην παραγωγή και στην κοινωνία, όταν το κίνημά της μπαίνει σε αυτή την τροχιά της σύγκρουσης με την κυρίαρχη τάξη και το κράτος της, το ζήτημα του ελέγχου ανακύπτει αναγκαστικά: από το ποιός ελέγχει τις αποθήκες ενός εργοστασίου που βρίσκεται σε κατάληψη μέχρι ποιός διοικεί και πώς μια πόλη που έχει παραλύσει από την γενική απεργία. Μ’ αυτό τον τρόπο γεννιούνται όργανα πάλης που ταυτόχρονα είναι και δημοκρατικές μορφές οργάνωσης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα στην Ευρώπη είναι η Πολωνία του Αυγούστου 1980, στο απεργιακό κύμα που ξεκίνησε από τα ναυπηγεία του Γκντανσκ. Η Διεργοστασιακή Απεργιακή Επιτροπή (MKS) ήταν το προϊόν αυτού του κινήματος.
«Μέσα σε λίγες μέρες, στην MKS του Γκντανσκ είχαν στείλει αντιπροσώπους, ανακλητούς βέβαια, 370 εργοστάσια με 400.000 εργάτες. Το προεδρείο της επιτροπής έπρεπε να κάνει απολογισμό δυο φορές την ημέρα μπροστά στην ολομέλεια των αντιπροσώπων. Στην πύλη του ναυπηγείου ένα αυτοσχέδιο πλακάτ έγραφε: «Εργάτες όλων των εργοστασίων ενωθείτε!»
Ολόκληρη η πόλη βρέθηκε στην ουσία υπό την διοίκηση της MKS. Τα τραμ κυκλοφορούσαν με επιγραφές: «Είμαι απεργός, αλλά εργάζομαι για να σας εξυπηρετήσω». Η Άννα Βαλεντίνοβιτς περιέγραφε αργότερα ότι: ‘Εκδώσαμε άδειες λειτουργίας σε καταστήματα τροφίμων... Η κονσερβοποιία συνέχισε να λειτουργεί για να μην σαπίσουν τα ψάρια. Για τον ίδιο λόγο επιτράπηκε η λειτουργία του εργοστασίου που κατασκεύαζε τα κονσερβοκούτια...’ Όπως είπε η Τζοάνα Ντούντα-Γκβιάζντα: Έχουμε πάρει την εξουσία σ΄ αυτή την πόλη, ας την οργανώσουμε».7
Ο «εργατικός έλεγχος» είναι η ψυχή κι ο συνδετικός ιστός ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος σήμερα, στην Ελλάδα των μνημονίων, της κρίσης αλλά και της αντίστασης. Το εργατικό κίνημα μπορεί να βαδίσει σ’ αυτή την κατεύθυνση. Είναι λάθος οι απόψεις που υποστηρίζουν ότι έχει χάσει τη μάχη, ότι «με 23% ανεργία δεν μπορούν να υπάρξουν πετυχημένοι εργατικοί αγώνες» και άρα η «αλληλεγγύη» προέχει της «αντίστασης». Στην πραγματικότητα, αυτό το εργατικό κίνημα έχει φέρει την κυρίαρχη τάξη να μην ξέρει τι θα κάνει την επόμενη μέρα.
Το ζήτημα δεν είναι οι δυνατότητες της τάξης αλλά τα όρια που βάζει η Αριστερά σε αυτές τις δυνατότητες. Σ’ αυτό το επίπεδο, οι απαντήσεις που έρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ μόνο ανησυχία μπορούν να προκαλέσουν.
Ο Α.Τσίπρας μίλησε στην Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ στις 23 Ιούλη. Αφού κάλεσε τα μέλη της να μην αφήσουν ήσυχη την κυβέρνηση με τον κοινοβουλευτικό τους έλεγχο, είχε και κάτι άλλο να προτείνει:
«Ταυτόχρονα, όμως, η κοινοβουλευτική ομάδα, θα πρέπει να δώσει πρώτη το παράδειγμα υποστήριξης της πολύ σημαντικής δουλειάς που οργανώνει ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα στη κοινωνία για την υποστήριξη των δομών και των δικτύων αλληλεγγύης στους συμπολίτες μας που έχουν περισσότερο ανάγκη. Για αυτό και σας προτείνω για συμβολικούς, αλλά και ουσιαστικούς λόγους ενίσχυσης να αποφασίσουμε ότι πέρα από το 20% της παρακράτησης της βουλευτικής αποζημίωσης υπέρ του κόμματος να εκχωρούμε κάθε μήνα και ένα επιπλέον 20% για την ενίσχυση των δράσεων κοινωνικής αλληλεγγύης».8
Από την ομιλία του έλειπαν παντελώς αναφορές στο κίνημα, τις απεργίες, τις διαδηλώσεις και τις καταλήψεις. Ένα μήνα σχεδόν πριν, στις 20 Ιούνη, μιλούσε πιο ανοιχτά στο πρακτορείο Reuters, για αυτό το ζήτημα: «Ερωτώμενος για την στρατηγική μετά τις εκλογές της Κυριακής, ο Τσίπρας επεσήμανε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα καλέσει τους υποστηρικτές του να βγουν στους δρόμους για να
διαμαρτυρηθούν εναντίον των μέτρων λιτότητας. Αντιθέτως, η συμμαχία των 12 αριστερών ομάδων θα επικεντρώσει τις ενέργειές της στη δημιουργία ‘μιας ασπίδας προστασίας για όσους περιθωριοποιούνται’. ‘Η αλληλεγγύη κι η αντίσταση είναι αμφότερες σημαντικές, όμως αυτή τη στιγμή η αλληλεγγύη είναι πιο σημαντική’, είπε».9
Με άλλα λόγια, τα «δίκτυα αλληλεγγύης» γίνονται μια εφαρμογή της «υπεύθυνης αντιπολίτευσης», του «θα τους ταράξουμε στη νομιμότητα» που είχε πει κι ο Παπαδημούλης. Στους ώμους της αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής Αριστεράς πέφτει το καθήκον να μπει μπροστά στην κλιμάκωση της αντίστασης.
1. Παναγιώτης Χριστοδούλου, «Ένα Αθόρυβο Κοινωνικό Ιατρείο», Red Notebook, http://rednotebook.gr/details.php?id=6560#.UCT-qw4QQxt.facebook
2. http://www.skai.gr/news/greece/article/207486/.
egainia-tou-3ou-koinonikou-padopoleiou-apo-ton-arhiepiskopo/
3. Mark Mazower, Inside Hitler’s Greece, Yale University Press 1993, p. 28-30.
4. Λέανδρος Μπόλαρης, «70 χρόνια από το θανατερό χειμώνα του 1941-42, Το Εργατικό ΕΑΜ ενάντια στην πείνα», Εργατική Αλληλεγγύη, Νο 1004, http://www.ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=3827:i1004&Itemid=155. Περισσότερα, στο: Λ. Μπόλαρης, Αντίσταση – Η Επανάσταση που Χάθηκε, Δεύτερη Εκδοση, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2012.
5. Η ανακοίνωση με ημερομηνία 31 Αυγούστου 1942, βρίσκεται στο Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας: http://ha.nbg.gr/exhibitions/En_7/pdf/104.html
6. Claudio Katz, Strategies for the Latin American Left Problems of Autonomism, http://www.filo.uba.ar/contenidos/carreras/historia/catedras/economiaparahistoriadores/sitio/txt/PROBLEMS%20OF%20AUTONOMISM.pdf
7. «Τριάντα Χρόνια από την κατάληψη στο Γκντανσκ: Η Πολωνία της Αλληλεγγύης», Εργατική Αλληλεγγύη, 931, http://www.sek-ist.gr/EA/home.php?article_ID=4217
8. http://www.syn.gr/gr/keimeno.php?id=27762&PHPS
ESSID=1f0de41aee19183f65ea52f1b3c789d7
9. Greek Rage to force bailout changes: Tsipras, στο http://www.reuters.com/article/2012/06/19/us-greece-election-tsipras-idUSBRE85I13820120619