Άρθρο
Λατινική Αμερική: Μια δεκαετία αντίστασης

Εξώφυλλο του τευχους 83

Ο Μάικ Γκονζάλες θυμίζει τους αγώνες και τα κινήματα που έφεραν στην εξουσία τις “μετανεοφιλελεύθερες” κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική και εντοπίζει τα όριά τους.

Ύστερα από δέκα χρόνια νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα ξεκίνησε με ένα λαϊκό ξεσηκωμό ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού στην Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας στις αρχές του 2000. Τα παλιά καθεστώτα είχαν φέρει την ελεύθερη αγορά, είχαν καταστρέψει τον εύθραυστο δημόσιο τομέα που σε κάποιο βαθμό προστάτευε τον εθνικό πλούτο, άφησαν ορθάνοιχτα τα σύνορα για τις πολυεθνικές που έδωσαν το τελικό χτύπημα στους ντόπιους παραγωγούς.

Η πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης έδειξε το βάρβαρό της πρόσωπο στη Βενεζουέλα το 1989, όταν η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση του Κάρλος Αντρές Πέρες ανακοίνωσε ένα κατεπείγον πρόγραμμα περικοπών που είχε επιβληθεί από το ΔΝΤ. Ο Πέρες είχε εκλεγεί βάσει της υπόσχεσής του να αντισταθεί στη λιτότητα που ήθελε το ΔΝΤ. Η απάντηση ήταν μια μαζική εξέγερση στην πρωτεύουσα της χώρας, εξέγερση που έμεινε γνωστή ως Καρακάσο. Οι φτωχοί που ζουν στα μπάριος, τις γειτονιές που μοιάζουν να κρέμονται απ’τους λόφους γύρω από το Καράκας ξέσπασαν σε μια γιορτή οργής και απογοήτευσης. Η εξέγερση συντρίφτηκε βάναυσα, παρόλο που η έκταση της κρατικής βίας έμεινε κρυφή για χρόνια. Χιλιάδες πέθαναν και θάφτηκαν σε ανώνυμους τάφους. Αυτοί που καταστράφηκαν από τα νέα οικονομικά μέτρα δεν καταμετρήθηκαν. Ομως η μνήμη εκείνων των Φεβρουαριανών ημερών παρέμεινε σαν ανεκπλήρωτο χρέος, για να θυμίζει πώς αντιδράει μια κυρίαρχη τάξη μέσα στην κρίση της.

Ένα χρόνο αργότερα, ο πρόεδρος της Αργεντινής, Κάρλος Μενέμ, ξεπούλησε το δημόσιο τομέα της οικονομίας, κυρίως σε πολυεθνικές εταιρείες, τόσο φτηνά που αυτός και μια μικρή μερίδα ντόπιων καπιταλιστών πλούτισαν σε βάρος της πλειοψηφίας. Η Βολιβία, εκείνη την περίοδο, δεχόταν τα εύσημα του Τζέφρι Σακς ως το πιο πετυχημένο «πείραμα του νεοφιλελευθερισμού» (είχε προφανώς ξεχάσει την Χιλή στη διάρκεια της δικτατορίας του Πινοτσέτ, που ήταν το πρώτο παράδειγμα χώρας με τέλειες οικονονομικές συνθήκες σύμφωνα με τους νεοφιλελεύθερους).

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, οι πρόεδροι της Βολιβίας είχαν ξεπουλήσει το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο της χώρας στο ξένο κεφάλαιο, ενώ οι πλούσιες περιοχές στα ανατολικά της χώρας με τα νέα κοιτάσματα πετρελαίου και αερίου αλλά και την καινούργια εξαγωγική αγροτική παραγωγή, με επίκεντρο τη σόγια, βρίσκονταν στα χέρια βολιβιανών και αργεντίνικων κεφαλαίων. Αυτός ο «πετυχημένος» μετασχηματισμός είχε αφήσει την πλειονότητα του πληθυσμού της Βολιβίας κάτω από το όριο της φτώχειας. Η κατάσταση ήταν ίδια στον Ισημερινό, στην Κεντρική Αμερική, στη Χιλή παρά τη μετάβαση στη δημοκρατία, και στο Μεξικό όπου εγκαινιάστηκε η Βορειοαμερικάνικη Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου (NAFTA) την Πρωτοχρονιά του 1994, αφού οι περισσότερες δημόσιες επιχειρήσεις της χώρας είχαν παραδοθεί σε αμερικάνικα συμφέροντα.

Αντίσταση: Από τις σπίθες στην πυρκαγιά

Η κραυγή της αντίστασης πρωτοακούστηκε στο Μεξικό, όταν ο EZLN, ο στρατός των Ζαπατίστας, ξεσηκώθηκε στην πολιτεία Τσιάπας με το σύνθημα «Ya Basta!» - «Φτάνει πια!». Το κίνημα γρήγορα περικυκλώθηκε και απομονώθηκε σ’ αυτήν την περιοχή των νότιων συνόρων, όμως ο συμβολικός του αντίκτυπος δεν μπορούσε να περιοριστεί, παρά τους 40.000 στρατιώτες που έστειλε η μεξικάνικη κυβέρνηση στην Τσιάπας μετά την εξέγερση. Η κραυγή Ya Basta άρχισε να ακούγεται σε όλο τον κόσμο καθώς το αντικαπιταλιστικό κίνημα δυνάμωνε και βρήκε ως έμβλημά του τον μασκοφορεμένο ηγέτη των Ζαπατίστας, Υποδιοικητή Μάρκος.

Οι Ζαπατίστας είχαν ενισχυθεί ανάμεσα στους μικρούς καλλιεργητές καλαμποκιού και στις ιθαγενείς κοινότητες που απειλούνταν με καταστροφή όταν τα σύνορα θα άνοιγαν για τις τεράστιες εταιρείες καλαμποκιού των ΗΠΑ και όταν οι επιδοτήσεις εξαφανίστηκαν μέσα σε μια νύχτα λόγω της Συμφωνίας της NAFTA. Αυτά ήταν τα άμεσα θύματα του νεοφιλελευθερισμού, όπως ανέλυσε ο Μάρκος στα πρώτα του γράμμα από τη ζούγκλα Λακαντόν.

Η Κοτσαμπάμπα σηματοδότησε μια νέα φάση στη μάχη ενάντια στην παγκόσμια αγορά. Οταν η τότε κυβέρνηση της Βολιβίας ανακοίνωσε την ιδιωτικοποίηση της ύδρευσης της πόλης, όλα τα τμήματα της κοινότητας – φοιτητές εργάτες, μικρέμποροι, οργανώσεις των γειτονιών εξεγέρθηκαν κάνοντας μια κινητοποίηση που κατέλαβε την κεντρική πλατεία της πόλης. Μετά από δέκα χρόνια αδιάκοπων ιδιωτικοποιήσεων, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Για τρεις βδομάδες το μαζικό κίνημα είχε στον έλεγχό του την πόλη μέχρι που η απόφαση ιδιωτικοποίησης αναιρέθηκε. Ηταν, ξεκάθαρα, η πρώτη νίκη της αντίστασης.

Την ίδια χρονιά, στον Ισημερινό, η Συνομοσπονδία των Ιθαγενών Εθνών (Conaie) και η πανεθνική εργατική συνομοσπονδία οργάνωσαν από κοινού μια διαδήλωση στην πρωτεύουσα Κίτο, διαμαρτυρόμενοι για την “δολαριοποίηση” της οικονομίας της χώρας. Δεν ήταν κάποια καινούργια μάχη, αλλά συνέχεια αγώνων που είχε δώσει η Conaie υπερασπιζόμενη τα δικαιώματα των ιθαγενών και πιο συνολικά το δικαίωμα των κοινοτήτων να έχουν έλεγχο στη γη και στους πόρους.

Και το 2000 και το 2001 υπήρξαν δυνατά κινήματα που έριξαν κυβερνήσεις που υποστήριζαν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Στα τέλη του 2001, η απόφαση του ΔΝΤ να τιμωρήσει την Αργεντινή για την αποτυχία της να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις έναντι των δανειστών της έφερε τη χώρα στο χείλος της χρεοκοπίας. Οι προσπάθειες να επιβληθούν δρακόντεια μέτρα για να λύσουν το πρόβλημα προκάλεσαν την συνολική άρνηση του πληθυσμού. Από τις 19 ως τις 21 Δεκέμβρη εξελισσόταν η λαϊκή εξέγερση που έμεινε γνωστή ως Αρχεντινάσο (ίσως σαν φόρο τιμής στα γεγονότα του Καράκας δώδεκα χρόνια νωρίτερα), με το σύνθημα: ”Que se vayan todos”, που στρεφόταν προς τους πολιτικούς: “Να φύγουν όλοι”.

Ξαναγεννημένος από τις στάχτες του

Η εκλογή του Ούγκο Τσάβες ως προέδρου της Βενεζουέλας το Νοέμβρη του 1998 ήταν έκφραση παρόμοιων αισθημάτων. Η διεφθαρμένη ελίτ που είχε στον έλεγχό της τη χώρα είχε πλουτίσει σε βάρος της πλειοψηφίας, 65% της οποίας ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας σε ένα κράτος τόσο πλούσιο σε πετρέλαιο. Ο Τσάβες είχε ηγηθεί ενός σύντομου ανεπιτυχούς πραξικοπήματος ενάντια σ'αυτήν την ελίτ το 1992, αλλά, παρά την αποτυχία, είχε μετατραπεί σε σύμβολο για μια διαφορετική πολιτική. Παρόλο που ο πολιτικός χαρακτήρας της Μπολιβαριανής Επανάστασης που υποσχόταν παρέμενε ασαφής, για τους φτωχούς της Βενεζουέλας αντιπροσώπευε ένα διαφορετικό αυθεντικό είδος δημοκρατίας στην οποία τα δικά τους συμφέροντα θα λαμβάνονταν υπόψη και οι ανάγκες τους θα αντιμετωπίζονταν.

Το πρώτο στάδιο του προγράμματος του Τσάβες ήταν να φτιαχτεί ένα νέο Σύνταγμα που αντανακλούσε αυτήν την υπόσχεση. Θα διασφάλιζε τα ανθρώπινα δικαιώματα, θα δημιουργούσε όργανα μαζικής συμμετοχής, θα έκανε όλους τους αξιωματούχους υπόλογους και μπορούσαν να χάνουν τη θέση τους με δημοψήφισμα. Το σημαντικότερο ήταν ότι η βασική πλουτοπαραγωγική πηγή της Βενεζουέλας, το πετρέλαιο, θα περνούσε σε γνήσιο δημόσιο έλεγχο.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η εκλογική επιτυχία του Τσάβες τον διαχώριζε κάπως από τις μαζικές εξεγέρσεις της Κοτσαμπάμπας και του Ισημερινού. Το κρίσιμο σε εκείνα τα κινήματα ήταν ότι εμφανίστηκαν όργανα μαζικής δράσης, ελεγχόμενα από τα κάτω, είχαν ποικιλόχρωμο χαρακτήρα και τα κεντρικά τους αιτήματα είχαν να κάνουν με τον τοπικό έλεγχο στους πόρους και τη δημοκρατία. Το 2002, ωστόσο, ο χαρακτήρας της Μπολιβαριανής Επανάστασης επαναπροσδιορίστηκε. Στις 11 Απρίλη, η δεξιά – οι μεγάλοι επιχειρηματίες, ένα τμήμα του στρατού, παλιοί πολιτικοί – συνέλαβε τον Τσάβες και ανακοίνωσε το σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Ομως, μέσα σε 48 ώρες, οι πραξικοπηματίες είχαν φύγει και ο Τσάβες απευθυνόταν ξανά σε τεράστια πλήθη έξω από το Προεδρικό Μέγαρο Μιραφλόρες. Οταν τα νέα της απαγωγής του Τσάβες έφτασαν στις φτωχογειτονιές, εκατοντάδες χιλιάδες υποστηρικτές του κατέλαβαν το κέντρο της πόλης. Εγιναν βίαιες επιθέσεις από ελεύθερους σκοπευτές και υπήρξε καταστολή σε βάρος ακτιβιστών και συνδικαλιστών. Ομως οι μάζες στους δρόμους έδειξαν πως υπήρχε και μια άλλη δύναμη στη Βενεζουέλα που υποστήριζε τον Τσάβες αλλά προχωρούσε και πέρα από αυτόν. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, ήταν η αρχή μιας Μπολιβαριανής Επανάστασης που συντονίστηκε με τα νέα κινήματα στη Λατινική Αμερική.

Πολιτική και κοινωνικά κινήματα

Στον Ισημερινό, το μαζικό κίνημα ξαναβγήκε στους δρόμους για να ανατρέψει τον πρόεδρο στα τέλη του 2002. Στη Βολιβία ένας άλλος πρόεδρος έπεσε και το 2003, το Ελ Άλτο – η τεράστια πόλη των ιθαγενών που βρίσκεται πάνω από την Λα Παζ – οδήγησε σε ήττα άλλη μια προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του νερού. Στη Βενεζουέλα, οι καπιταλιστές και οι σύμμαχοί τους εξαπέλυσαν άλλη μια επίθεση στην Μπολιβαριανή Επανάσταση, κινητοποιώντας τις δυνάμεις τους στην κρατική εταιρεία πετρελαίου και σε άλλες περιοχές προσπαθώντας να μπλοκάρουν την οικονομία. Στην πετρελαιοβιομηχανία, οι 18 χιλιάδες υποστηρικτές τους δεν έκαναν απλώς απεργία – προσπάθησαν να σαμποτάρουν τον κλάδο. Για άλλη μια φορά, ηττήθηκαν από μαζικές κινητοποιήσεις που υπεράσπισαν τη βιομηχανία και κράτησαν όρθια την υπόλοιπη οικονομία.

Αυτό το ογκούμενο κύμα αντίστασης δεν έμεινε μόνο να αντιστέκεται. Στην πορεία αυτών των αγώνων έκανε την εμφάνισή της μια πολιτική αντιπαράθεση, που εκφράστηκε στα Παγκόσμια Κοινωνικά Φόρουμ του Πόρτο Αλέγκρε. Η συζήτηση περί δημοκρατίας είχε πολύ διαφορετικό περιεχόμενο όταν γινόταν στο πλαίσιο μιας δημοκρατίας από τα κάτω όπως εμφανίστηκε στην πορεία του ίδιου του αγώνα – στην Αργεντινή το 2001 υπήρχαν οι λαϊκές συνελεύσεις, το κίνημα των πικετέρος στους άνεργους, οι καταλήψεις των εργοστασίων. Στη Βολιβία, τα “καβίλδος αβιέρτος” (ανοιχτά δημαρχεία) ξαναζωντάνεψαν μια παλιά παράδοση ανοιχτών συνεδριάσεων των δήμων, δημιουργώντας ένα νέο τρόπο συμμετοχικής δημοκρατίας. Και στη Βενεζουέλα, μετά το πραξικόπημα και την απεργία ο Τσάβες ξεκίνησε αυτά που ονομάστηκαν Μισιόνες, ένα είδος παράλληλης κρατικής οργάνωσης για να προωθηθεί η μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση, στην υγεία, στη γη, από τα κάτω κόντρα στην απροθυμία της κρατικής μηχανής όπου ακόμη κυριαρχούσε η παλιά τάξη πραγμάτων.

Αυτό ήταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Τσάβες έφτασε στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας με μια νέα πρόταση για το “σοσιαλισμό στον 21ο αιώνα” το Γενάρη του 2005. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, τον τόνο στο Φόρουμ έδινε ο Λούλα, ηγέτης του βραζιλιάνικου Κόμματος των Εργατών και παιδί των παραγκουπόλεων, που είχε εκλεγεί ηγέτης της όγδοης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου, της Βραζιλίας. Η προέλευσή του και η προεκλογική του εκστρατεία είχε κάνει την πλειοψηφία των Βραζιλιάνων να περιμένει από αυτόν να εγκαινιάσει ριζοσπαστικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Αντί γι'αυτό, πήγε από το Πόρτο Αλέγκρε στο Νταβός για να συναντηθεί με τους οικονομικούς ηγέτες του κόσμου. Στην επιστροφή του, ήταν ξεκάθαρο ότι παρόλο που θα προχωρούσε κάποια κοινωνικά προγράμματα, η προτεραιότητά του ήταν να βάλει τη Βραζιλία στις πρώτες θέσεις των καπιταλιστικών κρατών.

Στη Βολιβία, τη Βενεζουέλα και τον Ισημερινό, τα κοινωνικά κινήματα βρίσκονταν πλέον στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Εφερναν στην εξουσία νέους πολιτικούς ηγέτες που δήλωναν την ταύτισή τους με τα κινήματα και άρχιζαν να μετασχηματίζουν τα αιτήματά τους σε κυβερνητικές στρατηγικές. Κεντρική ανάμεσα σε αυτές τις στρατηγικές ήταν η επανάκτηση του εθνικού ελέγχου πάνω στις βασικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που βρίσκονταν στο κέντρο των αιτημάτων των κοινωνικών κινημάτων απαιτούσαν δαπάνες που θα μπορούσαν να καλυφθούν είτε από υψηλότερη φορολόγηση των ξένων εταιρειών που συμμετείχαν στην εξόρυξη των πρώτων υλών, είτε με κρατικοποίηση αυτών των εταιρειών. Τα κρατικά έσοδα τότε θα χρηματοδοτούσαν προγράμματα κατά της φτώχειας, θα ξανάνοιγαν την εκπαίδευση στους αποκλεισμένους φτωχούς, θα διασφάλιζαν την παροχή υγείας και στέγης.

Ομως σε χώρες με ιθαγενή πληθυσμό, όπως η Βολιβία και ο Ισημερινός, έπρεπε να αντιμετωπιστούν και βαθειά πολιτισμικά ζητήματα, όπως η κατάργηση των αποκλεισμών σε βάρος των ιθαγενών πληθυσμών, η αναγνώριση της κοινοτικής ιδιοκτησίας στη γη και το νερό, η ενσωμάτωση ενός μεγάλου φάσματος ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα νέα Συντάγματα.

Σε ευρύτερο επίπεδο, προτάσεις που προέρχονταν κυρίως από τη Βενεζουέλα έδωσαν έμφαση στην περιφεριακή ολοκλήρωση και την εχθρότητα απέναντι στις αμερικάνικες προσπάθειες να ενσωματωθούν στην παγκόσμια αγορά. Πρωτοβουλίες όπως η Μερκοσούρ και η ALBA (Μπολιβαριανή Λατινοαμερικανική Εναλλακτική) επιδιώκουν αφενός περιφερειακές συμμαχίες και συναλλαγές, αφετέρου δημιουργία εναλλακτικών εμπορικών μπλοκ. Η αποτυχία των προτάσεων περί μιας Παναμερικανικής Περιοχής Ελεύθερου Εμπορίου (FTAA) ήταν ένα σημαντικότατο βήμα σ' αυτή την κατεύθυνση.

Τα κοινωνικά κινήματα που είχαν φέρει στην εξουσία τα νέα καθεστώτα – τον Κορέα στον Ισημερινό, τον Έβο Μοράλες στη Βολιβία, τον Ούγκο Τσάβες στη Βενεζουέλα – ήταν σε μεγάλο βαθμό κριτικά προς το παλιό στυλ πολιτικής και δίσταζαν να οικοδομήσουν πολιτικά εργαλεία (κόμματα, πολιτικές οργανώσεις) που, δεδομένης της ποικιλομορφίας των κινημάτων, σίγουρα θα προκαλούσαν διχασμούς. Το MAS στη Βολιβία, για παράδειγμα, ήταν μια δημοκρατική οργάνωση που στην ουσία υιοθέτησε τον Μοράλες.

Ομως, δεδομένων των προοπτικών που έβαζαν οι “νέες αριστερές” κυβερνήσεις, ο έλεγχος του κράτους ήταν απαραίτητος για να υλοποιηθούν τα προγράμματά τους. Σε γενικές γραμμές, αυτό που ήταν κοινό (και υπήρχαν πολύ σημαντικές διαφορές) ήταν ένα όραμα ανάπτυξης βασισμένο στην εκμετάλλευση των ορυκτών πόρων από το κράτος, κάτι που θα έδινε τη δυνατότητα για χρηματοδότηση των κοινωνικών προγραμμάτων. Στις νέες συνθήκες, αυτό το εμπόριο θα αποκτούσε μεγαλύτερη ποικιλότητα και θα υλοποιούταν από ισχυρότερη διεθνή θέση και ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ και τις πολυεθνικές τους.

Το Σήμερα και το Αύριο

Καθώς ανέβαινε η τιμή του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, και εφαρμόζονταν νέα φορολογικά συστήματα, το κρατικό χρήμα ήταν αρκετό για να πραγματοποιούνται κοινωνικά προγράμματα, όπως το ιατρικό πρόγραμμα “Μπάριο Αδέντρο” (Μέσα γειτονιά) ή το πρόγραμμα κατά της φτώχειας στη Βολιβία. Κάποια από τα πολιτισμικά αιτήματα αντιμετωπίστηκαν ενεργά και καταγράφηκαν στα ριζοσπαστικά άρθρα των νέων Συνταγμάτων της Βολιβίας και του Ισημερινού.

Η επέκταση των εξαγωγών και η μεταρρύθμιση των όρων εμπορίου, ωστόσο, ούτε καν πλησίασαν τις ελπίδες των κινημάτων που είχαν φέρει αυτές τις κυβερνήσεις στην εξουσία. Νέες προσεγγίσεις απέναντι στη γη και τη φύση, για παράδειγμα, απαιτούσαν νέους τρόπους παραγωγής. Τα κινήματα έλπιζαν ότι θα υπήρχε διαφοροποίηση στην οικονομία, που θα επέτρεπε σε κάθε ξεχωριστή χώρα και σε όλη την περιοχή να παράγει τα δικά της προϊόντα, ανάλογα με τις ανάγκες του πληθυσμού. Και πάνω από όλα, το όνειρο ενός νέου μοντέλου κοινωνίας και οικονομίας βρισκόταν στην καρδιά των οργανώσεων που συμμετείχαν στις επαναστάσεις μέσα σε κάθε χώρα.

Πολλοί από όσους είχαν ηγηθεί στα κινήματα, όμως, ενσωματώθηκαν μέσα στο νέο κρατικό μηχανισμό. Αυτό έγινε ιδιαίτερα στη Βενεζουέλα, όπου οι ακτιβιστές της βάσης που ανέλαβαν τις Μισιόνες μπήκαν κατευθείαν στην κυβέρνηση καθώς οι ίδιες οι Μισιόνες έγιναν λιγότερο ανεξάρτητες και λιγότερο αποτελεσματικές. Την ίδια στιγμή, οι πειρασμοί της εξουσίας και τα τεράστια υλικά πλεονεκτήματα που έγιναν εύκολα προσβάσιμα στους νεοεισαχθέντες στον κρατικό μηχανισμό οδήγησαν στη δημιουργία μιας όλο και πιο πλούσιας κυβερνώσας τάξης.

Ο κυρίαρχος λόγος παρέμεινε επαναστατικός. Η φράση κλειδί ήταν ο σοσιαλισμός τον 21ο αιώνα. Ο Λένιν και ο Τρότσκι έγιναν συχνές αναφορές στις ομιλίες στα μεγάλα γεγονότα. Το κόκκινο έγινε το επίσημο χρώμα. Όμως, η ενσωμάτωση των ηγετών στον κυρίαρχο μηχανισμό αδυνάτισε τα κινήματα. Πιο σημαντικό είναι ότι προέκυψε σύγχυση για το νόημα της δημόσιας ρητορικής. Πολλά λόγια για επανάσταση, πολύς αντιμπεριαλισμός στα λόγια. Ομως αλήθεια, επανάσταση σημαίνει μόνο νέες οικονομικές σχέσεις με την Κίνα και το Ιράν; Πού ήταν ο κοινωνικός μετασχηματισμός για τον οποίο η κρατική εξουσία θα ήταν μόνο το πρώτο βήμα; Και, πέρα από τα λόγια, τι σήμαινε πραγματικά η “συμμετοχική δημοκρατία” όταν στη Βενεζουέλα, για παράδειγμα, η πραγματική εξουσία ολοένα και συγκεντρώνεται στα χέρια του προέδρου; Στη Βολιβία, ο Έβο Μοράλες, άσκησε πρόσφατα κριτική στα συνδικάτα γιατί διαδήλωναν διεκδικώντας αυξήσεις, ενώ ο αντιπρόεδρός του, ο Γκαρσία Λινέρα τους θύμισε ότι η Βολιβία οικοδομεί έναν “καπιταλισμό των Άνδεων”.

Φαίνεται πως το επαναστατικό κίνημα στη Λατινική Αμερική έχει φτάσει σε καινούργιο σταυροδρόμι. Αν τα όρια των νέων μορφών κρατικού καπιταλισμού στις οποίες είναι προσδεμένες οι μετά-νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις (όπως κάποιες φορές ονομάζονται) έχουν ήδη φανεί, καθώς ο Ισημερινός και η Βολιβία προχωρούν σε νέες συμφωνίες με πανίσχυρα διεθνή κεφάλαια (όπως με την Κίνα και τη Ρωσία), καθώς η Βενεζουέλα βυθίζεται στη διαφθορά και σε ένα αυξανόμενο κόστος ζωής για τις μάζες, είναι καιρός να ξαναανακαλύψουμε την ιστορία του ανεξάρτητου αγώνα και κινητοποίησης. Αυτού του αγώνα που κατάφερε τόσο πολλά σε τόσο σύντομο χρόνο και τώρα τον διεκδικούν κυβερνήσεις και ηγέτες που μπορεί να χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα αλλά δεν έχουν τον ίδιο στόχο μετασχηματισμού της κοινωνίας από τα κάτω.