Η Μαρία Στύλλου προτείνει απαντήσεις στο πιο κρίσιμο ερώτημα αυτού του φθινόπωρου.
Οι εξελίξεις είναι δραματικές για την παγκόσμια οικονομία και για την Ελλάδα. Η προοπτική μιας νέας βουτιάς, που θα ξεκινήσει από τις ΗΠΑ, ανησυχεί τους πάντες. Μπορεί ο Τρισέ να διαψεύδει την προοπτική μιας νέας βουτιάς, όμως ταυτόχρονα συνεχίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να δίνει δάνεια σε κράτη και τράπεζες. Μόνον οι τράπεζες της Ισπανίας δανείστηκαν από την ΕΚΤ 140 δις ευρώ τον Ιούλη. Και ο Μπερνάνκε και ο Τρισέ προσπαθούν να σταματήσουν μια νέα ύφεση, με ενέσεις ρευστότητας.
Την ίδια στιγμή οι ανησυχίες για την αποτυχία του Μνημονίου πυκνώνουν. Σε σύνοδο επιχειρηματιών που έγινε στο Κόμο της Ιταλίας (με συμμετοχή του Τρισέ και του Αλμούνια), ένας από τους ομιλητές περιέγραψε τρεις προοπτικές για την Ελλάδα - τη συνέχεια της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας στο μέλλον, μεγαλύτερη λιτότητα που θα φέρει τη χώρα σε εμφύλιο πόλεμο ή επιστροφή στη δραχμή με κατάρρευση των τραπεζών στο εσωτερικό. Κατά τη γνώμη του η τρίτη εκδοχή θα είναι η «λιγότερο κακή λύση».
Για την εργατική τάξη στην Ελλάδα, το ζήτημα που αντιμετωπίζει είναι το πώς θα ανατρέψει το μνημόνιο, και την επικαιροποίηση του, πώς θα ανοίξει το δρόμο για ανατροπή των επιθέσεων και για νέες κατακτήσεις. Μπορεί να γίνει τέτοια ανατροπή, πώς, από ποιες δυνάμεις και με ποια πολιτική; Μέσα σ´ αυτές τις συνθήκες αυτή η συζήτηση είναι κυρίαρχο ζήτημα για το εργατικό κίνημα.
Τρία χρόνια κρίση
Το 2007 η κρίση ξεκίνησε με το σκάσιμο της φούσκας στην αγορά ακινήτων στις ΗΠΑ. Η κρίση του τραπεζικού συστήματος που ακολούθησε οδήγησε στην παγκόσμια τραπεζική και οικονομική κρίση με αποτέλεσμα να πέσει η παγκόσμια παραγωγή με ρυθμούς που δεν είχαν ξαναγίνει από το τέλος του Β´ Παγκόσμιου Πολέμου.
Η κρίση δεν ήταν στιγμιαία όπως δήλωναν τότε οι G20, αλλά έχει παρατεταμένο χαρακτήρα. Αυτό κάνει τη δυνατότητα ελέγχου ακόμα πιο δύσκολη. Τα δάνεια στις τράπεζες και στα κράτη μπορεί προσωρινά να δίνουν ανάσα στην οικονομία, όμως δεν λύνουν το πρόβλημα. Οι κυβερνήσεις παίρνουν μέτρα λιτότητας για να καλύψουν τα κρατικά χρέη και ελλείμματα, κι αυτά τα μέτρα δημιουργούν ένα νέο φαύλο κύκλο, και βάζουν την οικονομία σε νέα ύφεση. Μέσα σ´ αυτές τις συνθήκες είναι ανοιχτή και η διπλή βουτιά της οικονομίας. Αυτή είναι η κατάσταση που αντιμετωπίζουν όλα τα πλούσια καπιταλιστικά κράτη, όπως και η Ελλάδα.
Η «επιτυχία» του Μνημονίου στηρίζεται στην προοπτική ανάκαμψης της διεθνούς οικονομίας. Έλπιζαν ότι φέτος ο τουρισμός θα έφερνε έσοδα, ότι θα αναθερμαινόταν η οικοδομή, ότι θα πληρώνονταν τα χρέη των επιχειρήσεων στις τράπεζες και ότι η αύξηση του ΦΠΑ θα έφερνε τα ποθητά έσοδα στο κράτος. Η εικόνα είναι ανάποδη. Η αύξηση του ΦΠΑ έχει ανεβάσει τις τιμές και έχει μειώσει τα έσοδα, η «στάση πληρωμών» των επιχειρήσεων και ιδιωτών στις τράπεζες μεγαλώνει, ξενοδοχειακές μονάδες κλείνουν, τα μαγαζιά με λουκέτα στην Αθήνα και σε όλες τις πόλεις είναι καθημερινή εξέλιξη.
Αυτό για την Τρόικα και την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είναι ο λόγος γιατί πρέπει να προχωρήσουν σε νέα μέτρα. Μέτρα διάσωσης των τραπεζών με νέα δάνεια, μέτρα ακόμα μεγαλύτερων περικοπών με τον Καλλικράτη στους δήμους, το «νέο» σχολείο της Διαμαντοπούλου, την εφαρμογή του νόμου της Ξενογιαννακοπούλου για τα νοσοκομεία, το τσεκούρι του Ρέππα στον ΟΣΕ και στις δημόσιες συγκοινωνίες και ταυτόχρονα με την ιδιωτικοποίηση των καλύτερων φιλέτων των ΔΕΚΟ: της ΔΕΗ, των ΕΛΤΑ, της ΕΥΔΑΠ.
Αυτές οι εξελίξεις έχουν ανοίξει τη συζήτηση για την αποτυχία του Μνημονίου σε πλατύτερα κομμάτια απ´ ό,τι μια προηγούμενη περίοδο. Ακόμα και υποστηριχτές της κυβέρνησης, εκφράζουν πια αμφιβολίες για τις δυνατότητες επιτυχίας μιας τέτοιας επιλογής. Όμως ταυτόχρονα έχουν ξεσηκώσει μεγαλύτερες αντιδράσεις και μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Έτσι στο τελευταίο Εθνικό Συμβούλιο στις 3 Σεπτέμβρη, κυκλοφόρησε επιστολή στελεχών του ΠΑΣΟΚ ενάντια στο Μνημόνιο. Στις τοπικές εκλογές του Νοέμβρη, η προοπτική είναι ότι θα υπάρξουν ψηφοδέλτια με στελέχη του ΠΑΣΟΚ που θα είναι ενάντια στο Μνημόνιο.
Η πολιτική κρίση
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, και ιδιαίτερα η ομάδα του Γ.Α.Π., αντιμετωπίζει τη νέα κατάσταση με άλμα στο κενό. Ο Παπακωνσταντίνου αναγκάζεται να δηλώσει σε συνέντευξη που έδωσε στους Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς στις 30 Ιούλη ότι «δεν θα μπορούσαμε να περάσουμε το ασφαλιστικό από τη Βουλή έξι μήνες αργότερα», ο Πάγκαλος διαπιστώνει δημόσια ότι «ο κόσμος δεν μας εμπιστεύεται» και ταυτόχρονα προχωράνε σε επικαιροποίηση του Μνημονίου. Πού στηρίζουν μια τέτοια τρέλα; Από τη μια στην ελπίδα μιας διεθνούς ανάκαμψης, από την άλλη σε ανοίγματα και συνεργασίες της κυβέρνησης με το Ισραήλ, την Κύπρο και μια σειρά από κράτη του Περσικού Κόλπου. Ελπίζουν μέσα από τέτοια διπλωματικά ανοίγματα να τραβήξει κεφάλαια και να συμμετέχει σε έργα και projects στην περιοχή.
Ενώ όλα αυτά τα σχέδια είναι στο αέρα, ο Γ.Α.Π. καλεί τον Νετανιάχου στην Αθήνα, συνεργάζεται μαζί του στον αποκλεισμό της Γάζας και ξεσηκώνει μεγαλύτερη οργή μέσα στο κόμμα του, που είχε συνηθίσει ότι Παλαιστίνιοι και Έλληνες είναι αδέλφια.
Μέσα σ´ ένα χρόνο μια κυβέρνηση που βγήκε με διαφορά 10% από τη Ν.Δ., με 160 βουλευτές και με άνετη πλειοψηφία στη Βουλή, αυτή τη στιγμή στηρίζεται στη συνεργασία με το ΛΑΟΣ για να περάσει το Μνημόνιο.
Η εξέγερση ενάντια στο Μνημόνιο
Η Πανεργατική στις 5 Μάη έδειξε τι σημαίνει σύγκρουση με το Μνημόνιο. Τα εκατομμύρια που απέργησαν στην Ελλάδα εκείνη την ημέρα και κατέβηκαν στα συλλαλητήρια που κάλεσαν τα συνδικάτα ήταν και είναι αποφασισμένα ότι θα παλέψουν κάθε μέτρο, κάθε επίθεση της Τρόικα και της κυβέρνησης. Η 5 Μάη ήταν τόσο δυνατή ώστε ένας σχολιαστής των Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς να κάνει τη διαπίστωση ότι «μέχρι τώρα στην Ελλάδα έχουν γίνει μεγάλες απεργίες και συλλαλητήρια, αλλά αυτά δεν έχουν προκαλέσει προς το παρόν την κατάρρευση της δημόσιας τάξης - όχι τουλάχιστον μέχρι τώρα». Αυτό είναι που φοβούνται ότι θα δουν μπροστά τους στο επόμενο διάστημα, κι αυτό προσπαθούν να σταματήσουν.
Η 5 Μάη είχε τρεις συνέπειες. Η πρώτη ήταν η αποχώρηση τριών βουλευτών από το ΠΑΣΟΚ. Αυτό άνοιξε το δρόμο για μεγαλύτερες ανταρσίες μέσα στην κοινοβουλευτική ομάδα, στα συνδικάτα και σε μια σειρά από στελέχη του κόμματος. Το δεύτερο ήταν η εμπειρία της εργατικής τάξης για το πώς οργανώνεται και οργανώνει τους αγώνες της. Ο συντονισμός και η απεργία σε όλες τις συγκοινωνίες, ο συντονισμός και η απεργία στην ΕΑΣ (Πυρκάλ και ΕΒΟ), ακόμα και η προσπάθεια της κυβέρνησης να προχωρήσει σε υποχωρήσεις στη ΔΕΗ, στα ΕΛΤΑ. Οι απεργίες που έγιναν μέσα στο καλοκαίρι, ακόμα και τον Αύγουστο δείχνουν ποια είναι η συνέχεια.
Η τρίτη συνέπεια ήταν η αναγκαιότητα για πολιτικοποίηση του απεργιακού κινήματος, για ένα κίνημα που θα ανατρέψει το Μνημόνιο. Αυτά τα 3 σημεία καθορίζουν τη νέα περίοδο που ξεκινάει φέτος το Σεπτέμβρη.
Πόσο αριστερά μπορεί να πάει η σοσιαλδημοκρατία;
Με αφορμή τις 3 Σεπτέμβρη, μια σειρά από εφημερίδες έχουν αφιερώματα στο «παλιό καλό ΠΑΣΟΚ» του Αντρέα Παπανδρέου και του Ζιβάγκο. Η Αγγέλα Κοκκόλα (γραμματέας του Αντρέα Παπανδρέου) σε συνέντευξη που δίνει στον Σ. Θεοδωράκη (ΝΕΑ, 4/9), διηγείται πώς ο Αντρέας πήρε την απόφαση να γυρίσει στην Ελλάδα όταν ο Καραμανλής δήλωσε ότι θα βγάλει την Ελλάδα από το ΝΑΤΟ, ότι μόλις γύρισε υπήρξαν όλες οι πιέσεις πάνω του για να δημιουργήσει ένα κόμμα συνεχιστή της Ένωσης Κέντρου, αλλά αυτός πήρε την απόφαση να το ονομάσει Σοσιαλιστικό Κίνημα. Θα μπορούσε να αναφερθεί κανένας και σε άλλα κομμάτια αυτής της συνέντευξης, όπως ότι τα μέλη του ΠΑΚ που έγιναν ηγετικά μέλη του ΠΑΣΟΚ, ακόμα και η ίδια η Κοκκόλα, ακόμα και ο Αντρέας Παπανδρέου, οπλοφορούσαν.
Αυτές οι αναμνήσεις εμπνέουν διάφορα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που πιστεύουν ότι μπορούν να ξανακτίσουν το παλιό ΠΑΣΟΚ, το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ που δεν θα πουλάει την πατρίδα του στην Τρόικα, αλλά θα μπορέσει να χαράξει μια ανεξάρτητη εθνική και αναπτυξιακή πολιτική για την Ελλάδα. Στην διακήρυξη που κυκλοφορεί η Δημοκρατική Συνεννόηση για την Ανατροπή του Μνημονίου, (δημοσίευση στην Αυγή, 4/9, σελ. 5) είναι εμφανής η προσπάθεια για επιστροφή στην «αντιιμπεριαλιστική» περίοδο των πρώτων χρόνων του ΠΑΣΟΚ. «... Ο μονόδρομος της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, τραγική συνέχεια της άφρονης δεξιάς πολιτικής της Ν.Δ., μας οδηγεί στην υποθήκευση της εθνικής μας ανεξαρτησίας και στην αναπόφευκτη παραχώρηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Μια χώρα η οποία αποτελεί οικονομικό προτεκτοράτο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει ελάχιστες πιθανότητες να αποφύγει τη γεωπολιτική της υποβάθμιση και να μην ενδώσει στις πιέσεις των κέντρων ισχύος της Δύσης, με δεδομένο ότι υπάρχουν ανοιχτά εθνικά θέματα...».
Ιστορικά, η εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ είναι γεμάτη συμβιβασμούς και μέτρα που ήταν παραχωρήσεις στις προσταγές του διεθνούς κεφαλαίου, της Ε.Ε. και των τραπεζιτών. Ακόμα και η Κοκκόλα αναφέρεται στις ομαδικές διαγραφές του 1975, όταν ο Αντρέας Παπανδρέου ήθελε να απαλλαγεί από τα πιο αριστερά άτομα και ομάδες που έφτιαξαν μαζί τη διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη και το αρχικό ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ το 1981 κέρδισε τις εκλογές με πρόγραμμα αναθέρμανσης της οικονομίας μέσα από την τόνωση της ζήτησης και τις κρατικοποιήσεις. Το 1985 ψήφισε το πρόγραμμα λιτότητας, με πάγωμα των μισθών και κατάργηση της ΑΤΑ. Μετά το 1993 προχώρησε για πρώτη φορά σε ιδιωτικοποιήσεις των ΔΕΚΟ - οι γνωστές «μετοχοποιήσεις» του ΟΤΕ, της ΔΕΗ, διόρισε τον Παπαντωνίου υπουργό Συντονισμού για να πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα, να περάσει η Ελλάδα στον ΟΝΕ και το Φλεβάρη του 1996 ο Αντρέας παραιτήθηκε και έδωσε σκυτάλη στο Σημίτη.
Ήταν αναπόφευκτή αυτή η πορεία; Όχι κάτω από δύο προϋποθέσεις: τη στήριξη των αιτημάτων της εργατικής τάξης και την σύγκρουση με τον καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός σε κρίση είναι αμείλικτος. Το δίλημμα θυσία ή σύγκρουση, όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, από μια στιγμή και μετά, το απάντησαν με θυσίες κι αυτό σήμανε τη μετατροπή τους σε κόμματα νεοφιλελεύθερης διαχείρισης. Αυτό είναι απαραίτητο να θυμίζει κανείς σήμερα, στην πιο βαθιά κρίση του συστήματος.
Αυτές οι εξελίξεις επιρεάζουν και τα κόμματα της Αριστεράς. Για τη Δημοκρατική Αριστερά που πρόσφατα έφυγε από το Συνασπισμό η θέση της είναι ότι δεν υπάρχει θέμα πάλης ενάντια στο Μνημόνιο. Πολλά από τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση σε συνεργασία με την Τρόικα είναι αναγκαία, το ζήτημα είναι η εφαρμογή τους. Είναι το κομμάτι της Αριστεράς που η ύφεση το έσπρωξε πιο δεξιά. Ο Συνασπισμός και το ΚΚΕ έχουν βρεθεί σε συνθήκες που δεν τις είχαν προβλέψει.
Για τον ΣΥΝ η λύση βρίσκεται σε μια ευρωπαϊκή συνεργασία κομμάτων της αριστεράς που θα πιέσουν προς αναπτυξιακή κατεύθυνση, ενώ για το ΚΚΕ, κάθε συγκεκριμενοποίηση της εναλλακτικής προοπτικής αναβάλλεται για μετά από την αλλαγή των πολιτικών και εκλογικών συσχετισμών. Με διαφορετικούς τρόπους, οι παραδοσιακές ηγεσίες εμφανίζουν σημάδια «ρεαλιστικής» προσαρμογής στις σημερινές πιέσεις.
Οι απαντήσεις του Γκράμσι
Ο Γκράμσι το 1924 εξηγούσε στους συντρόφους του στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας ότι στις μεγάλες κρίσεις του καπιταλισμού υπάρχουν δύο γραμμές μέσα στην αριστερά. Η μια αυτή που διάλεξε ο Λένιν στη Ρωσία το 1917 και η άλλη η σοσιαλδημοκρατική, εκείνη που διάλεξε η αριστερά στην Ιταλία ξανά μέσα στην Κόκκινη διετία 1919-1920 και ιδιαίτερα μετά την άνοδο του Μουσολίνι την εξουσία.
«Ο σύντροφος Λένιν ήταν αυτός που ξεκίνησε μια νέα διαδικασία στην εξέλιξη της ιστορίας... Ο ηγέτης που θρηνούμε σήμερα βρήκε μια διαλυμένη κοινωνία, μια ανθρώπινη σκόνη, χωρίς τάξη και πειθαρχία. Κι αυτό γιατί στα πέντε χρόνια που κράτησε ο πόλεμος, η παραγωγή - η πηγή όλης της κοινωνικής ζωής - βρισκόταν σε τέλμα. Καθετί ξαναδημιουργήθηκε, από το εργοστάσιο μέχρι την κυβέρνηση, με τη μεσολάβηση και κάτω από την ηγεσία και τον έλεγχο του προλεταριάτου - δηλαδή μια τάξη καινούργια και στην κυβέρνηση και στην ιστορία» (Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα πολιτικά κείμενα 1921-1926 - αγγλική έκδοση, 1978, σελ. 212).
Ο Γκράμσι αντιπαραθέτει τον Λένιν στην αριστερά της Ιταλίας, το 1924, ένα χρόνο μετά την άνοδο του Μουσολίνι. Η θέση του Σοσιαλιστικού Κόμματος ήταν η δημιουργία ενός πλατιού μετώπου με όλες τις δυνάμεις που ήταν ενάντια στον Μουσολίνι. Επιχειρηματολογούσε το Σοσιαλιστικό Κόμμα ότι ο τρόπος για να ρίξουν τον Μουσολίνι ήταν ένα μέτωπο με τα κόμματα της δεξιάς (κάποια απ´ αυτά συνεργάζονταν και με τους φασίστες) και όχι όπως υποστήριζε ο Γκράμσι το αντικαπιταλιστικό μέτωπο κάτω από την ηγεμονία του προλεταριάτου που θα πάλευε για την ανατροπή όχι μόνο του Μουσολίνι αλλά και του καπιταλισμού.
Ο Γκράμσι κάνει μεγάλη προσπάθεια να εξηγήσει στους συντρόφους του γιατί πρέπει να αποφύγουν τα λάθη ενός ψεύτικου «ρεαλισμού» που λειτουργεί διαλυτικά. Ο Πιέρο Σράφα, που αργότερα έγινε γνωστός ως οικονομολόγος, ήταν τότε αριστερός αντιφασίστας με συμπάθεια για το Κ.Κ. και ζητούσε από το κόμμα να βάλει σε δεύτερη μοίρα το πρόγραμμα του για χάρη της ενότητας με τα δημοκρατικά αστικά κόμματα. Χρησιμοποιούσε ως παράδειγμα τη στάση στη διάρκεια του Α´Παγκόσμιου Πόλεμου όταν η ιταλική αριστερά είχε υιοθετήσει μαζί με εκείνες τις δυνάμεις την ουδετερότητα. Ο Γκράμσι απαντάει:
«Η σοσιαλιστική ουδετερότητα ήταν ουσιαστικά μια οπορτουνιστική τακτική, η οποία υπαγορεύτηκε από την παραδοσιακή ανάγκη των ισορροπιών ανάμεσα στις τρεις τάσεις που αποτελούσαν το κόμμα ( σχηματικά γύρω από τα ονόματα Τουράτι, Λατσάρι και Μπορντίγκα). (...) Ήταν αποτέλεσμα της αντίληψης «η ενότητα του κόμματος πάνω από όλα, ακόμα και πάνω από την επανάσταση». (...) Αυτή η οπορτουνιστική τακτική είχε αφήσει τις μάζες του Σοσιαλιστικού κόμματος στο σκοτάδι σχετικά με τις συζητήσεις που είχαν γίνει γύρω από αυτό το θέμα διεθνώς.
(...) Η ήττα του Ρώσικου στρατού ακολουθήθηκε από την προλεταριακή επανάσταση και τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο. Αντίθετα, η ήττα (του ιταλικού στρατού) στο Καπορέτο ακολουθήθηκε από μια απλή διακήρυξη που περιορίστηκε στην επιβεβαίωση της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης απέναντι στην κυβέρνηση και στην απόρριψη των πολεμικών δαπανών».
Τέτοιες τακτικές, επιμένει ο Γκράμσι, οδηγούν σε «μόνιμες εσωτερικές κρίσεις, διάσπαση πάνω στη διάσπαση, καμιά από τις οποίες δεν λύνει το πρόβλημα». (Πολιτικά Κείμενα 1921-26, σελ. 232-3, στην αγγλική έκδοση)
Αυτό δεν σήμαινε ότι ο Γκράμσι δεν αντιμετώπιζε ζητήματα τακτικής και συνεργασιών για να φτάσει το προλεταριάτο να κερδίσει τη μάχη - τουναντίον έδινε μάχη μέσα στο κόμμα του, και με τους αριστεριστές του Μπορντίγκα και με τη δεξιά του Τάσκα. Έθετε την ανάγκη από τη μια μεριά των συγκεκριμένων αιτημάτων που συσπείρωναν τους αγρότες και τους διανοούμενους γύρω από την εργατική τάξη, αιτήματα αντίστοιχα με το «ψωμί, γη, ειρήνη» που πρότειναν οι μπολσεβίκοι μέσα στα Σοβιέτ. Ταυτόχρονα έβαζε και τα θέματα συνεργασίας, το ενιαίο μέτωπο με κόμματα σοσιαλδημοκρατικά που στη Ρωσία ήταν ενάντια στον Τσάρο και στο πραξικόπημα του Κορνίλοφ, και στην Ιταλία ήταν ενάντια στον Μουσολίνι.
Ο Γκράμσι στις αρχές της δεκαετίας του ´20 χρησιμοποίησε τα ίδια εργαλεία και έδωσε την ίδια μάχη που έδωσε ο Τρότσκι 10 χρόνια αργότερα σε όλη την Ευρώπη. Το 1923 (μετά από την ήττα ενός μεγάλου εργατικού κινήματος στην Ιταλία) οι καπιταλιστές και οι γαιοκτήμονες στήριξαν τον Μουσολίνι και τους φασίστες για να τσακίσουν το κίνημα. Δέκα χρόνια αργότερα, στο ξεκίνημα της μεγάλης ύφεσης του 1929, ο Τρότσκι εξηγούσε πως η αριστερά έπρεπε να παλέψει τους φασίστες και να σταματήσει την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Τη δεύτερη φορά η μάχη ήταν πιο δύσκολη, γιατί ο Τρότσκι είχε να τη δώσει απέναντι όχι μόνο στους καπιταλιστές και τις κυβερνήσεις στη Δύση, αλλά και απέναντι στα ζικ-ζακ του σταλινισμού - αρχικά της Τρίτης Περιόδου και στη συνέχεια των Λαϊκών Μετώπων.
Τι να κάνουμε;
Για μας που αναφερόμαστε στην παράδοση που περιγράφει ο Γκράμσι στα πολιτικά του κείμενα, χρειάζεται να έχουμε προτάσεις για το σήμερα. Προτάσεις και στην αριστερά και στο κίνημα.
Η πρώτη είναι η ανάγκη να βάλει η αριστερά το ζήτημα της προοπτικής και να κερδίσει σ´ αυτήν τα πιο μαχητικά κομμάτια του κινήματος. Υπάρχει προοπτική απέναντι στο χάος που δημιουργεί αυτό το σύστημα κι αυτή η προοπτική είναι ένα σύστημα που στηρίζεται στον προγραμματισμό. Αντί τους προγραμματισμούς της κάθε επιχείρησης χωριστά, τον προγραμματισμό όλης της κοινωνίας κάτω από τον έλεγχο των εργατών - των παραγωγών.
Είμαστε μπροστά στην κρίση των κυρίαρχων ιδεών. Μέχρι τώρα η αγορά «έμοιαζε» ότι ήταν το εργαλείο που δημιουργούσε ισορροπία στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό τουλάχιστον υποστήριζαν οι απολογητές της και τα παπαγαλάκια του συστήματος. Τώρα πια κανένας δεν πιστεύει ότι το φάρμακο για την ύφεση είναι να λειτουργήσει η καθαρή αγορά, χωρίς τις κρατικές παρεμβάσεις. Αυτό ούτε ο Ανδριανόπουλος δεν μπορεί να το στηρίξει, πολύ περισσότερο οι αρχιτραπεζίτες Τρισέ και Μπερνάνκε που συμβουλεύουν τις κυβερνήσεις να συνεχίσουν να στηρίζουν τους τραπεζίτες.
Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, η διαγραφή του χρέους, η κρατικοποίηση των τραπεζών χωρίς αποζημίωση, η κατάληψη των εργοστασίων που κλείνουν, να δοθούν τα 300 δις του δημοσίου χρέους για τις ανάγκες της πλειοψηφίας είναι μέρος της πολιτικής μάχης της αριστεράς μέσα στην περίοδο της ύφεσης.
Το δεύτερο είναι η στήριξη των αγώνων της εργατικής τάξης και η μετατροπή της αριστεράς σε δύναμη που όχι μόνο στηρίζει τις μάχες, αλλά τις προχωράει για να νικήσουν. Η μάχη ενάντια το μνημόνιο δεν έχει σταματήσει, ίσα-ίσα νέα κομμάτια μπαίνουν μπροστά με νέες εμπειρίες και αυτοπεποίθηση.
Το τρίτο είναι η συνεργασία της αριστεράς και κομματιών που σπάνε από τη σοσιαλδημοκρατία για να στηριχτούν οι αγώνες που ξεσπάνε ή χρειάζεται να γίνουν. Αυτή τη συνεργασία την έχουν ανάγκη οι αγώνες, καμιά απεργία δεν μπορεί να νικήσει διασπασμένη. Αλλά τέτοιες συνεργασίες δεν πρέπει να οδηγούν την αριστερά να νερώσει το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα.
Γι´ αυτό, είναι απαραίτητο το δυνάμωμα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και των επαναστατών. Βαδίζουμε μαζί με τον κόσμο που παλεύει, είμαστε πρώτοι και καλύτεροι σε όλες τις μάχες, αλλά επιμένουμε να χτίζουμε χώρια την οργανωμένη δύναμη εκείνου του τμήματος της αριστεράς που υπηρετεί με συνέπεια τη στρατηγική της ανατροπής του συστήματος.