Άρθρο
Κάτω τα χέρια από τα σχολεία μας

Εξώφυλλο του τευχους 82

Ο Σεραφείμ Ρίζος, δάσκαλος στα Χανιά, περιγράφει το «νέο» σχολείο που ετοιμάζει η Άννα Διαμαντοπούλου και προτείνει δρόμους αντίστασης.

Το «νέο σχολείο» που προσπαθεί να εφαρμόσει η κυβέρνηση είναι η πιο επιθετική προσπάθεια να επιβληθεί στην Ελλάδα το σχολείο της αγοράς. Φτηνό, πειθαρχημένο, ιδιωτικοποιημένο, εντατικοποιημένο, με προσωπικό υποταγμένο και ταυτόχρονα ανοιχτό στην πραγματοποίηση κερδών μέσα από τη λειτουργία του, για τομείς του κεφαλαίου. Χρησιμοποιεί δημαγωγικά τους μαθητές, για να επιτεθεί στη Δημόσια Εκπαίδευση, στους εκπαιδευτικούς αλλά και στους ίδιους τους μαθητές.

Ταξική επιλογή

Πίσω από ωραία λόγια του στυλ «η τσάντα θα μένει στο σχολείο» και «μπαίνει τέλος στην αποστήθιση» κρύβεται μια τεράστια επίθεση ενάντια στη νεολαία. Το «νέο σχολείο» πρώτα απ´ όλα θα είναι για τα παιδιά ένα σχολείο απίστευτης εντατικοποίησης. Για τη σχολική χρονιά 2010 - 2011, τα 800 μεγαλύτερα Δημοτικά σχολεία της χώρας καλούνται να εφαρμόσουν, πιλοτικά, πρόγραμμα, που θα περιλαμβάνει καθημερινό 7ωρο από την πρώτη τάξη. Οι ώρες διδασκαλίας, θα αυξηθούν κατά 40%. Από 828 ετησίως για τα παιδιά 7 - 8 ετών, θα αυξηθούν στις 1274, και από 889 στα παιδιά από 9 - 10 ετών πάλι σε 1274. Ο μέσος όρος των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α. είναι 769 και 810 ώρες αντίστοιχα, ενώ της Ε.Ε. των «19» 781 και 822.

Η τσάντα όχι μόνο δεν θα μένει στο σχολείο, αλλά θα φεύγει απ´ αυτό ακόμη πιο βαριά. Μια παλιότερη έρευνα του ΙΝΕ - ΓΣΕΕ έχει δείξει ότι το 93,6% των γονιών, που τα παιδιά τους πηγαίνουν στο ολοήμερο σχολείο εξακολουθούν να τα πηγαίνουν σε ιδιωτικά εξωσχολικά εκπαιδευτήρια (πληρώνοντας αδρά φυσικά), για τις δραστηριότητες που διδάσκονται στο ολοήμερο σχολείο. Η εισαγωγή των μαθημάτων των αγγλικών και της πληροφορικής στις μικρές τάξεις πέρα από το ότι είναι αμφισβητήσιμες παιδαγωγικά, θα γεμίσουν τα φροντιστήρια (και τις τσέπες των ιδιοκτητών τους) με ένα ακόμη μεγαλύτερο σε αριθμό, αλλά μικρότερο σε ηλικία, μαθητικό πληθυσμό.

Ο στόχος του Υπουργείου είναι να συμπιέσει τη βασική παρεχόμενη γνώση (μητρική γλώσσα, βασικές γνώσεις μαθηματικών και φυσικών επιστημών, ξένες γλώσσες και γνώσεις ηλεκτρονικών υπολογιστών) σε όσο το δυνατό μικρότερη ηλικία, ώστε να αποκτήσει γρήγορα το κάθε παιδί τις βασικές δεξιότητες και να βγει στην αγορά εργασίας, πριν καν τελειώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση. Εμμέσως επισημοποιείται αντί να καταπολεμείται η σχολική διαρροή.

Εύκολα μπορεί κανείς να κάνει τις συνδέσεις, για να καταλάβει το σκοπό αυτής της επιλογής, αν ρίξει μια ματιά στο άρθρο 8 του νέου νόμου για τις εργασιακές σχέσεις, του Λοβέρδου. Στο άρθρο αυτό, προβλέπεται δυνατότητα σύναψης «συμβάσεων μαθητείας», μεταξύ εργοδοτών και παιδιών ηλικίας από 15 ως και 18 ετών, με σκοπό την απόκτηση δεξιοτήτων. Οι εργαζόμενοι - μαθητευόμενοι θα πληρώνονται με το 70% του κατώτατου ημερομισθίου. Η νεολαία μετατρέπεται σε πάμφθηνα εργατικά χέρια για την εργοδοσία. Αυτοί οι Όλιβερ Τουίστ του 21ου αιώνα, θα είναι τα παιδιά που δεν θα αντεπεξέλθουν στο νέο εντατικοποιημένο σχολείο του Υπουργείου Παιδείας, γνωρίζοντας τη σχολική αποτυχία. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία θα είναι τα παιδιά που προέρχονται από τα φτωχότερα στρώματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Με άλλα λόγια, το σχολείο της Διαμαντοπούλου κατεβάζει τα κόσκινα της ταξικής επιλογής ακόμη πιο χαμηλά.

Προσαρμογή στη ζούγκλα της αγοράς

Όμως, και για τα υπόλοιπα παιδιά, αυτά που θα αντέξουν την εκπαιδευτική διαδικασία, δεν ετοιμάζεται καλύτερη μοίρα. Ο μαθητής, που σύμφωνα με το σχέδιο δράσης του Υπουργείου θα γίνει ο «μικρός διανοούμενος», ο «μικρός ερευνητής», ο «μικρός επιστήμονας», ο «μικρός γλωσσομαθής», ο μαθητής «που θα μαθαίνει πώς να μαθαίνει», είναι το μοντέλο μαθητή που ανταποκρίνεται σε αυτό της σύγχρονης αγοράς εργασίας, των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, των απολύσεων, της μη ύπαρξης μόνιμων εργασιακών δικαιωμάτων και της επιβαλλόμενης ανάγκης για αλλαγή εργασίας και επανειδίκευσης του εργατικού προσωπικού. Είναι το μοντέλο του εργαζόμενου που δεν περιμένει ότι θα κάνει μία σταθερή εργασία στη ζωή του και θα έχει μόνιμα επαγγελματικά δικαιώματα αλλά θα ξέρει πώς να επανειδικεύεται, χωρίς επιπλέον κόστος για κράτος - εργοδοσία.

Τα βιβλία που εισήχθησαν πριν μερικά χρόνια, λειτουργούν σ´ αυτό το πνεύμα. Παρά την μείωση της ύλης που ανακοίνωσε το Υπουργείο θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν και να διδάσκονται. Και αυτό παρά την κριτική που τους έχει γίνει από τον εκπαιδευτικό κόσμο, τόσο ως προς τη δυσκολία τους, όσο και ως προς το περιεχόμενο. Ακόμη, όμως, και αυτή η γνώση θα παρέχεται με ακόμη δυσμενέστερους όρους για τους μαθητές. Οι απολύσεις 17.000 εκπαιδευτικών, τα χιλιάδες κενά που θα προκύψουν από τη μείωση των διορισμών, η αλλαγή στην αναλογία εκπαιδευτικού/μαθητών, από το 1/25 στο 1/28, οι συμπτύξεις τμημάτων και σχολείων που θα λάβουν χώρα στη νέα σχολική χρονιά, κάνουν τα λόγια του Υπουργείου για «εξατομίκευση της διδασκαλίας με βάση τις ανάγκες του μαθητή και όχι της τάξης» να ηχούν ως κακόγουστο ανέκδοτο εις βάρος των χιλιάδων μαθητών και εκπαιδευτικών.

Η ψηφιοποίηση της σχολικής τάξης με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τους διαδραστικούς πίνακες, παρουσιάζονται ως η μεγάλη τομή που πραγματοποιεί το Υπουργείο. Η πραγματικότητα όμως δεν είναι τόσο ιλουστρασιόν. Η ψηφιακή τεχνολογία θα τοποθετηθεί μέσα σε τάξεις που δεν θα υπάρχει καθηγητής να τη διδάξει, τα παιδιά θα είναι πάρα πολλά ανά τμήμα για να τη χρησιμοποιήσουν ή θα αχρηστεύεται μέσα σε σχολεία χωρίς τους κατάλληλους χώρους, με αίθουσες που πέφτουν οι σοβάδες από τα ταβάνια ή μπάζουν νερά. Δυστυχώς, το πιο πιθανό είναι ότι αυτοί που θα ωφεληθούν περισσότερο από αυτή την εμμονή του Υπουργείου, θα είναι οι εταιρίες και οι εισαγωγείς υψηλής τεχνολογίας, που θα θησαυρίσουν για μια ακόμη φορά με τις πλάτες του κράτους.

Σε αντίθεση με τα κέρδη των ιδιωτών το «νέο» σχολείο θα είναι φτωχό, προσαρμοσμένο στο πρόγραμμα των σκληρότερων περικοπών. Σ´ αυτή την κατεύθυνση η κυβέρνηση με τη στήριξη της Ν.Δ. ιδιωτικοποιεί τομείς της εκπαίδευσης, εισηγούμενη το κλείσιμο των καλλιτεχνικών - μουσικών και αθλητικών σχολείων. Είναι ένα δεύτερο χτύπημα μετά τα χτυπήματα στην ειδική αγωγή και τα σχολεία ελληνικών κοινοτήτων του εξωτερικού, που αφήνονται να μαραζώσουν χωρίς εκπαιδευτικούς. Όλα αυτά βέβαια χωρίς να υπολογίσουμε τις τεράστιες περικοπές που θα φέρει στη χρηματοδότηση των σχολείων ο «Καλλικράτης».

Αξιολόγηση

Η αξιολόγηση παρόλο που εμφανίζεται ως κάτι αναγκαίο για την αναβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αποτελεί την αιχμή του δόρατος της επίθεσης ενάντια στη Δημόσια Εκπαίδευση. Κατηγοριοποιεί τα σχολεία σε καλά και κακά χρησιμοποιώντας μάλιστα κριτήρια κατευθείαν παρμένα από τον κόσμο των επιχειρήσεων και της αγοράς. Ανοίγει έτσι το δρόμο για τη μετατροπή του σχολείου σε επιχείρηση. Το καλό σχολείο είναι αυτό που κατορθώνει να εξασφαλίζει μόνο του πόρους για τη χρηματοδότησή του. Η σχολική μονάδα πρέπει μόνη της τώρα, να εξασφαλίσει τα απαραίτητα χρήματα για τη λειτουργία της, καταφεύγοντας σε χορηγούς, στις τοπικές (και όχι μόνο) επιχειρήσεις, αλλά και στους ίδιους τους γονείς. Τα «κακά» σχολεία θα είναι πιο δύσκολο να βρουν χρηματοδότες σε σχέση με τα καλά. Αυτό θα οδηγήσει σε μαρασμό και σε κλείσιμο σχολείων.

Κριτήριο, βέβαια, για να καθοριστεί η ποιότητα ενός σχολείου δεν είναι μόνο η «οικονομική» του δραστηριότητα. Συνδεδεμένα με αυτή είναι τα ποσοστά επιτυχίας των μαθητών ενός σχολείου, στις πανελλαδικές εξετάσεις και «οι ρυθμοί ατομικής προόδου». Σχολείο με λίγους επιτυχόντες είναι ένα «κακό» σχολείο. Άρα θα είναι ένα σχολείο που προσελκύει λιγότερους πελάτες - μαθητές, άρα και μικρότερο ενδιαφέρον από χορηγούς - επενδυτές, άρα και μικρότερη χρηματοδότηση. Όλη η πίεση για την επιβίωση ενός σχολείου μεταφέρεται έτσι στους μαθητές, που θα προστίθεται στην έτσι κι αλλιώς απάνθρωπη πίεση των εξετάσεων. Η αποστήθιση στο «νέο» σχολείο δεν θα καταπολεμηθεί, όπως ισχυρίζεται το Υπουργείο, αλλά θα ενταθεί.

Η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και η ακόλουθη αποδέσμευση της χρηματοδότησης των σχολείων από το κράτος είναι σκληρά ταξικά μέτρα, που θα χτυπήσουν ιδιαίτερα τα σχολεία των φτωχών περιοχών. Αυτά είναι τα σχολεία που γνωρίζουν τη μεγαλύτερη αποτυχία στις εξετάσεις. Οι διαφορές μεταξύ των σχολείων των πλούσιων και φτωχών περιοχών θα διευρυνθούν. Άραγε τι θα ήταν πιο προσοδοφόρο για έναν επιχειρηματία, να χρηματοδοτήσει ένα σχολείο τσιγγανοπαίδων ή ένα σχολείο στο Παλαιό Ψυχικό;

Στα κριτήρια «αυτοαξιολόγησης» της σχολικής μονάδας, που θέτει το Υπουργείο, υπάρχει πληθώρα κριτηρίων με τα οποία προσπαθούν να δέσουν χειροπόδαρα τους εκπαιδευτικούς στη λειτουργία του σχολείου-επιχείρηση. Ποικίλουν από τα πιο χοντροκομμένα που περιορίζουν το δικαίωμα στην απεργία, όπως το «αριθμός ημερών πραγματοποιηθείσας λειτουργίας σχολείου», έως τα πιο εκλεπτυσμένα όπως «συμμετοχή σε εκπαιδευτικές καινοτομίες και προαιρετικά προγράμματα». Ιδιαίτερα αυτό το τελευταίο, σε συνδυασμό με θεσμούς όπως αυτός της «αριστείας και καινοτομίας στην εκπαίδευση», όπου χρηματοδοτούνται καινοτόμοι εκπαιδευτικοί, αποτελούν μια ακόμη κερκόπορτα, για να εισβάλουν η ιδιωτικοποίηση και οι εταιρείες μέσα στα σχολεία.

Το Υπουργείο με την αξιολόγηση, εκτός από τους μαθητές και τη δημόσια εκπαίδευση, στοχεύει τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Σκοπός του η διάλυση των εργασιακών τους σχέσεων, το σπάσιμο της αντίστασής τους και σε τελική ανάλυση η κατάργηση της ίδιας της μονιμότητάς τους. Οι νέοι εκπαιδευτικοί μετονομάστηκαν σε δόκιμους εκπαιδευτικούς. Προκειμένου να μονιμοποιηθεί κανείς, τώρα πια, δεν φτάνει ούτε ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ. Θα χρειαστεί να περάσει από τη δίχρονη διαδικασία της αξιολόγησης, σύμφωνα με την οποία ο διευθυντής και ο «μέντορας», ένας παλιότερος εκπαιδευτικός δηλαδή, θα αποφασίζουν για το αν θα μονιμοποιηθεί ή όχι. Σε καμία περίπτωση, με αυτά τα μέτρα δε θ´ αναβαθμιστεί η ποιότητα του μαθήματος. Αυτό που θα μεγαλώσει είναι ο έλεγχος του Υπουργείου στο τι και πώς διδάσκεται στην τάξη. Ο έλεγχος των εκπαιδευτικών πάνω στο αντικείμενο της δουλειάς τους θα μειωθεί και ως συνέπεια και η δυνατότητά τους να επεμβαίνουν σ´ αυτό προς όφελος των πιο αδύνατων μαθητών. Αυτό που θα μετράει είναι ποιος εκπαιδευτικός παράγει περισσότερες «επιτυχίες» για το σχολείο.

Οι σύλλογοι διδασκόντων κάθε σχολείου με αυτόν τον τρόπο θα μετατραπούν από χώρους έκφρασης μιας συλλογικότητας, σε χώρους ανταγωνισμού, εξατομικοποίησης, πειθάρχησης, γλειψίματος και πελατειακών σχέσεων. Φυσικά λόγος δε γίνεται για τα συνδικάτα, αφού οι νέοι εκπαιδευτικοί δε θα νιώθουν ότι έχουν τίποτα κοινό με τους «μέντορές» τους, για να παλέψουν, δυσκολεύοντας έτσι τη δυνατότητα συλλογικών διεκδικήσεων.

Και τώρα; Τι κάνουμε;

Το ερώτημα που υπάρχει είναι ποιος θα υπερασπίσει τα σχολεία από την επέλαση της αγοράς. Η ταξική πάλη δεν έχει φτάσει ακόμη σε επίπεδα να απεργούν όλοι οι κλάδοι, για να υπερασπίσουν τη Δημόσια Εκπαίδευση των παιδιών τους. Ως τότε το καθήκον αυτό θα πέφτει στις πλάτες των εκπαιδευτικών, ως του πιο οργανωμένου τμήματος του εκπαιδευτικού κινήματος. Ένας τέτοιος αγώνας, δεν είναι «συντεχνιακός». Αφορά όλη την εργατική τάξη. Για να εκδηλωθεί όμως υπάρχουν συγκεκριμένα πολιτικά εμπόδια, που πρέπει να υπερπηδηθούν.

Η στάση της συνδικαλιστικής ηγεσίας είναι το πρώτο από αυτά. Η ηγεσία της ΠΑΣΚ, ιδιαίτερα αυτής με τις πιο μαχητικές περγαμηνές, αυτής των δασκάλων, είναι στην καλύτερη περίπτωση παραλυτική για το συνδικαλιστικό κίνημα. Η προεκλογική τακτική τους, που προσέφερε συναίνεση στο πρόγραμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. με αντάλλαγμα τις θολές υποσχέσεις της Διαμαντοπούλου για αυξήσεις, κατάργηση της ωρομισθίας κλπ χρησιμοποιώντας παράλληλα την απειλή της απεργίας, σε περίπτωση που αυτές οι υποσχέσεις δεν υλοποιηθούν, έχει καταρρεύσει. Αποκαλύπτεται η ανικανότητά τους να αντιμετωπίσουν τη συνολική κυβερνητική επίθεση. Τώρα που οξύνονται τα πράγματα είναι αναγκασμένοι να διαλέξουν πλευρά.

Ηγετικά κομμάτια της ΠΑΣΚ έχουν διαλέξει την πλευρά του Υπουργείου. Είτε άμεσα, όπως ο πρόεδρος του Συλλόγου Ηρακλείου και του Συνεδρίου της ΔΟΕ, το 2008, που έγινε περιφερειακός διευθυντής Κρήτης, είτε έμμεσα, όπως ο Μπράτης που αποζητά ακόμη τη συναίνεση λέγοντας: «...να προτείνουμε τη δική μας αξιολόγηση, για να μην πάρει αυτή, τη μορφή που θέλει το Υπουργείο...». Το επιχείρημα ότι το νέο σχολείο θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας προσκρούει στην πολιτική μαζικής περικοπής διορισμών της κυβέρνησης. Το ίδιο χρησιμοποιήθηκε παλιότερα και για το ολοήμερο σχολείο, όμως οι περισσότερες θέσεις εργασίας που δημιούργησε ήταν μαζικές θέσεις ωρομισθίων.

Παρά τη στάση αυτή της ηγεσίας, πλατιά κομμάτια των εκπαιδευτικών (συμπεριλαμβανομένων πολλών συναδέλφων που βρίσκονται ή υποστηρίζουν τις κυρίαρχες παρατάξεις) έχουν αντιδράσει. Η συμμετοχή τους στις Γενικές Απεργίες, ιδιαίτερα όταν αυτή οργανώθηκε καλά, ήταν μεγάλη. Η αντίσταση δεν περιορίστηκε μόνο εκεί. Είδαμε τους αδιόριστους να κάνουν κατάληψη στην ΕΡΤ και τους καθηγητές να αρνούνται να διορθώσουν τα γραπτά των πανελλαδικών εξετάσεων. Το ίδιο συμβαίνει και στην Πρωτοβάθμια. Η Διαμαντοπούλου ψάχνει ακόμη να βρει τα σχολεία που θα μπουν εθελοντικά στο πρόγραμμα αυτοαξιολόγησης. Οι εκπαιδευτικοί αρνούνται. Το ίδιο συμβαίνει και με τα 800 σχολεία που παρόλο που το πρόγραμμα ανακοινώθηκε λίγο πριν λήξει η προηγούμενη σχολική χρονιά, πολλά σχολεία έχουν δηλώσει την άρνησή τους να συμμετέχουν σε αυτό.

Όμως και στο επίπεδο των ιδεών, υπάρχουν συντηρητικές απόψεις μέσα στο κίνημα που δεν αφήνουν τη δυναμική της αντίστασης να εξελιχθεί. Στην πλειοψηφία τους προέρχονται από την κορυφή της συνδικαλιστικής ηγεσίας, της ΠΑΣΚ-ΔΑΚΕ, αλλά δυστυχώς τις υιοθετούν και κομμάτια απ´ όλο το φάσμα της εκπαιδευτικής αριστεράς. «Δεν μπορούμε σήμερα να κάνουμε ένα κλαδικό αγώνα μόνοι μας όπως το 2006», είναι η συνηθέστερη από αυτές. Άλλες θέλουν τους υπόλοιπους εργαζόμενους-γονείς, υποστηριχτές του «νέου σχολείου» της Διαμαντοπούλου και άλλες περιγράφουν τους εκπαιδευτικούς ως μουδιασμένους, να δέχονται τα χτυπήματα σχεδόν μοιρολατρικά και να μην ξέρουν πώς να αντιδράσουν. Κάποιοι προσπαθούν να πείσουν ότι αυτά είναι απόψεις της βάσης, όμως περισσότερο αντανακλούν τις προτεραιότητες συνδικαλιστικών ηγεσιών, που αναζητούν δικαιολογίες στην ηττοπαθή θεωρία των αρνητικών συσχετισμών.

Σε αντίθεση με αυτές τις απόψεις πολλές ΕΛΜΕ, στις τελευταίες συνελεύσεις, ψήφισαν την πρόταση για απεργία διαρκείας. Ακόμη περισσότερο, σύλλογοι δασκάλων ψήφισαν όχι μόνο την απεργία αλλά και ένα πρόγραμμα ριζοσπαστικών αιτημάτων, όπως την παύση πληρωμής του χρέους και την εθνικοποίηση των τραπεζών. Ένας από αυτούς είναι και ο σύλλογος δασκάλων στα Χανιά. Στο συγκεκριμένο σύλλογο, παρόλο που η αριστερά δεν έχει την πλειοψηφία, η εξέλιξη αυτή ήταν αποτέλεσμα της ύπαρξης δύο παραγόντων. Ο πρώτος είναι η ύπαρξη ενός κομματιού συναδέλφων (πολλοί από αυτούς νέοι σε ηλικία) αγανακτισμένου με την πολιτική της κυβέρνησης και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, που θέλει να δράσει. Ο δεύτερος, είναι η προσπάθεια της αριστεράς, να συνδεθεί μαζί του, στη βάση προωθημένων αιτημάτων και μορφών πάλης. Η επίμονη και συστηματική προσπάθεια να οργανωθούν οι αγώνες ενάντια στο Πρόγραμμα Σταθερότητας από τα κάτω (μαζικές ενημερώσεις, οργανωμένη συμμετοχή στις διαδηλώσεις, γενικές συνελεύσεις), αλλά και η προσπάθεια σύνδεσης με τους συνολικότερους πολιτικούς αγώνες, αντιπολεμικούς, αντιρατσιστικούς, αντιφασιστικούς, κ.α., αποτέλεσαν γέφυρες επικοινωνίας με τους συναδέλφους. Αυτή η δυναμική αγνοείται από όσους υιοθετούν τις ιδέες της αυτοσυγκράτησης, που μοιραία καταλήγουν στο να προτείνουν την προσαρμογή στο απεργιακό πρόγραμμα των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Με αυτό τον τρόπο φυγομαχούν, ακόμη και αν το κάνουν επικαλούμενοι κάποιους άλλους, φανταστικούς, μελλοντικούς αγώνες.

Η άποψη ότι σήμερα ένας αγώνας, κινδυνεύει να μείνει μόνος του, είναι μακριά από την πραγματικότητα. Ο απεργιακός αγώνας του 2006, είχε δημιουργήσει γύρω του ένα πλατύ ρεύμα συμπαράστασης, γιατί εξέφραζε τη μεγάλη πλειοψηφία του εργαζόμενου κόσμου. Τώρα τα πράγματα έχουν προχωρήσει ακόμη πιο πολύ. Η πλειοψηφία των εργαζομένων έχει βγει στο δρόμο και έχει αγωνιστεί μαζί, ενάντια στο Μνημόνιο. Η έμπρακτη αλληλεγγύη σε έναν αγωνιζόμενο κλάδο είναι πολύ πιο ορατή. Ένας διαρκής και αποφασισμένος αγώνας σήμερα δεν θα βαδίσει στην απομόνωση, αλλά στην αντίθετη κατεύθυνση της πιθανής γενίκευσής του. Μια απεργία διαρκείας πιο πιθανό είναι ότι θα βρει αν όχι και άλλους μιμητές, τουλάχιστον πολύ περισσότερους συμπαραστάτες.

Η επιρροή των κυρίαρχων ιδεών στο μυαλό του ενός ή του άλλου εργαζόμενου ξεχωριστά ποτέ δεν αποτέλεσε κριτήριο για την πραγματοποίηση αγώνων. Αν κάποιοι από τους γονείς των μαθητών έχουν αυταπάτες για τα μέτρα της Διαμαντοπούλου, αυτό οφείλεται στο ότι κανείς δεν τους έχει εξηγήσει περί τίνος πρόκειται αφενός, και αφετέρου στο ότι δεν έχει υπάρξει ένας μεγάλος αγώνας ακόμη, για να τα κοντράρει. Η εμπειρία της απεργίας του 2006 έδειξε, ότι η συμπαράσταση έπεται του ξεκινήματος ενός μεγάλου αγώνα. Η αποφασιστικότητα και η θέληση των απεργών να παλέψουν είναι αυτή που απελευθερώνει μια προϋπάρχουσα δυναμική και τη διαμορφώνει σε κύμα συμπαράστασης και όχι το αντίθετο. Οι περισσότεροι από τους γονείς είναι εργαζόμενοι που είδαν τους μισθούς και τις συντάξεις τους να περικόπτονται, ή μικροεπαγγελματίες που αντιμετωπίζουν το φάσμα του κλεισίματος της δουλειάς τους. Πολύ γρήγορα θα βρεθούν στην κατάσταση να πρέπει να πληρώσουν πολύ περισσότερα, για μια παιδεία που θα δίνει πολύ λιγότερα. Είναι οι δυνητικοί μας σύμμαχοι.

Εξίσου λάθος είναι και η άποψη ότι οι κλαδικοί αγώνες είναι σήμερα αναποτελεσματικοί. Όσοι κλάδοι ως τώρα έχουν προσπαθήσει να κινηθούν πέρα από τις 24ωρες, έχουν ταρακουνήσει για τα καλά την κυβέρνηση και δεν έχουν αφήσει να περάσουν επιθέσεις. Αυτό έγινε με τις συγκοινωνίες και την προσπάθεια της κυβέρνησης να τους αφήσει απλήρωτους, με τους γιατρούς και τις πληρωμές των εφημεριών τους, τη ΔΕΗ, κτλ.

Οι κλαδικοί αγώνες δεν έρχονται σε αντιπαράθεση με τους συνολικούς αγώνες της εργατικής τάξης ενάντια στο Πρόγραμμα Σταθερότητας. Είναι κομμάτι τους. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έλεγε μιλώντας για τη ρωσική εμπειρία του 1905: «το κίνημα στο σύνολό του δεν προχωράει αποκλειστικά με το πέρασμα από τον οικονομικό στον πολιτικό αγώνα. Κάθε μια από τις μεγάλες μαζικές κινητοποιήσεις σπάει σε ένα πλήθος οικονομικών απεργιών, αφού φτάσει στην κορύφωσή της. Και αυτό δεν ισχύει μονάχα για κάθε μια από τις μεγάλες απεργίες αλλά ακόμα και για την επανάσταση στο σύνολό της». Αποτελεί κατάντια να χρησιμοποιούμε τις μεγάλες απεργίες όπως της 5ης Μάη, σαν κρεβάτι του Προκρούστη, με βάση το οποίο θα απορρίπτουμε τον όποιο αγώνα δεν αγγίζει αυτό το πρότυπο. Ο αγώνας της ΕΑΣ το ´92 - ´93 αν και ξεχωριστός δεν μπορεί να αποκοπεί από τους αγώνες που έδωσε συνολικά η εργατική τάξη ενάντια στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Έπαιξε τεράστιο ρόλο στην ανατροπή της. Αλλά και σήμερα, ποιός μπορεί να ισχυριστεί ότι ο αγώνας των γιατρών, για παράδειγμα, ενάντια στο νομοσχέδιο της Ξενογιαννακοπούλου είναι ξεχωριστός από τον αγώνα που δίνουμε όλοι μας;

Μέσα από τέτοιους αγώνες μπορεί η εργατική τάξη να αποκτήσει την αυτοπεποίθηση που χρειάζεται, προκειμένου να κάνει ακόμη μεγαλύτερα βήματα στον αγώνα της, καθώς και να δοκιμάσει και να αναδείξει εκείνες τις μορφές οργάνωσης που χρειάζεται γι´ αυτό. Δυνατοί κλάδοι, με αγωνιστικές παραδόσεις και παράδοση μορφών οργάνωσης από τα κάτω, έχουν ιδιαίτερο ρόλο να παίξουν σ´ αυτόν τον τομέα.

Η εκπαιδευτική αριστερά στη νέα σχολική χρονιά έχει να κινηθεί αποφασιστικά τόσο στο να οργανώσει την αντίσταση σε επίπεδο σχολείου και συλλόγου, ώστε να μην εφαρμοστούν οι αλλαγές του Υπουργείου, όσο και στο να πείσει τους συναδέλφους για την ανάγκη ενός μεγάλου απεργιακού αγώνα, που θα ανοίξει τα ζητήματα τόσο της ανατροπής του προγράμματος σταθερότητας όσο και της υπεράσπισης της Δημόσιας Εκπαίδευσης από τις επιθέσεις της αγοράς. Ταυτόχρονα να δώσει τη μάχη, για να ριζοσπαστικοποιήσει τα αιτήματα του κλάδου και να ισχυροποιήσει και να εμπλουτίσει τις μορφές οργάνωσης της βάσης, τις γενικές συνελεύσεις, τις απεργιακές επιτροπές, τα απεργιακά ταμεία.