Άρθρο
Ποιος φοβάται τη διαγραφή του χρέους;

Εξώφυλλο του τευχους 82

Ο Πάνος Γκαργκάνας εξετάζει τις απόψεις που κατατέθηκαν στη δημόσια συζήτηση για την αντιμετώπιση του χρέους.

Η συζήτηση για την αντιμετώπιση του χρέους πήρε νέες διαστάσεις το προηγούμενο διάστημα. Η πρόταση για στάση πληρωμών του χρέους αναδείχθηκε τόσο ώστε να αναγκαστούν Ηρακλείς του συστήματος, όπως ο Σημίτης, να αρχίσουν να κινδυνολογούν εναντίον της. Ο αφορισμός του Σημίτη ότι τάχα η στάση πληρωμών σημαίνει «πολλά χρόνια δυστυχίας» έγινε το αγαπημένο κλισέ των απολογητών της σημερινής διαχείρισης του χρέους από την κυβέρνηση και την τρόικα.

Βέβαια, κανένας από όσους επαναλαμβάνουν τέτοιες κινδυνολογίες δεν είναι σε θέση να απαντήσει συγκεκριμένα πόσα χρόνια θα διαρκέσει η δυστυχία της σημερινής διαχείρισης με τις σκληρές περικοπές μισθών, συντάξεων, θέσεων εργασίας και κοινωνικών υπηρεσιών.

Το ολοσέλιδο άρθρο των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς για την Ελλάδα στις 30 Ιούλη έδινε μια πρόβλεψη με ένα διάγραμμα στηριγμένο σε εκτιμήσεις της Κομισιόν, του ΟΟΣΑ και της Eurobank. Σύμφωνα με αυτό, η διαφορά των καθαρών εσόδων του δημοσίου μείον τις πληρωμές για τόκους για το δημόσιο χρέος προβλέπεται να φτάσει το 2013 ως ποσοστό του ΑΕΠ στα επίπεδα που βρισκόταν το 1998, αφού έφτασε προηγουμένως κοντά στο μηδέν (δηλαδή στη χρεοκοπία) το 1992 και το 2009.

Για όσους έχουμε μνήμη και δεν δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα τις λοβοτομές του τύπου «η κυβέρνηση σήμερα κάνει όσα δεν έχουν γίνει τα προηγούμενα τριάντα χρόνια», θυμόμαστε ότι τα χρόνια που ακολούθησαν το 1998 περιλάμβαναν άγριες επιθέσεις όπως το ξεπούλημα της Ιονικής Τράπεζας, το νόμο Παπαντωνίου για τις ΔΕΚΟ, την επίθεση Αρσένη στην Παιδεία και βέβαια το περιβόητο Ασφαλιστικό του Γιαννίτση το 2001.

Με άλλα λόγια, ακόμα και αν υλοποιηθεί το Μνημόνιο και επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις των επιτηρητών για τα επόμενα τρία χρόνια, αυτό που θα ακολουθήσει είναι τουλάχιστο άλλα τρία χρόνια με νέους γύρους δυστυχίας. Και αυτό είναι το «αισιόδοξο» σενάριο από τη μεριά τους, που προϋποθέτει όχι μόνο να αποφύγει τη χρεοκοπία το ελληνικό δημόσιο αλλά και να ανακάμψει η παγκόσμια οικονομία. Προϋποθέσεις κάθε άλλο παρά ρεαλιστικές, δηλαδή.

Ουσιαστικά, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και μαζί της η ΝΔ και το ΛΑΟΣ, ξορκίζουν τα «δεινά» που θα έφερνε όπως λένε μια στάση πληρωμών και ταυτόχρονα μας καλούν να υπομείνουμε μια «στενωπό» απροσδιόριστης έντασης και διάρκειας. Οι δηλώσεις του Σαμαρά ότι τάχα διαφωνεί με το Μνημόνιο, αλλά πάντως θα σεβαστεί τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας, είναι η πιο γελοία παραδοχή ότι από εκείνη τη μεριά δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.

Είναι φανερό ότι η μόνη ελπίδα είναι η Αριστερά που αντιστέκεται σε αυτό το μαύρο λούκι. Γι´ αυτό και αποχτάει ξεχωριστή σημασία η συζήτηση γύρω από την αντιμετώπιση του χρέους μέσα στην Αριστερά.

Η συζήτηση μέσα στην Αριστερά

Από το χώρο του Συνασπισμού υπήρξαν δυο ειδών αντιδράσεις στο αίτημα για στάση πληρωμών.

Μια πρώτη κατηγορία περιορίστηκε στο να επαναλάβει τους φόβους και τις ανησυχίες για τις επιπτώσεις από μια τέτοια εξέλιξη. Ο Β. Πεσμαζόγλου παραδείγματος χάρη έγραψε στα Ενθέματα της Αυγής την 1 Αυγούστου:

«Η άποψη «στάση πληρωμών - έξοδος από την ΟΝΕ» που πρεσβεύει πάγια το ΚΚΕ και εσχάτως ένα σεβαστό μέρος του ΣΥΡΙΖΑ, μας πηγαίνει σε έναν κόσμο φανταστικό. Ευκταίο για μερικούς (απομονωτικός «σοσιαλισμός σε μια χώρα»), αλλά, κατ´ ουσίαν, χαοτικό και επίφοβο...

Η αλυσιδωτή αυτή αντίδραση μας πηγαίνει, φοβούμαι προς Αλβανία του Χότζα».

Ευτυχώς, μια τόσο κακά ενημερωμένη και ακραία κινδυνολογία δεν ακούστηκε από πολλούς αρθρογράφους. Μακάρι το αίτημα για στάση πληρωμών και έξοδο από την ΟΝΕ να είχε υιοθετηθεί από το ΚΚΕ και ένα σεβαστό μέρος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δυστυχώς δεν είναι αλήθεια. Αν ο Β. Πεσμαζόγλου διάβαζε στοιχειωδώς τις δηλητηριώδεις επιθέσεις του Ριζοσπάστη και της ΚΟΜΕΠ για τους «οπορτουνιστές με αντικαπιταλιστικό μανδύα» θα ήταν καλύτερα ενημερωμένος. Σε κάθε περίπτωση, αυτά περί Αλβανίας του Χότζα έχουμε να τα ακούσουμε από την εποχή που οι εκσυγχρονιστές του Σημίτη έδιναν μάχη για να ελέγξουν το ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται για φτηνές ιδεοληψίες και όχι για επιχειρήματα σε μια σοβαρή συζήτηση μέσα στην Αριστερά.

Μια δεύτερη κατηγορία αντιδράσεων από το χώρο του ΣΥΝ προσπάθησε να διαμορφώσει εναλλακτικές αντιπροτάσεις, χωρίς όμως να το καταφέρει. 

Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν το άρθρο του Κώστα Καλλωνιάτη στην Αυγή στις 4 Ιούλη. Γράφει χαρακτηριστικά:

«Μολονότι συμφωνώ με την εκτίμησή τους ότι το δημόσιο χρέος της χώρας δεν είναι αντιμετωπίσιμο με την επίσημη συνταγή της τρόικας γιατί η μονομερής λιτότητα οδηγεί σε κοινωνική διάλυση και οικονομική ύφεση καθιστώντας αυτοτροφοδοτούμενη την αύξηση του χρέους (παγίδα χρέους), θεωρώ ότι πρέπει να επιδιώξουμε τη δραστική μείωση του χρέους με αναδιαπραγμάτευση και παραγραφή του 50-70% αυτού εντός της Ευρωζώνης, ανάγοντας έτσι το ζήτημα της μερικής διαγραφής (δηλαδή της ανάληψης της ευθύνης του δημοσιονομικού κόστους από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο) σε κοινό άξονα των διεκδικήσεων όλου του εργατικού κινήματος κατά των μέτρων μονομερούς δημοσιονομικής λιτότητας. Αντίθετα, οι ´αριστεροί οικονομολόγοι´ μιλούν για άμεση παύση πληρωμών, έξοδο από το ευρώ, υποτίμηση της δραχμής, κρατικοποίηση τραπεζών και άλλων μεγάλων κοινωφελών επιχειρήσεων, άσκηση βιομηχανικής πολιτικής, αναδιανομή εισοδήματος και αναπροσαρμογή της οικονομίας σε νέες βάσεις σχέσεων με τον διεθνή περίγυρο.

Η πρόταση προγράμματος που προβάλλουν είναι αλήθεια πως έχει μία εσωτερική λογική και αυτό είναι κάτι που πρέπει να τους αναγνωρισθεί. Έχει, όμως, μερικά σοβαρά πιστεύω μειονεκτήματα που αξίζει να διερευνηθούν».

Τα «μειονεκτήματα» που εντοπίζει στη συνέχεια ο συγγραφέας επαναλαμβάνουν με πιο ήπια φρασεολογία την κινδυνολογία ότι η στάση πληρωμών οδηγεί σε απομόνωση της χώρας και διάβρωση του εισοδήματος των εργαζομένων μέσα από την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος που θα ακολουθήσει την έξοδο από το ευρώ.

Τα περί «απομόνωσης» εστιάζονται γύρω από το ζήτημα της πρόσβασης στις διεθνείς χρηματαγορές. Λες και σήμερα υπάρχει τέτοια πρόσβαση, λες και η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει ήδη προσφύγει στους μηχανισμούς ΔΝΤ-ΕΕ, λες και με το Μνημόνιο υπάρχει προοπτική επιστροφής σε «ομαλή» πρόσβαση. Ο ίδιος ο συγγραφέας του άρθρου παραδέχεται ότι υπάρχει «παγίδα χρέους». Άρα το ζήτημα δεν μπορεί να τίθεται αφηρημένα. Ο σωστός τρόπος για να τεθεί, είναι ότι απαιτείται σύγκρουση με τους τραπεζίτες που έχουν δημιουργήσει αυτή την κατάσταση και το θέμα είναι αν η σύγκρουση αυτή θα γίνει αποφασιστικά ή μεσοβέζικα, με στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους ή με αναδιαπραγμάτευση και επιδίωξη ενός συμβιβασμού σε κάποιο επίπεδο «κουρέματος» του χρέους.

Ο Κ.Κ. (και ο Συνασπισμός επίσημα) προτιμάει τη δεύτερη εκδοχή και αυτό είναι η πραγματική διαφορά μας. Όποιος υπόσχεται ότι θα αναδιαπραγματευτεί και από την αρχή παραιτείται από το ισχυρότερό του όπλο, οδηγείται σε συμβιβασμούς που δεν θα είναι μακριά από εκεί που κατάληξε το ΠΑΣΟΚ με το Μνημόνιο.

Τι νομίζουν όσοι υπερασπίζονται τέτοιες απόψεις; Ότι οι τραπεζίτες (Γερμανοί, Γάλλοι αλλά και Έλληνες) θα προχωρήσουν σε ένα συμβιβασμό που θα «σβήσει» π.χ. το 60% του χρέους γιατί θα πειστούν από τη δύναμη της λογικής; Είναι τόσο δύσκολο να γίνει αποδεκτό ότι θα χρειαστούν σκληρές ταξικές μάχες, θα χρειαστεί να αποκρουστούν εκβιασμοί και απάνθρωποι όροι των τραπεζιτών σε βάρος των εργαζόμενων; Ποιος θα δώσει αυτές τις μάχες και με τι εξοπλισμό; Μια Αριστερά που ξεκινάει από την αρχή με ψεύτικους «ρεαλισμούς» και ελπίζει να βρει βοήθεια από ένα πανευρωπαϊκό μεταρρυθμιστικό ρεύμα που κάποτε (σε ένα φανταστικό μέλλον) θα αλλάξει τους θεσμούς της ΕΕ, δεν θα προλάβει να αντέξει ούτε στις πρώτες αψιμαχίες.

Ο πρώτος και πιο ωμός εκβιασμός αφορά το ευρώ και την ΕΚΤ. Αν κάποιος νομίζει ότι ο Τρισέ ή ο διάδοχός του θα είναι ουδέτερος τεχνικός μεσολαβητής σε μια αναμέτρηση με τις τράπεζες για το χρέος, τότε είναι τουλάχιστο αφελής. Η Αριστερά πρέπει να έχει ξεκάθαρη απάντηση στο δίλημμα: υποκύπτουμε στην πειθαρχία του ευρώ ή προχωράμε να θέσουμε κάτω από έλεγχο την Κεντρική Τράπεζα στην Ελλάδα ώστε να αποκτήσουμε δυνατότητα δημόσιου έλεγχου στο τραπεζικό σύστημα; Χρειάζεται δημόσιος έλεγχος, ναι ή όχι, για να μην μπορούν οι τραπεζίτες να μετακυλήσουν τις δικές τους τοξικές αποτυχίες στις πλάτες του δημόσιου και των εργαζόμενων όπως γίνεται τώρα; Η αποχώρηση από το ευρώ, αν δεν γίνει με δική μας πρωτοβουλία, θα επιβληθεί ως κύρωση μόλις προχωρήσουμε σε δραστικά μέτρα απέναντι στις τράπεζες και το χρέος. Άρα η Αριστερά πρέπει να είναι προετοιμασμένη και να μην φρίττει στη σκέψη της ρήξης με την ΟΝΕ και την ΕΕ.

Αν προχωρήσουν έτσι τα πράγματα, ο επόμενος εκβιασμός θα είναι η υποτίμηση του νέου νομίσματος. Λίγη σημασία έχει το αν θα ονομάσουμε το νόμισμα «νέα δραχμή» ή «κόκκινο ευρώ». Οι εργαζόμενοι της Ευρώπης μπορούν να κατανοήσουν ότι μια τέτοια κίνηση δεν θα στρέφεται εναντίον τους, αλλά κατά αυτών που κερδοσκοπούν σε βάρος και των ίδιων. Οι τραπεζίτες και οι άρχουσες τάξεις, όμως, θα στραφούν αναμφίβολα με κάθε μέσο για να υποτιμήσουν το νόμισμα όποιας χώρας έχει το θράσος να αμφισβητήσει το χρέος και αυτούς που το κατέχουν. Η υποτίμηση δεν θα είναι δική μας επιλογή. Όπως σωστά σημειώνει ο Κώστας Λαπαβίτσας σε άρθρο του στην Αυγή στις 25/7: «Κάνουν λάθος όμως οι Μηλιός και Λαπατσιώρας όταν ισχυρίζονται ότι η Πρωτοβουλία επιδιώκει την υποτίμηση. Το σωστό είναι ότι επιδιώκουμε την έξοδο από το ευρώ διότι έχουμε γνώση του διλήμματος που αντιμετωπίζει η κοινωνία. Η υποτίμηση είναι επακόλουθο της εξόδου, με θετικά και αρνητικά αποτελέσματα».

Ποια πρέπει να είναι λοιπόν η αντιμετώπιση της Αριστεράς σε αυτό το ζήτημα; Πρέπει να «ανακρούσει πρύμναν» από το φόβο της υποτίμησης ή να ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τους κερδοσκόπους και σε αυτό το πεδίο; 

Στην Αργεντινή μετά την κοινωνική έκρηξη που ανάγκασε Προέδρους να φυγαδευτούν από το προεδρικό μέγαρο, ακολούθησε άρνηση πληρωμής ενός μεγάλου μέρους του χρέους και το εθνικό νόμισμα, το πέσο, υποτιμήθηκε 75%. Η οικονομία της Αργεντινής ανέκαμψε και το ΑΕΠ επανήλθε στα προ της κρίσης επίπεδα το 2007, δηλαδή μέσα σε πέντε χρόνια. Όμως, οι μισθοί και οι κοινωνικές απολαβές των εργαζόμενων δεν σημείωσαν την ίδια ανάκαμψη. Σύμφωνα με τον Claudio Katz, οι μισθοί καθηλώθηκαν περίπου 20% κάτω από τα επίπεδα στα οποία είχαν φτάσει το 1998 πριν ξεκινήσει η κρίση, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας παρέμεινε επίσης ανεβασμένο. (www. Aporrea.org/imprime/a30832.html, στο κείμενο αυτό παραπέμπει ο Κρις Χάρμαν στο βιβλίο του Zombie Capitalism). 

Η κυβέρνηση Κίρχνερ διαχειρίστηκε την υποτίμηση υπέρ των καπιταλιστών της Αργεντινής. Αυτή είναι μια προειδοποίηση ότι η Αριστερά πρέπει να είναι έτοιμη να προχωρήσει πέρα από εκεί που έφτασαν οι αριστεροί περονιστές. Γι´ αυτό μιλάμε για εργατικό έλεγχο σε ένα κρατικοποιημένο τραπεζικό σύστημα. Η μάχη ενάντια στους καπιταλιστές που μπορεί να φυγαδεύουν κεφάλαια και να τα επαναπατρίζουν για να αξιοποιούν υποτιμητικά παιχνίδια είναι δυνατόν να δοθεί, αλλά απαιτεί μια αριστερά αποφασισμένη να αξιοποιήσει τη δύναμη της εργατικής τάξης και να εμπιστευτεί τους εργαζόμενους να συμμετέχουν με τις δικές τους μορφές οργάνωσης σε αυτή τη μάχη.

Οι αντιρρήσεις του ΚΚΕ

Αυτό μας φέρνει στις αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν από τη μεριά του ΚΚΕ. Το επίκεντρο των αντιρρήσεων, αν έχει κανείς την υπομονή να αγνοήσει τις λαθροχειρίες αρθρογράφων του Ριζοσπάστη και της ΚΟΜΕΠ που τσουβαλιάζουν ό,τι τους βολεύει πολιτικά για να χαρακτηρίσουν την πρόταση για στάση πληρωμών του χρέους ως αστική-οπορτουνιστική, βρίσκεται στον ισχυρισμό ότι τέτοια αιτήματα μπορούν να διατυπώνονται μόνο αφού η εργατική τάξη πάρει την εξουσία. Εδώ, ας αφήσουμε να μιλήσουν οι απαντήσεις που έδωσε ο Δημήτρης Καζάκης εδώ και καιρό:

«Τι εννοεί ο ΜΠ (αρθρογράφος του Ρ) όταν ισχυρίζεται ότι «η μαχητική προβολή του ριζοσπαστικού πλαισίου πάλης που προτείνουμε (π.χ., πλήρης σταθερή εργασία με 35ωρο - 5ήμερο - 7ωρο, φορολογία του μεγάλου κεφαλαίου με 45%, κατάργηση στρατιωτικών εξοπλισμών για ανάγκες του ΝΑΤΟ, κλπ.) αποτελεί όρο για να μη νομιμοποιηθεί στη λαϊκή συνείδηση σαν αναγκαία η κυβερνητική πολιτική». Πώς είναι δυνατόν να θεωρείται ως αντιμονοπωλιακή πολιτική η πάλη για πλήρη σταθερή εργασία, φορολογία του κεφαλαίου, κατάργηση εξοπλισμών του ΝΑΤΟ, κλπ., αλλά η πάλη για άρνηση του χρέους, έξοδο από το ευρώ, εθνικοποιήσεις τραπεζών, παλιών ΔΕΚΟ και υποδομών, κοκ, να θεωρείται φιλομονοπωλιακή; Πώς είναι δυνατόν κλασσικά τρεϊντγιουνίστικα αιτήματα από τον 19ο αιώνα για μισθούς, εργασία, φορολογία και δαπάνες να θεωρούνται αντιμονοπωλιακή πολιτική και μάλιστα «ριζοσπαστικό πλαίσιο πάλης», αλλά το χτύπημα της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου, ακόμη και πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, να θεωρείται φιλομονοπωλιακή πολιτική;».

Και σε άλλο σημείο:

«Δεν γνωρίζουν οι ανώνυμοι αρθρογράφοι του Ριζοσπάστη, αλλά και ο ΜΠ, ότι οι προτάσεις αυτές δεν είναι καινούργιες, αλλά συνυφασμένες με το εργατικό κίνημα, με τις προτάσεις και τη δράση των κομμουνιστών από την εποχή της Λίγκας των Κομμουνιστών;

Για πρώτη φορά η άρνηση της πληρωμής των κρατικών χρεών εμφανίστηκε ως εργατικό αίτημα την εποχή των δημοκρατικών επαναστάσεων του 1848 στη Γαλλία και αλλού. Ήταν το αίτημα του Γαλλικού προλεταριάτου που υπερασπίστηκε ο Κ. Μαρξ στους Ταξικούς Αγώνες στην Γαλλία, όπου ανέλυσε και την ταξική φύση του κρατικού χρέους. (...)

Ο ΜΠ φαίνεται να έχει θυμώσει που όλοι εμείς οι οπαδοί της «διαχείρισης του συστήματος» τολμήσαμε να χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα του Λένιν και των μπολσεβίκων: «Όταν όμως φτάνουν να παραλληλίσουν την πρότασή τους με την άρνηση των μπολσεβίκων να πληρώσουν τα τσαρικά δάνεια, αποκαλύπτονται. Ξεχνούν μια μικρή λεπτομέρεια: Ποια τάξη έχει κάθε φορά την εξουσία και διαπραγματεύεται το ύψος του χρέους. Δεν ξεχνούν τυχαία αλλά συνειδητά, γιατί σε τελευταία ανάλυση θέλουν να στοιχηθεί το λαϊκό κίνημα «κάτω από ξένη σημαία». Το ΚΚΕ δε θα τους κάνει τη χάρη. Αναδεικνύει σταθερά και ανυποχώρητα τον πραγματικό αντίπαλο με τον οποίο πρέπει να αναμετρηθεί το λαϊκό κίνημα: Την εξουσία των μονοπωλίων».

Γνωρίζει ο ΜΠ πώς συγκεκριμένα γεννήθηκε το αίτημα αυτό στη Ρωσία; Πολύ αμφιβάλουμε, γιατί αν το γνώριζε δεν θα τολμούσε να ισχυριστεί όσα έγραψε. Εκτός κι αν δεν παίζει κανένα ρόλο η αλήθεια όταν η σκοπιμότητα επιβάλει να αφοριστεί μια άποψη στο πυρ το εξώτερο. Ας τον πληροφορήσουμε εμείς. Το αίτημα της άρνησης των τσαρικών χρεών διατυπώθηκε για πρώτη φορά όχι από τους μπολσεβίκους, αλλά από το εργατικό σοβιέτ της Πετρούπολης στις 2 Δεκεμβρίου του 1905. Ήταν η εποχή όπου το τσαρικό καθεστώς διαπραγματευόταν, παρά την επικείμενη δημοσιονομική χρεοκοπία του, νέα δάνεια από τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Με το «οικονομικό μανιφέστο» - όπως το αποκάλεσαν - του σοβιέτ της Πετρούπολης, η εργατική τάξη προειδοποιούσε το διεθνές κεφάλαιο να μην δώσει άλλα δάνεια στο τσαρικό καθεστώς, γιατί η δημοκρατία που θα ανατρέψει τον τσάρο δεν θα αναγνωρίσει τα χρέη του. Εμπνευστής του μανιφέστου ήταν ο Λ. Τρότσκι, πρόεδρος του σοβιέτ, ενώ συντάκτης ήταν ο σύντροφός του εκείνη την εποχή, Α. Πάρβους. Έγινε ομόφωνα δεκτό από το Σοβιέτ και το υπέγραφαν επίσης η Κεντρική Επιτροπή της Πανρωσικής Αγροτικής Ένωσης, η Κεντρική Επιτροπή (μπολσεβίκοι) και η Οργανωτική Επιτροπή (μενσεβίκοι) του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας, η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος των Εσέρων και η Κεντρική Επιτροπή του Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος» (στο www.stopcartel.info/).

Ο ισχυρισμός ότι πρέπει να περιμένουμε να έρθει η εργατική τάξη στην εξουσία και μετά να θέσουμε το αίτημα της διαγραφής του χρέους αποτελεί καθαρή υπεκφυγή και γι´ αυτό δεν μπορεί να σταθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι και το ίδιο το ΚΚΕ έχει αρχίσει να διαφοροποιεί την αρχική στάση του, όπως επισήμανε ο Νίκος Λούντος στην Εργατική Αλληλεγγύη (Νο 924 στις 24/6/2010):

«Δεν είναι δυνατόν όμως ο Μ. Παπαδόπουλος να μην έκανε τον κόπο να διαβάσει ότι και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η Πρωτοβουλία Οικονομολόγων τονίζουν πως η παύση πληρωμών πάει μαζί με τον εργατικό έλεγχο και δεν αποτελεί παραίνεση προς την κυβέρνηση. Τρεις γραμμές πιο πάνω ο Παπαδόπουλος γράφει «Το αίτημα ´να αρνηθεί ο λαός να πληρώσει το δημόσιο χρέος και τα νέα βάρη της κρίσης´ μπορεί να συμβάλει στη κλιμάκωση της πάλης, μόνο αν ενταχθεί ξεκάθαρα σε γραμμή ρήξης και ανατροπής απέναντι στην καπιταλιστική εξουσία». Ας πληροφορήσει κάποιος το Ριζοσπάστη ότι αυτό είναι το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μόνο που για μας η «γραμμή ρήξης και ανατροπής» είναι δύναμη που χτίζεται σήμερα μέσα στους εργατικούς χώρους και όχι όραμα του μακρινού μέλλοντος. Τέτοιες μετακινήσεις είναι καλοδεχούμενες, ακόμη κι αν γίνονται έτσι άτσαλα».

Η αντικαπιταλιστική προοπτική

Η συζήτηση μέσα στην Αριστερά, λοιπόν, προχωράει και όσοι πήραν την πρωτοβουλία να αναδείξουν το αίτημα της παύσης πληρωμών δικαιώνονται. Το ζήτημα, όμως, δεν είναι να μείνουμε μέχρι εκεί και πραγματικά, τουλάχιστον από τη μεριά του το ΣΕΚ δεν περιορίστηκε εκεί. Η Εργατική Αλληλεγγύη έκανε προσπάθεια για να απλωθεί η συζήτηση στις εργατογειτονιές και τους χώρους δουλειάς. Έγιναν ανοιχτές εκδηλώσεις στον Πειραιά, το Ρέθυμνο, την Αλεξανδρούπολη, τα Γιάννενα, την Ξάνθη, τη Λαμία, στο Βύρωνα, το Ίλιον, το Νέο Ηράκλειο, τη Θεσσαλονίκη, την Κόρινθο, την Πάτρα, την Ζάκυνθο, την Κέρκυρα, την Ηγουμενίτσα και την Κυψέλη. Αλλά και στον ΟΛΠ, στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, στην Ελευθεροτυπία, στην ΕΡΤ, στο Νοσοκομείο Αγία Σοφία, στους Δήμους Περιστερίου και Αγίας Παρασκευής και σε πολλούς ακόμα χώρους δουλειάς μικρούς και μεγάλους. Όλα αυτά βοήθησαν ώστε το αίτημα κατά του χρέους να υιοθετηθεί από μια σειρά σωματεία και από χιλιάδες εργαζόμενους που ξεκίνησαν και συνεχίζουν τη συγκέντρωση υπογραφών. Με άλλα λόγια γίνεται μια συστηματική προσπάθεια ώστε αυτό το αίτημα να μην μείνει μόνο υπόθεση των αριστερών οικονομολόγων και των οργανώσεων της αριστεράς αλλά να γίνει όπλο στα χέρια του εργατικού κινήματος.

Πρόκειται για αγώνα δρόμου, καθώς η οικονομική κρίση επιδεινώνεται και οι προβλέψεις ότι το ελληνικό δημόσιο δεν θα αποφύγει τη χρεοκοπία έρχονται όλο και πιο κοντά, όσο κι αν ξορκίζουν την «αναδιάρθρωση», όπως τη λένε, ο Παπακωνσταντίνου και ο Όλι Ρεν. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες βαδίζουμε προς τις εκλογές του Νοέμβρη, όπου η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προκαλεί τους αντίπαλους του Μνημόνιου να πουν αν μπορούν να εξασφαλίσουν τα 110 δις του ΔΝΤ και της ΕΕ. Νομίζουμε ότι η απάντηση που προτείνει η Εργατική Αλληλεγγύη πρέπει να γίνει υπόθεση όλων:

«Το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου προσπαθεί να βάλει τον κόσμο, ιδιαίτερα ενόψει εκλογών, μπροστά σε ένα «αμείλικτο», όπως νομίζει, δίλημμα. Ο κολλητός υπουργός του ΓΑΠ, και υποψήφιος υπερυπουργός σύμφωνα με τις διαρροές των εφημερίδων, Γιάννης Ραγκούσης, βγήκε στην τηλεόραση και δήλωσε με ύφος εκατό καρδιναλίων: όποιος λέει ΟΧΙ στο Μνημόνιο παίρνει την ευθύνη να βρει τα 110 δις ευρώ που εξασφάλισε η κυβέρνηση με δανεισμό υπογράφοντας το Μνημόνιο

Προφανώς ο Παπανδρέου, ο Παπακωνσταντίνου και οι λοιποί Ραγκούσηδες υπολογίζουν ότι κανένας πολιτικός φορέας δεν είναι σε θέση να αντιπροτείνει εναλλακτικό τρόπο εξασφάλισης ενός τέτοιου τεράστιου ποσού, που αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ ως «πακέτο διάσωσης» για οποιαδήποτε χώρα.

Κι όμως πέφτουν έξω. Υπάρχει μια εργατική απάντηση στο ψεύτικο δίλημμα Ραγκούση που μπορεί να εξασφαλίσει όχι 110 αλλά 300 δις ευρώ. Είναι η πρόταση για στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους.

Η Αριστερά έχει κάθε λόγο να απαντήσει με αυτό τον τρόπο στην πρόκληση Ραγκούση. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει πάρει ήδη ξεκάθαρη θέση και καλεί όλη την αριστερά να κάνει το ίδιο. Αν πούμε όλοι «Παγώστε το χρέος, τώρα!», οι μάχες του φθινόπωρου θα ξεκινήσουν με προβάδισμα των εργατών και της Αριστεράς».