Άρθρο
Νεοφιλελευθερισμός και καταστολή

Εξώφυλλο του τευχους 82

To ΠΑΣΟΚ υποσχόταν να αυξήσει τους μισθούς και να μειώσει την καταστολή. Έφερε ακριβώς το αντίθετο. Ο Μπάμπης Κουρουνδής εξετάζει τις απαντήσεις της Αριστεράς.

Από το «κράτος είστε εσείς» του Κ. Μητσοτάκη, πρωθυπουργού το ´90-´93, ως τα εγκώμια του Β. Πολύδωρα στους «πραίτορες» που είχαν αναλάβει την καταστολή των φοιτητικών καταλήψεων του 2006-2007 και τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου το Δεκέμβρη του 2008, η Νέα Δημοκρατία παραδοσιακά κέρδιζε επάξια τον τίτλο του κόμματος «του νόμου και της τάξης». Η σιδερένια γροθιά της καταστολής αποτελούσε το απαραίτητο συμπλήρωμα του νεοφιλελευθερισμού και η δεξιά ήταν πάντα πρόθυμη να τη χρησιμοποιήσει. Το ΠΑΣΟΚ διεκδικούσε για τον εαυτό του το ρόλο του κοινωνικά ευαίσθητου που πετυχαίνει την ηρεμία μέσω της συναίνεσης, όσο κι αν η εκσυγχρονιστική οχταετία του Σημίτη είχε να επιδείξει από ξεφούσκωμα των λάστιχων των τρακτέρ στα αγροτικά μπλόκα το 1996 και άγρια αστυνομική βαρβαρότητα (ΑΣΕΠ 1998, απεργία της Ιονικής, αντιπολεμικά συλλαλητήρια) μέχρι απαγορεύσεις διαδηλώσεων ενάντια στον Κλίντον το 1999, ακόμα και πολιτική επιστράτευση των απεργών ναυτεργατών το 2003. Ο Μ. Χρυσοχοΐδης επέμενε προεκλογικά ότι η προτεραιότητα του κράτους δεν πρέπει να δίνεται στην καταστολή αλλά στο να ακουστούν οι εξεγερμένοι νέοι και ο Χάρης Καστανίδης, υπουργός Δικαιοσύνης, δήλωνε ακόμα και μετεκλογικά ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θα καταργούσε τον «κουκουλονόμο». Δεν χρειάστηκε να συμπληρωθεί ούτε ένας χρόνος από αυτές τις διακηρύξεις για να περάσουμε στα όργια αστυνομικής βίας και προκλήσεων στις πανεργατικές απεργίες και στη θερινή επιστράτευση των φορτηγατζήδων. Αξίζει να εξετάσουμε τις όψεις αυτής της έξαρσης της καταστολής, να διερευνήσουμε τα όρια και τις αντιφάσεις της για να καταλήξουμε στην πολιτική αντιμετώπισής της.

Καταρχήν, πρέπει να επισημανθεί ότι το γενικό μοντέλο διακυβέρνησης γίνεται ολοένα και πιο αυταρχικό με τους νόμους που υλοποιούν το Μνημόνιο να ψηφίζονται στα γρήγορα για να αποφευχθούν οι διαρροές βουλευτών, ενώ άλλες πτυχές του περνάνε με Προεδρικά Διατάγματα. Εξάλλου, στο ίδιο το Μνημόνιο προβλέπεται η παραχώρηση «υπερεξουσιών» στον υπουργό Εθνικής Οικονομίας, ενώ η αυταρχική θωράκιση του κράτους συμπληρώνεται με τον «Καλλικράτη» και τη σχεδιαζόμενη αλλαγή του εκλογικού νόμου σε πλειοψηφική κατεύθυνση, καθώς και με τη συμφωνία των πολιτικών αρχηγών ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ για την υποβολή πρότασης αντιδραστικής αναθεώρησης του Συντάγματος.1

Στο επίπεδο των δημοκρατικών δικαιωμάτων, πολύ ορατό πεδίο έξαρσης της καταστολής είναι η δράση της αστυνομίας στις απεργιακές συγκεντρώσεις. Ενώ παλιότερα οι προληπτικές προσαγωγές αφορούσαν κυρίως τη νεολαία, τους τελευταίους μήνες έχουν αναχθεί σε πρακτική που ασκείται μαζικά πριν από εργατικές συγκεντρώσεις ενάντια σε απεργούς και συνδικαλιστές. Στις 5 Μάη εξαπολύθηκε ένα όργιο βίας και τρομοκρατίας με τόνους χημικών (των οποίων την κατάργηση είχε εξαγγείλει ο Χρυσοχοΐδης) σε όλες τις πόλεις με αποκορύφωμα την Αθήνα, όπου κατέληξε και σε τρεις νεκρούς που κάηκαν μέσα στην τράπεζα που τους είχε κλειδώσει η εγκληματική εργοδοσία του Βγενόπουλου. Στα κλομπ και τα δακρυγόνα έχουν πλέον προστεθεί οι εγκληματικές έφοδοι των μοτοσικλετιστών της ομάδας «ΔΙΑΣ» στο συγκεντρωμένο πλήθος με συχνό αποτέλεσμα τραυματίες διαδηλωτές και μόνο τυχαία όχι ακόμα νεκρούς. Επιπλέον, η χρήση των καμερών εξακολουθεί να είναι εκτεταμένη υπονομεύοντας το δικαίωμα στη διαδήλωση και το άσυλο καταπατάται συστηματικά. Ταυτόχρονα, τα δικαστήρια συμπληρώνουν το αυταρχικό τοπίο κηρύσσοντας σωρηδόν απεργίες παράνομες και καταχρηστικές (ναυτεργάτες, εργαζόμενοι ΜΕΤΡΟ, ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας ήταν τα τελευταία κρούσματα). Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται, άλλωστε, και το νέο «κυνήγι της τρομοκρατίας» με τους «υπόπτους» να συλλαμβάνονται συνήθως στις παραμονές γενικών απεργιών. Αυτή η εικόνα επιβεβαιώνει ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου όχι μόνο συνεχίζει στα χνάρια του Καραμανλή, αλλά και κλιμακώνει την καταστολή στην καρδιά του κινήματος, στα οργανωμένα κομμάτια της εργατικής τάξης.

Επιπλέον, εντυπωσιακή είναι η κατασταλτική στροφή της κυβέρνησης στο ζήτημα των μεταναστών. Ενώ ξεκίνησε προσπαθώντας να προσεταιριστεί την αριστερά και τις μεταναστευτικές κοινότητες λέγοντας ότι θα δώσει ιθαγένεια στα παιδιά των μεταναστών, όχι μόνο υποχώρησε γρήγορα στις ρατσιστικές κραυγές του ΛΑΟΣ και περιόρισε ασφυκτικά το σχετικό νόμο, αλλά έδωσε γραμμή για μαζικά πογκρόμ. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα ήταν οι επιχειρήσεις σκούπα με τη συνεργασία αστυνομίας και Δήμου Αθηναίων με εκατοντάδες προσαγωγές άστεγων μεταναστών. Δεν είναι η μόνη άλλωστε. Το τελευταίο καλοκαιρινό πρωτοσέλιδο της εφημερίδας του NPA στη Γαλλία «Καταστολή, απελάσεις... η παλιά συνταγή της διαίρεσης»2 αποδίδει επιγραμματικά την προσπάθεια των κυβερνήσεων να βρουν αποδιοπομπαίους τράγους για την κρίση. Αυτό κάνει και ο Σαρκοζί ενόψει της κρίσιμης ταξικής μάχης για το ασφαλιστικό: στις γυναίκες με μαντίλα προστέθηκαν οι τσιγγάνοι, διακόσιοι από τους οποίους απελάθηκαν τον Αύγουστο από τη Γαλλία με τις εικόνες από τη βάρβαρη παρέμβαση της αστυνομίας να κάνουν το γύρο του κόσμου και να βγάζουν κόσμο στους δρόμους με το σύνθημα «Σαρκοναζί». Οι μετανάστες και οι τσιγγάνοι ήταν τα εύκολα θύματα και του Μπερλουσκόνι που έβγαλε ακόμα και εθελοντικές περιπολίες (φασιστών) «πολιτών» στους δρόμους.

Το τέλος της αστικής δημοκρατίας;

Αυτές οι επισημάνσεις μας οδηγούν στο έδαφος μιας ανοιχτής συζήτησης στους κόλπους της αριστεράς ως προς το τι σηματοδοτεί η όξυνση του αυταρχισμού. Υπάρχει μια άποψη, με διάφορες εκδοχές, η οποία εξηγεί αυτές τις εξελίξεις υποστηρίζοντας ότι έχουμε φτάσει στο τέλος της κλασσικής αστικής δημοκρατίας και οδηγούμαστε σε μια ιδιότυπη «μεταδημοκρατία» με αποκλεισμένο το λαό από τα κέντρα αποφάσεων.3 Αξίζει να μπούμε στην ουσία αυτής της συζήτησης, η οποία έχει τεράστια σημασία για την κατεύθυνση της Αριστεράς και των αγώνων.

Στην πραγματικότητα, η συνολική εικόνα που σκιαγραφούν οι επιμέρους όψεις της καταστολής μπορεί να γίνει αντιληπτή με βάση την περιγραφή του Γκράμσι, ο οποίος είχε παρομοιάσει το καπιταλιστικό κράτος με τον Κένταυρο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, που ήταν μισός άνθρωπος και μισός ζώο, δείχνοντας έτσι ότι σ´ αυτό εντοπίζεται ένας συνδυασμός συναίνεσης και καταστολής, αναγκαίες λειτουργίες για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή του. Στην περίοδο που ζούμε, η «ζωώδης» πλευρά της καταστολής διογκώνεται σε βάρος της συναινετικής πλευράς. Με άλλα λόγια, η ποσοτική και ποιοτική αύξηση της καταστολής συνδέεται με την κρίση της ιδεολογικής - συναινετικής λειτουργίας του κράτους. Οι κυβερνήσεις και οι αστικές τάξεις αδυνατούν να πείσουν ότι τα μέτρα τους θα βγάλουν την οικονομία από την κρίση και γίνεται ολοφάνερο ότι αυτά είναι και ταξικά και αναποτελεσματικά, φορτώνοντας στις πλάτες των εργαζομένων την κρίση που δημιούργησαν οι καπιταλιστές. Γι´ αυτό και στην Ελλάδα την ίδια στιγμή που οι προσλήψεις έχουν παγώσει παντού, από τα σχολεία μέχρι τα νοσοκομεία και τους Δήμους, ο μόνος κλάδος στον οποίο έγιναν προσλήψεις μέσα στο καλοκαίρι ήταν 1060 επιπλέον αστυνομικών της ομάδας «ΔΙΑΣ».4

Όμως, η συνεχής και εκτεταμένη χρήση των μηχανισμών καταστολής δεν είναι ένδειξη δύναμης, αλλά αδυναμίας μιας κυβέρνησης. Όταν μια κυβέρνηση, και μάλιστα σοσιαλδημοκρατική, φτάνει να χρησιμοποιεί τόσο συχνά τους μηχανισμούς καταστολής λίγους μήνες μετά τις εκλογές, είναι γιατί η προπαγάνδα της δεν λειτουργεί. Μπορεί τα παπαγαλάκια των ΜΜΕ να μιλούσαν επί μήνες για τις «εθνικές μάχες» που δήθεν έδινε ο Γ. Παπανδρέου, αυτό όμως δεν εμπόδισε τους εργαζόμενους να δώσουν τις πολύ πραγματικές ταξικές μάχες των τελευταίων μηνών. Η μαζική χρήση των χημικών από την αστυνομία είναι η άλλη όψη της αποτυχίας της προπαγάνδας των Πρετεντέρηδων. Επίσης, αυτή η εργατική κίνηση ήταν που περιόρισε τις δυνατότητες ακόμα και πιο ισχυρών ατού του ΠΑΣΟΚ, όπως η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η οποία είχε (και έχει) όλη την καλή διάθεση να στηρίξει το Γιώργο Παπανδρέου, αναγκάστηκε όμως να κηρύσσει κάθε μήνα γενική απεργία για να μην αποκοπεί πλήρως από τη βάση των συνδικαλισμένων εργατών και εργατριών. Τη δυσκολία της κυβέρνησης να ελέγξει το κίνημα δείχνουν και όλοι οι τριγμοί στο εσωτερικό της και στους κόλπους του ΠΑΣΟΚ.

Σε δεύτερο επίπεδο, η θεωρία περί «μεταδημοκρατίας» εξωραΐζει την αστική δημοκρατία και επαναφέρει μ´ έναν ιδιαίτερο τρόπο τη «θεωρία των σταδίων». 

Η αστική δημοκρατία, όμως, δε σημαίνει εξ ορισμού δικαιώματα, ελευθερίες και λαϊκή κυριαρχία παρά μόνο στα εγχειρίδια των υποστηρικτών της. Η φιλελεύθερη αστική δημοκρατία επί Βενιζέλου ήταν αυτή που ψήφισε το Ιδιώνυμο (ποινικοποίηση του ανατρεπτικού φρονήματος) στο μεσοπόλεμο για να καταπολεμήσει το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα, το «δημοκρατικό» μετεμφυλιακό κράτος στην Ελλάδα διατήρησε τις εξορίες, τις φυλακές και όλο το οπλοστάσιο των έκτακτων μέτρων ενάντια στους αριστερούς από τη λήξη του εμφυλίου το 1949 ως το 1967, επί «δημοκρατικής» κυβέρνησης Ράλλη η αστυνομία δολοφόνησε δύο διαδηλωτές στο Πολυτεχνείο του 1980. Αυτά δε σημαίνουν προφανώς ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ αστικής δημοκρατίας και δικτατορίας, αλλά ότι η ίδια η κατάκτηση της δημοκρατίας χρειάστηκε αγώνες και συγκρούσεις με την αστική τάξη και το κράτος της. Η μείωση της καταστολής ήταν καρπός της ορμής της εργατικής τάξης και της νεολαίας μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την πτώση της χούντας, όχι αυτονόητη συνέπεια της ύπαρξης αστικής δημοκρατίας ή εναρμονισμός της Ελλάδας με τα διεθνή μεταπολεμικά πρότυπα, ούτε βέβαια «δώρο του Ανδρέα» στο λαό. Αντίστοιχα στην εποχή μας, η αύξηση της καταστολής στην Ελλάδα δεν αντιστοιχεί σε μια διαστρέβλωση της αστικής δημοκρατίας ή σε μια μεταβολή του συσχετισμού δύναμης υπέρ του κεφαλαίου, αλλά στην προσπάθεια της αστικής τάξης να επιβληθεί απέναντι σε ένα υπαρκτό και δυνατό κίνημα μέσα σε συνθήκες κρίσης. Η έκβαση της μάχης δεν είναι δεδομένη και ο αγώνας σίγουρα θα διαρκέσει πολύ.

Σε σύνδεση με τα παραπάνω, η εκτίμηση της περιόδου και η μαρξιστική θεωρία για το κράτος μπορούν να αποτελέσουν γνώμονα για το πώς πρέπει να αντιδράσουμε ενάντια στον αυξανόμενο αυταρχισμό.

Εκδημοκρατισμός;

Η παραδοσιακή κοινοβουλευτική αριστερά εξακολουθεί να απαντά στην κλιμάκωση της κρατικής καταστολής με τα ξεθωριασμένα αιτήματα του εκδημοκρατισμού και της εκπαίδευσης των σωμάτων ασφαλείας. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη, ο Αλέκος Αλαβάνος, τότε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ συναντιόταν με την ΠΟΑΣΥ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων) και δήλωνε ότι «αν η μία όψη του νομίσματος είναι ο νέος, ο οποίος μπορεί να ζει με ασφάλεια, με ελευθερία και με δημοκρατικά δικαιώματα, η άλλη όψη του νομίσματος είναι ο αστυνομικός πολίτης. Ο αστυνομικός, που αισθάνεται αξιοπρέπεια, ο αστυνομικός, ο οποίος είναι εκπαιδευμένος και ο αστυνομικός που λειτουργεί μέσα στην κοινωνία».5 Μία μέρα πριν τη δολοφονία του Αλέξη, η Λ. Κανέλλη από πλευράς ΚΚΕ δήλωνε στο συνέδριο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αξιωματικών Αστυνομίας ότι «δεν θεωρώ ντε και καλά ότι η αστυνομία είναι εκφραστής μιας ακροδεξιάς αντίληψης ή της κυρίαρχης τάξης που πρέπει να αντιμετωπίσει τα πράγματα».6 Φέτος οι αντιπροσωπείες των κομμάτων της αριστεράς παραβρέθηκαν σ´ όλες τις συγκεντρώσεις των αστυνομικών δηλώνοντας την αλληλεγγύη τους.7 Αυτή η στάση συχνά συνδυάζεται με μια γενική καταδίκη της βίας «απ´ όπου κι αν προέρχεται».

Ωστόσο, η αστυνομία, μαζί με το στρατό και το σύστημα δικαιοσύνης, συναποτελούν το σκληρό πυρήνα του κράτους. Με τα λόγια του Λένιν, «ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία είναι τα κύρια όργανα δύναμης της κρατικής εξουσίας, μα μήπως μπορεί να γίνει και διαφορετικά;».8 Γι´ αυτό και η μάχη για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες μας πρέπει να είναι υπόθεση της ίδιας της εργατικής τάξης. Εχουμε δει πάρα πολλά παραδείγματα όπου οι εργαζόμενοι παίρνουν στα χέρια τους την μάχη κατά της καταστολής: την άνοιξη του 2008 ήταν οι εναερίτες της ΔΕΗ που κατέβασαν τις κάμερες και συνέδεσαν την πάλη ενάντια στην εκμετάλλευση με την πάλη ενάντια στην καταστολή, το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς η δολοφονία του Αλέξη στάθηκε η αφορμή για να ξεσπάσει μια ολόκληρη εξέγερση, φέτος οι εργάτες και οι εργάτριες κατέβαιναν από τη μια απεργία στην άλλη παρά το όργιο αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας.

Επιπλέον, η οργανωμένη βία από την πλευρά του κράτους δεν μπορεί να ταυτίζεται ή να ισοφαρίζεται με τις «πράξεις βίας» των διαδηλωτών. Απέναντι σε ένα σύστημα που δολοφονεί καθημερινά, με την αστυνομία, με τα ναρκοπέδια στον Έβρο, με τη διάλυση των νοσοκομείων και τα εργατικά «ατυχήματα», κάθε συζήτηση περί βίας των διαδηλωτών οδηγεί σε παραλογισμούς. Δεν απολογούμαστε ούτε στο Χρυσοχοΐδη, ούτε στο Σαμαρά, ούτε στον Καρατζαφέρη για τις βιτρίνες των τραπεζών την ώρα που εκπονούν νέα πακέτα δισεκατομμυρίων για τη διάσωσή τους με περικοπές από τους μισθούς και τις συντάξεις μας. Αντίθετα, θέλουμε περισσότερη και αποτελεσματικότερη βία εναντίον των τραπεζών, γι´ αυτό αγωνιζόμαστε για την εθνικοποίηση των τραπεζών χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο αντί να επικεντρωνόμαστε στις τζαμαρίες τους.

Η μάχη ενάντια στην καταστολή σημαίνει περιφρούρηση των απεργιών, μαζικότητα στις διαδηλώσεις, υπεράσπισή τους από τις επιθέσεις της αστυνομίας. Σημαίνει άρνηση συνεργασίας με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς σε οποιοδήποτε επίπεδο, ιδιαίτερα με «εποικοδομητικές προτάσεις» και θεσμικές αλλαγές, που χρησιμεύουν μόνο στις κυβερνήσεις για να χρυσώνουν το χάπι της καταστολής και να αποδίδουν σε μεμονωμένα περιστατικά το συστηματικό αυταρχισμό τους. Σημαίνει επιμονή στις διεκδικήσεις για αφοπλισμό της αστυνομίας και διάλυση των ειδικών δυνάμεών της (ΜΑΤ, ΔΙΑΣ κλπ). Γενικότερα, η απάντηση στην καταστολή είναι στενά συνδεδεμένη με τις μάχες του κινήματος και το συνολικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα απάντησης στην κρίση.

Στο επόμενο διάστημα θα πρέπει να συνεχίσουμε να είμαστε στην πρώτη γραμμή για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Ο ορίζοντάς μας, ωστόσο, πρέπει να πηγαίνει πολύ πιο πέρα. Αν για την Αριστερά προφανές πολιτικό καθήκον είναι να οργανώνει την αντίσταση απέναντι σε κάθε όψη του αυταρχισμού, η αντικαπιταλιστική στρατηγική δεν μπορεί παρά να αποβλέπει στη δημιουργία των όρων για την επαναστατική ανατροπή του αστικού κράτους και την δημιουργία ενός νέου εργατικού κράτους, το οποίο, ακριβώς επειδή θα στηρίζεται στην κοινωνική πλειοψηφία, δεν θα ασκεί καταστολή παρά μόνο απέναντι στην παλιά άρχουσα τάξη στο βαθμό που αυτή θα προσπαθεί να διατηρήσει τα προνόμιά της.


  1. Βλ. αναλυτικότερα Δ. Σαραφιανού, «Ποιος και γιατί αμφισβητεί το Σύνταγμα;», Ουτοπία, τ. 90, 2010, σελ. 20-22.
  2. Tout est a nous, Νο66, 29 Ιουλίου 2010.
  3. Βλ. ενδεικτικά τα άρθρα του ανένταχτου του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Μπελαντή, «Κρίση του νόμου και των ελευθεριών, έκπτωση της αστικής δημοκρατίας», Ουτοπία, τ. 81, 2008, σελ. 25-33 και «Κυριαρχία και οικονομικά μέτρα», Διάπλους, τ. 32, σελ. 10-11.
  4. Το Βήμα, 20/7/2010.
  5. Δελτίο τύπου του ΣΥΝ, 12/12/2008, διαθέσιμο στο διαδίκτυο.
  6. Αξιωματική Αστυνομία, τ. 20, σελ. 27.
  7. Τελευταία φορά ήταν στις 14 Ιουλίου 2010 όπου παραβρέθηκαν οι βουλευτές Β. Μουλόπουλος του ΣΥΡΙΖΑ και Ν. Καραθανασόπουλος του ΚΚΕ, καθώς και οι Άδωνις Γεωργιάδης και Πλεύρης του ΛΑΟΣ και ο Γ. Μανώλης της ΝΔ.
  8. Β.Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, Θεμέλιο, Αθήνα 1982, σελ. 70.