Γνωριμία με τον Γκέσσεν Boris Hessen, Κώστας Γαβρόγλου, Αριστείδης Μπαλτάς Μαρξισμός και Επιστήμες Τιμή 24 ευρώ, 377 σελίδες Εκδόσεις Νεφέλη
Ο θόρυβος που προκλήθηκε έφθασε μέχρι το αγγλικό Κοινοβούλιο! Επί της ουσίας, προϊούσης της Μεγάλης Ύφεσης, το άμεσο ενδιαφέρον και οι μεγάλες προσδοκίες των επιστημόνων, ιδιαιτέρως των νέων κατά τις μαρτυρίες, εστιαζόταν στην αντιπροσωπεία του νεοσύστατου σοβιετικού κράτους, που ακόμα ακτινοβολούσε ως η μεγάλη εναλλακτική προοπτική για την έξοδο από την κρίση των καπιταλιστικών κοινωνιών ολόκληρου του πλανήτη. Μια ολόκληρη γενιά επιστημόνων εμπνεύσθηκε από τις ιδέες, τις μεθοδολογίες και τις προοπτικές που πρότειναν οι σοβιετικοί αντιπρόσωποι.
Στο βιβλίο «Μαρξισμός και Επιστήμες» παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, το έργο του σοβιετικού φυσικού, και φιλόσοφου, Μπόρις Γκέσσεν «Οι κοινωνικές και οικονομικές ρίζες των Αρχών της Φυσικής Φιλοσοφίας του Νεύτωνα». Ο Γκέσσεν υπήρξε μέλος της σοβιετικής αποστολής σε αυτό το διάσημο συνέδριο και το συγκεκριμένο κείμενο αποτέλεσε τη βάση της ανακοίνωσής του σε αυτό.
Δεν άργησε να θεωρηθεί ως ένα από τα καταστατικά έργα της ιστορίας των επιστημών από τη διεθνή κοινότητα του συγκεκριμένου κλάδου και καθιερώθηκε, ήδη από τα πρώτα χρόνια της δημοσίευσης του κειμένου, ως βασική βιβλιογραφική αναφορά εξαιτίας της βαθύτατης επίδρασης που άσκησε - και εξακολουθεί ακόμα να ασκεί - στην ιστοριογραφία των επιστημών.
Που εντοπίζεται, όμως, η τόση διαχρονική ακτινοβολία του έργου; Στο ότι ο Γκέσσεν (γράφεται Hessen) - επιστήμονας που από πολύ νωρίς στη ζωή του είχε ενταχθεί στο επαναστατικό κίνημα, έζησε την επανάσταση, πολέμησε στον Κόκκινο Στρατό και είχε εκλεγεί γραμματέας του σοβιέτ των αντιπροσώπων των εργατών και των αγροτών της γενέτειράς του Ουκρανίας - εμπνεόμενος από τη μαρξιστική προσέγγιση της ιστορίας οδηγήθηκε στη μελέτη της ιστορίας της επιστήμης της φυσικής, υπό την προοπτική μιας βασικής θεωρητικής αρχής: ότι η εξέλιξη των επιστημών δεν είναι σαν αλυσίδα που απλώς συνδέει μεγαλοφυείς σκέψεις απομονωμένων και εξαιρετικά προικισμένων «μεγάλων νοών», σχεδόν πάντοτε ανδρών και σπανίως βεβαίως γυναικών.
Αντιθέτως, είναι διαδικασία που ολοκληρώνει και νοηματοδοτεί την παράθεση των, ασφαλώς χρήσιμων, ακριβών καταγραφών εφευρέσεων και ανακαλύψεων μόνο αν επινοεί τα μέσα και τις μεθοδολογίες για τη μελέτη και την κατανόηση του ρόλου και της λειτουργίας της επιστήμης στην κοινωνία. Αυτή και μόνο η θεωρητική αφετηρία αποτέλεσε τότε επανάσταση στον χώρο της ιστορίας της επιστήμης.
Ο Γκέσσεν ξεκινά υποστηρίζοντας ότι οι έννοιες που καταλήγουν να συστήσουν το οργανωτικό σύστημα του οικοδομήματος των Μαθηματικών Αρχών της Φυσικής Φιλοσοφίας του Νεύτωνα, δηλαδή τα θεμέλια της μηχανικής, εμπεριέχουν και προϋποθέτουν πλήθος γεγονότων που αφορούν σε επιστημονικά έργα, εφευρέσεις, ανακαλύψεις, πειράματα, επιστημονικές εταιρείες, τεχνικές εφαρμογές και τεχνολογικές εξελίξεις τεσσάρων αιώνων, από τον 15ο έως και τον 18ο αιώνα.
Όμως, προχωρά ακόμα περισσότερο: στο να αποδείξει ότι το κλειδί για την κατανόηση των Αρχών βρίσκεται στις κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες της εποχής του Νεύτωνα, στα προβλήματα που αυτές έθεταν? όσο, βεβαίως, και στα διλήμματα και τις προοπτικές και τα όρια που έθετε η λογική των οικονομικών συμφερόντων του νέου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που τότε αναδυόταν και εδραιωνόταν, όπως και της νέας κυρίαρχης αστικής τάξης που τον έλεγχε και τον διεύθυνε.
Ο Γκέσσεν ξεκινά από τις τεχνικές ανάγκες που έθετε η καθημερινή εμπορική, παραγωγική, στρατιωτική πρακτική της εποχής που μελετά, όπως, για παράδειγμα, η βελτίωση των ποτάμιων, θαλάσσιων, χερσαίων οδών μεταφοράς, η βελτίωση των οπλικών συστημάτων ή η βελτίωση των εξορυκτικών διαδικασιών.
Εντοπίζει, όμως, ότι αυτές οι τεχνικές ανάγκες οδήγησαν σε ένα σημείο όπου «η εμπειρική επίλυση μεμονωμένων προβλημάτων δεν αρκούσε πια,? προέκυψε η ανάγκη για μια συνθετική μελέτη του συνόλου των φυσικών προβλημάτων [...] για τη δημιουργία μιας σταθερής θεωρητικής βάσης που θα επέτρεπε να λυθούν τα προβλήματα αυτά με γενικές μεθόδους [...], μιας αρμονικής δομής της θεωρητικής μηχανικής, ικανής να παράσχει γενικές μεθόδους επίλυσης των προβλημάτων της επίγειας και της ουράνιας μηχανικής».
Χρονικά ποιο ήταν αυτό το σημείο; Ο Γκέσσεν υποδεικνύει ότι όσο και αν οι Αρχές είναι γραμμένες σε αφηρημένη μαθηματική γλώσσα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το κυρίαρχο: ότι είναι η εποχή της Αγγλικής Επανάστασης, η εποχή που η ανερχόμενη αστική τάξη θέτει τις φυσικές επιστήμες υπό την κυριαρχία της και στην υπηρεσία της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Δεν αρκεί πλέον αυτή ή εκείνη η λύση σε αυτό ή εκείνο το τεχνικό πρόβλημα όσον αφορά την κατασκευή μιας πολυδαίδαλης στοάς ορυχείου ή όσον αφορά στη βαλλιστική. Μέσα από την επίλυση δεκάδων τέτοιων προβλημάτων αρχίζει και να διαφαίνεται η δυνατότητα διεύρυνσης και γενίκευσης της βέβαιης γνώσης, αλλά και να συστηματοποιείται η σύνδεση των δυνατοτήτων των φυσικών επιστημών με τις δυνατότητες συσσώρευσης της αστικής τάξης.
«Θα υποπίπταμε, όμως, σε μεγάλη απλούστευση και εκλαΐκευση εάν συναγάγαμε ευθέως κάθε πρόβλημα που μελετήθηκε από τον τάδε ή δείνα φυσικό από την οικονομία ή τη βιομηχανική τεχνολογία», προειδοποιεί ο Γκέσσεν, υπέρμαχος της παράδοσης που είχαν διαμορφώσει ο Μαρξ και ο Ένγκελς εναντίον κάθε αναγωγιστικής ερμηνείας της προσέγγισής τους για την ιστορική εξέλιξη.
«Ο οικονομικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος καθοριστικός παράγοντας», γράφει. Και συμπληρώνει: «Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση. Αλλά η ανάπτυξη των θεωριών και το ατομικό έργο του επιστήμονα επηρεάζονται από διάφορα στοιχεία [...], όπως οι πολιτικές μορφές που πήρε η ταξική πάλη αλλά και τα αποτελέσματά της, η απήχηση που είχε η ταξική πάλη στη συνείδηση όσων συμμετείχαν, δηλαδή οι πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες, οι θρησκευτικές αντιλήψεις, καθώς και η περαιτέρω ανάπτυξή τους σε δογματικά συστήματα».
Ο Γκέσσεν σε αυτό το σημείο παραθέτει την «κατανομή των ταξικών δυνάμεων μετά την Αγγλική Επανάσταση», όπως λέει ο ίδιος. Αναφέρεται, δηλαδή, στις αποφασιστικές, κρίσιμες στροφές της Αγγλικής Επανάστασης, τους συμβιβασμούς και τις ρήξεις μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, όπως και τις ευρύτερες θρησκευτικές, φιλοσοφικές, πολιτικές αντιλήψεις που έφεραν, προκειμένου να μας οδηγήσει στην κατανόηση της λογικής του «ατομικού έργου» του Νεύτωνα ως δημιουργικής ανταπόκρισης, δηλαδή ως τοποθέτησής του, απέναντι σε συγκεκριμένα γεγονότα και διλήμματα της εποχής του και όχι ως αποτέλεσμα πιθανής επιφοίτησης ή αστραπιαίας έμπνευσης.
Η ανάδειξη των ταξικών αγώνων ως καθοριστικού παράγοντα και, άρα, και ως κατηγορίας ιστορικής ανάλυσης των επιστημονικών θεωριών και επιτευγμάτων αποτελεί μία από τις προθέσεις του Γκέσσεν, αλλά και μία από τις μεγάλες συνεισφορές του.
Μέσα από παραθέματα από τις Αρχές, μελετώντας προσεκτικά την Αλληλογραφία του Νεύτωνα, συγκρίνοντας το μηχανιστικό σύμπαν των Αρχών με το αρκετά διαφορετικό και εξίσου μηχανιστικό σύμπαν του Ντεκάρτ, αλλά και αντιπαραβάλλοντάς το με τις υλιστικές θεωρίες τόσο του Χομπς όσο και του Όβερτον, ο Γκέσσεν παρακολουθεί την ανάπτυξη της σκέψης του Νεύτωνα, αλλά και επισημαίνει το γεγονός ότι τα όρια της σκέψης του συναντούν τα όρια της σκέψης συνολικά της αστικής τάξης της εποχής του.
Την έκδοση του κειμένου του Γκέσσεν στα ελληνικά εκτός από το επιμελημένο επίμετρο του Δημήτρη Διαλέτη πλαισιώνουν δυο κείμενα για την ιστορία και τη φιλοσοφία της επιστήμης, του Κώστα Γαβρόγλου και του Αριστείδη Μπαλτά αντιστοίχως, στα οποία θίγονται σημαντικά ζητήματα για τη σχέση μαρξισμού και επιστημών. Δεν υπάρχει χώρος στο πλαίσιο αυτής της παρουσίασης να αναπτυχθούν σοβαρές αντιρρήσεις που εγείρονται από την πλευρά της μαρξιστικής προσέγγισης της επιστήμης. Απαιτείται ένα άρθρο το οποίο θα πραγματεύεται διεξοδικά το πλούσιο θέμα των σχέσεων μαρξισμού και επιστημών. Σημειώνεται, όμως, ότι ο τίτλος της ελληνικής έκδοσης είναι εξαιρετικά φιλόδοξος από την άποψη ότι υπολείπονται κατά πολύ του τίτλου τα περιεχόμενα του βιβλίου και δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά ως, ασφαλώς καλοδεχούμενη, σαφώς ατελής πρώτη απόπειρα να ανοίξει το θέμα.