Οι ρίζες της Αντίστασης. Γιώργος Μαργαρίτης - Προαγγελία θυελλωδών ανέμων. Ο πόλεμος στην Αλβανία και η πρώτη περίοδος της Κατοχής Τιμή 29,5 ευρώ, 435 σελίδες Εκδόσεις Βιβλιόραμα
Ο Γιώργος Μαργαρίτης στο βιβλίο του «Προαγγελία Θυελλωδών Ανέμων» επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα ποιες ήταν οι συνθήκες που γέννησαν αυτό το μεγαλειώδες κίνημα, για την ακρίβεια, ποιες ήταν οι προϋποθέσεις της μαζικής ριζοσπαστικοποίησης εκατομμυρίων ανθρώπων. Όπως και σε ένα προηγούμενο βιβλίο του «Από την ήττα στην Εξέγερση» (1993), αναζητά τις κοινωνικές αιτίες κατά κύριο λόγο στις οικονομικές διεργασίες των πρώτων δυο χρόνων της Κατοχής, στο «χειμώνα της πείνας» και στις μεταβαλλόμενες σχέσεις μεταξύ πόλης και υπαίθρου, στην πολιτική και ιδεολογική απονομιμοποίηση του κρατικού μηχανισμού και της ελληνικής άρχουσας τάξης.
Το ερμηνευτικό σχήμα του Μαργαρίτη («Όταν η οικονομία παράγει πολιτική», είναι ο τίτλος ενός κεφαλαίου) τονίζει το ρόλο που έπαιξε η πείνα στην Αθήνα το χειμώνα του 1941, η οποία έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία συνεταιρισμών επιβίωσης κύρια ανάμεσα στους εργαζόμενους , που με τη σειρά τους άνοιξαν το δρόμο για απεργίες και πότισαν το έδαφος για να φυτρώσουν οι σπόροι του Εργατικού ΕΑΜ και του ΕΑΜ στη συνέχεια. Στην ύπαιθρο, η απόπειρα της δωσίλογης κυβέρνησης να φορολογήσει την αγροτική παραγωγή το 1942 θα συναντήσει την αντίδραση των αγροτών και θα ανοίξει το δρόμο για την ένοπλη αντίσταση και την εμφάνιση των αντάρτικων ομάδων ως μηχανισμό προστασίας του πληθυσμού των χωριών.
Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα και μακροσκελή κεφάλαια του βιβλίου είναι αφιερωμένο στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο. Χρησιμοποιώντας πληθώρα στοιχείων, ο Μαργαρίτης καταρρίπτει το μύθο της επίσημης ιστοριογραφίας και των σχολικών βιβλίων περί «ηρωισμού της φυλής που νίκησε έναν συντριπτικά ανώτερο αντίπαλο». Δείχνει ότι τους πρώτους μήνες της σύγκρουσης, ο πόλεμος ήταν μια σχετικά «εύκολη υπόθεση» για τον ελληνικό στρατό, αφού βρέθηκε αντιμέτωπος με μια αριθμητικά μικρότερη ιταλική δύναμη, ισχνά εξοπλισμένη και με ανύπαρκτο επιχειρησιακό σχεδιασμό. Όμως, από τη στιγμή που η ελληνική προέλαση κόλλησε στις λάσπες της αλβανικής ενδοχώρας μέχρι και τη γερμανική εισβολή τον Απρίλη του 1941, οι έλληνες φαντάροι έβλεπαν ότι πολεμούσαν σε μια αδιέξοδη, χωρίς νόημα σύγκρουση και μάλιστα προδομένοι από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία τους. Γυρίζοντας πίσω από το διαλυμένο μέτωπο, φτωχοί και πολλοί από αυτούς ανάπηροι στις γειτονιές της Αθήνας χωρίς έχουν τα μέσα να πάνε στα μέρη τους, έγιναν μαγιά για το επερχόμενο κίνημα της Αντίστασης.
Οι περιγραφές του Μαργαρίτη, συμπληρωμένες από πάρα πολλά στοιχεία και ντοκουμέντα, είναι βοηθητικές για να εξετάσει κανείς τη συγκεκριμένη περίοδο. Όμως, εδώ αρχίζει το πρόβλημα. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πολλά από αυτά τα στοιχεία σε λάθος κατεύθυνση με αποτέλεσμα να αποτυχαίνει, κατά τη γνώμη μου, να είναι συνεπής και με το στόχο που ο ίδιος βάζει - να ερμηνεύσει δηλαδή τις δραματικές αλλαγές στη συνείδηση εκατομμυρίων απλών ανθρώπων μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα - και συχνά να καταλήγει σε λάθος συμπεράσματα.
Στην ουσία, από το βιβλίο απουσιάζει η οργανωμένη και συλλογική δράση του ίδιου του υποκείμενου των εξελίξεων, του εργατικού κινήματος, οι παραδόσεις και οι εμπειρίες του. Η άποψη του συγγραφέα, που δηλώνεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες, είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπήρξε κίνημα τη δεκαετία του 1930 που να δικαιολογεί μια τέτοια παράδοση αγώνων και εμπειριών. Ο Μάης του ´36 στη Θεσσαλονίκη περνάει σε δυο-τρεις γραμμές, ενώ δεν υπάρχει καμιά αναφορά σε οποιοδήποτε άλλο από τους εκατοντάδες απεργιακούς και αγροτικούς αγώνες της ίδιας εποχής. Έτσι, ο Μαργαρίτης ψάχνει την εμπειρία της συλλογικότητας αλλού. Καταλήγει να ανακαλύπτει προϋπάρχοντες «δεσμούς συλλογικότητας» στην ΕΟΝ (τη φασιστική νεολαία του Μεταξά στην οποία γινόταν υποχρεωτική εγγραφή όλων των νέων). Να υπερτονίζει το ρόλο της «λαϊκής μαύρης αγοράς» - σε αντίθεση με την επίσημη και συχνά υποβοηθούμενη από το κατοχικό καθεστώς μαύρη αγορά - που τον αναδεικνύει σε σημαντικό παράγοντα για τη δημιουργία σε αρχική φάση της «αυτο-οργάνωσης» του κόσμου ενάντια στην πείνα. Ή να δίνει υπερβολική έμφαση στους δεσμούς της «εν όπλοις αδελφοσύνης» που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους φαντάρους στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας.
Ο συγγραφέας παραδέχεται ότι αυτοί που έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στην αριστερή πολιτικοποίηση των εργατικών συνεταιρισμών, στην οργάνωση των απεργιών, στην αντίσταση των αγροτών ήταν οι αριστεροί αγωνιστές. Αλλά αφιερώνει ελάχιστο χώρο για να δώσει βάρος σε αυτή την παρέμβαση και πολύ περισσότερο αποφεύγει να αναδείξει τις αντιφάσεις της επίσημης «εθνικής» πολιτικής του ΚΚΕ απέναντι σε ένα κίνημα στο οποίο κυριαρχούσαν τα ταξικά χαρακτηριστικά - αρκετά από τα οποία επισημαίνει και ο ίδιος στην ανάλυσή του.
Για την ακρίβεια, δεν βρίσκει να υπάρχουν αντιφάσεις. Έτσι, όταν φτάνει στο τελευταίο κεφάλαιο να αναφερθεί στο ΚΚΕ, υιοθετεί την άποψη ότι το βασικό στρατηγικό πλεονέκτημα του Κόμματος ήταν η πολιτική των Λαϊκών Μετώπων και της ταξικής συνεργασίας η οποία του επέτρεψε να αξιοποιήσει τη γενικευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια. Έτσι, όμως, δεν μπορεί να ερμηνεύσει το πώς το κίνημα της Αντίστασης καθόρισε το μέγεθος της ταξικής πόλωσης και εξελίχθηκε σε μια σύγκρουση Επανάστασης και Αντεπανάστασης τα επόμενα χρόνια.
Η «Προαγγελία Θυελλωδών Ανέμων» έχει να προσφέρει πολλά αξιόλογα στοιχεία (για τον πόλεμο στην Αλβανία, για τους εργατικούς συνεταιρισμούς, για την πολιτική των γερμανικών και ιταλικών δυνάμεων κατοχής και της δωσίλογης κυβέρνησης, για τις εξελίξεις στην ύπαιθρο), αλλά δεν μπορεί να δώσει μια μαρξιστική ανάλυση της περιόδου. Τα δυο βιβλία του Λέανδρου Μπόλαρη «Αντίσταση - η επανάσταση που χάθηκε» και «Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Ελλάδα», αν και μικρότερα σε όγκο, είναι πολύ πιο χρήσιμα για να κατανοήσει κανείς ποιες ήταν οι πραγματικές βάσεις για το κίνημα της Αντίστασης.