Βιβλιοκριτική
Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ

Εξώφυλλο του τευχους 82

Αντιδραστικές προκαταλήψεις. Συλβαίν Γκουγκενέμ - Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ Τιμή 24 ευρώ, 300 σελίδες, Εκδόσεις Ολκός

Υπάρχει μια κακή παράδοση στο χώρο των εκδόσεων στην Ελλάδα. Να μεταφράζονται στα ελληνικά, βιβλία που «υπερασπίζονται» τον ελληνικό πολιτισμό, έστω και αν ποτέ δεν έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά οι απόψεις στις οποίες απαντούν. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Μαίρης Λέφκοβιτς που απαντούσε στο βιβλίο του Μάρτιν Μπερνάλ για τη «Μαύρη Αθηνά». Τώρα ήρθε να προστεθεί το βιβλίο του Συλβαίν Γκουγκενέμ, που κατακεραυνώνει όσους τολμούν να μιλήσουν για ισλαμική συμβολή στην ανακάλυψη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού από την ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Πρόκειται προφανώς για «προληπτική καταστολή», γιατί τα βιβλία στα ελληνικά που μιλάνε για το Ισλάμ και το ρόλο του σαν γέφυρα από την αρχαιότητα στη σύγχρονη εποχή σπανίζουν.

Έστω και έτσι, χωρίς αντίπαλο δηλαδή, το βιβλίο του Γκουγκενέμ είναι σκέτη αποτυχία, με επικίνδυνα ρατσιστικές προεκτάσεις.

Η βασική του θέση είναι ότι οι φιλοσοφικές και επιστημονικές κατακτήσεις της αρχαιότητας επιβίωσαν στο Βυζάντιο και από εκεί πέρασαν στη Δύση δίνοντας τα ελληνικά φώτα στην Ευρώπη που αναζητούσε τις ελληνικές ρίζες του πολιτισμού της.

Στην Ελλάδα, δεν έχουμε ανάγκη από κανέναν Γκουγκενέμ για να μας παρουσιάσει αυτόν τον μύθο. Υπάρχει ολόκληρος Παπαρρηγόπουλος που γαλούχησε γενιές και γενιές του ελληνικού εθνικισμού και έγινε κολώνα της κυρίαρχης ιδεολογίας εδώ και 150 χρόνια. Αν ο καθηγητής Γκουγκενέμ έκανε μια βόλτα στην οδό Ασκληπιού στο κέντρο της Αθήνας, θα διαπίστωνε ότι σχεδόν όλα τα κάθετα στενά που ανηφορίζουν το πλάι του Λυκαβηττού τιμούν το όνομα και κάποιου φωτισμένου Πατριάρχη ή άλλου Βυζαντινού λόγιου ή άρχοντα, από αυτούς που ο ίδιος ανακάλυψε στις αρχές του 21ου αιώνα. Κομίζει «γλαύκα εις Αθήνας», για να το πούμε στη γλώσσα που ίσως καταλαβαίνει.

Πέρα από μια κολακευτική για τους μύθους του ελληνικού εθνικισμού ανακύκλωση, τι νέο έχει να προσφέρει λοιπόν αυτό το βιβλίο; Και γιατί αυτή η ανακύκλωση αυτή τη στιγμή;

Το κυριότερο στοιχείο που προσκομίζει ο Γκουγκενέμ είναι ότι οι μοναχοί στο Μον-Σαιν-Μισέλ της βόρειας Γαλλίας μετάφρασαν Αριστοτέλη κατευθείαν από τα ελληνικά στα λατινικά, περίπου πενήντα χρόνια πριν από τις μεταφράσεις του Αριστοτέλη που έγιναν από τα αραβικά στα λατινικά με βάση τις βιβλιοθήκες του Τολέδο, ύστερα από την κατάκτηση της ισλαμικής Ανδαλουσίας από τους χριστιανούς ιππότες της Ισπανίας.

Εδώ χρειάζονται δυο παρατηρήσεις. Η πρώτη είναι ότι με βάση τους μεσαιωνικούς ρυθμούς εκείνης της εποχής, πενήντα χρόνια δεν είναι τόσο πολλά ώστε να θεμελιώνουν το μοναστήρι του Μον-Σαιν-Μισέλ σαν φάρο της γνώσης και να περιθωριοποιούν τις βιβλιοθήκες της Ανδαλουσίας. Πιο σημαντικό, όμως, είναι ένα δεύτερο, συγκριτικό στοιχείο που μας δίνει ο Φερνάν Μπροντέλ στο βιβλίο του «Η Ιστορία των Πολιτισμών». Γράφει σχετικά:

«Στην Κόρδοβα, ο χαλίφης Ελ Χακάμ ο 2ος (961-976) αναφέρεται ότι είχε στη βιβλιοθήκη του 400.000 χειρόγραφα και σαράντα τέσσερις τόμους καταλόγων. Ακόμη και αν αυτοί οι αριθμοί είναι παραφουσκωμένοι, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η βιβλιοθήκη του Κάρολου του 5ου της Γαλλίας (Κάρολος ο Σοφός, γιος του Ιωάννη του Καλού) περιείχε μόνο 900 χειρόγραφα» (σελίδα 72 στην αγγλική έκδοση Penguin του 1995. Ελληνική έκδοση από το ΜΙΕΤ το 2001 με τίτλο «Γραμματική των Πολιτισμών» από τα γαλλικά).

Είναι σαν να συγκρίνουμε έναν κουβά νερό με ένα ολόκληρο ποτάμι. Ο Μπροντέλ είναι εξαιρετικά διαφωτιστικός σε αυτά τα ζητήματα:

«Επί τέσσερις ή πέντε αιώνες, το Ισλάμ ήταν ο πιο λαμπρός πολιτισμός του παλιού κόσμου. Εκείνη η χρυσή εποχή κράτησε σε γενικές γραμμές από την ηγεμονία του Μαμούν, του ιδρυτή του Οίκου των Επιστημών στη Βαγδάτη (χώρου που συνδύαζε τις ιδιότητες της βιβλιοθήκης με του μεταφραστικού κέντρου και αστρονομικού παρατηρητήριου) μέχρι το θάνατο του Αβερρόη, του τελευταίου από τους μεγάλους Μουσουλμάνους φιλόσοφους, που πέθανε το 1198 στο Μαρακές σε ηλικία 72 ετών.

...Ο τομέας των επιστημών ήταν αυτός στον οποίο οι Σαρακηνοί (όπως τους αποκαλούσαν μερικές φορές εκείνους τους καιρούς) έκαναν τις πιο πρωτότυπες συνεισφορές. Αυτές, εν συντομία, δεν ήταν τίποτε λιγότερο από την τριγωνομετρία και την άλγεβρα (με το χαρακτηριστικό αραβικό όνομα). Στην τριγωνομετρία οι Μουσουλμάνοι ανακάλυψαν το ημίτονο και την εφαπτομένη. Οι Έλληνες μετρούσαν τις γωνίες μόνο με τη χορδή του τόξου που έβλεπε η γωνία: το ημίτονο ήταν το μισό της χορδής. Ο Αλ Χουάρασμι (όνομα που υιοθέτησε ο Μοχάμεντ Ιμπν Μούσα) δημοσίευσε το 820 ένα σύγγραμμα άλγεβρας που έφτανε μέχρι τις εξισώσεις δεύτερου βαθμού: μεταφρασμένο στα λατινικά τον δέκατο έκτο αιώνα, έγινε βασικό βοήθημα στη Δύση.

Εξίσου εξαιρετικοί ήταν οι μαθηματικοί γεωγράφοι του Ισλάμ, τα αστρονομικά παρατηρητήρια και όργανά του (ιδιαίτερα ο αστρολάβος) καθώς και οι εντυπωσιακές έστω και ατελείς μετρήσεις γεωγραφικού πλάτους και μήκους, που διόρθωσαν τα χτυπητά λάθη του Πτολεμαίου. Οι Μουσουλμάνοι αξίζουν επίσης μεγάλους βαθμούς για την οπτική, τη χημεία (διύλιση της αλκοόλης και παρασκευή ελιξίριων και θειικού οξέος) καθώς και για τα φάρμακά τους....

Στον τομέα της φιλοσοφίας αυτό που έγινε ήταν μια εκ νέου ανακάλυψη - μια επιστροφή ουσιαστικά στα θέματα της περιπατητικής φιλοσοφίας. Το εύρος της εκ νέου ανακάλυψης, όμως, δεν περιορίζεται στη μετάφραση και μεταφορά, όσο σημαντικές κι αν ήταν αυτές οι προσφορές χωρίς αμφιβολία. Υπήρχε επίσης συνέχιση, διευκρίνιση και δημιουργία...ο Αριστοτέλης κυρίευσε όλους τους falasifat (θεράποντες της φιλοσοφίας). Η σύγκριση με την Αναγέννηση έχει νόημα: υπήρξε πραγματικά Μουσουλμανικός ουμανισμός, πολύτιμος και πολύπλευρος.

...Πέντε ονόματα ξεχωρίζουν: ο Αλ Κίντι, ο Αλ Φαράμπι, ο Αβισένας, ο Αλ Γκαζάλι και ο Αβερρόης. Ο τελευταίος ήταν ο πιο σημαντικός εξαιτίας των τεράστιων επιπτώσεων που είχε ο Αβερροϊσμός στη Μεσαιωνική Ευρώπη».

Όλα αυτά είναι προφανώς γνωστά στον Γκουγκενέμ. Δεν γίνεσαι καθηγητής σε γαλλικό πανεπιστήμιο αγνοώντας τον Μπροντέλ. Άλλωστε υπάρχουν στο βιβλίο υποσημειώσεις που παραπέμπουν στο κλασικό έργο του Μπροντέλ για τη Μεσόγειο. Παρόλα αυτά, ο Μπροντέλ λείπει από τη βιβλιογραφία που προτείνει ο Γκουγκενέμ στο βιβλίο του. Ακόμα χειρότερα, ο Γκουγκενέμ επιλέγει να επιτεθεί σε πολλούς και διάφορους συγγραφείς που προβάλλουν το Ισλάμ και τη θέση του στην ιστορία, αλλά αποφεύγει να αναφερθεί στα σημεία που μόλις αναφέραμε. Τι να απαντήσει άλλωστε σε έναν Μπροντέλ τόσο κατηγορηματικό για τα επίμαχα ζητήματα!

Ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να ξεγλυστρίσει ο Γκουγκενέμ είναι καταφεύγοντας σε απαράδεκτες θεωρίες. Γράφει:

«Δεν είναι ούτε εύκολο ούτε ανώδυνο να μεταφράσεις από τα ελληνικά στα αραβικά - με τη μεσολάβηση ή όχι των συριακών - και στη συνέχεια από τα αραβικά στα λατινικά. Ποιό φιλοσοφικό κείμενο, ποιός επιστημονικός συλλογισμός θα μπορούσε να βγει αλώβητος έπειτα από επαναλαμβανόμενες μετατροπές, όπου όχι μόνο το λεξιλόγιο αλλά και η σκέψη, όπως εκφράζεται από τη σύνταξη, μεταπηδούν από ένα ινδοευρωπαϊκό σε ένα σημιτικό σύστημα, για να επιστρέψουν και πάλι στο σύστημα προέλευσης;» (σελίδα 18,19).

Οι καλόγεροι του Μον-Σαιν-Μισέλ, λοιπόν, είχαν φυλετικό προβάδισμα ως μεταφραστές του Αριστοτέλη σε σύγκριση με τους άραβες φιλόσοφους. Το βιβλίο του Γκουγκενέμ είναι γεμάτο από τέτοια ολισθήματα που μαρτυρούν τις προκαταλήψεις του. Φτάνει στο σημείο να ισχυριστεί ότι «η Δύση όφειλε μέρος της εξέλιξής της στην πρακτική της εξομολόγησης, που ενθάρρυνε την ενδοσκόπηση, τον έλεγχο της συνείδησης και κατά συνέπεια την ψυχολογική και γνωστική πρόοδο του ατόμου σε σχέση με τον εαυτό του και τους άλλους» (σελ. 212). Από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό στον πολιτισμό του σύγχρονου καπιταλισμού με τη βοήθεια της Ιεράς Εξέτασης! Τέτοιοι «υπερασπιστές» του Αριστοτέλη να μας λείπουν.

Αυτές οι προκαταλήψεις εκφράζονται ρητά στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου. Ο Γκουγκενέμ ανησυχεί ότι τα βιβλία της ιστορίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ίσως ξαναγραφτούν για να διορθώσουν την αρνητική εικόνα που δίνουν για το Ισλάμ στους μαθητές (βλέπε σελίδες 15 και 219). Το δικό του σύγγραμμα εντάσσεται συνειδητά στο ρεύμα της ισλαμοφοβίας που προσπαθεί να ντύσει ιδεολογικά το σύγχρονο ρατσισμό.

Το χειρότερο ολίσθημα από όλα το φυλάει για το τέλος, όπου προσπαθεί να αμαυρώσει τους ιστορικούς που μιλάνε για το Ισλάμ (και ιδιαίτερα «μια ορισμένη ακροαριστερά») ταυτίζοντας τους με τους Ναζί. Επικαλείται ένα βιβλίο γραμμένο από μια γερμανίδα ιστορικό που συνδέθηκε με τον Χίμλερ. Προτιμάει προφανώς να ξεχνάει ότι ο Μπροντέλ άρχισε το μακρόχρονο ιστορικό του έργο γράφοντας σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, κρατούμενος των Ναζί. Μερικές λαθροχειρίες δεν έχουν όρια!