Η Μαρία Στύλλου παρεμβαίνει στη συζήτηση για το ρόλο και τα καθήκοντα της Αριστεράς σήμερα.
Πώς διαμορφώνεται η κατάσταση σήμερα έξι μήνες μετά το ξεκίνημα της πιο παρατεταμένης εργατικής αντίστασης που έχουμε ζήσει στην Ελλάδα από την μεταπολίτευση και μετά;
Τι δυνατότητες έχει η αριστερά να επηρεάσει αυτό το κίνημα και στις καθημερινές μάχες και στις ιδέες του; Μπορεί η αριστερά σήμερα να καθορίσει όχι μόνο τις οικονομικές αλλά και τις πολιτικές μάχες και πώς;
Είναι φυσικό ότι και τα δύο αυτά ζητήματα έχουν ανοίξει διάπλατα τη συζήτηση και μέσα στο εργατικό κίνημα και την κοινωνική αριστερά αλλά και μέσα στα πολιτικά κόμματα της Αριστεράς, στο ΣΥΝ, στο ΚΚΕ, στις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Αυτό το άρθρο θα προσπαθήσει να είναι παρέμβαση μέσα σ’ αυτή τη συζήτηση.
Παρατεταμένη Εργατική Αντίσταση
Μέσα σ’ αυτό το εξάμηνο που ξεκίνησε με την Πανεργατική στις 17 Δεκέμβρη, και «έκλεισε» με την Πανεργατική απεργία που κήρυξαν ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ για τις 8 Ιούλη, οργανώθηκαν 7 Γενικές Απεργίες, και τουλάχιστον 50 απεργίες χώρων, κλάδων και ομοσπονδιών.
Η πρώτη γενική απεργία στις 17 Δεκέμβρη οργανώθηκε από τα κάτω, με απόφαση κάποιων ΕΛΜΕ που κέρδισαν τις γενικές συνελεύσεις και στη συνέχεια απλώθηκε στους περισσότερους κλάδους που ανήκουν στην ΑΔΕΔΥ, παρά την απόφαση των δύο συνομοσπονδιών, ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, να μην κηρύξουν απεργία ούτε καν συλλαλητήριο τις μέρες που ψηφιζόταν ο προϋπολογισμός στη Βουλή. Αναγκάστηκαν όμως να αλλάξουν γραμμή, πρώτα η ΑΔΕΔΥ τις 10 Φλεβάρη και στη συνέχεια να καλέσουν τις επόμενες 6 γενικές απεργίες, στις 24 Φλεβάρη, στις 11 Μάρτη, στις 5 Μάη, στις 20 Μάη, στις 29 Ιούνη, και στις 8 Ιούλη.
Είναι δύσκολο να βρει κανένας άλλη περίοδο μέσα στην ιστορία του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα που οι Πανεργατικές γενικές απεργίες να γίνονται με συχνότητα μια ή και δύο φορές τον ίδιο μήνα όπως τον Μάη. Δεν συνέβηκε ούτε το 1985, ούτε το 1991-93, ούτε το 2001 με τη μάχη ενάντια στο ασφαλιστικό του Γιαννίτση.
Το επιχείρημα ότι αυτή τη φορά η επίθεση στην εργατική τάξη είναι πιο βάρβαρη και πιο ολοκληρωτική, γκρεμίζοντας όλες τις κατακτήσεις που έχει κερδίσει τα τελευταία 50 χρόνια, είναι ένας σημαντικός παράγοντας και σίγουρα έχει παίξει ρόλο. Όμως αυτή η εξήγηση από μόνη της δεν φτάνει.
Μέσα σ’ αυτούς τους έξι μήνες μια σειρά από εργατικά συνδικάτα αποφάσισαν να προχωρήσουν σε απεργιακή κλιμάκωση ακόμα και σε απεργίες διαρκείας. Με κέντρο το Μετρό που πήρε απόφαση για απεργία διαρκείας ενάντια στις περικοπές και τις απολύσεις των συμβασιούχων, οι εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες συντονίστηκαν στην κήρυξη απεργιών για όλες τις συγκοινωνίες του λεκανοπεδίου. Στους δήμους, στα νοσοκομεία, στα σχολεία, στα ΜΜΕ, στη ΔΕΗ, στον ΟΣΕ, στα ΕΛΤΑ, παντού οι συνδικαλιστικές ηγεσίες αναγκάστηκαν να κηρύξουν απεργίες, κάτω από την πίεση της βάσης.
Τι έχει σημάνει αυτό το απεργιακό κίνημα για τις επιθέσεις και την κυβέρνηση;
Στους εργατικούς χώρους έχει δημιουργηθεί ένα δίκτυο εργατών που όχι μόνο σπρώχνει τις ηγεσίες για να βγάλουν απεργίες, αλλά έχει μάθει το ίδιο να τις οργανώνει.
Οι Πανεργατικές απεργίες του 1985, του 1991-93 και του 2001, βγήκαν κάτω από την πίεση της βάσης, αλλά ήταν στο χέρι της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας να τις σταματήσουν όποτε και όπως ήθελαν. Δεν ισχύει το ίδιο και τώρα. Το γιουχάισμα του Παναγόπουλου στην Πανεργατική στις 5 Μάη δεν ήταν μόνο αυθόρμητη αντίδραση των οργανωμένων εργατικών κομματιών της Κοινής Ωφέλειας και των συγκοινωνιών. Ήταν αρκετά οργανωμένο ώστε να ακολουθήσει στη συνέχεια ο συντονισμός σε όλες τις συγκοινωνίες, η απόφαση της ΔΕΗ να προχωρήσει σε 48ωρες επαναλαμβανόμενες, η απόφαση της ΕΑΣ (Πυρκάλ και ΕΒΟ) να κατέβουν σε απεργία και να αποκλείσουν το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, η απόφαση της ΠΟΣΠΕΡΤ και της ΕΣΗΕΑ – κάτω από την πίεση των εργαζομένων – να καλέσουν σε απεργία στην ΕΡΤ τις μέρες του Μουντιάλ, η απόφαση της ΟΕΝΓΕ να προχωρήσει σε πενθήμερες επαναλαμβανόμενες όταν η Ξενογιαννακοπούλου κατεβάσει το νομοσχέδιο για τα νοσοκομεία.
Πάνω απ’ όλα χρειάζεται να έχουμε την εικόνα μιας παρατεταμένης οικονομικής κρίσης που δεν τελείωσε μέσα στο πρώτο εξάμηνο, που η κυρίαρχη τάξη και οι τραπεζίτες πιέζουν την κυβέρνηση για περισσότερα μέτρα, και που το φθινόπωρο θα συνεχιστεί η σύγκρουση ανάμεσα στην κυβέρνηση και το εργατικό κίνημα. Οι αντικειμενικές συνθήκες της κρίσης συνδυάζονται με τα προχωρήματα των εργατών μέσα από τις εμπειρίες των μαχών. Ο συνδυασμός είναι εκρηκτικός. Γι’ αυτό είναι λάθος να μετράει κανείς την επιτυχία των πανεργατικών με μέτρο σύγκρισης τις 5 Μάη και να καταγράφει όπως κάνουν διάφοροι πληρωμένοι κονδυλοφόροι των ΜΜΕ και τα αφεντικά τους, την δήθεν κάμψη στη διάθεση και στη συμμετοχή του κόσμου.
Θα πρέπει όχι μόνο να δούμε ότι οι απεργίες των χώρων και των κλάδων πύκνωσαν το τελευταίο τρίμηνο, αλλά και πώς οργανώθηκαν οι τελευταίες πανεργατικές, ιδιαίτερα αυτές μετά τις 5 Μάη. Για πρώτη φορά άρχισαν να δημιουργούνται απεργιακές επιτροπές που εξασφάλιζαν την περιφρούρηση του χώρου την ημέρα της απεργίας, το συντονισμό με άλλους εργατικούς χώρους στη περιοχή και τη συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων εργαζομένων στην απεργία και στο συλλαλητήριο.
Η Πανεργατική στις 8 Ιούλη δεν θα μπορούσε να είχε αυτή τη πολύ μεγάλη συμμετοχή από μεριάς οργανωμένων εργατικών χώρων εάν δεν υπήρχε όλη αυτή η προετοιμασία. Παρά τη συμμετοχή στην 24ωρη όλων των εργαζομένων στα μέσα μαζικής μεταφοράς, γεγονός που ενίσχυσε τη συμμετοχή στην απεργία αλλά εμπόδισε τη συμμετοχή στο συλλαλητήριο, μια σειρά από δήμους συντονίστηκαν και οργάνωσαν με πούλμαν τη συμμετοχή των απεργών. Το ίδιο ισχύει και για τους εργαζόμενους στην ΕΑΣ (Επιχειρήσεις Αμυντικών Συστημάτων), που ξεκινάνε άμεσα επίσχεση εργασίας για να πληρωθούν τα δεδουλευμένα και για να κρατηθούν τα εργοστάσια ανοιχτά και να μη χάσουν τη δουλειά τους.
Δεν είναι μόνο η μεγάλη ή μικρή συμμετοχή που καθορίζει την επιτυχία μιας Πανεργατικής, είναι και το πώς μέσα στα συνδικάτα και στους χώρους διαμορφώνεται ένα κομμάτι πρωτοπόρων εργατών που οργανώνει τη μάχη, σε σύγκρουση και πολλές φορές σε αντιπαράθεση με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Εάν δεν πάρει η αριστερά υπ’ όψη της αυτές τις εξελίξεις, και αντιμετωπίσει την περίοδο γραμμικά, κινδυνεύει να μείνει στο περιθώριο της ιστορίας. Κι αυτό δεν θα επηρεάσει μόνο την ίδια αλλά όλο το εργατικό κίνημα.
Η παραδοσιακή κοινοβουλευτική λογική, που πολλές φορές κυριαρχεί στις ηγεσίες, λέει ότι τα απεργιακά κινήματα έχουν τα όρια τους και ότι κερδισμένος θα βγει όποιος καταφέρνει να εισπράξει εκλογικά τα αποτελέσματά τους. Μια τέτοια λογική σπρώχνει τμήματα της Αριστεράς να κηρύξουν το τέλος των απεργιών και το πέρασμα σε φάση «πολιτικών» (βλέπε εκλογικών) πρωτοβουλιών.
Τέτοιες συλλογιστικές αγνοούν και το μέγεθος της σημερινής κρίσης και τη δυναμική του κινήματος. Η Αριστερά πρέπει να τις αποφύγει.
Το μέγεθος και η παρουσία της Αριστεράς
Η διαφορά της Ελλάδας με την Ουγγαρία δεν είναι μόνο η μαχητικότητα του εργατικού κινήματος, αλλά και η παρουσία και η δύναμη της Αριστεράς. Στην Ουγγαρία υπήρξε αντίσταση, απεργίες και κινητοποιήσεις απέναντι στις επιθέσεις του ΔΝΤ και της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης, όμως την αγανάκτηση την κέρδισε η δεξιά και οι φασίστες γιατί δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας.
Στην Ελλάδα υπάρχει οργανωμένη αριστερά, που με όλες τις αδυναμίες και προβλήματα, είναι κέντρο αναφοράς για τον κόσμο που αντιστέκεται.
Γι’ αυτό και η κυρίαρχη τάξη και η κυβέρνηση έχουν εξαπολύσει επίθεση ενάντια στην αριστερά. Δεν είναι μόνο ο Πάγκαλος με τις χυδαιότητες του, είναι και ο Γιώργος Παπανδρέου με τη δήλωση στη Βουλή ότι η Αριστερά δεν μπορεί να γκρεμίσει τον καπιταλισμό κατεδαφίζοντας την Ελλάδα. Η κυβέρνηση που δεν έχει αφήσει τίποτα όρθιο έχει το θράσος να καταγγέλλει την Αριστερά ότι δημιουργεί ανεργία με τις απεργίες που διώχνουν τον τουρισμό! Από δίπλα, είναι και το συγκρότημα Λαμπράκη, και το συγκρότημα του Αλαφούζου που προσπαθούν να πείσουν ότι τα κόμματα της Αριστεράς δεν έχουν απάντηση στην κρίση, ότι δεν έχουν πρόταση διεξόδου, και άρα ούτε λόγο ύπαρξης. Γι’ αυτό άλλωστε από την ΕΡΤ μέχρι όλα τα ιδιωτικά κανάλια, η αποχώρηση της Ανανεωτικής πτέρυγας και του Κουβέλη από τον Συνασπισμό πήρε τέτοιες διαστάσεις. Είναι σαφές ότι η πίεση στην αριστερά για να μην λειτουργήσει σαν εναλλακτική λύση για τον κόσμο που αντιστέκεται, είναι ενορχηστρωμένη και θα συνεχίζεται.
«Η πάλη για την «ηγεμονία» είναι μια διπλή μάχη: να απελευθερώσει την εργατική τάξη από τις ιδέες που την δένουν με την σημερινή τάξη πραγμάτων, με το εκμεταλλευτικό σύστημα, και να δέσει διάφορες άλλες «υποδεέστερες» τάξεις και στρώματα σε ένα «μπλοκ» με την εργατική τάξη» (Γκράμσι, Τετράδια της Φυλακής).
Ο λόγος για να χρησιμοποιήσει κανένας τα γραπτά του Γκράμσι στην Φυλακή, για να περιγράψει τα καθήκοντα της αριστεράς σήμερα είναι διπλός.
Ο πρώτος γιατί ο Γκράμσι έγραφε αυτά τα κείμενα στην δεκαετία του ’30, με κέντρο τις εξελίξεις στο διεθνές κίνημα, και την Αριστερά μέσα στην προηγούμενη μεγάλη κρίση του καπιταλισμού. Και ο δεύτερος, γιατί οι εξελίξεις σήμερα πιέζουν για να υπάρξει μια αριστερά που να καθορίσει τις ιδέες μέσα στην εργατική τάξη.
Η περίοδος της παρατεταμένης κρίσης, και της παρατεταμένης αντίστασης στην Ελλάδα, δίνει τη δυνατότητα να προχωρήσουν οι ιδέες μέσα στην τάξη. Κι αυτό έχει συμβεί. Το πιο πρόσφατο και συγκεκριμένο παράδειγμα είναι η συζήτηση για το πάγωμα του χρέους και η ανταπόκριση μέσα στους εργατικούς χώρους. Όταν ξεκίνησε η μάχη ενάντια στον προϋπολογισμό και τις περικοπές, οι ιδέες του ΠΑΣΟΚ που μόλις είχε κερδίσει τις εκλογές έμοιαζαν κυρίαρχες. Η ανάγκη των περικοπών των ελλειμμάτων και της μείωσης του χρέους, έμοιαζε ότι είχε την κοινή αποδοχή παρόλο που δεν ήταν ευχάριστο. Σήμερα η συζήτηση γιατί τα λεφτά δεν πρέπει να πάνε στους τραπεζίτες αλλά στους εργάτες έχει τεράστια αποδοχή. Είναι ένα παράδειγμα πώς αλλάζουν οι ιδέες και από την «κοινή λογική», τις κυρίαρχες ιδέες μέσα στην κοινωνία, υπάρχει μαζική μετατόπιση προς την κριτική της κοινωνίας και του πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός.
Αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα για το πώς οι πολιτικές πρωτοβουλίες της Αριστεράς μπορούν να είναι πιο δυνατές όταν συμβαδίζουν με το απεργιακό κίνημα και όχι όταν προβάλλονται σαν εναλλακτική μορφή πάλης. Οι πρωτοβουλίες που άνοιξαν τη συζήτηση για τη στάση πληρωμών του χρέους και γενικότερα για ένα πρόγραμμα αντικαπιταλιστικής διεξόδου από την κρίση βοήθησαν και βοηθούν τόσο στην αγωνιστική ανάπτυξη του απεργιακού κινήματος όσο και στο πολιτικό του προχώρημα.
Όμως για να μπορέσει η αριστερά να ηγεμονεύσει πολιτικά και στις ιδέες χρειάζεται η σύνδεση της θεωρίας με την πράξη.
Δεν φτάνει μόνο να γενικεύει τους αγώνες προβάλλοντας την αντικαπιταλιστική προοπτική και τα αντικαπιταλιστικά αιτήματα, χρειάζεται ταυτόχρονα να στηρίζει, να οργανώνει και να σπρώχνει τις καθημερινές μάχες της εργατικής τάξης προς τη νίκη.
Φέτος συμπληρώνονται 45 χρόνια από τα Ιουλιανά, από μια εξέγερση που κράτησε 70 μέρες, που ξεκίνησε από τη μάχη ενάντια στα ανάκτορα και την «απόλυση» της εκλεγμένης κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου και έφτασε στη Γενική Απεργία με αιτήματα πολιτικά και οικονομικά. Η Αριστερά, το κόμμα της ΕΔΑ τότε, δεν μπόρεσε να δώσει προοπτική στην εξέγερση των 70 ημερών. Αντίθετα πάλεψε με νύχια και με δόντια να γυρίσει τους διαδηλωτές πίσω, και να σταματήσει το απεργιακό κίνημα. Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς και άλλα παραδείγματα από την μεταπολίτευση μέχρι τώρα που οι ηγεσίες της αριστεράς πέταξαν την ευκαιρία να καθορίσουν τις πολιτικές εξελίξεις. Σε όλες τις περιπτώσεις υποχώρησαν και συμβιβάστηκαν.
Ανάγκη για στροφή
Και τα δύο κόμματα της αριστεράς στην Ελλάδα έχουν μπει σε κρίση. Στο πρόσφατο συνέδριο του Συνασπισμού αποχώρησε η Ανανεωτική πτέρυγα και έφτιαξε ένα καινούργιο κόμμα, τη Δημοκρατική Αριστερά. Η αποχώρηση της πιο δεξιάς πτέρυγας είναι θετική εξέλιξη, μόνο που υπάρχει ζήτημα κατά πόσο η ηγεσία του ΣΥΝ το έχει καταλάβει. Αμέσως μετά την αποχώρηση το Αριστερό Ρεύμα έκανε δήλωση που μιλούσε για «αρνητική εξέλιξη». Αυτή η διαπίστωση μπορεί να οδηγήσει σε τρία πράγματα.
Το πρώτο είναι να τρέξει η ηγεσία του ΣΥΝ να καλύψει το κενό του Κουβέλη, στηρίζοντας τα πιο δεξιά στοιχεία που παραμένουν στον ΣΥΝ.
Το δεύτερο, να επικρατήσει ο αγώνας δρόμου για τις εκλογές και ποιο από τα δυο κόμματα θα πάρει τις ψήφους του ΣΥΝ προβάλλοντας ότι είναι ο γνήσιος συνεχιστής της ανανεωτικής αριστεράς. Και αυτό μπορεί να οδηγήσει προς τα δεξιά.
Μια τρίτη εκδοχή είναι να κάνει στροφή αριστερά, εάν όχι όλος ο ΣΥΝ, τουλάχιστον το αριστερό ρεύμα και στις ιδέες και στην πρακτική. Να στηρίζει τις απεργίες και την κλιμάκωσή τους, προϋπόθεση για να συνεχίσει το εργατικό κίνημα να αντιστέκεται, να συγκρούεται με τα μέτρα και την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Παράλληλα θα χρειαστεί η στήριξη του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, εάν θέλουμε οι αντιστάσεις και ο κόσμος που σπάει από το ΠΑΣΟΚ να κερδηθεί στην αντικαπιταλιστική προοπτική και να μην ξαναγυρίσει πίσω όπως έχει συμβεί τις προηγούμενες φορές.
Και για τον ΣΥΝ και για το ΠΑΜΕ ένα βασικό εμπόδιο είναι η αντίληψη τους για την εργατική τάξη. Και οι δύο πιστεύουν ότι η εργατική τάξη καθορίζεται από τις συνειδήσεις και άρα όσοι δεν ψηφίζουν αριστερά (ΚΚΕ και ΣΥΝ), δεν μπορούν να δώσουν και τις μάχες που επιβάλλει η περίοδος.
Το ΚΚΕ φτάνει στο σημείο να εμποδίζει τα μέλη του να διαδηλώνουν μαζί με τα συνδικάτα που ανήκουν. Τα ξεχωριστά συλλαλητήρια του ΠΑΜΕ τις μέρες των πανεργατικών απεργιών, δεν διασπάνε απλά την εργατική τάξη σε δύο διαφορετικά κομμάτια, αλλά είναι ακόμα χειρότερα. Απαγορεύουν στα μέλη τους που ανήκουν στα συνδικάτα, να διαδηλώσουν με τα πανό των συνδικάτων τους. Γι’ αυτό και στα μπλοκ του ΠΑΜΕ κυριαρχούν πανό τοπικών οργανώσεων και όχι συνδικαλιστικών οργανώσεων. Το ΠΑΜΕ ελέγχει ένα μικρό αριθμό συνδικάτων και αυτά στην πλειοψηφία τους είναι μικρά. Τα ναυτεργατικά σωματεία είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας στο ΠΑΜΕ. Το συνδικάτο των οικοδόμων, που δεν είναι μικρό, συγκεντρώνει τις δυνάμεις του για να ελέγξουν μια πολυάριθμη πορεία όπου κυριαρχούν τα άτομα και όχι η οργανωμένη εργατική τάξη.
Ο Συνασπισμός τυπικά διαφωνεί με τον σεχταρισμό του ΚΚΕ και τις ξεχωριστές πορείες. Όμως στην πραγματικότητα η λύση που δίνει είναι μια «πολυσυλλεκτική» συγκόλληση των κομματιών της εργατικής τάξης: στα παραδοσιακά οργανωμένα κομμάτια συνεργάζεται με την ΠΑΣΚΕ στις κορυφές της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και στα ανοργάνωτα κομμάτια, κύρια της νεολαίας, φλερτάρει με τις ιδέες της Αυτονομίας που σνομπάρει την οργανωμένη εργατική τάξη.
Έτσι έχουν φτάσει τα δύο κόμματα της αριστεράς, μέσα στη χειρότερη κρίση του ΠΑΣΟΚ, μέσα στη μεγαλύτερη έκρηξη και στις απανωτές ανταρσίες να μην προσφέρουν ούτε ηγεσία ούτε προοπτική. Να μιλάνε για την Αριστερά σαν «ηγεμονική» δύναμη, ενώ στην πραγματικότητα βρίσκονται στα μετόπισθεν.
Η Αντικαπιταλιστική Αριστερά
«Η ήττα του επαναστατικού προλεταριάτου σ’ αυτήν την καθοριστική περίοδο, ήταν αποτέλεσμα των πολιτικών, οργανωτικών, τακτικών και στρατηγικών ελλείψεων του εργατικού κόμματος. Το προλεταριάτο δεν πέτυχε να μπει επικεφαλής της εξέγερσης της μεγάλης πλειοψηφίας του κόσμου, και να την οδηγήσει προς τη δημιουργία ενός εργατικού κράτους… Η νίκη του φασισμού το 1922 θα πρέπει λοιπόν να αντιμετωπιστεί όχι σαν μια νίκη που κερδήθηκε πάνω στην επανάσταση, αλλά σαν η συνέπεια της ήττας που υπέστησαν οι επαναστατικές δυνάμεις μέσα από τις δικές τους εσωτερικές αδυναμίες» (Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Πολιτικά Κείμενα 1921-1926, σελ. 349, αγγλική έκδοση).
Αυτή τη διαπίστωση την κάνει ο Γκράμσι το 1926, μετά την άνοδο του φασισμού στην Ιταλία, και ενώ δίνει τη μάχη να δημιουργήσει ένα νέο, ανοιχτό μαχητικό και επαναστατικό κόμμα στην Ιταλία. Πιο πριν είχε προηγηθεί η ήττα της κόκκινης διετίας 1919-1920, όπου οι εργάτες στην Ιταλία είχαν καταλάβει τα εργοστάσια, οι εργάτες είχαν εκλέξει παντού εργοστασιακές επιτροπές, και η εφημερίδα που έβγαζε τότε η Γκράμσι, το «Ordine Nuovo» εξηγούσε ότι το σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ» δεν ισχύει μόνο για τη Ρωσία αλλά για όλη την Ευρώπη.
Η ήττα της κόκκινης διετίας δεν οφείλεται στην υποχώρηση του κινήματος, αλλά στο ρόλο που έπαιξε το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ενώ η διετία ξεκίνησε με τους εργάτες να αψηφούν την προσπάθεια της ηγεσίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των συνδικάτων να ελέγξουν τις απεργίες και τις καταλήψεις, στην κρίσιμη καμπή, ούτε το Ordine Nuovo του Γκράμσι ούτε η μαχητικότητα των εργατών ήταν αρκετή για να σταματήσουν την κυρίαρχη τάξη να βάλει φρένο. Σ’ αυτό βρήκε πρόθυμο συνεργάτη την ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Αυτό το παράδειγμα δεν είναι για να πούμε ότι η κατάσταση είναι ίδια τότε και τώρα, αλλά για να τονίσουμε ότι και σήμερα το στοίχημα είναι πολύ μεγάλο. Βρισκόμαστε όπως την περίοδο που ο Μαρξ περιέγραφε σαν «διαρκή επανάσταση», όπου μπορεί να υπάρχει συνεχώς μετατόπιση των εξελίξεων προς την αριστερά, αλλά αυτό εξαρτάται και από το ρόλο της Αριστεράς.
Η Αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν είναι άλλη μια συνιστώσα του ευρύτερου αριστερού φάσματος. Η σημασία της βρίσκεται στο χαρακτήρα της σαν τη συνιστώσα που θα σπρώξει τις εξελίξεις προς αυτή την κατεύθυνση. Υπάρχουν πολλές ιστορικές εμπειρίες για να θυμηθούμε και να διδαχτούμε πώς είναι δυνατόν η πιο προχωρημένη Αριστερά να είναι ταυτόχρονα και μαζί και χώρια με την υπόλοιπη Αριστερά.
Σ’ αυτή τη μάχη η κοινή δράση με τα άλλα κόμματα της αριστεράς ΣΥΝ, ΚΚΕ αλλά και με τον κόσμο που οργανώνει τις ανταρσίες ενάντια στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είναι απαραίτητη. Αυτό δεν σημαίνει υποχώρηση στους στόχους και στις ιδέες, τουναντίον. Όπως εξηγούσε ο Τρότσκι και ο Λένιν όταν τόνιζαν την ανάγκη για συνεργασία και ενιαία μέτωπα ανάμεσα στους επαναστάτες και τους ρεφορμιστές: οι επαναστάτες μέσα στο ενιαίο μέτωπο δίνουν τη μάχη για να κερδίσουν οι αγώνες και για να τραβήξουν πιο αριστερά τον κόσμο των ρεφορμιστικών κομμάτων.
Αυτά τα διδάγματα είναι πολύτιμα σήμερα. Οι αντικαπιταλιστές παλεύουν μαζί με όλα τα κομμάτια της εργατικής τάξης και της αριστεράς για να συνεχιστεί το απεργιακό κίνημα και να γράψει νίκες ενάντια στα μέτρα της κυβέρνησης και της Τρόικας. Ταυτόχρονα, όμως, διεκδικούν ανυποχώρητα το πολιτικό προχώρημα του κινήματος στις ιδέες της ανατροπής, στις ιδέες της ηγεμονίας της εργατικής τάξης σαν αντίπαλο δέος στον καπιταλισμό σε κρίση.