Άρθρο
Μπορεί να γίνει στάση πληρωμών του χρέους;

Εξώφυλλο του τευχους 81

Η συζήτηση γι’αυτό το πιο κρίσιμο ερώτημα έχει επιτέλους ανάψει. Ο Σωτήρης Κοντογιάννης εντοπίζει τα επίμαχα ζητήματα.

Μπορεί η Ελλάδα να αποφύγει την χρεoκοπία; Η απάντηση είναι αρνητική. Οι πιθανότητες να καταφέρει να συνεχίσει να εξυπηρετεί κανονικά το δημόσιο χρέος είναι, παρά τα 110 δισεκατομμύρια της “στήριξης” από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, πρακτικά μηδαμινές.

“Έχει έρθει η στιγμή να αναγνωρίσουμε ότι η Ελλάδα δεν πάσχει μόνο από μια κρίση ρευστότητας”, έγραφε στα τέλη του Ιούνη ο Νουριέλ Ρουμπίνι -ένας από τους ελάχιστους οικονομολόγους που προειδοποιούσε από πολύ νωρίς για την παγκόσμια κρίση που ερχόταν. “Είναι αντιμέτωπη επίσης με μια κρίση πτώχευσης. Οι οίκοι αξιολόγησης έχουν αρχίσει να υποβαθμίζουν το δημόσιο χρέος της σε επίπεδο σκουπιδιού ενώ τα σπρεντ των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου έπιασαν την περασμένη βδομάδα νέο ρεκόρ. Το πακέτο διάσωσης των 110 δισεκατομμυρίων Ευρώ που συμφωνήθηκε με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τον Μάη το μόνο που μπορεί να καταφέρει είναι να καθυστερήσει το αναπόφευκτο και απειλεί να το κάνει με τρόπο εκρηκτικό”#.1

Τα ίδια τα νούμερα κατ’ αρχήν δεν βγαίνουν. Στο τέλος του προγράμματος σταθεροποίησης, όταν το ελληνικό δημόσιο θα προσπαθήσει να επιστρέψει για δανεισμό στις αγορές, το δημόσιο χρέος θα είναι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ίδιου του Γιώργου Παπακωνσταντίνου, περίπου 150% του ΑΕΠ#.2 Άλλοι οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι θα έχει φθάσει ακόμα ψηλότερα. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο τα δυσβάστακτα επιτόκια (5% για τα δάνεια από την ΕΕ) με τα οποία δανείζεται το ελληνικό κράτος τα 110 δις: το πρόβλημα γίνεται όλο και πιο οξύ από την ύφεση στην οποία όλο και πιο βαθειά βυθίζεται η ελληνική (και όχι μόνο) οικονομία. Αν το ελληνικό δημόσιο δυσκολευόταν να δανειστεί από τις αγορές όταν το χρέος ήταν περίπου στο 115% του ΑΕΠ, είναι καθαρή ουτοπία να πιστεύει κανείς ότι οι επενδυτές θα κάνουν ουρά για να αγοράζουν τα ελληνικά ομόλογα όταν θα έχει φτάσει στο 150% ή ακόμα παραπάνω.

Αλλά και οι ίδιες οι “αγορές” αντιμετωπίζουν το ελληνικό δημόσιο σαν έτοιμο να καταρρεύσει. Στις αρχές Ιούλη τα spread των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου βρίσκονταν κοντά στο 8%: μέχρι τις 23 Απρίλη, την ημέρα που η Ελλάδα έκανε επίσημη αίτηση για την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης δεν είχαν ξεπεράσει ποτέ το 6%#.3 Τα σημερινά επίπεδα των spread αντιστοιχούν σε επιτόκια πάνω από 10%. Με απλή αριθμητική αυτό σημαίνει ότι ένα δεκαετές ομόλογο πουλιέται στη δευτερογενή αγορά με έκπτωση πάνω από 60%. Οι “αγορές”, με άλλα λόγια εκτιμούν ότι η Ελλάδα τελικά θα χρεοκοπήσει, είτε συντεταγμένα με μια γενναία αναδιάρθρωση, είτε άγρια και εκρηκτικά, όπως έκανε τελικά η Αργεντινή τον Δεκέμβρη του 2001.

Η χρεοκοπία της Αργεντινής άφησε πίσω της μια “μαύρη τρύπα” 132 δισεκατομμυρίων δολαρίων#.4 Η Ελλάδα χρωστάει σήμερα κύρια στις ελληνικές και τις ευρωπαϊκές τράπεζες πάνω από 300 δισεκατομμύρια ευρώ. Μια ελληνική χρεοκοπία τύπου Αργεντινής το 2010, στη μέση της μεγαλύτερης κρίσης που έχει ζήσει ο παγκόσμιος καπιταλισμός εδώ και 70 χρόνια, θα είναι δίχως αμφιβολία μια βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια του συστήματος. Γι’ αυτό έτρεξε η Τρόικα να “διασώσει” την Ελλάδα.

Παύση πληρωμών και Αριστερά

Οι αστοί οικονομολόγοι είναι διχασμένοι – για να το πούμε ευγενικά – για το τι θα πρέπει να γίνει. Για να το πούμε όχι και τόσο ευγενικά, κυριολεκτικά δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Η σύνοδος κορυφής των G20 που έγινε στο Τορόντο του Καναδά δεν κατέληξε πρακτικά πουθενά, με τις ΗΠΑ να πιέζουν για την συνέχιση των μέτρων στήριξης έστω και αν προκαλούν ελλείματα, και την Γερμανία και τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης να προχωρούν, μονομερώς, σε δραστικά μέτρα περικοπών – που απειλούν να σπρώξουν την παγκόσμια οικονομία, για δεύτερη φορά μέσα στα τελευταία δυο χρόνια, στην ύφεση.

Πριν από μερικούς μήνες η αντικαπιταλιστική αριστερά ήταν η μόνη που μιλούσε για “παύση πληρωμών του δημόσιου χρέους”. Η συζήτηση άνοιξε με ένα άρθρο του Σπύρου Μαρκέτου στο Βήμα της Κυριακής στις 21 Φλεβάρη με τίτλο “Στάση πληρωμών τώρα”. Η πολιτική της σκληρής λιτότητας που έχει επιλέξει η κυβέρνηση, έλεγε ο Μαρκέτος, όχι μόνο δεν οδηγεί, οικονομικά πουθενά αλλά, ακόμα χειρότερα, είναι και επικίνδυνη κοινωνικά και πολιτικά:

“Βασική πολιτική πραγματικότητα είναι ότι ο ελληνικός λαός είδε το κράτος να δίνει δεκάδες δισ. για να σώσει τις τράπεζες, ψήφισε την κυβέρνηση επειδή πληροφορήθηκε ότι «λεφτά υπάρχουν», και όμως καλείται τώρα σε θυσίες χωρίς ημερομηνία λήξης. Σε αυτές τις συνθήκες αποτελεί πράξη ύψιστης πολιτικής ανευθυνότητας να δοκιμαστούν ακόμη περισσότερο οι αντοχές του...

Η ιστορία μάς δίνει ένα διδακτικό παράδειγμα. Το 1932, με τον ελληνικό λαό πολύ πιο αμόρφωτο και ανοργάνωτο – και λιγότερο απαιτητικό από σήμερα – ο χαρισματικός πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, που είχε πρόσφατα επανεκλεγεί σαρώνοντας τους αντιπάλους του, εξανέμισε τη δημοτικότητά του αφαιμάσσοντας την οικονομία στη λεγόμενη Μάχη της Δραχμής. Όταν τελικά κήρυξε στάση πληρωμών, έπειτα από μερικούς μήνες αντίστασης δηλαδή, ήταν πια αργά. Το κόμμα του είχε διαλυθεί, η δημοκρατία εκτροχιαστεί, με τελικούς ωφελημένους τους Γλύξμπουργκ και τον Μεταξά...”.

Η επίσημη αριστερά δεν συμφωνεί με την παύση πληρωμών. Για τον ΣΥΝ η στάση πληρωμών είναι απλά μια από τις επιλογές – αλλά όχι κατ’ ανάγκη και η καλύτερη. Ο Γιάννης Δραγασάκης, απαντώντας στον Μαρκέτο, χαρακτήρισε στις αρχές του Μάρτη την στάση πληρωμών “όπλο ύστατης ανάγκης”5 #που θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί μόνο αφού εξαντληθούν πρώτα όλα τα περιθώρια συντονισμού με τις άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα. Πιο πρόσφατα, ο Γιάννης Τόλιος αφού εκθείασε την λύση της “μονομερούς παύσης πληρωμών” σαν “ριζοσπαστική” καταλήγει στο συμπέρασμα:

“Κατά συνέπεια το πρόβλημα γίνεται πολιτικό. Δηλαδή αφορά τις προϋποθέσεις δημιουργίας μιας προοδευτικής κυβέρνησης που θα διεκδικήσει με αποφασιστικότητα και ενεργητική στήριξη του λαού μια ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, φτάνοντας έως τη μονομερή παύση πληρωμών, με παράλληλη προώθηση μέτρων οικονομικής και κοινωνικής ανόρθωσης και αναγέννησης της χώρας”.#6

Το ζητούμενο, με άλλα λόγια, είναι μια προοδευτική κυβέρνηση που θα αξιοποιήσει το “όπλο” της “μονομερούς στάσης πληρωμών” για μια ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση.

Το ΚΚΕ απορρίπτει απλά το αίτημα σαν “ρεφορμιστικό”. “Η πρόταση των «αριστερών» οικονομολόγων”, γράφει η ανακοίνωση του ΚΚΕ στις 27 Ιούνη για παύση πληρωμών και έξοδο από το ευρώ, “περιορίζει το λαϊκό κίνημα στην απαίτηση μιας εναλλακτικής διαχείρισης μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ και της «απελευθερωμένης» καπιταλιστικής αγοράς. Εγκλωβίζει το λαϊκό κίνημα στην ουτοπική αναζήτηση φιλολαϊκής αστικής διακυβέρνησης και στην ενδοαστική διαπάλη για το ποια μερίδα της αστικής τάξης και ποιο ιμπεριαλιστικό κέντρο θα κερδίσει περισσότερο από τη διαχείριση της υπερχρέωσης του κράτους”.

Η προϋπόθεση, σύμφωνα με το ΚΚΕ, για να αξιοποιηθεί η άρνηση πληρωμών του δημόσιου χρέους “σε όφελος του λαού” είναι “μια ανατροπή στο επίπεδο της εξουσίας”. Μέχρι τότε η αριστερά δεν θα πρέπει να μολύνει τα χέρια της με τέτοιες προτάσεις.

Για εμάς η πρόταση της “παύσης πληρωμών του δημόσιου χρέους” δεν αποτελεί πρόγραμμα μιας “άλλης διακυβέρνησης” – είτε αυτή έχει προέλθει, όπως εννοεί ο ΣΥΝ την “προοδευτική κυβέρνηση” είτε με όποιον άλλο τρόπο εννοεί την “ανατροπή στο επίπεδο της εξουσίας” το ΚΚΕ. Το τι ακριβώς θα κάνει η εργατική τάξη όταν καταλάβει την εξουσία είναι μια διαφορετική συζήτηση – το βέβαιο πάντως είναι ότι δεν θα περιοριστεί στην επαναδιαπραγμάτευση των “υποχρεώσεων της χώρας” με τους εγχώριους και τους διεθνείς κερδοσκόπους.

Αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα

Η πρότασή μας για παύση πληρωμών απευθύνεται στο κίνημα. Απευθύνεται στους απεργούς που κατέκλυσαν την Αθήνα στις 5 Μάη – και θα συνεχίσουν να την κατακλύζουν με κάθε ευκαιρία, παρά τους δισταγμούς, τις υποχωρήσεις και τα εμπόδια που ορθώνουν οι ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Αρνούμαστε να δεχτούμε οποιαδήποτε θυσία στους μισθούς, τις συντάξεις, την απασχόληση, την παιδεία, την υγεία και οπουδήποτε αλλού. Η κυβέρνηση μπορεί να βρει λεφτά για να καλύψει όλες μας τις ανάγκες αν σταματήσει να πληρώνει, εδώ και τώρα, τόκους και χρεολύσια στους κερδοσκόπους-τραπεζίτες που λυμαίνονται, χρόνια τώρα, τα δημόσια ταμεία. Το κίνημα μπορεί να αναγκάσει την άρχουσα τάξη σε αναδίπλωση – όπως τους αναγκάσαμε να παραχωρήσουν το οχτάωρο ή να αναγνωρίσουν τα συνδικάτα. Όλες αυτές οι κατακτήσεις ήταν αποτέλεσμα του “εκβιασμού” της διαδήλωσης, της απεργίας, της κατάληψης. Κανένα δεν ήταν δωρεά κάποιας προοδευτικής κυβέρνησης. Ούτε, φυσικά, χρειάστηκε να περιμένει η εργατική τάξη την έλευση του σοσιαλισμού για να σταματήσει να δουλεύει 12 ώρες την ημέρα.

Προφανώς δεν τρέφουμε καμιά αυταπάτη ότι μια στάση πληρωμών είναι πανάκεια. Ο Ρουμπίνι, που προτείνει “ελεγχόμενη χρεοκοπία” δεν προσπαθεί να σώσει την εργατική τάξη από την φτώχεια και την ανεργία. Ούτε τον απασχολούν ιδιαίτερα οι συντάξεις των ηλικιωμένων. Αυτό που θέλει να σώσει είναι το σύστημα – που πιστεύει ότι απειλείται από τους μυωπικούς χειρισμούς των ηγετών της Ευρώπης.

Και ο Ρουμπίνι δεν είναι μόνος. Την άποψη της “συντεταγμένης χρεοκοπίας” υποστήριξε τον Απρίλη κιόλας ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος – ο “μίστερ νεοφιλελευθερισμός” και πρώην υπουργός στην κυβέρνηση του Μητσοτάκη. Η πρώτη επιλογή του Ανδριανόπουλου, φυσικά, είναι η μαζική απόλυση των δημοσίων υπαλλήλων και η δραστική συρρίκνωση του κράτους:

“Επειδή αμφιβάλω βαθιά για τα θάρρος και την ψυχική αντοχή των λεγόμενων πολιτικών μας ταγών, εκτιμώ πως την μείωση του κράτους οφείλουμε να την ξεχάσουμε... Τι μας μένει; Μια αποφασιστική κήρυξη στάσης πληρωμών... Μέσω μιας σκληρής αλλά σοβαρής διαπραγμάτευσης μπορούμε να εξασφαλίσουμε μείωση του χρέους μας στα μισά περίπου. Να εξυγιανθεί ολόκληρο το δημοσιονομικό αλλά και το οικονομικό γενικότερα κύκλωμα κι ο τόπος να μπει σε μια νέα πορεία ανάπτυξης...”#.7

Σε αντίθεση με τέτοιες απόψεις, για εμάς το αίτημα για στάση πληρωμών του δημόσιου χρέους πηγαίνει χέρι-χέρι με την κρατικοποίηση των τραπεζών και τον εργατικό έλεγχο. Οι ελληνικές τράπεζες θα είχαν χρεοκοπήσει σήμερα χωρίς τις ενισχύσεις του δημοσίου – χωρίς τα 28 δισεκατομμύρια του Καραμανλή και τα 15 δισεκατομμύρια που παίρνουν τώρα από το πακέτο στήριξης. Αν το δημόσιο είχε ανταλλάξει τα χρήματα αυτά με “απλές μετοχές” (με μετοχές που εξασφαλίζουν στον κάτοχό τους δικαίωμα ψήφου) και όχι με “προνομιούχες” (όπως ονομάζονται, στην διεστραμμένη αργκό του χρηματιστήριου αυτές που δεν συνοδεύονται από ένα τέτοιο δικαίωμα) το δημόσιο θα ήταν σήμερα ο “βασικός μέτοχος” σε όλες σχεδόν τις ελληνικές τράπεζες. Στην ουσία οι τράπεζες ανήκουν ήδη στο δημόσιο. Αντί να τους πληρώνει τόκους και χρεολύσια θα έπρεπε απλά να τις απαλλοτριώσει – φυσικά χωρίς καμιά αποζημίωση στους τραπεζίτες.

Αλλά ακόμα και αν τεθούν πραγματικά κάτω από τον έλεγχο του δημοσίου και πάλι δεν θα μπορούμε να εξασφαλίσουμε ότι τα χρήματα που βρίσκονται στα “θησαυροφυλάκια” τους δεν θα εξαφανιστούν σε σκοτεινούς λογαριασμούς σε εταιρίες οφ-σορ ή στην Ελβετία (και όχι μόνο την Ελβετία). Για αυτό μιλάμε για εργατικό έλεγχο. Το εργατικό κίνημα που θα αναγκάσει την άρχουσα τάξη να σταματήσει να πληρώνει τόκους και χρεολύσια για να συνεχίσει να πληρώνει τους μισθούς και τις συντάξεις μας, το κίνημα που θα αναγκάσει την κυβέρνηση να “σώσει” τις τράπεζες μέσα από μια κρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση δεν θα καταθέσει τα όπλα: θα επιβάλει μια μόνιμη εργατική επιτήρηση στις τράπεζες που θα αποφασίζει ποια από τα εντάλματα πληρωμής πληρώνει και ποια μπλοκάρει.

Η ιστορία του ίδιου του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα δείχνει ότι αυτό δεν είναι ούτε ουτοπικό ούτε δύσκολο. Καμιά συναλλαγή, ακόμα και μέσω υπολογιστή, δεν γίνεται χωρίς την μεσολάβηση των τραπεζοϋπαλλήλων. Το 1998 στη μεγάλη μάχη ενάντια στην ιδιωτικοποίηση και την εξαγορά της Ιονικής Τράπεζας από τον Κωστόπουλο οι απεργοί έκλεισαν όχι μόνο τα καταστήματα και τα ταμεία αλλά και το υπολογιστικό κέντρο – παγώνοντας κάθε συναλλαγή.

Το ίδιο έγινε τον Μάρτη του 2008 με την απεργία στην Τράπεζα της Ελλάδας: οι εργαζόμενοι κατέλαβαν τα κεντρικά γραφεία της Τράπεζας και το μηχανογραφικό κέντρο στον Χολαργό. Το αποτέλεσμα, γράφει το www. in.gr ήταν “να νεκρώσουν όλες οι συναλλαγές στη διατραπεζική αγορά, αλλά και στην αγορά ομολόγων, ενώ δεν πραγματοποιήθηκε καμία συναλλαγή που αφορούσε το Ελληνικό Δημόσιο”.

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το εργατικό κίνημα δεν έχει κατακτήσει ακόμα αυτό το επίπεδο ανάπτυξης και συνείδησης που απαιτείται για μια τέτοια αντιπαράθεση. Η άποψη αυτή, όμως, δεν απαντάει στο ερώτημα: Πώς θα ανέβει το κίνημα σε αυτό το επίπεδο; Η πρόταση για παύση πληρωμών, κρατικοποίηση των τραπεζών και εργατικό έλεγχο είναι εργαλείο για την ανάπτυξη ενός κινήματος που θα μπορεί να συνεχίσει να δίνει τις μάχες για τους μισθούς, τις συντάξεις, την απασχόληση – και να τις κερδίζει. Γιατί αυτό που βαραίνει πάνω στο κίνημα είναι η έλλειψη κάποιας πειστικής εναλλακτικής πρότασης απέναντι στην λαίλαπα που προωθεί η κυβέρνηση.

Υποτίμηση του νομίσματος;

Για αυτό οι πρωτοβουλίες που έχουν πάρει οι αριστεροί οικονομολόγοι και ακαδημαϊκοί για «Παύση πληρωμών – Έξοδο από το ευρώ» έχουν τόσο μεγάλη σημασία. Αλλά, ταυτόχρονα, ανοίγουν και μια ολόκληρη σειρά από ερωτηματικά.

Μια μερίδα οικονομολόγων βλέπει σαν διέξοδο μια γενναία αναδιάρθρωση του χρέους, επιστροφή στη δραχμή και μια εξίσου γενναία υποτίμηση που θα δώσει ώθηση στην οικονομία.

“Αυτό που χρειάζεται είναι να γίνει παύση πληρωμών με λαϊκό και δημοκρατικό έλεγχο”, λέει ο Κώστας Λαπαβίτσας. “Να υπάρξει καταρχήν διαφάνεια στο ποιός κατέχει το χρέος, με ποιούς όρους έχει συναφθεί και ποιός φέρει το βάρος. Οι διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές θα πρέπει να γίνουν συντεταγμένα, με ξεκάθαρους στόχους και αποβλέποντας σε σημαντική συρρίκνωση του χρέους ώστε να ανασάνει η οικονομία. Στη βάση της ιστορικής εμπειρίας, το λεγόμενο “κούρεμα”΄ θα πρέπει να είναι τουλάχιστον της τάξης του 50%-60%...

Αμέσως θα τεθεί θέμα δημοσίου ελέγχου των τραπεζών και μεγάλων τομέων της οικονομίας, ώστε αφενός να προστατευτούν και αφετέρου, να λειτουργήσουν ως βάση για τη συνολική ανασυγκρότηση της οικονομίας. Η έξοδος από το ευρώ θα φέρει υποτίμηση τονώνοντας έτσι την παραγωγή. Από την άλλη θα χτυπήσει το εργατικό εισόδημα και άρα θα χρειαστεί πολιτική αναδιανομής από τους πλούσιους στους φτωχούς ώστε να περιοριστεί το πλήγμα...”#.8

Ο Λαπαβίτσας πιστεύει ότι η ελληνική κρίση οφείλεται σε δυο, βασικά, παράγοντες: από τη μια τις ανισότητες ανάμεσα στις οικονομίες της κεντρικής Ευρώπης και του ευρωπαϊκού “νότου” και από την άλλη από την χρηματοπιστωτική κρίση που χτύπησε τον καπιταλισμό παγκόσμια πριν από δυο χρόνια. Με άλλα λόγια η κρίση, σύμφωνα με τον Λαπαβίτσα δεν είναι πραγματικά “συστημική” – παρόλο που ο ίδιος την ονομάζει έτσι: υπάρχει η δυνατότητα μιας ανάκαμψης και αυτή η ανάκαμψη είναι που θα βάλει και τις βάσεις έτσι ώστε να γίνει εφικτή “η σοσιαλιστική αλλαγή της χώρας”:

“Η εμπειρία από άλλες χώρες που έκαναν παύση πληρωμών με υποτίμηση είναι ότι η παραγωγή ανακάμπτει ταχέως, ενώ περιορίζεται πολύ η άνοδος της ανεργίας. Στη βάση αυτή θα μπορέσει να διαμορφωθεί βιομηχανική πολιτική η οποία θα τονώσει τις επενδύσεις και θα κατευθύνει την οικονομία προς νέους τομείς που θα δημιουργούν απασχόληση”.

Είναι αλήθεια ότι η Γερμανία έχει μετατραπεί στο εργοστάσιο και την τράπεζα της Ευρώπης – μια εξέλιξη που αναπόφευκτα καταλήγει σε μεγάλα ελλείμματα από τη μια και εξίσου μεγάλα πλεονάσματα από την άλλη. Η κρίση, όμως, δεν οφείλεται ούτε στις ανισότητες αυτές ούτε στις υπερβολές του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Η κρίση είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας του καπιταλισμού, παγκόσμια, να παράγει κέρδη με ρυθμούς τέτοιους που να μπορούν να στηρίξουν έναν νέο γύρο επένδυσης. Είναι μια κλασσική κρίση υπερσυσσώρευσης, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Μαρξ όταν έγραφε το Κεφάλαιο.

Είναι καθαρή αυταπάτη να πιστεύει κανείς ότι μέσα σε συνθήκες σαν τις σημερινές υπάρχει η δυνατότητα να “διαμορφωθεί βιομηχανική πολιτική η οποία θα τονώσει τις επενδύσεις”. Και η αυταπάτη γίνεται ακόμα πιο προβληματική όταν αυτή στηρίζεται στην ιδέα μια “ανταγωνιστικής υποτίμησης”. Υποτίμηση σημαίνει θυσίες για την εργατική τάξη – “θα χτυπήσει το εργατικό εισόδημα” όπως παραδέχεται ο ίδιος ο Λαπαβίτσας. Ένα πρόγραμμα που ζητάει θυσίες, έστω λιγότερες από αυτές που απαιτεί ο Παπανδρέου, δεν μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για την εργατική τάξη.

Παλλαϊκό αίτημα;

Ο Δημήτρης Καζάκης, από την άλλη πλευρά, έχει στραμμένα τα μάτια του σταθερά στο κίνημα. Αλλά αυτό που πιστεύει είναι ότι το αίτημα της “παύσης πληρωμών” μπορεί να μετατραπεί στο κέντρο ενός παλλαϊκού κινήματος, ενός κινήματος που θα συσπειρώνει όχι μόνο την εργατική τάξη αλλά και άλλα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας που χτυπιούνται από την κρίση με τον ίδιο τρόπο που η ναζιστική κατοχή γέννησε το ΕΑΜ τη δεκαετία του 1940.

“Τώρα είναι η ώρα για να οικοδομηθεί ένα νέο ΕΑΜ, μια νέα Φιλική Εταιρεία, μια νέα Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας. Μόνο έτσι μπορεί να γεννηθεί μια καινούργια μορφή διακυβέρνησης, μια νέα μορφή εξουσίας που θα βασίζεται απευθείας στους ίδιους τους εργαζομένους, τους νέους, τους μικρομεσαίους, τους αγρότες, δηλαδή στο σύνολο του λαού, και θα εκφράζει την πάλη του για μια άλλη, ριζικά διαφορετική πορεία αυτού του τόπου”.#9

Για τον Καζάκη, η αντίθεση βρίσκεται σήμερα ανάμεσα στον ελληνικό λαό από τη μια και τους διεθνείς πιστωτές-τοκογλύφους από την άλλη. Το δημόσιο χρέος δεν είναι προϊόν της παγκόσμια κρίσης:

“Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα αυτή τη στιγμή δεν είναι ταυτόσημο, ούτε προήλθε από την παγκόσμια κρίση... Είναι πρόβλημα συνολικού τρόπου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας από πολύ παλιά... Και έχει να κάνει με το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος συνολικά, να το πω απλά, χρησιμοποιήθηκε για να χρηματοδοτήσει μια άκρως παρασιτική, παραγωγικά αναιμική και συνολικά ληστρική οικονομική ανάπτυξη της χώρας από τη μεταπολίτευση κι εδώ”#.10

Η Ελλάδα βρίσκεται εγκλωβισμένη σε έναν ατέρμονα κύκλο χρέους – όπως και η Αφρική και οι άλλες “εξαρτημένες” χώρες:

“Την τελευταία δεκαετία η χώρα δανείστηκε κοντά στα 490 δισ. ευρώ από τα οποία το 97% πήγε στην εξυπηρέτηση παλιότερων δανείων, ενώ μόνο το 3% πήγε στην κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος. Με άλλα λόγια δανειζόμαστε για να ξεπληρώνουμε παλιότερα χρέη”#.11

Στην πραγματικότητα όμως το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι προϊόν της κρίσης που, παρά τις προσωρινές ανακάμψεις, ταλανίζει συνεχώς εδώ και τέσσερεις δεκαετίες τον παγκόσμιο καπιταλισμό.

Το 1974, όταν έπεσε η Χούντα το εξωτερικό δημόσιο χρέος της Ελλάδας ήταν 115 δισεκατομμύρια δραχμές, ένα ποσό που αντιστοιχούσε μόλις στο 22% του ΑΕΠ. Σήμερα το συνολικό δημόσιο χρέος ξεπερνάει τα 350 δισεκατομμύρια Ευρώ, δηλαδή ξεπερνάει το σύνολο του ΑΕΠ.

Η Ελλάδα δεν ήταν η μοναδική χώρα που είδε τα χρέη της να τινάζονται στα ύψη μέσα σε αυτές τις τέσσερεις δεκαετίες. Στην “συνετή” (δυτική τότε) Γερμανία το δημόσιο χρέος ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 κάτω από το 20% του ΑΕΠ. Σήμερα (στην ενοποιημένη Γερμανία) βρίσκεται στα επίπεδα του 80%. Και στην Ιαπωνία ήταν το δημόσιο χρέος μηδαμινό στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Σήμερα ξεπερνάει το 190% του ΑΕΠ. Και το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται σε όλες σχεδόν τις αναπτυγμένες χώρες#.12

Η βασική αιτία πίσω από την εκτίναξη των ελλειμμάτων και των δημοσίων χρεών ήταν οι προσπάθειες των κυβερνήσεων της δεκαετίας του 1970 και του 1980 να διασώσουν, σε βάρος του προϋπολογισμού, τις μεγάλες επιχειρήσεις που κλυδωνίζονταν από την “πετρελαϊκή” κρίση και να αποφύγουν έτσι ένα ανεξέλεγκτο κύμα ύφεσης και καταρρεύσεων σαν αυτό που χτύπησε τελικά τον παγκόσμιο καπιταλισμό τον Σεπτέμβρη του 2008 με την χρεωκοπία της Lehman Brothers.

Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή κρατικοποίησε τη δεκαετία του 1970 μια ολόκληρη σειρά από μεγάλες επιχειρήσεις που ήταν χρεοκοπημένες (την Ολυμπιακή Αεροπορία του Ωνάση, την Εμπορική Τράπεζα του Ανδρεάδη, τα Διυλιστήρια Ασπροπύργου του Νιάρχου κλπ) και έκανε τις δεξιές εφημερίδες να την κατηγορούν για “σοσιαλμανία”. Την πολιτική αυτή συνέχισαν οι πρώτες κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου με την δημιουργία του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων και την κρατικοποίηση των “προβληματικών”.

Παρά την στροφή στον νεοφιλελευθερισμό, με την επικράτηση της Θάτσερ στη Βρετανία και του Ρέιγκαν στις ΗΠΑ και τη μανία προς τις ιδιωτικοποιήσεις και το “λιγότερο κράτος”, το κράτος συνέχισε να στηρίζει τις τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις όλα τα επόμενα χρόνια – και μάλιστα συχνά σε προκλητικό επίπεδο: το 1998 η FED, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ σε συνεργασία με την κυβέρνηση του Κλίντον διέσωσε από την κατάρρευση το LCTM, ένα κερδοσκοπικό hedge fund που “έσκασε” αφήνοντας πίσω του μια μαύρη τρύπα 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το “νεοφιλελεύθερο” κράτος ήταν σκληρά νεοφιλελεύθερο απέναντι στην εργατική τάξη και τις ανάγκες της αλλά παρέμεινε προκλητικά “κεϋνσιανό” όταν κινδύνευαν οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις.

Η Ελλάδα δεν είναι “ιδιαίτερη περίπτωση”. Η ελληνική κρίση, που τώρα εμφανίζεται όπως και σε πολλές άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου σαν δημοσιονομική, είναι κομμάτι της κρίσης που έχει χτυπήσει τον παγκόσμιο καπιταλισμό.

Γι’ αυτό είναι αυταπάτη να πιστεύει κανείς ότι θα μπορέσει, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, να οικοδομήσει γύρω από το σύνθημα της στάσης πληρωμών ένα “παλλαϊκό” κίνημα που θα συσπειρώνει και τμήματα της αστικής τάξης πέρα από την εργατική τάξη.

Το πρόβλημα του χρέους είναι τόσο ταξικό όσο και η ίδια η οικονομική κρίση. Αυτός που μπορεί να τσακίσει τα μέτρα του Παπανδρέου είναι η εργατική αντίσταση. Αυτό που χρειάζεται να κάνει η αριστερά είναι να προσπαθήσει να φέρει την αντικαπιταλιστική πρόταση για “παύση πληρωμών, κρατικοποίηση των τραπεζών, εργατικό έλεγχο” σε κάθε σωματείο, σε κάθε σύλλογο, σε κάθε χώρο δουλειάς. Να εξοπλίσει το εργατικό κίνημα με μια αντικαπιταλιστική απάντηση που θα στηρίζεται και θα στηρίζει τους αγώνες ενάντια στις θυσίες του “προγράμματος σταθεροποίησης”. Σε αυτή την προσπάθεια αξίζει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις.

  1. Financial Times, 28.6.2010.
  2. Reuters, 2.5.2010.
  3. Bloomberg, 4.7.2010.
  4. Wikipedia. Η παύση πληρωμών αφορούσε σε ένα τμήμα μόνο του χρέους, ύψους περίπου 90 δις $.
  5. Τvxs, 2.3.2010.
  6. Αυγή, 9.5.2010.
  7. www.andrianopoulos.gr/0010000545.
  8. ΠΡΙΝ, 30.5.2010.
  9. Ομιλία του Καζάκη στην Άμφισσα, 26 Μάη (http://tomantri.blogspot.com).
  10. Δρόμος της Αριστεράς, 21.5.2010.
  11. Ομιλία του Δ. Καζάκη στο φεστιβάλ Resistance.
  12. Wikipedia.