Εξώφυλλο του τευχους 81
Από τις επαναστάσεις ενάντια στην Αποικιοκρατία στις εξεγέρσεις ενάντια στο ΔΝΤ. Ο Γιώργος Πίττας παρουσιάζει συνοπτικά την πρόσφατη ιστορική πορεία της Αφρικής ειδομένη από τη σκοπιά των αγώνων.
Η Αφρική είναι η ήπειρος των μεγάλων αντιθέσεων. Σε μια ήπειρο με τεράστιο εργατικό δυναμικό και πλούσιες πλουτοπαραγωγικές πηγές, σε μια ήπειρο από το υπέδαφος της οποίας εξάγεται το 92% της παγκόσμιας παραγωγής διαμαντιών, το 50% του χρυσού, το 73% της πλατίνας, το 73% του κοβαλτίου, πετρέλαιο – και πάει λέγοντας – βρίσκονται οι τριαντατρείς από τις τριαντάεξι πιο φτωχές χώρες του πλανήτη. 300 εκατομμύρια κάτοικοί της εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση σε τρεχούμενο, πόσιμο νερό. 200 εκατομμύρια δεν έχουν καμιά πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. 700 εκατομμύρια θα έχουν πεθάνει το τέλος της φετινής χρονιάς από AIDS από την αρχή της εξάπλωσης της ασθένειας.
Τα βαθύτερα αίτια αυτής της κατάστασης πάνε πίσω στην επικράτηση και λεηλασία της αποικιοκρατίας στα τέλη του 19ου αιώνα και ακόμα πιο πίσω στους τρεις αιώνες ασταμάτητου δουλεμπορίου που προηγήθηκαν. Συνεχίζονται στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, όταν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που αναπτύχθηκαν σε όλην την ήπειρο κατάφεραν να διώξουν τους αποικιοκράτες – οι οποίοι, όμως, κάθε άλλο παρά εγκατέλειψαν τα συμφέροντά τους συνεχίζοντας τη ληστρική τους πολιτική στην ήπειρο. Η υιοθέτηση, αρχικά, από τις νέες χώρες των κρατικοκαπιταλιστικών μοντέλων ανάπτυξης στη σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ σαν εναλλακτικές λύσεις απέτυχαν. Η αντικατάστασή τους, στη συνέχεια, από τα «ρυθμιστικά προγράμματα» του ΔΝΤ και την απελευθέρωση της αγοράς έχει οξύνει ακόμα περισσότερο τις αντιθέσεις και έχει οδηγήσει την ήπειρο στη σημερινή της κατάσταση.
Το τέλος της αποικιοκρατίας
Το 1884 στη Διάσκεψη του Βερολίνου, η Μ. Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Γερμανία μοίρασαν στο χάρτη ολόκληρη την αφρικανική ήπειρο. Ηταν η περίοδος της αποικιοκρατίας. Η αποικιοκρατία ήρθε σαν αποτέλεσμα του πρώτου καπιταλιστικού μπουμ και της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Οι ανταγωνισμοί για τη διαίρεση της Αφρικής αποτέλεσαν τον πρόδρομο του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου. Χρειάστηκαν δύο δεκαετίες και λουτρά αίματος, ώστε η αντίσταση στην Αφρική – εκτός από την Αιθιοπία που οι ιμπεριαλιστές δεν κατάφεραν ποτέ να νικήσουν – να καμφθεί και ολόκληρη η ήπειρος να χωριστεί σε αποικίες.
Μισό αιώνα αργότερα, με την ίδια ορμή με την οποία κατέλαβαν την Αφρική οι ιμπεριαλιστές αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν. Η ήττα τους ήρθε σαν αποτέλεσμα ενός πρωτοφανούς ορμητικού κύματος αγώνων, εξεγέρσεων και επαναστάσεων που σάρωσε την αφρικανική ήπειρο και άλλαξε τον παγκόσμιο χάρτη:
Το 1951 γίνεται ανεξάρτητη η Λιβύη. Το 1952 στην Αίγυπτο, οι Βρετανοί αρχίζουν να εκκενώνουν τις τελευταίες βάσεις τους μετά την επικράτηση του Νάσερ. Το 1955 γίνεται ανεξάρτητη η Τυνησία, το 1956 το Σουδάν και το Μαρόκο, το 1957 η Γκάνα, το 1958 η Γουινέα. Το 1960 ανεξαρτητοποιούνται η Νιγηρία και όλες οι γαλλικές αποικίες, 14 τον αριθμό, αλλά και η Μαδαγασκάρη, το Βελγικό Κογκό, η Σομαλία. Το 1961 ακολουθούν η Σιέρα Λεόνε, η Ταγκανίκα, η Ρουάντα. Το 1962, μετά από οκτώ χρόνια επανάστασης γίνεται ανεξάρτητη η Αλγερία. Παρά τις δεκάδες χιλιάδες δολοφονίες και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που χρησιμοποίησαν οι Βρετανοί για να καταστείλουν την εξέγερση των Μάου-Μάου τη δεκαετία του ’50, το 1963 η Κένυα γίνεται κι αυτή επιτέλους ανεξάρτητη. Ακολουθούν όλες οι υπόλοιπες χώρες της Αφρικής μέχρι και το 1975, οπότε οι Πορτογάλοι αναγκάζονται να αποχωρήσουν από τη Γουινέα Μπισάου, την Αγκόλα και τελευταία τη Μοζαμβίκη. Η αποικιοκρατία έχει τελειώσει.
Τα πρώτα βήματα
Οι ρίζες αυτού του νικηφόρου κινήματος βρίσκονται, καταρχήν, στο γεγονός ότι οι λαοί της Αφρικής, πολέμησαν, ηττήθηκαν, αλλά ποτέ δεν αποδέχτηκαν την αποικιοκρατία. Οι «πολιτισμένοι Ευρωπαίοι» κατάφεραν να επικρατήσουν μόνο χάρη στη στρατιωτική τους υπεροχή, την πολιτική του διαίρει και βασίλευε και βέβαια σε σφαγές και ωμότητες.
Όμως, το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα που οδήγησε στην αποαποικιοποίηση αρχίζει να διαμορφώνεται στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και του μεσοπόλεμου. Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μετέφερε τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, κορυφώνοντας τη σύγκρουση, από την περιφέρεια μέσα στην ίδια την Ευρώπη. 170.000 στρατιώτες από τις γαλλικές αποικίες πολέμησαν με τη Γαλλία στο δυτικό μέτωπο στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι αφρικανοί, που έχυναν το αίμα τους στην Ευρώπη δεν βίωσαν μόνο την φρίκη του πολέμου, άλλα ήρθαν γρήγορα σε επαφή με το επαναστατικό κίνημα της εποχής. Τον Οκτώβρη του 1917 η Ρώσικη Επανάσταση συντάραξε όλο τον πλανήτη.
Οι μπολσεβίκοι υποστήριζαν το δικαίωμα των εθνοτήτων στην αυτοδιάθεση, μέχρι και την ανεξαρτησία, όχι μόνο στον υπόλοιπο πλανήτη, αλλά και στο εσωτερικό της ίδιας της Τσαρικής αυτοκρατορίας. Ετσι κατάφεραν να κερδίσουν με την πλευρά της επανάστασης τις δεκάδες εθνότητες που καταπίεζε η Τσαρική Αυτοκρατορία. Αυτή η πολιτική που ενέπνευσε παγκόσμια την εργατική τάξη και όσους μάχονταν την αποικιοκρατία – εμπνέει και τους φαντάρους από την Αφρική που πολέμησαν στην Ευρώπη αλλά και τους φοιτητές που σπούδαζαν στις μητροπόλεις της Ευρώπης για να πάρουν μια θέση στα χαμηλά γρανάζια της γραφειοκρατίας πίσω στις αποικίες.
Ετσι, το 1922 δημιουργείται στο Παρίσι η Union Intercoloniale, η Παναποικιακή Ενωση στην οποία συμμετέχουν, νεαροί τότε και μετέπειτα πρωταγωνιστές της Ιστορίας, όπως ο Χο Τσι Μινχ ή ο Λαμινέ Σενγκόρ, από το Βιετνάμ και τη Σενεγάλη αντίστοιχα, μέλη του γαλλικού ΚΚ, που στη συνέχεια θα πρωτοστατήσουν στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στις χώρες τους. Πάρα πολλοί Αφρικανοί γίνονται εκείνη την περίοδο μέλη των Κομμουνιστικών Κομμάτων που μεγαλώνουν ραγδαία στην Ευρώπη και οι σοσιαλιστικές ιδέες εξαπλώνονται. Το 1920, ο Josiah Comede, ακτιβιστής ενάντια στην αποικιοκρατία από τη Ν. Αφρική, επισκέπτεται τη Σοβιετική Ενωση και γράφει χαρακτηριστικά: «Ο εχθρός δεν είναι ο λευκός, αλλά οι καπιταλιστές που σε όλο τον κόσμο εκμεταλλεύονται μαύρους και λευκούς». Το 1928 αρχίζει να κυκλοφορεί η εφημερίδα «Μαύρος Εργάτης» για τη διάδοση των επαναστατικών ιδεών στους εργάτες της Αφρικής από την «Προφιντέρν» – την Διεθνή των εργατικών συνδικάτων που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της Κομιντέρν το 1921.
Την ίδια περίοδο δημιουργούνται στο Παρίσι και το Λονδίνο, ενώσεις αφρικανών φοιτητών που, ενώ επηρεάζονται γενικά από τις ιδέες του σοσιαλισμού και μάχονται την αποικιοκρατία, έχουν σαν ιδεολογία τον αφρικανικό εθνικισμό. Αυτές οι οργανώσεις θα αποτελέσουν το φυτώριο μιας αφρικανικής ιντελιγκέντσιας που υποστήριζε ότι θα έφτανε μόνο η αποχώρηση των ιμπεριαλιστών από την Αφρική και τα πράγματα θα ακολουθούσαν το δρόμο τους. Στο μεταξύ, ήρθε ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος.
Πλησιάζοντας την ανεξαρτησία
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος σήμανε ακόμα μεγαλύτερες θυσίες για τους υπόδουλους λαούς σε όλη τη Αφρική. Η Βόρειος Αφρική έγινε θέατρο σκληρών μαχών ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, που το αποτέλεσμά τους έκρινε σε μεγάλο βαθμό και την έκβαση του ίδιου του πολέμου. Η υποσαχάρια Αφρική στην κυριολεξία ξεζουμίστηκε προκειμένου να καλύψει τις πολεμικές ανάγκες, από πρώτες ύλες για την πολεμική βιομηχανία μέχρι τρόφιμα για τις μητροπόλεις. Για ακόμα μια φορά χιλιάδες Αφρικανοί πολέμησαν στα πεδία των μαχών της Ευρώπης.
Όμως, το τέλος ενός πολέμου που χαρακτηρίστηκε από τους Συμμάχους «πατριωτικός» και «αντιφασιστικός» δεν σήμανε καμιά αλλαγή στην Αφρική. Οι κάτοικοι της μαύρης ηπείρου εξακολουθούσαν να είναι: χωρίς πατρίδα, χωρίς δημοκρατία και υπό την πλήρη εξουσία αποικιοκρατικών και πολλές φορές άκρως ρατσιστικών καθεστώτων. Για πολλούς Αφρικανούς, αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλιζε το ποτήρι. «Αφού μπορούμε να πολεμάμε, μπορούμε και να κυβερνάμε» ήταν το σαφές μήνυμα ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος που άρχισε να γιγαντώνεται απ’ άκρη σε άκρη όλη την Αφρική.
Η σύγκρουση με την αποικιοκρατία ξεκινάει αμέσως μετά τον πόλεμο και παίρνει διάφορες μορφές: δημιουργούνται μαζικά κινήματα που, ανάλογα με την ηγεσία τους, είτε επιδιώκουν πολιτική πίεση με στόχο σταδιακά – και σε διάλογο με τις μεγάλες δυνάμεις, τον ΟΗΕ κλπ – να πετύχουν ανεξαρτησία, είτε στοχεύουν σε ανατροπή των αποικιοκρατών με επαναστάσεις και εξεγέρσεις. Σε πολλές χώρες δημιουργούνται αντάρτικοι αγροτικοί στρατοί που αρχίζουν να πολεμούν τους αποικιοκράτες. Πολλές φορές, μαζικά κινήματα και αντάρτικα δρούνε παράλληλα ή τροφοδοτώντας το ένα το άλλο.
Σε αρκετές περιπτώσεις το εργατικό κίνημα θα έχει ενεργό ρόλο σε αυτά τα κινήματα. Η εργατική τάξη στην Αφρική, ήδη από τις προηγούμενες δεκαετίες είχε αρχίσει να μαζικοποιείται σε μια σειρά από περιοχές από την Αίγυπτο ως τη Ροδεσία και να οργανώνεται σε συνδικάτα που πέρα από οικονομικά αιτήματα άρχισαν να βάζουν σα στόχο την ανεξαρτησία. Ετσι, το 1945 γίνεται η πρώτη γενική απεργία στην ιστορία της Νιγηρίας που κρατάει έξι εβδομάδες και τροφοδοτεί την ανάπτυξη ενός ισχυρού κινήματος μέσα στη βρετανική ακόμα αποικία. Αντίστοιχα το 1947, στη Σενεγάλη, γίνεται μεγάλη απεργία που παραλύει τους σιδηροδρόμους και παίζει καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία ενός λαϊκού απελευθερωτικού κινήματος.
Παρά το μικρό, ακόμα τότε μέγεθος της σε αυτές τις χώρες, η εργατική τάξη θα μπορούσε να παίξει τον ίδιο πρωτοπόρο ρόλο που έπαιξε και στη Ρωσία το 1917.
Τον Οκτώβρη του 1917, εφαρμόζοντας στην πράξη τη θεωρία της διαρκούς επανάστασης που διαμόρφωσε ο Τρότσκι, οι μπολσεβίκοι και ο Λένιν με τις θέσεις του Απρίλη πρότειναν τη μετατροπή της αστικοδημοκρατικής επανάστασης που γκρέμισε τον Τσάρο το Φλεβάρη του 1917 σε σοσιαλιστική. Η επανάσταση τον Οκτώβρη του 1917 γκρέμισε και τη μπουρζουαζία εγκαθιδρύοντας την εξουσία των σοβιέτ και εργατική δημοκρατία. Η επανάσταση κατάφερε να νικήσει πατώντας σε ένα πρόγραμμα που βασιζόταν στη συμμαχία αγροτών-φαντάρων-εργατών – έχοντας στην ηγεσία της μια εργατική τάξη που δεν ξεπερνούσε το 3% του πληθυσμού, αλλά είχε τεράστια δυναμική.
Με ανάλογο τρόπο, οι μπολσεβίκοι πίστευαν ότι οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις στις αποικίες θα μπορούσαν να εξελιχθούν από εθνικοαπελευθερωτικές σε σοσιαλιστικές, αν στην ηγεσία αυτών των κινημάτων βρισκόταν η εργατική τάξη. Στις αποικίες, η μη ύπαρξη ντόπιας άρχουσας τάξης, αφού όλη η εξουσία βρισκόταν στα χέρια των αποικιοκρατών, θα μπορούσε να κάνει αυτό το έργο ευκολότερο.
Η νίκη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στις αποικίες θα είχε πρώτο στόχο να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά μέσα στις ίδιες της ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις μεταφέροντας την κρίση στο εσωτερικό τους και δεύτερο στόχο να ανοίξει το δρόμο για σοσιαλιστικές επαναστάσεις στις ίδιες τις αποικίες – που με τη σειρά τους θα μπορούσαν να απλωθούν και στις αναπτυγμένες χώρες.
Η κρίση μεταφέρεται στις μητροπόλεις
Οσον αφορά στον πρώτο στόχο, πράγματι, οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες που ξεσπάνε χρόνο το χρόνο σε ολόκληρη την ήπειρο μεταφέρουν την κρίση μέσα στις ίδιες αποικιακές μητροπόλεις. Η αλγερινή επανάσταση δημιουργεί τεράστια κρίση στην ίδια τη Γαλλία που δεν μπορεί να αντέξει το στρατιωτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κόστος του πολέμου, ούτε στην Αλγερία, ούτε στην Ινδοκίνα – πόσο μάλλον στις πολλές άλλες αποικίες που είχε στην κατοχή της. Οι Γάλλοι αποικιοκράτες διχάζονται πάνω στη διαχείριση του αποικιακού προβλήματος, ενώ την ίδια στιγμή στην ίδια τη Γαλλία φουντώνει το αντιπολεμικό κίνημα υπέρ της αλγερινής επανάστασης – σημαδεύοντας την επόμενη γενιά, τη γενιά του Μάη του 1968.
Αντιμετωπίζοντας παρόμοια προβλήματα οι ιμπεριαλιστές σε όλον τον κόσμο και βλέποντας την επερχόμενη ήττα, άρχισαν να προσανατολίζονται στην ιδέα της ελεγχόμενης αποχώρησης από τις αποικίες, με όσο δυνατό γίνεται ευνοϊκότερους για τους ίδιους όρους. Οπου δεν το κάνουν, οι συνέπειες είναι συνταρακτικές.
Οι αρχές της δεκαετίας του ’70 βρίσκουν την Πορτογαλία, η οποία κυβερνάται από στρατιωτική δικτατορία, να προσπαθεί ακόμα να κρατήσει τις αποικίες της στη Γουινέα Μπισάου, την Μοζαμβίκη και την Αγκόλα. Η πορτογαλική αποικιοκρατία, η πιο αδύναμη από όλες, αναγκάζεται να κινητοποιεί ένα δυσανάλογο με το μέγεθός της στρατό αντιμέτωπη με αριστερά αντάρτικα. Η πτώση του ηθικού του στρατού και το αυξανόμενο κόστος του πολέμου οδηγούν στην Πορτογαλική Επανάσταση των Γαρυφάλλων το 1974. Μια επανάσταση, με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους φαντάρους μαζί με τους εργάτες, στην καρδιά πλέον της ίδιας της Ευρώπης, που όχι μόνο έβαλε τέλος στις αποικιοκρατικές βλέψεις της Πορτογαλίας, αλλά γκρέμισε τη δικτατορία και απείλησε για λίγο να συντρίψει την ίδια την άρχουσα τάξη της χώρας.
Η «ιντελιγκέντσια»
Είτε με συμβιβασμό είτε με τη βία, οι αποικιοκράτες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την Αφρική. Όμως οι επαναστάσεις δεν μετατρέπονται σε σοσιαλιστικές. Αυτό συμβαίνει γιατί ακόμα και εκεί που έχει ενεργό ρόλο, στην ηγεσία αυτών των απελευθερωτικών κινημάτων δεν βρίσκεται η εργατική τάξη. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην καθοδήγηση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και οργανώσεων έχει η μικροαστική ιντελιγκέντσια, που ενώ συνήθως αναφέρεται στο μαρξισμό, στην πραγματικότητα αναφέρεται στις σταλινικές στρεβλώσεις του μαρξισμού, που ήδη από τη δεκαετία του ’30, με την ήττα της επανάστασης και την εγκαθίδρυση του κρατικού καπιταλισμού στη Ρωσία, κυριαρχούν στην αριστερά, θάβοντας όλη την επαναστατική παράδοση του Λένιν και του Τρότσκι.
Η σταλινική στρέβλωση του «σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα», που μετατρέπει τη Ρωσία από μια καθυστερημένη χώρα σε νικήτρια του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου και δεύτερη μεταπολεμική υπερδύναμη, λειτουργεί σαν «φωτεινό» παράδειγμα για την ιντελιγκέντσια. Στην θέση της παγκόσμιας επανάστασης μπαίνει πλέον η αυτοδύναμη οικονομική ανάπτυξη με κυρίαρχο το ρόλο του κράτους.
Για την ιντελιγκέντσια, «σοσιαλισμός» είναι να έχει το κράτος το κυρίαρχο ρόλο στην οικονομία – μια τοποθέτηση πολύ κοντά και στην κεϋνσιανή πολιτική που εφαρμόζεται στο μεταπολεμικό μπουμ και στις ίδιες τις δυτικές χώρες. Όμως, για την ιντελιγκέντσια, το νεοσύστατο κράτος δεν χρειάζεται να είναι εργατικό. Όπως υποστηρίζει ο Τόνι Κλίφ γράφοντας για το ρόλο της ιντελιγκέντσιας, «ελπίζουν για αλλαγές από τα πάνω», προτιμούν να δώσουν την εξουσία σε λίγους «ικανούς άντρες», παρά να δουν τον απελευθερωτικό αγώνα να μετασχηματίζεται από τα κάτω, από τους απλούς ανθρώπους, που αποφασίζουν οι ίδιοι για τις τύχες τους.
Σε τελική ανάλυση, οι επαναστάσεις και οι εξεγέρσεις στις χώρες της Αφρικής το ’50 και το ’60, δεν θα γίνουν ποτέ σοσιαλιστικές, γιατί στην ηγεσία τους δεν υπάρχουν επαναστατικά κόμματα που έστω να θέτουν αυτό το στόχο. Η εργατική δημοκρατία είναι έξω από τα πολιτικά προγράμματα της ιντελιγκέντσιας – ακόμα και της πιο επαναστατικής της πτέρυγας, εκείνης που πίστευε στην βίαια ανατροπή τη αποικιοκρατίας: η επιτυχία αγροτικών κινημάτων και αντάρτικων στην Κίνα το 1949 και την Κούβα δέκα χρόνια αργότερα, ενίσχυε τη θέση ότι κυρίαρχο υποκείμενο στον αγώνα ενάντια στην αποικιοκρατία μπορεί να είναι ένας στρατός των αγροτών και γενικά των φτωχών της υπαίθρου κάτω από την καθοδήγηση φωτισμένων ηγετών και όχι η εργατική τάξη και η συμμαχία της με τους αγρότες.
Η ανεξαρτησία
Όλα αυτά είχαν τραγικές συνέπειες από τα πρώτα κιόλας βήματα των νεοσύστατων κρατών. Όταν οι ηγέτες τους βρέθηκαν στην εξουσία σε μια σειρά από χώρες, ήρθαν αντιμέτωποι με τους εκβιασμούς των πρώην αποικιοκρατών που παρά το γεγονός ότι εγκατέλειψαν τις αποικίες, δεν σταμάτησαν να υπερασπίζονται με λύσσα, είτε σαν κράτη είτε σαν εταιρίες τα συμφέροντά τους στην περιοχή. Τα νεοσύστατα κράτη χρειάζονταν τεχνολογία, κεφάλαια για ανάπτυξη και οι πρώην αποικιοκράτες δεν ήταν διατεθειμένοι να «βοηθήσουν», αν δεν έπαιρναν ακόμα μεγαλύτερα ανταλλάγματα. Οι αυταπάτες ότι θα μπορούσε να ευδοκιμήσει εύκολα ένα μοντέλο «αυτοδύναμης ανάπτυξης» άρχισαν γρήγορα να διαλύονται.
Πολλοί ηγέτες συμβιβάστηκαν από την αρχή με αυτούς τους εκβιασμούς, σπέρνοντας την απογοήτευση στις μάζες που αγωνίστηκαν. Αλλοι προσπάθησαν να αντισταθούν, αλλά εξοντώθηκαν. Εξι μήνες μετά την ανεξαρτησία του Κογκό από το Βέλγιο, ο ηγέτης του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος Πατρίς Λουμούμπα δολοφονήθηκε με τη στήριξη των Ηνωμένων Εθνών από τις μυστικές υπηρεσίες του Βελγίου και των ΗΠΑ επειδή αρνήθηκε να παραμείνουν τα ορυχεία της χώρας στην ιδιοκτησία των βελγικών και άλλων ξένων εταιριών.
Η δύναμη που θα μπορούσε να σταματήσει αυτές τις επιθέσεις παίρνοντας τον έλεγχο στα ορυχεία, τις πετρελαιοπηγές και τα εργοστάσια και να χτυπήσει στη ρίζα τους κεφαλαιοκράτες, η δύναμη της εργατικής τάξης έμεινε ανεκμετάλλευτη. Ο Λουμούμπα παραδεχόταν ότι «οι μάζες είναι πιο επαναστατικές από εμάς, είναι αυτές που μας πιέζουν, που θέλουν να κινηθούν πιο αστραπιαία σε σχέση με εμάς». Αλλά ποτέ δεν τις εμπιστεύτηκε. Ο Τομ Μπόγια, φίλος του πατέρα του Μπάρακ Ομπάμα και υπουργός Οικονομίας στην Κένυα μετά την ανεξαρτησία – επίσης δολοφονημένος – δεν πίστευε καν ότι υπάρχουν τάξεις: «Ο σοσιαλισμός στην Αφρική έχει μια εντελώς διαφορετική ιστορία από το σοσιαλισμό στην Ευρώπη, ο οποίος προέκυψε από την αντίθεση ανάμεσα στη μπουρζουαζία και το προλεταριάτο. Στην Αφρική δεν υπάρχουν αντιθέσεις ανάμεσα σε τάξεις», έλεγε χαρακτηριστικά.
Την στιγμή, που οι δυτικοί – είτε με δικτατορίες και δολοφονίες, είτε με οικονομικούς εκβιασμούς, είτε με πρόκληση εμφυλίων πολέμων – επανακτούσαν τον έλεγχο, για τα κομμάτια της ιντελιγκέντσιας που παρέμεναν εχθρικά προς τη Δύση, σαν μονόδρομος θεωρήθηκε η ταύτιση με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της Σοβιετικής Ενωσης στην περιοχή, σε αντάλλαγμα την αναγκαία κρατική βοήθεια. Στη θέση της κλιμάκωσης και της διεθνοποίησης της επανάστασης από τους «αδύναμους κρίκους» στο ίδιο το κέντρο του παγκόσμιου καπιταλισμού, η ιντελιγκέντσια πρότεινε την ένταξη στη σφαίρα επιρροής του κρατικοκαπιταλιστικού μπλοκ σαν μόνη λύση. Η «λύση» αυτή έδειξε και τα όριά της, λίγα χρόνια αργότερα.
Το πέρασμα στην αγορά
Το ξεκίνημα της διεθνούς κρίσης τη δεκαετία του ’70 έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα για τις χώρες της Αφρικής. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τη δεκαετία του ’80, το ΔΝΤ και οι τράπεζες αρχίζουν να «προσφέρουν τη βοήθειά τους» σε πολλές χώρες της Αφρικής. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του ανατολικού μπλοκ το 1989 σήμανε και την οικονομική κατάρρευση για όσες χώρες εξακολουθούσαν να βρίσκονται κάτω από τη σφαίρα επιρροής της. Συνολικότερα, το μοντέλο της κρατικοκαπιταλιστικής ανάπτυξης πέρασε στα «αζήτητα». Οπως χαρακτηριστικά γράφει ο Κρίς Χάρμαν, το εκκρεμές πέρασε στην άλλη πλευρά. Οι σκληροί υποστηρικτές του «σοσιαλισμού σε μια και μόνο χώρα» και της αυτοδύναμης ανάπτυξης μετατράπηκαν στους πιο σκληρούς υποστηρικτές της απελευθέρωσης της αγοράς, των «ρυθμιστικών προγραμμάτων» του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Η επιβολή των μέτρων του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας σμπαράλιασε εντελώς τις ήδη σε κρίση χώρες της Αφρικής προς όφελος των τραπεζών και των πολυεθνικών. Τα δάνεια του ΔΝΤ υποτίθεται για την «ανάπτυξη» των χωρών συνοδεύτηκαν από την πλήρη ιδιωτικοποίηση του κρατικού τομέα από ξένες επιχειρήσεις και την ανάληψη μεγάλων έργων από πολυεθνικές. Οσα λεφτά έδιναν με το ένα χέρι οι ευρωπαϊκές και αμερικάνικες τράπεζες τα έπαιρναν με το άλλο οι «ανάδοχες» εταιρίες και οι νέοι ιδιοκτήτες του πρώην κρατικού τομέα – και βέβαια οι ντόπιοι κυβερνήτες. Τέραστιο μέρος των χρημάτων πήγαινε για όπλα αγορασμένα από τη Δύση προκειμένου να συντηρούνται δικτατορικά καθεστώτα και εμφύλιες διαμάχες. Άλλες χώρες περιορίστηκαν σε μονοκαλλιέργειες υπαγορευμένες από τις πολυεθνικές. Τα μεροκάματα έπεσαν κατακόρυφα για «λόγους ανταγωνιστικότητας» που επέβαλλε το ΔΝΤ. Στη συνέχεια, βέβαια η ανάγκη αποπληρωμής των δανείων και των τόκων τους έφερνε νέα δάνεια που οι αφρικανικές χώρες αδυνατούσαν να πληρώσουν μιας και όλον τους τον πλούτο εκμεταλλεύονταν οι εταιρίες.
Η ζωή για την εργατική τάξη και συνολικά τον πληθυσμό έγινε αβάσταχτη. Στη Νιγηρία, την πολυπληθέστερη χώρα της Αφρικής το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα έπεσε από 1000 δολάρια το 1980, σε 300 δολάρια το 1993. Το 1993 οι εργάτες στη Νιγηρία πληρώνονταν κατά μέσο όρο με το 20% του μισθού που έπαιρναν το 1983!
Σε άλλες χώρες η κατάρρευση του κράτους και μαζί συνολικά των δομών της κοινωνίας ήταν ολοκληρωτική. Στη Ρουάντα, η πτώση της τιμής του καφέ, μονοκαλλιέργειας της χώρας, σήμανε μια οικονομική κατάρρευση που οδήγησε σε ένα εμφύλιο πόλεμο, ενθαρρυμένο από τα βελγικά και ξένα συμφέροντα. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν από την πείνα και από την εθνοκάθαρση. Στην πλειοψηφία, πλέον, των χωρών της Αφρικής εγκαθιδρύθηκαν στυγνές δικτατορίες προκειμένου να εφαρμόζεται αδιάλειπτα το πλιάτσικο των ιμπεριαλιστών.
Ολο αυτό το διάστημα, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις αμερικάνικων, βρετανικών, γαλλικών, βελγικών και πολυεθνικών στρατευμάτων – με τη μορφή είτε των «ανθρωπιστικών» επεμβάσεων, είτε της «υπεράσπισης της δημοκρατίας» (δηλαδή του δικτάτορα μαριονέτα τους), είτε του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» με ή χωρίς τη στήριξη του ΟΗΕ – δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή. Η κάτω από την κοινωνική κατακραυγή αναγκαστική αποχώρηση του πολυεθνικού στρατού – και ελληνικού – από τη Σομαλία το 1995 έχει σήμερα δώσει τη θέση της στην στρατιωτική επιτήρηση των ακτών της ανατολικής Αφρικής από τον πολυεθνικό – και ελληνικό – στόλο στον κόλπο του Αντεν.
Το κίνημα στην αντεπίθεση
Οι επιθέσεις του ΔΝΤ και της αγοράς δεν έμειναν αναπάντητες. Οι αρχές της δεκαετίας του ’90 έφεραν μια νέα ανάπτυξη των κινημάτων και νίκες – με πρώτη και προφανή την κατάργηση του Απαρτχάιντ στη Ν. Αφρική. Όμως σε μια σειρά από χώρες αναπτύχθηκαν κινήματα με αίτημα την δημοκρατία και το τέλος της λεηλασίας του εταιριών και των διεφθαρμένων κυβερνήσεων.
Σε ολόκληρη τη δεκαετία του ’80 στις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής καταγράφονταν ετησίως 20 μόλις περιπτώσεις πολιτικής αναταραχής. Μόνο τη χρονιά του 1991, ο αριθμός αυτός πενταπλασιάστηκε με μεγάλου βεληνεκούς πολιτικά κινήματα να αναπτύσσονται σε 30 χώρες, ανάμεσά τους στη Νιγηρία, τη Σενεγάλη, το Κογκό, την Ακτή Ελεφαντοστού, την Κένυα, το Ζαϊρ, το Μάλι κ.α. Το 1992 έγιναν δημοκρατικές εκλογές σε 14 συνολικά χώρες – σε πολλές από αυτές οι πρώτες μετά από χρόνια. Από το 1990 μέχρι το 1994 είχαν ανατραπεί από τα κάτω συνολικά 34 δικτατορικά ή ημι-δικτατορικά καθεστώτα σε ολόκληρη την υποσαχάρια Αφρική.
Η Νιγηρία, η πολυπληθέστερη χώρα της Αφρικής, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ηδη, το 1983, τα συνδικάτα και συγκεκριμένα το NLC, το «Εργατικό Κογκρέσο της Νιγηρίας» είχε 700.000-1.000.000 μέλη. Στην διακήρυξή του για τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς το 1980, ο πρόεδρός του διακήρυσσε: «Στόχος μας είναι να σβήσουμε από το χάρτη τις τάξεις και την ιδιοκτησία μια για πάντα. Στο τέλος αυτής της διαδρομής, δεν θα υπάρχει ιδιοκτησία γιατί δεν θα υπάρχει καπιταλισμός».
Το Νοέμβρη του 1993 μια τεράστια γενική απεργία καλεσμένη από το NLC παρέλυσε τη χώρα απαντώντας στο πραξικόπημα ενός στρατηγού, του Αμπάτσα. Η απεργία σταμάτησε από τη ρεφορμιστική ηγεσία του NLC, όταν ο Αμπάτσα παραχώρησε αυξήσεις και έριξε τις τιμές του πετρελαίου.
Το 1994 ξέσπασε μια από τις πιο σκληρές απεργίες στην ιστορία της Νιγηρίας. Ξεκίνησε από τα συνδικάτα στις πετρελαιοπηγές, απλώθηκε στους δημόσιους υπαλλήλους και στη συνέχεια σε ολόκληρη την εργατική τάξη της χώρας, ξεκινώντας από οικονομικά αιτήματα και καταλήγοντας να κηρύξει παράνομη την κυβέρνηση όταν αυτή πήγε να κηρύξει παράνομη την απεργία. Οι απεργίες συνεχίστηκαν και το 1998 μετά από δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια αλλεπάλληλων πραξικοπημάτων, η Νιγηρία απέκτησε εκλεγμένο πρόεδρο.
Μια νέα προοπτική
Οι απεργίες που συγκλόνισαν το Μουμπάρακ στην Αίγυπτο πριν από δύο χρόνια, οι απεργίες που ξέσπασαν, ακόμα και κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ στη Ν. Αφρική ενάντια στην αποκορύφωση της ευθυγράμμισης του Κογκρέσου με τις επιταγές της αγοράς και του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι παραδείγματα της ταξικής πόλωσης που εντείνεται στην Αφρική από άκρη σε άκρη.
Τη δεκαετία του 2000, το αντικαπιταλιστικό κίνημα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη βάζοντας στο στόχαστρο τον ΠΟΕ, το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, απαιτώντας τη Διαγραφή του Χρέους, άνοιξε ξανά τις γέφυρες με αυτά τα κινήματα στην ίδια την Αφρική. Σήμερα, που το ΔΝΤ δείχνει τα δόντια του στην ίδια την Ευρώπη, οι συνδέσεις αρχίζουν να γίνονται ακόμα πιο προφανείς: είτε στην Αφρική, είτε στην Ευρώπη, το πρόβλημα είναι ένα, ο καπιταλισμός. Η ανάπτυξη μετά από χρόνια, απαλλαγμένων από τις σταλινικές στρεβλώσεις, αντικαπιταλιστικών οργανώσεων στη Ν. Αφρική, τη Ζιμπάμπουε, τη Νιγηρία, την Γκάνα, τη Μποτσουάνα, την Αίγυπτο, είναι ένα ενθαρρυντικό σημάδι για το μέλλον και την προοπτική του εργατικού κινήματος στις σκληρές μάχες που έρχονται, όχι μόνο στην Αφρική, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο.