Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν ελέγχει ούτε τις οικονομικές ούτε τις πολιτικές εξελίξεις, όπως εξηγεί η Μαρία Στύλλου.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προχωράει στην πιο βάρβαρη επίθεση που έχει γίνει ποτέ. Η απόφαση να κοπεί ο 13ος και 14ος μισθός στις συντάξεις, στο δημόσιο και μέχρι ενός σημείου και στον ιδιωτικό τομέα, οι νέες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, το πάγωμα των προσλήψεων, οι μαζικές απολύσεις, οι περικοπές σε υγεία, παιδεία και τοπική αυτοδιοίκηση, μπορούν να συγκριθούν μόνο με τα προγράμματα του Δ.Ν.Τ. και της Παγκόσμιας Τράπεζας που έχουν καταδικάσει στην καταστροφή τα περισσότερα κράτη της Αφρικής.
Είναι σαφές ότι είναι ένα πρόγραμμα πανικού, που δεν πρόκειται να καταλήξει στην μείωση του δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων ούτε στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Είναι ένα πρόγραμμα που σπέρνει ανέμους και μπορεί να θερίσει θύελλες σε όλα τα επίπεδα: στο οικονομικό, στο πολιτικό και στο κοινωνικό.
Το πρώτο απ΄ όλα είναι ότι η κυβέρνηση δεν ελέγχει τις οικονομικές εξελίξεις, όπως δεν τις ελέγχει και το δίδυμο Μέρκελ - Σαρκοζί για όλη την Ευρώπη. Η Μέρκελ αποφάσισε την τελευταία στιγμή να συμφωνήσει με το πακέτο διάσωσης της Ελλάδας, όχι γιατί ανησύχησε για την τύχη της ελληνικής οικονομίας, αλλά γιατί φοβήθηκε ότι η χρεοκοπία της Ελλάδας μπορούσε να οδηγήσει στην κατάρρευση του ευρώ και της ευρωζώνης. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουν καταφέρει να σταματήσουν μια τέτοια προοπτική.
Για να μπορέσουν άμεσα να σταματήσουν ένα τέτοιο κίνδυνο, τα πλούσια κράτη της Ευρώπης, κύρια η Γαλλία και η Γερμανία, θα αναγκαστούν να δώσουν τουλάχιστον 700 δις ευρώ σε Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τη συνέχεια. Τα 700 δις είναι το ίδιο με το πακέτο Πόλσον που έδωσε αρχικά η κυβέρνηση του Μπους το 2008 για να σταματήσει την κατάρρευση των Τραπεζών. Αυτό ήταν το πρώτο πακέτο και προφανώς δεν έφτασε εάν θυμηθεί κανένας τα 14 τρις δολάρια που δόθηκαν το 2008-2009 για να σταματήσουν την κατάρρευση των τραπεζών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αβεβαιότητα
Εκτός απ΄ αυτή τη διάσταση της αβεβαιότητας, που μπορεί να οδηγήσει σε κίνδυνο νέων χρεοκοπιών και πακέτων διάσωσης και σε άλλα κράτη της Ευρωζώνης, με στόχο να ελέγξουν τη σταθερότητα του Ευρώ και να μην το αφήσουν να κατρακυλήσει, υπάρχει και το ζήτημα της οικονομικής αβεβαιότητας μέσα στην Ελλάδα.
Το πακέτο διάσωσης των 110 δις από Δ.Ν.Τ. και Ε.Ε. μπορεί προσωρινά να απαλλάξει την ελληνική κυβέρνηση από την πίεση να δανείζεται από την αγορά με τεράστια επιτόκια, όμως αυτό δεν σημαίνει ούτε μείωση του ελλείμματος ούτε περιορισμούς του δημοσίου χρέους. Τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση θα βαθαίνουν την ύφεση, πολύ περισσότερο από τις αρχικές προβλέψεις. Η υποχρέωση της κυβέρνησης να μειώσει το έλλειμμα κατά 25 δις ευρώ την επόμενη τριετία όπως έχει συμφωνήσει με ΔΝΤ-ΕΕ απαιτεί όχι μόνο θηριώδεις περικοπές, αλλά και μεγάλα έσοδα από τη φορολογία.
Η ύφεση αποτελεί εμπόδιο για το δεύτερο, οι εργατικοί αγώνες και οι μάχες για να μην περάσουν οι επιθέσεις είναι η απάντηση για το πρώτο.
Ένας άλλος παράγοντας είναι η πολιτική κρίση που κανένας δεν μπορεί να προβλέψει πού θα φτάσει. Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές και φάνηκε προσωρινά ότι το αποτέλεσμα ήταν αρκετό για να ενώσει τα διάφορά του κομμάτια. Κανένας δεν ξεχνάει ότι το 2007, το ΠΑΣΟΚ διχάστηκε ανάμεσα στον Παπανδρέου και τον Βενιζέλο για το ποιος έπρεπε να γίνει αρχηγός. Αυτή η σύγκρουση ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει, και μέσα στις σημερινές συνθήκες μπορούν πολύ εύκολα να ξαναβγούνε τα μαχαίρια.
Οι ίδιες εξελίξεις υπάρχουν και μέσα στη Ν.Δ. ανάμεσα στο μπλοκ του Μητσοτάκη και της Ντόρας και στο μπλοκ του Σαμαρά. Οι οικονομικές εξελίξεις, η ύφεση, ο κίνδυνος χρεοκοπίας και τα μέτρα έχουν φτάσει αυτές τις συγκρούσεις όχι μόνο στις διαγραφές (παράδειγμα ο Παυλίδης), αλλά στο να εκφράζονται ανοιχτά δύο γραμμές. Του Μητσοτάκη ανοιχτά υπέρ των μέτρων και της στήριξης του ΠΑΣΟΚ, του Σαμαρά πιο κριτικά και για τα μέτρα και για την κυβέρνηση.
Οι διαφορές όχι μόνο ανάμεσα στα δύο κόμματα, αλλά και στο εσωτερικό τους, εκφράζουν τις διάφορες πιέσεις που υπάρχουν από την κυρίαρχη τάξη και τους καπιταλιστές στην Ελλάδα. Το ΛΑΟΣ, ένα κόμμα ακροδεξιό , εθνικιστικό, ρατσιστικό και με ένα φασιστικό κομμάτι στο εσωτερικό του, ελπίζει μέσα σ΄ αυτές τις συνθήκες να αναδειχτεί ότι παίζει μεγαλύτερο ρόλο στις εξελίξεις. Αυτό βάζει πιέσεις και στους δύο να αναγνωρίσουν κομμάτια του προγράμματος του. Πιέσεις στο ΠΑΣΟΚ για μέτρα ενάντια στους μετανάστες, ενάντια στην συνεργασία με τον Ερντογάν, ενάντια στη συμφωνία για το όνομα της Μακεδονίας, αλλά και πιέσεις στον Σαμαρά να αποδεχτεί ότι μαζί ΝΔ και ΛΑΟΣ μπορούν να ξαναδημιουργήσουν τη νέα δεξιά, αντάξια των παραδόσεων του Μεγαλέξανδρου, του Μεταξά, του Παπαδόπουλου, των Τουρκοφάγων του Γρίβα και του Σαμψών στην Κύπρο.
Όλα αυτά μεταφράζονται σε πολιτική αβεβαιότητα δίπλα στην οικονομική.
Το εργατικό κίνημα
Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι το εργατικό κίνημα μπαίνει σε μια νέα φάση. Έχει να συγκρουστεί με μια κυβέρνηση αδίστακτη που συνεχώς χρησιμοποιεί το επιχείρημα «Μα τι θέλετε να κάνω, να αφήσω την Ελλάδα να χρεοκοπήσει;» και με μια επίθεση που απαιτεί να μπούνε οι δυνατές ταξιαρχίες της εργατικής τάξης σε θέση σύγκρουσης. Για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, χρειάζεται τα συνδικάτα στις ΔΕΚΟ, στον ΟΣΕ, στην ΕΥΔΑΠ, στην ΕΥΑΘ, στα ΕΛΤΑ να μην αφήσουν να προχωρήσει η ιδιωτικοποίηση σε κανένα κομμάτι. Οι εργαζόμενοι στους δήμους να μην αφήσουν να περάσει ο Καλλικράτης, οι απολύσεις, οι περικοπές. Στα νοσοκομεία να μην εφαρμοστούν οι περικοπές που προωθούνται και όλοι μαζί να μην περάσει το ασφαλιστικό, η περικοπή του 13ου και 14ου ούτε στους εργαζόμενους, ούτε στους συνταξιούχους.
Απέναντι σ΄ αυτή την προοπτική, τα κόμματα της κοινοβουλευτικής Αριστεράς - τόσο ο ΣΥΝ όσο και το ΚΚΕ - βρίσκονται σε αμηχανία. Δηλώνουν αντίθετα με τα μέτρα, αλλά δεν πιστεύουν ότι ο κόσμος μπορεί να τα ανατρέψει. Η επιχειρηματολογία τους είναι ότι είναι δύσκολο να δώσει κανένας αυτή τη μάχη, γιατί ο συσχετισμός είναι αρνητικός. Τα πιο οργανωμένα κομμάτια της εργατικής τάξης επηρεάζονται από το ΠΑΣΟΚ και έχουν στην ηγεσία τους μια γραφειοκρατία που αρνείται να δώσει αυτή τη μάχη.
Αυτό οδηγεί και τα δύο κόμματα της Αριστεράς σε λάθος κατευθύνσεις (που μέχρις ενός σημείου επηρεάζουν και άλλες τάσεις που βρίσκονται πιο αριστερά).
Το πρώτο λάθος είναι η ηττοπάθεια που οδηγεί στην αναζήτηση «ρεαλιστικών» μορφών πάλης. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα το τελευταίο εξάμηνο, και ιδιαίτερα στους τελευταίους 3 μήνες, στη μάχη για να μην περάσει το πρόγραμμα σταθερότητας. Σε όσα σωματεία ή ομοσπονδίες μπήκε η πρόταση για απεργία διαρκείας, τόσο οι συνδικαλιστές του ΣΥΝ όσο και οι συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ την καταψήφισαν. Αυτό έγινε και στους εκπαιδευτικούς και στα νοσοκομεία και στους δήμους.
Το δεύτερο λάθος είναι ο σεκταρισμός που οδηγεί το ΠΑΜΕ όχι μόνο να κατεβαίνει σε ξεχωριστά απεργιακά συλλαλητήρια αλλά και στο να προχωράει σε νέα κλαδικά συνδικάτα, που διασπάνε τη δύναμη των πιο οργανωμένων κομματιών. Πρόσφατο παράδειγμα είναι η απόφαση του να φτιάξει κλαδικά συνδικάτα εκπαιδευτικών (δημοσίου, ιδιωτικού, πρωτοβάθμιας-δευτεροβάθμιας και φροντιστηρίων) χτυπώντας έτσι τα πιο δυνατά κομμάτια που είναι οργανωμένα στις ΕΛΜΕ και στους διδασκαλικούς συλλόγους.
Αυτά τα λάθη σπρώχνουν και τα δύο κόμματα της αριστεράς να αναζητούν διέξοδο στον συμβολικό κινηματισμό και στην υποκατάσταση. Αντί για το δυνάμωμα των συνδικάτων με την οργάνωση των εργατικών χώρων, με σύγκρουση με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και με στήριξη κάθε ευκαιρίας για απεργιακή κινητοποίηση, η αριστερά από τη μια αποδέχεται το συντηρητισμό της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και από την άλλη χρησιμοποιεί διάφορες συμβολικές πρωτοβουλίες για να δείξει ότι κάτι κάνει.
Το ερώτημα είναι: υπάρχει άλλος τρόπος να οργανωθούν οι αγώνες;
Το ΠΑΣΟΚ και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία
Η σχέση του ΠΑΣΟΚ με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν είναι πολύ σταθερή. Ασφαλώς διαθέτει και σχέση και επιρροή γιατί τα περισσότερα συνδικάτα και κύρια οι ομοσπονδίες των ΔΕΚΟ, των τραπεζών, της υγείας, των δήμων, δημιουργήθηκαν ή ανασυγκροτήθηκαν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης από εργάτες και συνδικαλιστές που έφτιαξαν και το ΠΑΣΟΚ ή που επηρεάστηκαν από το ΠΑΣΟΚ.
Ο νόμος 1264/1982 ήταν η προσπάθεια της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να κατοχυρώσει τα ιδιαίτερα προνόμια της ηγεσίας των συνδικάτων. Αυτό σήμαινε και υλικά οφέλη όπως τα έσοδα της Εργατικής Εστίας που ένα μεγάλο μέρος πηγαίνει στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Χάρη στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, μια σειρά από συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ πέρασαν από τον συνδικαλισμό στις διοικήσεις των δημόσιων επιχειρήσεων. Κοινώς, ο λόγος που το ΠΑΣΟΚ έχει επιρροή και σχέση με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία είναι πολιτικός, είναι ιδεολογικός, είναι και οικονομικός.
Όμως, σε αντίθεση με άλλες χώρες, η σχέση αυτή γίνεται αρκετά ασταθής, όχι γιατί είναι διαφορετικός ο ρόλος της γραφειοκρατίας, αλλά γιατί είναι ευάλωτη, πιέζεται και αναγκάζεται να αντιδράσει μέσα από τους εργατικούς αγώνες.
Η ιστορία των τελευταίων 30 χρόνων στην Ελλάδα, είναι ιστορία εργατικών ανταρσιών που τις περισσότερες φορές έγιναν ενάντια στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, και δημιούργησαν τεράστιους κραδασμούς μέσα στην γραφειοκρατία. Το 1983 η ΠΑΣΚΕ πρωτοστάτησε μέσα στα συνδικάτα για να μην περάσει το άρθρο 4 που πρότεινε ο τότε τσάρος της οικονομίας, ο Γεράσιμος Αρσένης. Ο Αρσένης προσπάθησε να περάσει μια σειρά από διατάξεις που έκαναν την κήρυξη απεργίας στις ΔΕΚΟ πολύ δύσκολη και με πολλές προϋποθέσεις. Αλλά μέσα από τις κινητοποιήσεις δεν εφαρμόστηκε ποτέ το άρθρο 4. Το 1985 η ΠΑΣΚΕ διασπάστηκε πάνω σ΄ ένα πρόγραμμα λιτότητας πολύ πιο ήπιο σε σύγκριση με το σημερινό. Το 2001 η ΓΣΕΕ αναγκάστηκε να καλέσει τρεις πανεργατικές ενάντια στο ασφαλιστικό του Γιαννίτση, κι αυτό παρά τις αντιρρήσεις του Πολυζωγόπουλου και της ομάδας του μέσα στη ΓΣΕΕ.
Αυτό είναι ένα μικρό χρονικό που θυμίζει το πόσες φορές έχουν αναγκαστεί ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ να καλέσουν σε πανεργατικές παρόλο που στήριζαν και στηρίζουν το ΠΑΣΟΚ συνολικά και την ηγεσία του Παπανδρέου και τις επιλογές του σήμερα.
Η δύναμη της γραφειοκρατίας σπάει όταν ανεβαίνει η αυτοπεποίθηση μέσα στην εργατική τάξη και αντίστοιχα ανεβαίνει η δύναμη της γραφειοκρατίας όταν σπάει η αυτοπεποίθηση της τάξης. Αυτό χρειάζεται να το έχει υπ΄ όψη της η αριστερά και για τα μέχρι τώρα και για τη συνέχεια.
Εάν τις παραμονές της ψήφισης του προϋπολογισμού στη Βουλή το Δεκέμβρη του 2009, η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ μπορούσαν να δίνουν όρκους πίστης στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, ότι οι απεργίες ανήκουν στο παρελθόν, σήμερα χρειάζεται να δίνουν όρκους πίστης στη βάση του ΠΑΣΟΚ που είναι εξαγριωμένη με την κυβέρνηση, με τους καπιταλιστές και με όλους τους καρεκλοκένταυρους που βρίσκονται στην ηγεσία.
Το κίνημα την τελευταία δεκαετία
Τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν υπάρξει ταυτόχρονα τρία πράγματα που ο συνδυασμός τους έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στις ιδέες του κινήματος. Μέσα σ΄αυτή τη δεκαετία εμφανίστηκε το καινούργιο αντικαπιταλιστικό κίνημα, που οργάνωσε και πήρε μέρος στις μεγάλες διαδηλώσεις στο Σηάτλ, στην Πράγα, στη Γένοβα. Το κίνημα που έφερε τη σύγκρουση με το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και το G8 μέσα στις πρωτεύουσες της Ευρώπης και έτσι το σύνθημα «Να μην πληρώσουν τα χρέη στο ΔΝΤ» έπαψε να ακούγεται μόνο στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Το δεύτερο ήταν το αντιπολεμικό κίνημα, που έδειξε ότι υπάρχει μια τεράστια «λαϊκή» υπερδύναμη που συγκρούεται με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Και το τρίτο στοιχείο οι ανταρσίες της εργατικής τάξης σε πολλές χώρες και με πολλές αφορμές.
Στο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο ΣΑΚ Νο 46 με τίτλο «Κοινωνική ανυπακοή και Επανάσταση» γίνεται η προσπάθεια να εξηγήσουμε πώς το κίνημα ενάντια στον πόλεμο επηρέασε τις ιδέες και τροφοδότησε με εμπειρίες το κίνημα.
«Οι διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο και στην Ελλάδα και παγκόσμια, μπορούν να συγκριθούν μόνο με μεγάλα ιστορικά γεγονότα στις δεκαετίες του ΄60 και ΄70. Στην Ελλάδα οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις έφτασαν πανελλαδικά τις 500 χιλιάδες ως ένα εκατομμύριο. Η 15 Φλεβάρη στην Αθήνα, είχε 250-300 χιλιάδες. Πολύ μεγαλύτερα ήταν τα συλλαλητήρια στις 20-21 Μάρτη του 2003 - την πρώτη μέρα που ξέσπασε ο πόλεμος και την επόμενη που τα συνδικάτα καλούσαν σε στάση εργασίας. Στις 21 Μάρτη οι διαδηλωτές ξεπέρασαν το εκατομμύριο. Σε όλες τις πόλεις οι δρόμοι πλημμύρισαν, οι διαδηλώσεις είχαν το σχήμα φιδιού, χωρίς αρχή και τέλος.
Η ίδια εικόνα ήταν στις 3 Απρίλη, στη δεύτερη απεργιακή κινητοποίηση που καλούσαν η ΑΔΕΔΥ και η ΓΣΕΕ ενάντια στον πόλεμο. Ακόμα και οι μικρότερες διαδηλώσεις του αντιπολεμικού κινήματος όλο αυτό το διάστημα ξεπερνούσαν και τις καλύτερες πανεργατικές, ή τα συλλαλητήρια ενάντια στους βομβαρδισμούς της Σερβίας. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το δίμηνο θύμισε σε πολλούς τα Ιουλιανά του 1965 και τους πρώτους μήνες της μεταπολίτευσης το 1974. (...) Υπάρχουν τρία βασικά χαρακτηριστικά στην ανάπτυξη του σημερινού κινήματος. Το πρώτο είναι το μέγεθος... Στα αντιπολεμικά συλλαλητήρια το χαρακτηριστικό δεν ήταν μόνο η μαζική συμμετοχή μαθητών και νεολαίας, αλλά η συμμετοχή των γονιών τους και των παππούδων τους. Κόσμος που ξαναθυμήθηκε πρακτικές τις οποίες είχε αφήσει για χρόνια. Το δεύτερο είναι οι εμπειρίες αυτού του κόσμου που άλλαξαν σε σχέση με τότε που ξεκίνησε. Είδαν τη δύναμη που είχαν με τα ίδια τους τα μάτια... έγιναν οι ίδιοι οργανωτές αυτού του κινήματος μέσα στους χώρους. ...Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι η αλλαγή στις ιδέες».
Η εμφάνιση του αντικαπιταλιστικού κινήματος και η έκρηξη του αντιπολεμικού κινήματος στο πρώτο μισό της νέας δεκαετίας έδωσαν τη σκυτάλη στο δημοψήφισμα της Γαλλίας που ψήφισε ΟΧΙ στο Ευρωσύνταγμα το 2005 και τράνταξε την ελίτ των Βρυξελλών και όλες τις κυρίαρχες τάξεις της Ευρώπης. Ακολούθησαν οι απεργίες και καταλήψεις των μαθητών και των φοιτητών αρχικά στη Γαλλία και στη συνέχεια σε όλη την Ευρώπη. Η νίκη των φοιτητικών καταλήψεων στην Ελλάδα το 2006-07 ήταν το πρώτο ξεκάθαρο μήνυμα ότι οι αγώνες μπορούν να νικήσουν.
Η καινούργια δεκαετία του αιώνα έδειξε ότι η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε δίκιο όταν υποστήριζε ότι δεν υπάρχουν σινικά τείχη ανάμεσα στο πολιτικό και στο οικονομικό. Στην Ελλάδα η δεκαετία ξεκίνησε με το αντικαπιταλιστικό κίνημα να οργανώνει τις διαδηλώσεις στην Πράγα και στην Γένοβα, με το αντιπολεμικό κίνημα να οργανώνει τα μεγάλα συλλαλητήρια ενάντια στον Μπους το 2003, και στη συνέχεια ακολούθησαν οι οικονομικοί αγώνες των συμβασιούχων, των τραπεζών με απεργία διαρκείας ενάντια στο ασφαλιστικό του Μάη και Ιούνη του 2005, των δασκάλων το φθινόπωρο του 2006, των νοσοκομείων, των δήμων και πανεργατικές για το Ασφαλιστικό ξανά το 2008.
Αυτές οι εξελίξεις επηρέασαν όχι μόνο τα πιο παλιά αλλά και καινούργια κομμάτια της εργατικής τάξης. Οι μαθητές και οι φοιτητές του αντιπολεμικού κινήματος έγιναν η γενιά των 700 ευρώ, της επισφαλούς εργασίας και των ελαστικών σχέσεων απασχόλησης. Ανάμεσα σ΄ αυτά τα δύο κομμάτια της εργατικής τάξης δεν υπάρχουν σινικά τείχη ούτε στους χώρους που δουλεύουν, ούτε στη δουλειά που κάνουν, ούτε στις εμπειρίες που έχουν, ούτε πώς οργανώνονται και παλεύουν.
Για ένα διάστημα, ιδιαίτερα γύρω στην εξέγερση του Δεκέμβρη 2008 είχε γίνει η απόπειρα να εμφανιστεί το κίνημα σαν ξεχωριστό δημιούργημα της γενιάς των 700 ευρώ. Ο Συνασπισμός προσπάθησε να εμφανίσει την εκλογή του Τσίπρα στον δήμο της Αθήνας και την ανάδειξή του στην ηγεσία του Συνασπισμού σαν την έκφραση αυτής της γενιάς. Αυτή η προσπάθεια ναυάγησε για πολλούς λόγους. Εκτός από όλα τα άλλα φάνηκε καθαρά η σύνδεση ανάμεσα στα δυο κομμάτια της εργατικής τάξης με την ενότητα στη δράση στις Πανεργατικές του Ασφαλιστικού. Την απεργία διαρκείας ενάντια στο ασφαλιστικό την κήρυξε η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, ο σύλλογος της Τράπεζας Ελλάδος και η ΠΟΕ-ΟΤΑ, κι αυτές έδωσαν τη δύναμη σε οργανωμένα και ανοργάνωτα κομμάτια να συνεχίσουν.
Όλη αυτή η πορεία είναι που εξηγεί το υπόβαθρο για τις σημερινές δυνατότητες της εργατικής βάσης να σέρνει τη γραφειοκρατία σε απεργιακές κινητοποιήσεις.
Τι να κάνουμε;
Οι εμπειρίες της δεκαετίας δεν έχουν εξαφανιστεί από τα μυαλά των εργατών που έχουν να δίνουν σήμερα τη μάχη για να μην περάσουν τα μέτρα ΔΝΤ - Μέρκελ - Παπανδρέου.
Αυτή η εικόνα είναι απαραίτητη για να αποφύγει κάποιος δύο λάθη που γίνονται. Το πρώτο λάθος είναι η αντιμετώπιση ότι «δεν γίνεται τίποτα». Αυτή την αντίληψη την τροφοδοτεί η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και την καλλιέργησαν για μια ολόκληρη περίοδο τα ΜΜΕ. Μετά τις πρώτες απεργίες ενάντια στο Πρόγραμμα Σταθερότητας το Φλεβάρη υποστήριξαν ότι οι κινητοποιήσεις δεν είναι «αντίστοιχες των περιστάσεων». Ουσιαστικά διάφοροι σχολιαστές ισχυρίζονταν ότι ο κόσμος κατανοεί τις δυσκολίες της κατάστασης και δεν αντιδράει δυναμικά στις θυσίες που επιβάλει η κυβέρνηση. Απόψεις που επηρεάζουν και κομμάτια της αριστεράς και γι΄ αυτό προτιμούν να προτείνουν «άλλες μορφές πάλης» π.χ. δημοψήφισμα και όχι απεργίες.
Το δεύτερο λάθος είναι η αντίληψη «ή τώρα ή ποτέ». Ή θα έχουμε αμέσως έναν εργατικό Δεκέμβρη, ή αλλιώς όλα τα άλλα είναι μάταια. Μια αντίληψη που θεωρεί ότι ο κόσμος «δεν έχει τη συνείδηση» για να χτίσει ένα οργανωμένο κίνημα αντίστασης και γι΄ αυτό είτε κάθεται και περιμένει μια έκρηξη είτε ψάχνει υποκατάστατα και συμβολικούς «δεκέμβρηδες».
Στις σημερινές συνθήκες χρειάζεται πρώτα απ΄ όλα η αριστερά να στηρίζει όλες τις απεργίες που ξεκινάνε και να συνεργάζεται και να βοηθάει τα πιο μαχητικά κομμάτια που παλεύουν για απεργία διαρκείας. Με την οργή που επικρατεί μέσα στους εργατικούς χώρους μια μεγάλη απεργία διαρκείας σε ένα χώρο μπορεί να γίνει η πηγή έμπνευσης και να ακολουθήσουν κι άλλοι χώροι. Γι΄ αυτό είναι λάθος το επιχείρημα που ακούγεται από κομμάτια της αριστεράς, ότι π.χ. «απεργία διαρκείας μόνο στους εκπαιδευτικούς» δεν πρέπει να γίνει. Μια τέτοια άποψη αγνοεί το τι επίδραση μπορεί να έχει ένας κλάδος που μπαίνει μπροστά.
Μια τέτοια προοπτική κλιμάκωσης με απεργίες διαρκείας ανοίγει δύο ταυτόχρονα ζητήματα. Το πρώτο είναι το πώς οργανώνεται από τη βάση των συνδικάτων και των χώρων, και το δεύτερο η συμπαράσταση για να γίνει κεντρική μάχη μέσα στην εργατική τάξη και να μην μείνει καμιά απεργία μόνη της.
Η οργάνωση της βάσης των χώρων ξεκινάει εδώ και τώρα. Ακόμα κι από την οργάνωση μιας κλαδικής 24ωρης ή της συμμετοχής σε μια Πανεργατική. Η δημιουργία απεργιακής επιτροπής που πρωτοστατεί το πιο μαχητικό κομμάτι αλλά ταυτόχρονα ενεργοποιεί όλη την εργατική βάση, η δημιουργία απεργιακού ταμείου και τέλος η περιφρούρηση της απεργίας για να μην λειτουργήσουν οι πιέσεις κυβέρνησης και εργοδοσίας είναι απαραίτητα βήματα για να σπάσει ο έλεγχος της γραφειοκρατίας μέσα στο εργατικό κίνημα.
Χέρι-χέρι με αυτή την προσπάθεια πάει το πρόγραμμα δράσης που γενικεύει τους αγώνες και ισχύει για όλη την εργατική τάξη.
Τα αιτήματα για την «μη πληρωμή του χρέους», για «κρατικοποίηση των τραπεζών χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο», «να φορολογηθούν οι πλούσιοι, οι τραπεζίτες, οι εφοπλιστές και οι βιομήχανοι» χρειάζεται να μπούνε από την αριστερά μέσα στα συνδικάτα και το κίνημα που παλεύει.
Στην εξέγερση της Αργεντινής το 2001, υπήρχαν τοπικές λαϊκές συνελεύσεις που είχαν υιοθετήσει ένα τέτοιο πρόγραμμα. Ένας από τους ακτιβιστές που συμμετείχαν στις πλατιές συνελεύσεις του «Πάρκου της Εκατονταετίας» περιγράφει (Περιοδικό Σοσιαλισμός Από τα Κάτω No42, αφιέρωμα για την Αργεντινή):
«Υπήρχαν περίπου 6.000 άνθρωποι από 80 επιτροπές γειτονιάς της πόλης και των περιχώρων, συμπεριλαμβανομένων των άνεργων piqueteros. Τα συνθήματα αντανακλούσαν την ωριμότητα των αιτημάτων από τις διάφορες συνελεύσεις και την ανάγκη να χτίσουμε μεγαλύτερα κανάλια επικοινωνίας και έκφρασης της λαϊκής διάθεσης, ανεξάρτητα από τους κομματικούς μηχανισμούς.
Τα αιτήματα ήταν: μη πληρωμή του εξωτερικού χρέους, κρατικοποίηση των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων κάτω από τον έλεγχο των εργατών και των επιτροπών γειτονιάς, τιμωρία όλων των υπευθύνων για την καταστολή στις 19-20 Δεκέμβρη και στις 25 Γενάρη, εγκαθίδρυση επιτροπών ασφάλειας σε συνοικιακό και κεντρικό επίπεδο για να προσέχουν μήπως η αστυνομία δημιουργήσει προβοκάτσιες στις διαδηλώσεις και τις συνελεύσεις, συμπαράσταση στους απεργιακούς αγώνες των σιδηροδρομικών, των εργαζόμενων στις τηλεπικοινωνίες και τα κλωστοϋφαντουργεία και τέλος κριτική στους ηγέτες των συνδικάτων, αν δεν δώσουν την υποστήριξη τους σε όλα αυτά τα αιτήματα.»
Στην Ελλάδα σήμερα χρειάζεται να κάνουμε τέτοια βήματα με γοργούς ρυθμούς. Οι μάχες δεν είναι μόνο οικονομικές. Η μάχη ενάντια στον ρατσισμό είναι αναγκαία για να μην αφήσουμε τα περιθώρια στην κυρίαρχη τάξη να διαιρέσει τους εργάτες. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ όπως και η προηγούμενη χρησιμοποιούν το χαρτί του ρατσισμού σε στιγμές που βλέπουν ότι κινδυνεύουν. Ο Χρυσοχοϊδης τη στιγμή που κλεινόταν η συμφωνία με το ΔΝΤ και την Ε.Ε. έχει εξαπολύσει την αστυνομία σε κάθε γειτονιά στην Αθήνα με πρόσχημα τους μετανάστες, τους «τρομοκράτες» και τα πρεζόνια.
Αυτές είναι μάχες που πρέπει να τις δίνει παράλληλα το εργατικό κίνημα. Και ταυτόχρονα ξετυλίγεται η μάχη για τις ιδέες και για την προοπτική.
Ακόμα και σε επαναστατικές εκρήξεις, οι ιδέες που κυριαρχούν στα μυαλά της πλειοψηφίας που αγωνίζεται δεν είναι οι επαναστατικές ιδέες. Στον Φλεβάρη του ΄17 στη Ρωσία οι περισσότεροι εργάτες υποστήριζαν την Προσωρινή κυβέρνηση και όχι το αίτημα «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Στην Γερμανική Επανάσταση 1918-19 η μεγάλη πλειοψηφία των εργατών και των στρατιωτών έδωσε αρχικά την εμπιστοσύνη της στους Σοσιαλδημοκράτες και όχι στον Σπάρτακο της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ. Στην Πορτογαλική Επανάσταση του 1974-75 η μάζα των εργατών κοίταζε προς τα ρεφορμιστικά κόμματα και μόνο μια μικρή μειοψηφία προς την επαναστατική αριστερά.
Το ίδιο ισχύει και σήμερα. Αυτή τη στιγμή οι περισσότεροι εργάτες που ψήφισαν ΠΑΣΟΚ πριν οκτώ μήνες φτύνουν τον Γιωργάκη και όλη την ηγεσία. Χρέος της επαναστατικής Αριστεράς είναι να δώσει τη μάχη για να τους κερδίσει. Αυτή η προσπάθεια στηρίζεται και στα τρία σκέλη: στη στήριξη και οργάνωση των αγώνων για να μην περάσουν τα μέτρα ΔΝΤ - Ε.Ε., στη γενίκευση των αιτημάτων για όλο το κίνημα, και στην προοπτική για μια δημοκρατική κοινωνία που θα την ελέγχουν οι εργάτες και όχι η δικτατορία του κέρδους και των καπιταλιστών.
Είναι απαραίτητο να δυναμώσουμε την επαναστατική αριστερά και αριθμητικά και με σύνδεση με την εργατική τάξη και τα συνδικάτα. Δεν φτάνει να χαιρόμαστε επειδή το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα βρίσκεται στην πρωτοπορία του εργατικού κινήματος στην Ευρώπη. Διεκδικούμε σ΄ αυτή τη μάχη, να κυριαρχήσει η επαναστατική αριστερά της ελπίδας και όχι η αντεπανάσταση της απελπισίας.