Άρθρο
Σύγκρουση με τη «Διεθνή» των τραπεζιτών

Εξώφυλλο του τευχους 80

Η συνεργασία ΕΕ-ΔΝΤ αποκάλυψε τον πραγματικό χαρακτήρα της. Ο Πάνος Γκαργκάνας εξηγεί γιατί η ρήξη πρέπει να είναι αντικαπιταλιστική.

Εδώ και πολλά χρόνια οι πιο πολλοί εργαζόμενοι είχαν ελπίδες (ψεύτικες όπως αποδεικνύεται) ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα στο σκληρό πυρήνα της (Ευρωζώνη, οι χώρες με κοινό νόμισμα το Ευρώ), θα μεταφραστεί αργά ή γρήγορα σε «σύγκλιση» με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για τους μισθούς, τις κοινωνικές παροχές και το βιοτικό επίπεδο γενικότερα. Η ατάκα «να γίνουμε ευρωπαίοι» ήταν το ψωμοτύρι κάθε φορά που οι κυβερνήσεις ήθελαν να εξασφαλίσουν τη συναίνεση για τα μέτρα που προσπαθούσαν να επιβάλουν.

 

Σήμερα, η σκληρή πραγματικότητα έρχεται να διαψεύσει με τον πιο άσχημο τρόπο αυτές τις αυταπάτες. Βρισκόμαστε στο σημείο όπου οι κυβερνήσεις και τα όργανα της ΕΕ δηλώνουν ανοιχτά ότι η συμμετοχή στην ευρωζώνη και η υπεράσπιση του ευρώ απαιτεί βαθιές περικοπές μισθών, άμεσα για τους εργαζόμενους στην Ελλάδα και γενικότερα για τις χώρες που ονομάστηκαν PIGS. Η «τρόικα» επιτηρητών από την ΕΕ, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) που καταστρώνει μαζί με την ελληνική κυβέρνηση το πρόγραμμα περικοπών ως προϋπόθεση για τα δάνεια του κοινού μηχανισμού «στήριξης», βάζει πλώρη για «αποπληθωρισμό» μισθών 20-25%!

Με άλλα λόγια, η ΕΕ συμπεριφέρεται σε ένα από τα 10 πρώτα μέλη της το ίδιο αν όχι χειρότερα όπως το ΔΝΤ απέναντι στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Το ζήτημα της σύγκρουσης με αυτή την προοπτική έρχεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Είναι εφικτή μια αντικαπιταλιστική ρήξη όπως προβάλουν οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς; Και τι ακριβώς σημαίνει αντικαπιταλιστική ρήξη με την ΕΕ (και το ΔΝΤ).

Όταν ανοίγει αυτή η συζήτηση, αμέσως προκύπτουν δυο αντιρρήσεις.

Η πρώτη προέρχεται από τα δεξιά και ισχυρίζεται ότι μια τέτοια ρήξη είναι καθαρή τρέλα. Όσες ατέλειες κι αν έχει η ΕΕ και το ευρώ, λέει αυτή η άποψη, αυτά αποτελούν την ομπρέλα μας σε ένα κόσμο όπου οι μεγάλοι ποδοπατούν τους μικρούς. Άρα η θέση μας είναι μέσα εκεί και η σωστή αντιμετώπιση είναι να κινηθούμε με υπομονή αναζητώντας ρεαλιστικές συμμαχίες για να αποφύγουμε τα χειρότερα.

Αυτό είναι το κοινό υπόβαθρο της συναίνεσης ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ, έστω και αν διαφωνούν για τους χειρισμούς και τις συμμαχίες σε κάθε δεδομένη στιγμή. Σε αυτή τη συλλογιστική εντάσσεται και ο «αριστερός ευρωπαϊσμός» που κυριαρχεί στον ΣΥΡΙΖΑ, έστω και αν φαντάζεται ότι οι συμμαχίες μέσα στην ΕΕ μπορούν να φτάσουν μέχρι τη δημιουργία ενός μπλοκ που θα κάνει την ΕΕ φορέα προοδευτικής πολιτικής.

Υπάρχει, όμως και μια δεύτερη ενότητα αντιρρήσεων που εκφράζεται μέσα στο ρεύμα που θέλει να συγκρουστεί με την ΕΕ. Γιατί βάζετε το επίθετο «αντικαπιταλιστική» μπροστά από τη ρήξη, αναρωτιέται αυτή η άποψη. Η αποδέσμευση από την ΕΕ είναι το κύριο: αποχωρούμε, ανακτούμε την εθνική μας ανεξαρτησία, δηλαδή έχουμε ξανά εθνικό νόμισμα και εθνική Κεντρική Τράπεζα και αυτό ανοίγει χειροπιαστές δυνατότητες, ενώ τα «αντικαπιταλιστικά» παραπέμπουν σε επαναστάσεις που δεν είναι εφικτές στο σημερινό κόσμο με τους αρνητικούς συσχετισμούς.

Χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε ότι όλες αυτές οι αντιρρήσεις είναι λαθεμένες. Στηρίζονται σε λάθος εκτιμήσεις για την ίδια τη φύση της ΕΕ, για τη σχέση του ελληνικού καπιταλισμού με την ΕΕ και για τις αλλαγές που προκαλεί η σημερινή παγκόσμια κρίση. Ας δούμε αυτά τα ζητήματα με τη σειρά.

Από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα στην Ευρωζώνη

Ποια ήταν η δυναμική που οδήγησε στο πέρασμα από μια γαλλογερμανική συνεργασία στον τομέα της χαλυβουργίας στη δεκαετία του 1950 στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών μελών και στην Ευρωζώνη των 16;

Η δεξιά προπαγάνδα πάντοτε ισχυριζόταν ότι αυτά ήταν βήματα ειρήνης και ευημερίας για τους λαούς της Ευρώπης. Ότι χτιζόταν ένα κοινό πλαίσιο που ξεπερνούσε τους ανταγωνισμούς οι οποίοι είχαν οδηγήσει σε δυο παγκόσμιους πόλεμους στο έδαφος της Ευρώπης. Ότι αφού δυο προαιώνιοι αντίπαλοι όπως η Γαλλία και η Γερμανία κατανοούσαν ότι είναι μάταιο να πολεμούν για να μοιράσουν τα ανθρακωρυχεία του Ρουρ και της Λοραίνης, τότε όλες οι χώρες της Ευρώπης μπορούσαν να βγουν κερδισμένες με την ένταξή τους σε αυτή τη συνεργασία.

Η αριστερά απαντούσε αποκαλύπτοντας τις σκοπιμότητες πίσω από αυτό το εγχείρημα. Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) το 1957 εξυπηρετούσε τα αμερικανικά συμφέροντα, ήταν η κυρίαρχη άποψη στην αριστερά, γιατί οι ΗΠΑ ήθελαν ένα ευρωπαϊκό αντίβαρο απέναντι στην ΕΣΣΔ. Το περιβόητο σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» συνόψιζε αυτή την αντίληψη και βοήθησε για ένα διάστημα να εκφράζεται η εργατική αντίθεση στο ευρωπαϊκό πρότζεκτ των κυρίαρχων τάξεων. Είχε όμως τα όριά του.

Πραγματικά στην αρχή οι αμερικάνικες πολυεθνικές ήταν αυτές που είχαν το μέγεθος ώστε να χρειάζονται ένα πανευρωπαϊκό γήπεδο κοινής αγοράς για τη δράση τους. Όμως, παρά τις καταστροφές του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, τα πιο δυναμικά κομμάτια των ευρωπαϊκών καπιταλισμών έφταναν γρήγορα στο σημείο που ξεπερνούσαν τα όρια της εθνικής αγοράς τους και αναζητούσαν και αυτά ένα μεγαλύτερο γήπεδο. Η ΕΟΚ ήταν από την αρχή και δικό τους εγχείρημα. Αυτός είναι και ο λόγος που αυτός ο οργανισμός όχι μόνο δεν περιθωριοποιήθηκε μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ αλλά αναβαθμίστηκε με τη μετατροπή του σε Ευρωπαϊκή Ένωση με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Από κοινή αγορά εμπορευμάτων πέρασε στην ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, εργατών και κεφαλαίων με κοινό νόμισμα. Ας δούμε τι έγραφε η Μαρία Στύλλου στο περιοδικό «Σοσιαλισμός από τα Κάτω» τότε (τεύχος Νο 1, Ιούνης-Ιούλης 1992):

«Όπως σε όλη την ιστορία της ΕΟΚ, οι πρωτοβουλίες της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών και οι αποφάσεις στις Συνόδους Κορυφής των κυβερνήσεων ήρθαν να επικυρώσουν πρακτικές που είχαν ήδη ξεκινήσει από ολόκληρους τομείς των πιο δυναμικών κομματιών του κεφάλαιου.

Η τραπεζική αγορά είχε αρχίσει να διεθνοποιείται στην Ευρώπη ήδη από τη δεκαετία του 1970. Η αγορά των «ευρωδολαρίων» ήταν μια πηγή χρηματοδότησης των επιχειρήσεων έξω από τον έλεγχο και τους περιορισμούς των επιμέρους κυβερνήσεων και γνώρισε εκρηκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες είδαν καθαρά την ανάγκη να βρουν τρόπους διεύρυνσης αυτής της χρηματαγοράς και με τα κυριότερα ευρωπαϊκά νομίσματα.

Στη δεκαετία του 1980, μετά τη δεύτερη «πετρελαϊκή» κρίση, οι πιέσεις για εξορθολογισμό και συγκεντροποίηση των επιχειρήσεων εκφράστηκαν με αλλεπάλληλα κύματα εξαγορών και συγχωνεύσεων. Αυτό δεν ήταν κάτι νέο. Το καινούργιο στοιχείο ήταν ότι αυτές οι κινήσεις μεταφέρθηκαν σε επίπεδο πανευρωπαϊκό αντί για εθνικό. Στα τέλη της δεκαετίας ο αριθμός εξαγορών και συγχωνεύσεων σε επίπεδο ΕΟΚ ξεπέρασε τον αριθμό αυτών που γίνονταν σε κάθε κράτος ξεχωριστά. Στη διετία 1982-84 υπήρχαν μόνο 67 εξαγορές και συγχωνεύσεις σε επίπεδο ΕΟΚ. Το 1987-88 έφτασαν στα ίδια νούμερα με τις εξαγορές και συγχωνεύσεις μεταξύ ευρωπαϊκών και ξένων (κύρια αμερικάνικων και γιαπωνέζικων) επιχειρήσεων. Στην τελευταία διετία της δεκαετίας του ΄80 οι συγχωνεύσεις ανάμεσα σε ΕΟΚικές επιχειρήσεις πέρασαν στην πρώτη θέση. (...)

Πέρα όμως από τις οικονομικές εξελίξεις, η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, η συνένωση των δυο Γερμανιών, ο πόλεμος στον Κόλπο, έβαλαν τις διάφορες χώρες της ΕΟΚ μπροστά στα πολιτικά ζητήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν. (...)

Όπως και η ίδια η δημιουργία της ΕΟΚ, η απόφαση για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ στηρίχτηκε σε έναν γαλλογερμανικό συμβιβασμό. Οι δημοσιογραφικές αναλύσεις που πάντα στέκονται στην επιφάνεια περιγράφουν την ΕΟΚ σαν ένα οικοδόμημα όπου η Γερμανία κρατάει το πορτοφόλι και η Γαλλία έχει το βέτο στις πολιτικές και στρατιωτικές συνεργασίες. Στο Μάαστριχτ αυτός ο «καταμερισμός εργασίας» αλλάζει. Η Γαλλία διεκδικεί μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στο κοινό νόμισμα και την κοινή Κεντρική Τράπεζα, ενώ η Γερμανία διεκδικεί σαν αντάλλαγμα την προώθηση μιας κοινής πολιτικής σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και «άμυνας» απαιτώντας από τους συνεταίρους της να μοιραστούν τα βάρη που συνεπάγονται οι γερμανικές φιλοδοξίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου».

Η ΕΟΚ και η συνέχειά της, η ΕΕ, ήταν από την αρχή και παραμένουν διεθνείς οργανισμοί στην υπηρεσία των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων της Ευρώπης. Κάθε αυταπάτη ότι μπορούν να μεταρρυθμιστούν και να γίνουν φορείς προοδευτικής δράσης είναι το ίδιο λαθεμένη όσο και η αυταπάτη ότι οι θεσμοί του αστικού κράτους μπορούν να τεθούν στην υπηρεσία των εργαζομένων.

Η ελληνική εμπλοκή

Αν η ανάλυση της δυναμικής της συσσώρευσης του κεφάλαιου στην Ευρώπη είναι απαραίτητη σαν εργαλείο μια φορά για να ερμηνεύσουμε τη φύση της ΕΕ, γίνεται δέκα φορές πιο αναγκαία όταν πάμε στα ζητήματα της σχέσης του ελληνικού καπιταλισμού με το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Παραδοσιακά, οι κυρίαρχες απόψεις στο χώρο της αριστεράς ήταν οι θεωρίες της εξάρτησης. Σύμφωνα με αυτές, οι εξελίξεις σε μια μικρή υπανάπτυκτη χώρα ερμηνεύονται από τις αλλαγές συσχετισμών μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Στη δεκαετία του 1950, η Ελλάδα πέρασε από την αγγλοκρατία στην αμερικανοκρατία. Δυο δεκαετίες αργότερα περάσαμε από τη σφαίρα των ΗΠΑ στην γαλλογερμανική επιρροή. Προφανώς αυτό το ερμηνευτικό σχήμα ήταν ατελές και τότε και τώρα.

Ένας απλός τρόπος για να φανούν οι ανεπάρκειες, είναι να δούμε πόσο εκτεθειμένα άφηνε αυτή η αντίληψη μεγάλα τμήματα της αριστεράς. Ολόκληρα κομμάτια μετατοπίστηκαν προς τη θέση ότι η ΕΟΚ έγινε αντίβαρο στην αμερικάνικη ηγεμονία. Το ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε πρώτο τα συνθήματα για την ταύτιση ΕΟΚ και ΝΑΤΟ και πέρασε σε απόψεις ότι μπορούμε να αξιοποιήσουμε τη συμμετοχή της Ελλάδας προς όφελος των εργαζομένων. Στη συνέχεια ακολούθησε ο Συνασπισμός, αρχικά ως ενιαίος μαζί με το ΚΚΕ και στη συνέχεια μετά τη διάσπαση του 1992, όπως τον ξέρουμε σήμερα.

Στην ίδια την Ευρώπη αυτού του είδους οι απόψεις προϋπήρχαν. Την περίοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα, στη Γαλλία είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο του Σερβάν-Σρεμπέρ για την «Αμερικάνικη Πρόκληση». Η βασική του θέση ήταν ότι η ενότητα μέσα από την ΕΟΚ ήταν η μόνη ελπίδα για να μην γίνει η Ευρώπη αποικία των ΗΠΑ. Οι εξελίξεις έδιναν αληθοφάνεια σε εκείνες τις θεωρίες.

Η ΕΟΚ είχε κερδίσει τον ανταγωνισμό με την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) κατά κράτος. Η ΕΖΕΣ ήταν ένας οργανισμός με κέντρο τη Βρετανία και είχε θεωρηθεί από την αρχή ως δούρειος ίππος των αγγλοσαξονικών συμφερόντων. Η ΕΖΕΣ προωθούσε μόνο την απελευθέρωση του εμπορίου ανάμεσα στις χώρες μέλη της και δεν δημιούργησε μηχανισμούς όπως η Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΟΚ που προστάτευε τα ευρωπαϊκά αγροτικά προϊόντα με κοινούς δασμούς απέναντι στις τρίτες χώρες.

Αυτό αποδείχτηκε μειονέκτημα για την ΕΖΕΣ. Οι επιδοτήσεις της ΕΟΚ για τις βιομηχανίες τροφίμων και τις άλλες πολυεθνικές κατεργασίας της αγροτικής παραγωγής ήταν και οικονομικό κίνητρο αλλά και πολιτικό ατού, καθώς η ΕΟΚ εμφανιζόταν ότι προστατεύει τους αγροτικούς πληθυσμούς ενώ στην πράξη τους παρέδιδε δεμένους χειροπόδαρα στα μεγάλα συμφέροντα των agribusiness. Ένας άλλος παράγοντας που έπαιξε ρόλο στην ήττα της ΕΖΕΣ ήταν το γεγονός ότι η Βρετανία που διέθετε το τραπεζικό κέντρο του Σίτι στο Λονδίνο, δεν ήθελε να μείνει έξω από την αυξανόμενη διεθνοποίηση των ευρωπαϊκών τραπεζών που προχωρούσε με κέντρο την ΕΟΚ.

Τελικά η Βρετανία έκανε στροφή προς την ΕΟΚ και εντάχθηκε μαζί με την Ιρλανδία και τη Δανία το 1970. Οι ευρωπαϊκές πολυεθνικές επιχειρήσεις απέκτησαν ακόμα μεγαλύτερο γήπεδο. Αυτό δεν σήμαινε αποκλεισμό των αμερικάνικων πολυεθνικών, κάθε άλλο. Σήμαινε όμως έναν μαγνήτη για όλους τους καπιταλισμούς της ευρωπαϊκής περιφέρειας.

Η Ελλάδα είχε κάνει σύνδεση με την ΕΟΚ ήδη από τη δεκαετία του 1960 και μετά τη δικτατορία προσανατολίστηκε αποφασιστικά στην ένταξη της έτσι ώστε έγινε μέλος το 1981, πριν ακόμα από την Ισπανία και την Πορτογαλία. Άνοιξε την εσωτερική αγορά της και οι πιο πολλοί εμπορικοί και βιομηχανικοί όμιλοι προχώρησαν με ενθουσιασμό στην απορρόφησή τους από τις ευρωπαϊκές πολυεθνικές. Προτιμούσαν να είναι μέτοχοι σε κάποιον ευρωπαϊκό όμιλο παρά το «κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη».

Αυτό δεν σήμαινε ότι ο ελληνικός καπιταλισμός έμεινε κολλημένος με μια κομπραδόρικη αστική τάξη. Υπήρχαν δυο τομείς όπου το ελληνικό κεφάλαιο έριξε το βάρος του σαν αιχμές του ελληνικού καπιταλισμού: ο εφοπλισμός και οι τράπεζες. Ο Πειραιάς έγινε κέντρο για παίκτες παγκοσμίου επιπέδου στις θαλάσσιες μεταφορές, ενώ η Αθήνα αναδείχτηκε σε «Σίτι» των Βαλκανίων. Σε πείσμα των αντιλήψεων της «ψωροκώσταινας», ο ελληνικός καπιταλισμός διέθετε πολυεθνικές με προπέλες και τράπεζες με πλοκάμια από το Κίεβο ως το Κάϊρο και από τα Τίρανα ως την Άγκυρα.

Ιδιαίτερα μετά την ένταξη στο Ευρώ, αυτές οι διαδικασίες ενισχύθηκαν από το σκληρό νόμισμα. Παραδοσιακά ο ελληνικός καπιταλισμός γνώριζε περιόδους ανάπτυξης όταν κατάφερνε να τραβήξει ένα μέρος από τα διεθνή κέρδη των εφοπλιστών να έρθουν και να βρουν επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα. Το ευρώ έδινε τη σιγουριά ότι μπορούν να βάλουν και να βγάλουν κεφάλαια για να συμμετάσχουν πότε στη φούσκα του Χρηματιστήριου, πότε στη φούσκα των ακινήτων και πάντα στην υψηλή κερδοφορία των τραπεζών. Μεγάλο μέρος από τα «ξένα κεφάλαια» που κινήθηκαν σε αυτά τα κυκλώματα ήταν εφοπλιστικά με μανδύα οφσόρ για προφανείς λόγους.

Συνολικότερα, αν η δημιουργία του ευρώ ήταν ένας τρόπος για την ΕΕ να γίνει πόλος έλξης κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο, για τις ελληνικές τράπεζες ήταν το τέλειο δώρο. Αντλούσαν κεφάλαια πολύ φθηνά και απολάμβαναν τα υψηλότερα επιτόκια χορηγήσεων όλης της ευρωζώνης. Αν αυτό το «μοντέλο ανάπτυξης» μπήκε σε κρίση, αυτό δεν ήρθε ούτε λόγω ελληνικής καθυστέρησης ούτε επειδή «οι έλληνες έκαναν πάρτι με δανεικά». Η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού τράβηξε στη δίνη της και τις ελληνικές φούσκες.

Υπάρχει διέξοδος;

Ακριβώς επειδή η σχέση της Ελλάδας με την ΕΕ δεν είναι σχέση κάποιας υπανάπτυκτης χώρας με τα κέντρα του καπιταλισμού, ο χειρισμός της ελληνικής κρίσης γίνεται πρόβλημα για την ίδια την ΕΕ. Το τεράστιο ελληνικό δημόσιο χρέος βρίσκεται μοιρασμένο στα χέρια γερμανικών, γαλλικών, βρετανικών και ελληνικών τραπεζών. Μια χρεοκοπία θα αφήσει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα με ομόλογα περίπου 40 δις ευρώ να μετατρέπονται σε κουρελόχαρτα. Αλλά και το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα θα βρεθεί μπροστά σε μια κρίση αξιοπιστίας του ευρώ που μπορεί να κοστίσει πολύ ακριβά. Η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ για την παγκόσμια οικονομία (World economic outlook) αναφέρει ρητά ότι «βραχυπρόθεσμα, ο κύριος κίνδυνος είναι ότι, αν δεν ελεγχθούν, οι ανησυχίες των αγορών για τη ρευστότητα και την ικανότητα αποπληρωμής των χρεών της Ελλάδας μπορεί να μετεξελιχθούν σε μια μεταδοτική κρίση χρέους των κρατών με μεγάλες διαστάσεις».

Αυτοί είναι οι πραγματικοί λόγοι που έσπρωξαν στη δημιουργία του κοινού «μηχανισμού στήριξης» ΕΕ-ΔΝΤ, ό,τι κι αν λέει ο Παπανδρέου.

Αυτός ο μηχανισμός προσπαθεί τώρα να επιβάλει ένα πρόγραμμα διαχείρισης της κρίσης τέτοιο ώστε να εξασφαλίζει ταυτόχρονα δυο πράγματα. Πρώτο να αποφύγει μια ανοιχτή άμεση ελληνική χρεοκοπία που θα πυροδοτούσε έναν διεθνή πανικό και μια παγκόσμια επιδείνωση της κρίσης. Και δεύτερο να εξασφαλίσει ένα ρυθμό περικοπών μισθών και κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα τέτοιο ώστε να είναι ρεαλιστική η αποπληρωμή των δανείων που ήδη υπάρχουν και αυτών που θα δώσουν μαζί ΔΝΤ και ΕΕ.

Πρόκειται για μια επιχείρηση τόσο γεμάτη επισφάλειες ώστε ακόμα και αναλυτές των Financial Times προειδοποιούν ότι ο μηχανισμός ΔΝΤ-ΕΕ μπορεί να εμπλακεί στην Ελλάδα σε μια υπόθεση που να θυμίζει την εμπλοκή της Αμερικής στο Βιετνάμ. Δεν είναι καθόλου δοσμένο ότι η επιτήρηση ΔΝΤ-ΕΕ θα καταφέρει να σταματήσει τον κατήφορο προς τη γενίκευση της ελληνικής κρίσης σε όλη την Ευρώπη και ακόμα παραπέρα, ούτε ότι οι μηχανισμοί του θα καταφέρουν να κάμψουν την αντίσταση των εργατών μέσα και έξω από την Ελλάδα.

Αυτή είναι μια εικόνα που είναι απαραίτητη για να διαμορφώσουμε την αριστερή απάντηση απέναντι στην ΕΕ σήμερα. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, γίνεται αναγκαία αλλά και εφικτή μια ταξική, αντικαπιταλιστική αντιμετώπιση. Απέναντι στη δεξιά ιδεολογική τρομοκρατία που ανακηρύσσει την πίστη στην ΕΕ σε μονόδρομο, γίνεται καθαρό ότι η ΕΕ δεν είναι πανίσχυρη. Και ταυτόχρονα γίνεται καθαρό ότι η δύναμη που μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα είναι η εργατική τάξη.

Πιο συγκεκριμένα, ας αναλογιστούμε τι θα σήμαινε αυτή τη στιγμή αν η αριστερά κατάφερνε να πείσει το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία και στην Ισπανία να προβάλει το αίτημα της στάσης πληρωμών για το δημόσιο χρέος. Αντί για την απειλή ότι η Ελλάδα (και η Πορτογαλία και η Ισπανία) κινδυνεύουν με χρεοκοπία από την άρνηση των αγορών να δώσουν δάνεια χωρίς εξωφρενικά επιτόκια, θα βρισκόμασταν σε μια κατάσταση όπου οι τραπεζίτες της ΕΕ κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν γιατί τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ που κατέχουν σε ελληνικά (και πορτογαλικά και ισπανικά) ομόλογα παύουν να εξυπηρετούνται. Πλήρης αντιστροφή δηλαδή.

Τι συμπεράσματα βγαίνουν από αυτή την διαπίστωση;

Το πρώτο είναι ότι η στρατηγική της αντικαπιταλιστικής ρήξης σημαίνει δύναμη για τους εργάτες. Το δεύτερο ότι οι λύσεις είναι ταξικές και όχι εθνικές και το τρίτο ότι οι συμμαχίες που αναζητούμε απευθύνονται προς την εργατική τάξη των άλλων χωρών.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι περιμένουμε να κάνουν την αρχή οι εργάτες των πιο ισχυρών καπιταλισμών της ΕΕ. Κάθε βήμα που κάνουμε εδώ στην Ελλάδα προς αυτή την κατεύθυνση φέρνει πιο κοντά την γενίκευση της εργατικής απάντησης παντού. Ιστορικά, πάντα έτσι λειτούργησαν τα πράγματα, από τις επαναστάσεις του 1848 μέχρι το Μάη του 1968 περνώντας μέσα από τα κύματα που σάρωσαν την Ευρώπη στο τέλος και των δυο Παγκόσμιων Πόλεμων. Αν αυτή η δυναμική λειτουργούσε πριν από 40 ή ακόμα και 140 χρόνια, είναι ρεαλιστικό να λειτουργεί σήμερα που οι οικονομίες και οι κοινωνίες έχουν δεθεί περισσότερο αναμεταξύ τους. Το πνεύμα της αντίστασης στην Ελλάδα χρωστάει πολλά στους Ιρλανδούς εργάτες που είπαν όχι στη Λισαβόνα στο δημοψήφισμά τους και στους Γάλλους εργάτες που έκαναν το ίδιο πιο πριν για το Ευρωσύνταγμα, και στη Γαλλική νεολαία που δίδαξε ξανά πριν πέντε χρόνια όλους τους φοιτητές και μαθητές της Ευρώπης τι σημαίνει ένα κίνημα καταλήψεων.

Με τη σιγουριά που δίνει αυτή η δυναμική, η Αριστερά μπορεί να κηρύττει την ανυπακοή στα προγράμματα του ΔΝΤ και της ΕΕ εδώ και τώρα. Αρνιόμαστε να αποδεχτούμε ότι πρέπει να χαθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας στο δημόσιο μέσα από τις περικοπές π.χ. του Καλλικράτη και ότι θα κοπούν ο 13ος και 14ος μισθός, δηλαδή ένα μεροκάματο κάθε βδομάδα στο βωμό της ΕΕ και του ΔΝΤ. Προβάλουμε με αυτοπεποίθηση το αίτημα να φύγουν οι επιτηρητές και να σταματήσουν οι πληρωμές για τόκους και χρέη.

Μια τέτοια αντιμετώπιση δεν μεταφράζεται σε αυταπάτες ότι η διαχείριση της κρίσης από έναν έλληνα διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος που θα έχει σαν νόμισμα τη δραχμή αντί για το ευρώ θα είναι πιο φιλεργατική. Δεν ξεχνάμε, άλλωστε ότι όλα αυτά τα χρόνια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει έλληνα υποδιοικητή, τον ίδιο που διαχειρίστηκε την κρίση της δραχμής στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και φόρτωσε τα βάρη στους εργαζόμενους. Η ανυπακοή και η ρήξη με την ΕΕ δεν μας οδηγεί να αναζητούμε λύση με εθνικό έλεγχο στο νόμισμα και τους θεσμούς αλλά με εργατικό έλεγχο στο τραπεζικό σύστημα και σε όλη την κοινωνία.

Τα τμήματα της αριστεράς που αντιμετωπίζουν την ΕΕ από πατριωτική σκοπιά με όρους «εθνικού συμφέροντος» θα έπρεπε να διδαχθούν από τις εμπειρίες του παρελθόντος. Όταν οι Γερμανικές κυβερνήσεις καθοδηγούσαν την ΕΕ να επιβάλει σκληρούς όρους στην Τουρκία για την ένταξή της, αυτό το θεωρούσαν χρήσιμο για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Και ζητούσαν συμμαχία της Ελλάδας με τις δυνάμεις που απειλούσαν με βέτο κατά της Τουρκίας. Τώρα που η Μέρκελ καθοδηγεί τον μηχανισμό επιτήρησης της Ελλάδας φαίνεται πόσο καταστροφικές είναι τέτοιες «εθνικές» συμμαχίες. Η ανάγκη για ταξικές συμμαχίες προβάλει ανάγλυφη.

Γι΄ αυτό το «Έξω οι επιτηρητές της ΕΕ και του ΔΝΤ» πάει χέρι - χέρι με το αίτημα για κρατικοποίηση των τραπεζών κάτω από εργατικό έλεγχο. Χωρίς αυτόν τον προσανατολισμό μια έξοδος από την Ευρωζώνη ή και από την ΕΕ μπορεί να κατευθύνεται σε «τόνωση της ανταγωνιστικότητας» με υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, δηλαδή στις πλάτες των εργατών. Ο έλεγχος του τραπεζικού συστήματος είναι απαραίτητος για να μην μπορούν οι καπιταλιστές να φυγαδεύουν τα κεφάλαια τους καθώς η κρίση εντείνεται, και για να γίνει ρεαλιστικό ότι θα φορολογηθούν οι πλούσιοι που φοροδιαφεύγουν κύρια με τη βοήθεια των εταιριών «οφσόρ» και των άλλων «φορολογικών παραδείσων» που τους εξασφαλίζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Ασφαλώς, όλα αυτά σημαίνουν σκλήρυνση της σύγκρουσης με την κυβέρνηση εδώ και τις κυβερνήσεις της Ευρώπης και την ίδια την ΕΕ που είναι δεμένες με τα συμφέροντα των τραπεζιτών. Πιστεύει, όμως, κανείς ότι αυτές οι δυνάμεις μπορεί να πειστούν να τηρήσουν πιο μαλακή στάση επειδή οι εργάτες θα κάνουν υποχωρήσεις; Η εμπειρία όλων των προηγούμενων μηνών (για να μην πάμε σε παλιότερα ιστορικά παραδείγματα) έδειξε ότι κάθε υποχώρηση τούς αποθρασύνει για να απαιτούν πιο σκληρά αντεργατικά μέτρα. Φέτος το Γενάρη, στο πρώτο πρόγραμμα σταθερότητας που συμφώνησε ο Παπανδρέου με την ΕΕ, απαιτούσαν περικοπές ίσες με το 4% του ΑΕΠ. Τώρα έχουν ανεβάσει τις απαιτήσεις τους στο 12%. Στη Λετονία, όπου η αντίσταση στο κοινό πακέτο μέτρων ΕΕ-ΔΝΤ ήταν η πιο συμβιβαστική, οι τραπεζίτες έχουν φέρει τη χώρα σε μια κατάσταση που μοιάζει με ασθενή που υποβάλλεται σε χημειοθεραπεία, όπως έγραφαν χαρακτηριστικά οι εφημερίδες.

Αντίθετα, όσο σκληραίνει η εργατική αντίσταση σε μια χώρα, τόσο περισσότερο βρίσκονται υπό πίεση η ΕΕ, οι κυβερνήσεις και οι τραπεζίτες. Οι απεργίες στην Ελλάδα έχουν γίνει πηγή έμπνευσης για τον κόσμο που αναζητάει διέξοδο από την κρίση σε όλη την Ευρώπη. Η στρατηγική της αντικαπιταλιστικής ρήξης όχι μόνο δεν μας απομονώνει, αλλά αντίθετα πυροδοτεί αντιστάσεις που ανοίγουν νέες δυνατότητες. Όση προπαγάνδα κι αν κάνει η Μέρκελ για τους «τεμπέληδες του ευρωπαϊκού νότου», οι εργάτες της Γερμανίας έχουν τους δικούς τους λόγους να σιχαίνονται τους τραπεζίτες και να αισθάνονται πιο κοντά σε ένα κίνημα που δίνει μάχες ενάντιά τους.

Αρκεί η Αριστερά να μην διστάζει να στηρίζει την ταξική, αντικαπιταλιστική διάσταση που έχει αυτό το κίνημα. Το ΣΕΚ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μαζί με την αντικαπιταλιστική αριστερά στις άλλες χώρες της Ευρώπης παίζουν αυτόν ακριβώς το ρόλο και όσο περισσότερες δυνάμεις ρίξουν το βάρος τους προς τα εκεί τόσο πιο καλά θα καταφέρουμε να χτίσουμε τη διεθνιστική ενότητα των εργατών απέναντι στη «Διεθνή» των τραπεζιτών.